ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ κγ 1 - 56
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 626-653 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η πολιτική δίκη μπροστά στον Πιλάτο
Λουκ. 23,1 Καὶ ἀναστὰν(1) ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν(2) ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον(3).
Λουκ. 23,1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
(1) Ο Λουκάς προϋποθέτει ότι είναι γνωστή ήδη η σε θάνατο καταδίκη του Ιησού (p).
(2) Δηλαδή ολόκληρο το σώμα του συνεδρίου, μη περιλαμβανομένου του όχλου, ο οποίος σε καμία από τις τέσσερεις ευαγγελικές αφηγήσεις δεν έχει αναφερθεί έως τώρα (p).
(3) Αφότου η Ιουδαία προσαρτήθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία, μετά την καθαίρεση του Αρχέλαου, δηλαδή το 7 μ.Χ., οι Ιουδαίοι άρχοντες έχασαν το jus gladii, δηλαδή το δικαίωμα της θανατικής εκτέλεσης, το οποίο επιφυλασσόταν στους Ρωμαίους σε όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες. Και σύμφωνα με παράδοση που αναφέρεται από το Ταλμούδ «σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού (δηλαδή μόλις το 30 μ.Χ.) το δικαίωμα της καταδίκης σε θάνατο αφαιρέθηκε από τους Ιουδαίους» (Cant. 24,2). Έτσι εξηγείται το διάβημα αυτό του συνεδρίου.
Ως προς το ζήτημα της διαμονής του Πιλάτου, δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθεί, εάν αυτός έμενε τότε στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, στο πάνω μέρος της πόλης, ή στο φρούριο Αντωνία, βορειοδυτικά του ναού. Η παράδοση καθορίζει την αφετηρία της Via dolorosa (δρόμος του μαρτυρίου του Χριστού) στην Αντωνία (g).
«Παραδόθηκαν και αυτοί στις στρατιές των Ρωμαίων, και έτσι εκπληρώθηκαν εκείνα που είχαν προαναγγελθεί για αυτούς από τους προφήτες· «Αλλοίμονο στον παράνομο! Γιατί θα του συμβούν κακά ανάλογα με τα έργα των χεριών του (Ησ. 3,11)». Και άλλος· «Καθώς έπραξες, έτσι θα συμβεί και σε σένα. Η ανταπόδοσή σου θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15» (Κ).
Λουκ. 23,2 ἤρξαντο(2) δὲ κατηγορεῖν(2) αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος(3) καὶ κωλύοντα Καίσαρι(4) φόρους(5) διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα(6) εἶναι.
Λουκ. 23,2 Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν• “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
(1) Άρχισαν να αναπτύσσουν τις κατηγορίες, ο Πιλάτος όμως στο μεταξύ παρενέβαινε για διευκρίνιση και διαπίστωσή τους. Για αυτό και λέει το ρήμα άρχισαν (p).
(2) Διατυπώνουν τρεις κατηγορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες θα είχαν βαρύτητα για τον Πιλάτο· δηλαδή, ότι διαστρέφει το έθνος, ξεσηκώνοντας αυτό σε στάση, ότι παρεμποδίζει την πληρωμή των φόρων στον Καίσαρα, και ότι οικειοποιείται τον τίτλο του βασιλιά (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή το έθνος ημων. Η λέξη λαός χρησιμοποιείται με πολιτική συγχρόνως και ιερή έννοια, ενώ η λέξη έθνος με γενεαλογική ή φυσική έννοια (b).
(4) Μέσω κανενός άλλου πράγματος δεν ήταν τόσο συνδεδεμένοι με τον Καίσαρα, όσο μέσω του μίσους τους προς τον Ιησού (b).
(5) «Ολοφάνερα εναντιώνονται στην αλήθεια. Διότι πού εμπόδισε ο Ιησούς να δίδουν φόρους τη στιγμή που μάλλον διέταξε να τους αποδίδουν ως χρέος, λέγοντας τα εξής: Αποδώστε στον Καίσαρα τα του Καίσαρα;» (Θφ).
«Αλλά ένας ήταν ο σκοπός τους, το να κατεβάσουν στο θάνατο Εκείνον που ανεβάζει στη ζωή» (Κ).
