Με τον παπα-Νικηφόρο
Θυμόταν ο Γέροντας τις προσευχές που έκανε, ενώ εργαζόταν μαζί. Τα παλιά χρόνια της νεότητός του έλεγε ότι η ενέργεια της προσευχής ήταν πολύ δυνατή, πράγμα που ταπεινόφρονα θεωρούσε ότι δεν υπάρχει στους ύστερους χρόνους του. Και οι τότε λογισμοί του γέμιζαν την ψυχή με φωτιά. Διηγείτο το εξής: «Για να κάνουμε το εργόχειρό μας, τις σφραγίδες των πρόσφορων, έπρεπε να πριονίσουμε χοντρούς κορμούς λευκών που είχαμε μεταφέρει από το δάσος. Τους στηρίζαμε με τον γέροντα παπα-Νικηφόρο καταλλήλως, και με μεγάλο χειροπρίονο που τραβούσαμε ο ένας απ’ τη μια κι ο άλλος απ’ την άλλη, τεμαχίζαμε σιγά-σιγά τους κορμούς. Θυμάμαι», συνέχιζε ο Γέροντας, και το πρόσωπο του φωτιζόταν, «μια απ’ αυτές τις φορές, ενώ εργαζόμασταν με τον γέροντα, η ψυχή μου γεμάτη πνευματική λαχτάρα φώναζε: ‘‘Πήγαινε στο δωμάτιο. Ο Χριστός είναι εκεί και σε περιμένει!’’ Πυρπολούμην ολόκληρος από τη χάρη αυτών των λογισμών». Άλλοτε πάλι, εργαζόμενος στον τόρνο, για να κάνει στρόγγυλες τις σφραγίδες, κάθιδρος από τον κόπο (ο τόρνος κινούνταν με το πόδι), προσευχόταν με πόθο: «Άγγελοι, αρχάγγελοι, παραμερίστε. Θέλω να δω τον Κύριό μου!»
Στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 ο παπα-Νικηφόρος είχε πιάσει πλέον τα εβδομήντα, και ο π. Προκόπιος επίσης. Αλλά και ο Γέροντας πλησίαζε τα πενήντα. Συμπλήρωνε τριάντα χρόνια στην υπακοή και την άοκνη υπηρεσία. Άρχισε να κουράζεται σωματικά και θέλησε να δώσει κάποια βοήθεια στον εαυτό του. Έτσι πήραν θερμάστρα πετρελαίου για την εκκλησία, γιατί δεν γινόταν πια να λειτουργεί και να προσέχει την ξυλόσομπα.
Όλα αυτά τα χρόνια έβγαζε μέσα από τη στέρνα με τον κουβά το νερό που μάζευαν από τη βροχή. Επιτέλους, του έστειλε ο αδερφός του μια χειραντλία και σταμάτησε να σκύβει και να τραβάει το σχοινί με τον κουβά.
Το πιο κουραστικό ήταν ότι στην κουζίνα δεν υπήρχε νερό και έπρεπε να το κουβαλάει καθημερινά από τη στέρνα. Φαγητό, σφραγίδες, λάντζα, πλύσιμο ρούχων∙ το νερό κουβαλητό. Σκέφτηκε να κάνει μία τσιμεντένια στερνούλα πίσω από την κουζίνα στα βράχια λίγο κάτω από τα κεραμίδια, για να συλλέγει το βρόχινο νερό τους. Η στέρνα θα ήταν αρκετά ψηλά ώστε να έρχεται το νερό με σωλήνα στην κουζίνα. Ο τόπος βρέθηκε. Με λίγα δυναμίτια θα ήταν έτοιμος. Μια στέρνα δέκα κυβικών μέτρων μπορούσε να γίνει, ξεπερνώντας κάθε φαντασία. Όμως ο παπα-Νικηφόρος αντιδρούσε. Χρήματα είχε, αλλά όντας υπερήλικας κουραζόταν ακόμα και στην ιδέα όλης αυτής της φασαρίας. Όταν ο παπα-Εφραίμ τον πίεσε λίγο, του το ‘κοψε απότομα.
─Παιδί μου, άσε να πεθάνω και κάνε ύστερα ό,τι νομίζεις.
─Πέθανε και σε θάφτω, παπάς είμαι, έκανε ασυγκράτητος και πικραμένος ο παπα-Εφραίμ.
«Χμ!! Τι θα πει γέροντας, καημένε. Με τον λόγο αμέσως αισθάνθηκα ότι ο Θεός έφυγε από μέσα μου. Τώρα τι κάνεις; Ευλόγησον, γέροντα». Πήγε και έβαλε μετάνοια.
Κατάλαβε όμως ότι έχει να κάνει πλέον με γεροντάκι και σκέφτηκε να το κολακεύσει. «Γέροντα», του είπε μαλακά, «άμα πεθάνεις εσύ, εγώ θα λυπηθώ και δεν θα ‘χω όρεξη για τίποτα. Αν όμως κάνουμε τη στέρνα, θα λέω: ο γέροντας μου έκανε τη στέρνα αυτήν και ευκολύνομαι. Και θα εύχομαι με όλη μου την καρδιά: ο Θεός να αναπαύσει τον γέροντά μου, Θεός σχωρέσου, γέροντα». Και δεν άργησε να κάμψει την πατρική καρδιά. «Ε, άντε καλά, τι θες, να πάρε αυτά τα χρήματα και κάνε τη δουλειά σου». Έτσι έγινε η πρώτη στερνούλα με χίλιες μικροδυσκολίες στον αμάθητο σε τέτοια παπα-Εφραίμ, και ήρθε το νερό στην κουζίνα. Ο γερο-Προκόπιος έπλενε τα χεράκια του και με χαρά έλεγε και ξανάλεγε: «Βρύση, βρύση!» Κι όμως πριν ήταν διστακτικός, αν και όχι τελείως αρνητικός. Μαθημένος στην πολυχρόνια στέρηση, του φαινόταν πολυτέλεια η ελάχιστη εξυπηρέτηση.
«Τι εστί γέροντας μόνο ο διάβολος το ξέρει», μας επαναλάμβανε ο Γέροντας. «Διότι η δύναμίς του καταργείται. Βάζεις μια μετάνοια και πας παντού. Εξομολογείσαι ένα λογισμό και καθαρίζει η ψυχή. Εγώ κάποτε άλλαξα δωμάτιο. Έφυγα από το διπλανό του γέροντα, από όπου μπορούσα να τον ακούω και να τον έχω στο νου μου, αλλ’ όπου τελευταία με ενοχλούσε το σύρσιμο των βαριών παπουτσιών του, όταν κοιμόμουν. Πήγα λίγο μακρύτερα, που ήταν ήσυχα. Όπως σας ακούω και μ’ ακούτε, άκουγα: ‘‘Ασυνείδητε, άκαρδε, εγκατέλειψες τον γέροντά σου. Αν πάθει κάτι και έχει την ανάγκη σου, ποιος θα τον ακούσει;’’ Την ίδια στιγμή γύρισα πίσω στο δωμάτιό μου».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000