(6) Προσθέτουν το βασιλιά, ώστε ο Πιλάτος να αντιληφθεί την πολιτική σημασία του όρου Χριστός (p). Εάν λοιπόν διεκδίκησε τον τίτλο Χριστός, στον οποίο αυτοί τώρα προσδίδουν πολιτική έννοια, είναι προφανές, ότι για να είναι συνεπής, θα έπρεπε και την πληρωμή των φόρων να αρνηθεί (g), και το λαό να διαστρέψει σε στάση.
Ολοφάνερα συκοφαντούν. «Διότι πώς ξεσηκώνει σε στάση τον όχλο; Μήπως καταπιανόμενος με τη βασιλεία; Αλλά αυτό είναι τελείως απίθανο· διότι και όταν ακόμη ήθελε το πλήθος να τον κάνει βασιλιά, αφού το κατάλαβε, αναχώρησε» (Θφ).
Η μετάφραση και απόδοση του τίτλου Χριστός με τον τίτλο βασιλιάς, ενώπιον του Πιλάτου, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, εάν συγκριθεί με την απόδοση του ίδιου τίτλου με τον τίτλο ο Υιός του Θεού, ενώπιον του συνεδρίου. Με την πρώτη μετάφραση προσδίδουν στην κατηγορία το χαρακτήρα της επανάστασης κατά του καθεστώτος, ενώ με τη δεύτερη προσδίδουν το χαρακτήρα της βλασφημίας, για την οποία ο Πιλάτος δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Πόση ευλυγισία και πανουργία εκδηλώνεται στο μίσος αυτό! (g). Τον κατηγορούν ενώπιον του Πιλάτου ότι εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και αντιτίθεται προς τον Καίσαρα. Δηλαδή διατυπώνουν εναντίον του κατηγορία, η οποία και για αυτούς τους ίδιους δεν ήταν πραγματικό έγκλημα, διότι και αυτοί οι ίδιοι κατά βάθος αντιτίθονταν προς τον Καίσαρα και θεωρούσαν θεάρεστο έργο την αποτίναξη του ζυγού του.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για αυτό το ίδιο έγκλημα που τώρα ψευδώς και συκοφαντικά επινοήθηκε εις βάρος του Ιησού, τιμωρήθηκαν αυτοί σκληρά από τους Ρωμαίους ως πραγματικοί αποστάτες εναντίον αυτών και του Καίσαρα. Τον κατηγορούν ως αντίζηλο του Καίσαρα και ότι αξιώνει βασιλικό αξίωμα και βασιλικά δικαιώματα για τον εαυτό του.
Ο πραγματικός παρόλ’ αυτά λόγος, για τον οποίο αυτοί τον απέρριψαν και δεν τον δέχτηκαν ως Μεσσία, ήταν, ότι δεν εμφανίστηκε με εξωτερική πομπή και δύναμη και δεν κάθισε σε θρόνο βασιλικό ανατρέποντας με το σπαθί του κάθε άλλη βασιλεία στη γη. Ναι· ήταν ο Χριστός και ως τέτοιος ήταν και βασιλιάς, αλλά όχι και τέτοιος, ώστε να υπάρχει φόβος ότι θα επαναστατούσε κάποτε εναντίον του Καίσαρα.
Λουκ. 23,3 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2); ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις(3).
Λουκ. 23,3 Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων• “συ, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε• “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
«Σχεδόν λέει το εξής· Εσύ ο φτωχός, ο ασήμαντος, ο γυμνός, ο αβοήθητος κατηγορείσαι ότι επιθυμείς τη βασιλεία; Και με αυτό περιγελά αυτούς που κατηγορούν αυτά τον Ιησού, αφού, τον τόσο ασήμαντο και γυμνό, τον παρουσιάζουν ψευδώς να επιχειρεί τέτοιο πράγμα, ενώ θα χρειαζόταν και πολλά χρήματα και πολλούς βοηθούς» (Θφ).
(2) Και οι 4 ευαγγελικές αφηγήσεις συναντιούνται στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου προς τον Ιησού. Μαθαίνουμε από τον Ιωάννη, ότι ο Ιησούς ήταν μέσα στο πραιτώριο, ενώ οι Ιουδαίοι στέκονταν έξω. Ο Πιλάτος πήγαινε από αυτούς στον Ιησού και από τον Ιησού προς αυτούς (g).
(3) Όμοια με την απάντηση στο κεφ. κβ 70. Σε αυτό περιλαμβάνεται συμπτυγμένα συνομιλία μεταξύ Πιλάτου και Ιησού, που πλατύτερα εκτίθεται από τον Ιωάννη, χωρίς την οποία η αφήγηση των συνοπτικών παρουσιάζεται μόλις και μετά βίας κατανοητή. Θα ήταν ακατανόητο ο Πιλάτος να ακούσει από το στόμα του Ιησού, ότι δεχόταν την εναντίον του κατηγορία, ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και αμέσως χωρίς περαιτέρω εξέταση να διακηρύξει, ότι «καμία κατηγορία δεν βρίσκω σε αυτόν τον άνθρωπο». Αλλά μία συνομιλία με τον Ιησού έπεισε τον Πιλάτο, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο ενθουσιαστή (p).
Η απόκριση του Κυρίου προς τον Πιλάτο θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εξής: Ναι· είμαι όπως λες, εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσω τον Ισραήλ· αλλά καταπολεμώντας και ανταγωνιζόμενος τους αρχιερείς και γραμματείς, οι οποίοι κατατυραννούν αυτόν στα θρησκευτικά ζητήματα. Για κανένα όμως λόγο δεν ανταγωνίζομαι τον Καίσαρα, του οποίου η κυβέρνηση αναφέρεται μόνο στα αστικά και πολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Η βασιλεία του Μεσσία είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματική και δεν αναμιγνύεται στη δικαιοδοσία του Καίσαρα.
Λουκ. 23,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον(1) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
Λουκ. 23,4 Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή στον άνθρωπον αυτόν”.
(1) Αίτιο=αιτία. Είναι χαρακτηριστική λέξη του Λουκά και συνδυάζεται πάντοτε με άρνηση. Δες σ. 14,22· Πράξ. ιθ 40 (p). Αίτιο=ένοχο, αξιοκατάκριτο· έτσι λέγεται το αίτιος και στον Όμηρο και στον Πλάτωνα αντί για το ένοχος (δ). Το επίθετο αίτιος (αυτής ή εκείνης της πράξης), ένοχος και υπεύθυνος (αυτού ή εκείνου) έγινε ουσιαστικό (L).
Λουκ. 23,5 οἱ δὲ ἐπίσχυον(1) λέγοντες ὅτι ἀνασείει(2) τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) ἕως ὧδε(4).
Λουκ. 23,5 Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
(1) Επίσχυον· είναι αμετάβατο και συνεπώς καμία λέξη δεν πρέπει να υπονοηθεί από έξω. Δες Α΄ Μακ. στ 6 (p)=κατηγορούσαν εντονότερα από πριν (δ). Ή, έγιναν πιο κατηγορηματικοί στις αιτιάσεις τους (p).
(2) =αναστατώνει, βάζει σε στάση εναντίον των νομίμων αρχών (δ). «Ο μεν Πιλάτος απάλλασσε τον Ιησού από κάθε κατηγορία και αυτό όχι μία φορά, αλλά τρεις· αυτοί όμως με μεγαλύτερη επιμονή έλεγαν, αναστατώνει το λαό, μαζεύοντας και άλλες αφορμές συκοφαντιών» (Κ).
(3) Από τη Γαλιλαία, την τροφό των στασιαστών (Γρότιος). «Αναστατώνει το λαό και όχι σε ένα μέρος, αλλά από μεν τη Γαλιλαία άρχισε, έφτασε όμως μέχρις εδώ περιοδεύοντας διαμέσου της Ιουδαίας. Νομίζω όμως ότι δεν ανέφεραν τη Γαλιλαία τυχαία, αλλά εξωθώντας σε φόβο τον Πιλάτο. Διότι πράγματι οι Γαλιλαίοι ήταν πάντα τέτοιοι στασιαστές που επιχειρούσαν κινήματα» (Θφ).
(4) Μπορεί να αναφέρεται ειδικά στη θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στην πόλη αυτή (p).
Λουκ. 23,6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν(1) ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
Λουκ. 23,6 Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το Γαλιλαίαν. Ο Πιλάτος ακούγοντας Γαλιλαία, η οποία βρισκόταν στη δικαιοδοσία του τετράρχη Ηρώδη Αντίπα, νόμισε, ότι βρήκε μέσο υπεκφυγής και ρωτά, εάν ο Σωτήρας όντως είναι Γαλιλαίος, θέλοντας να απαλλαχτεί αυτός παραπέμποντας την υπόθεση στον Ηρώδη (δ). Ταλαντευόμενος ανάμεσα στα ελατήρια της πολιτικής από τη μία και της φυσικής δικαιοσύνης από την άλλη, μεταξύ του να μη δυσαρεστήσει τους άρχοντες των Ιουδαίων από τη μία και του να ταπεινώσει την υπερηφάνεια τους από την άλλη αποσπώντας από τα χέρια τους τον αθώο Ιησού, νόμισε ότι μπορούσε να απαλλαχτεί από την ενοχλητική αυτή υπόθεση, παραπέμποντας αυτήν στον Ηρώδη (ο).
Λουκ. 23,7 καὶ ἐπιγνοὺς(1) ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου(2) ἐστίν, ἀνέπεμψεν(3) αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις(4).
Λουκ. 23,7 Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πάσχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα
(1) Η μετοχή επιγνούς συναντιέται συχνά στο Λουκά με την έννοια του: αφού βεβαιώθηκε εξ’ ολοκλήρου. Δες Λουκ. ζ 37, Πράξ. ιθ 34,κβ 29,κδ 11,κη 1 κλπ. (p).
(2) Το ρωμαϊκό δίκαιο υπολόγιζε πολύ την καταγωγή του κατηγορουμένου, και ο Κύριος ήταν από επαρχία που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη (L).
(3) Το ρήμα χρησιμοποιείται και με την έννοια του στέλνω ψηλά, παραπέμπω σε ανώτερη εξουσία ή σε αρμόδια αρχή. Αλλά στους σ. 11,15 η σημασία του είναι στέλνω πίσω, και αυτή η έννοια μπορεί να διατηρηθεί και εδώ. Εάν ο Ιησούς από καταγωγής ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, το να στέλνει αυτόν στον Ηρώδη σήμαινε το να στέλνει αυτόν πάλι ή πίσω σε αυτόν· ακριβώς όπως και για τον εκ γενετής τυφλό χρησιμοποιείται το ρήμα αναβλέπω (Ιω. θ 15,18), διότι το να βλέπει κάποιος είναι φυσικό στον άνθρωπο (p).
Ο Θεός οικονόμησε έτσι το πράγμα, για να γίνει ακόμη περισσότερο ολοφάνερη η εκπλήρωση της Γραφής, όπως φαίνεται και στο Πράξ. δ 26,27, όπου η προφητεία του Δαβίδ (Ψαλμ. β 2) «οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού» ξεκάθαρα λέγεται ότι εκπληρώθηκε από τον Ηρώδη και τον Πόντιο Πιλάτο.
(4) Ο Ηρώδης βρισκόταν για τις εορτές του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και διέμενε πιθανώς στο ανάκτορο των Ασμοναίων, που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλού λόφου, που δέσποζε του ναού (L).
Ο Κύριος μπροστά στον Ηρώδη
Μόνος ο Λουκάς αναφέρει το επεισόδιο αυτό και φαίνεται να είχε κάποιον γνωστό στο σπίτι του Ηρώδη, ο οποίος γνωστοποίησε σε αυτόν αυτό το γεγονός (Schleiermacher). Η Ιωάννα η σύζυγος του Χουζά (Λουκ. η 3) θα υπήρξε πιθανώς η πηγή της πληροφορίας αυτής.
Λουκ. 23,8 ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ(1) θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον(2).
Λουκ. 23,8 Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι' αυτόν και ήλπιζε, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
(1) Υπάρχει και η γραφή εξ ικανών χρόνων. ἦν θέλων=εξακολουθούσε να θέλει. Δηλώνεται το έντονο της επιθυμίας (p.δ).
(2) «Ο Ηρώδης… επειδή είχε την αρρώστια να θέλει να βλέπει καινούργια πράγματα… επιθυμούσε να δει κάποιο θαύμα από τον Ιησού, όχι για να πιστέψει, αλλά για να δώσει τροφή στα μάτια του· όπως ακριβώς στα θέατρα βλέπουμε τους θαυματοποιούς να φαντάζουν ότι καταπίνουν φίδια και ξίφη και τα παρόμοια, και θαυμάζουμε. Σχεδόν δηλαδή νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι ένας τέτοιος» (Θφ).
Πόσο ταπεινά και άξια περιφρόνησης ήταν τα ελατήρια, από τα οποία κινούνταν εδώ ο Ηρώδης! Ζητούσε την εκδήλωση της θαυματουργικής ενέργειας του Ιησού όχι για κάποιο ανώτερο σκοπό, αλλά για ικανοποίηση της μάταιης περιέργειάς του (ο).
Λουκ. 23,9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς(1)· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ(2).
Λουκ. 23,9 Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμίαν απάντησιν.
(1) Ή «με λόγια σοφιστικά και που τον έβαζαν σε δοκιμασία» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, οι λόγοι και οι ερωτήσεις αυτές αναφέρονταν στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς διεκδικούσε (L). Ελπίζοντας συγχρόνως ότι για υποστήριξη των μεσσιακών του αξιώσεων θα αναγκαζόταν ο Ιησούς να τελέσει και κάποιο θαύμα (ο).
(2) «Επειδή τον ήξερε ότι ήθελε να δει θαύμα όχι για ωφέλεια, αλλά για τέρψη, και θαύμα που δεν πίστευε ότι προέρχεται από θεία δύναμη αλλά από απλή ψεύτικη θαυματοποιΐα» (Ζ) δεν απάντησε τίποτα. «Διότι γιατί πρέπει να απαντήσει σε αυτόν που δε ρωτά για να μάθει. Και γιατί πρέπει να βάλει τα μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους; Μάλλον λοιπόν δείγμα φιλανθρωπίας είναι το να τηρεί σιγή κανείς σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι ο λόγος που ειπώθηκε για να μην έχει καμία ωφέλεια, είναι επιπλέον και πρόξενος μεγαλύτερης καταδίκης για αυτούς που δεν τον πρόσεξαν» (Θφ).
«Άλλωστε ούτε ήταν καιρός διδασκαλίας, ούτε ήταν πρέπον να δειχτεί η δύναμη των θαυμάτων σε αυτόν που ήθελε να δει θεαματικά πράγματα περισσότερο, παρά να δει θεϊκά θαύματα δύναμης» (Σχ.). Ο Ηρώδης θεωρούσε τον Ιησού ως ένα θέαμα αξιοπερίεργο, τέτοια όμως περιέργεια ασφαλώς δεν θα ικανοποιούνταν από τον Κύριο, όπως και η αίτηση εκείνων οι οποίοι ζητούσαν σημάδια από τον ουρανό (Λουκ. ια 29) (p).
Ο πτωχότατος ζητιάνος, ο οποίος ζήτησε θαύμα για ικανοποίηση της ανάγκης του, δεν συνάντησε άρνηση από τον Ιησού. Αλλά ο αλαζόνας αυτός βασιλιάς, ο οποίος για ικανοποίηση της περιέργειάς του ζητούσε το θαύμα, δεν εισακούστηκε. Μπορούσε προ πολλού χρόνου να δει το Χριστό και τα θαυμαστά έργα του στη Γαλιλαία, αλλά δεν θέλησε.
Για αυτό και δίκαια θα λεγόταν και για αυτόν τώρα: θα θελήσετε να δείτε αυτά και δεν θα τα δείτε. Κρύφτηκαν από τα μάτια του, διότι δεν γνώρισε την ημέρα της επίσκεψής του. Ο Ηρώδης θα νόμισε, ότι, εφόσον είχε μπροστά του δέσμιο τον Ιησού, θα μπορούσε να τον διατάξει, να ενεργήσει κάποιο θαύμα μπροστά του. Αλλά τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να γίνονται κατά παραγγελία της ιδιοτροπίας των ανθρώπων, ούτε η παντοδυναμία του Θεού είναι δυνατόν να υποταχθεί στα κελεύσματα των ισχυρών της γης, οι οποίοι είναι σαν παιχνίδια μπροστά της.
Λουκ. 23,10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως(1) κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Λουκ. 23,10 Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
(1) Η λέξη εύτονος από το ευ και τείνω σημαίνει πρώτον αυτό που έχει καλά τεντωθεί· το αντίθετο δηλαδή του άτονος, χαλαρωμένος· ως εύτονα σώματα ονομάζει ο Ιπποκράτης τα ισχυρά. Από αυτό λοιπόν το εύτονος κατέληξε να είναι ίσο με το ισχυρός. Ευτόνως=ισχυρά, έντονα (δ).
Λουκ. 23,11 ἐξουθενήσας(1) δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ(2) καὶ ἐμπαίξας(3), περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν(4) ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
Λουκ. 23,11 Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
(1) Οι μετοχές εξασθενήσας και εμπαίξας μπαίνουν στην αρχή των προτάσεών τους με έμφαση (p). Ο Ηρώδης αφού πληγώθηκε και ταπεινώθηκε από τη σιγή του Ιησού, εκδικήθηκε με αυτήν την περιφρόνηση (g). Η περιφρόνηση αυτή παρουσιάζεται εδώ επισημότερη, επειδή προέρχεται άμεσα από τον ηγεμόνα (L) και δεν οφείλεται στην πρωτοβουλία των δούλων ή των στρατιωτών.
(2) Πιθανώς πρόκειται για τιμητική φρουρά (p), για τη σωματοφυλακή του Ηρώδη, στην οποία επιτρεπόταν να συνοδεύει αυτόν στην πρωτεύουσα (g).
(3) Άρμοζε σε αυτόν που αποκεφάλισε τον Βαπτιστή να εξευτελίσει και να εμπαίξει και τον Ιησού (p). «Μαρτυρεί όμως με αυτά που χλευάζει, ότι τίποτα άδικο δεν έπραξε ο Χριστός· διότι δεν θα έπρεπε στολή λαμπρή σε αυτόν που έπραξε ή είπε κάτι κακό» (Σχ.).
(4) Δεν είναι ταυτόσημο με το λευκή. Το επίθετο δε δηλώνει το χρώμα της στολής, αλλά την πολυτέλειά της (p). Ένδυμα παρόμοιο με εκείνο το οποίο έφεραν οι Ιουδαίοι βασιλιάδες και οι ανώτεροι Ρωμαίοι στις επίσημες περιστάσεις. Αποτελούσε αυτό παρωδία και διακωμώδηση των βασιλικών αξιώσεων του Ιησού, συγχρόνως όμως έμμεση διακήρυξη της αθωότητάς του, τουλάχιστον από άποψη πολιτική (g).
Ο Ηρώδης φαίνεται να είχε σκοπό, να δηλώσει περιφρονητικά, ότι κανείς φόβος δεν υπήρχε από έναν τέτοιο βασιλιά. Στην πραγματικότητα όμως τίμησε χωρίς να το καταλαβαίνει και να το θέλει τον Ιησού με τη στολή αυτή όπως και ο Πιλάτος ύστερα με την επιγραφή πάνω στο σταυρό (b).
Λουκ. 23,12 ἐγένοντο δὲ φίλοι(1) ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων(2)· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ(3) ὄντες πρὸς ἑαυτούς.
Λουκ. 23,12 Έγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των.
(1) Παρόλο που ο Πιλάτος απέτυχε στην απόπειρα τού να μεταβιβάσει την ευθύνη της υπόθεσης του Ιησού στον Ηρώδη, όμως πέτυχε κάτι (p).
«Διότι το ότι έστειλε ο Πιλάτος προς τον Ηρώδη, αυτόν που ανήκε στη δικαιοδοσία εκείνου, φάνηκε ως αρχή φιλίας, μιας και δεν σφετερίζεται ο Πιλάτος τα προνόμια του Ηρώδη. Αλλά πρόσεξε που ο διάβολος παντού συγκεντρώνει και τους χωρισμένους, με μόνο σκοπό να ετοιμάσει το θάνατο για το Χριστό και δημιουργεί μία σύμπνοια και συμφιλιώνει και τους εχθρούς» (Θφ). Ο ιουδαϊσμός και ο εθνισμός συνασπίστηκαν κατά το χρόνο της γέννησης του Χριστιανισμού (b).
(2) «Αντί να πει μεταξύ τους» (Ζ).
(3) Αιτία της έχθρας μπορούσε να υπήρξε κάποια αμφισβήτηση για ζήτημα δικαιοδοσίας (p).
Λουκ. 23,13 Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας(1) καὶ τὸν λαὸν(2)
Λουκ. 23,13 Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
(1) Εκτός από τους αρχιερείς στο συνέδριο παρακάθονταν και οι άρχοντες (g), οι προύχοντες και πρεσβύτεροι του λαού. Ο λαός βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πλατεία γύρω από τους αρχηγούς του (g).
(2) Ήλπιζε ο Πιλάτος ότι θα έβρισκε το λαό ευνοϊκότερα διατεθειμένο και ότι μέσω αυτού θα επιδρούσε και στους άρχοντές του (p). Εφόσον ο Πιλάτος είχε πειστεί για την αθωότητα του Ιησού, όφειλε αμέσως να απολύσει αυτόν και όχι μόνο τούτο, αλλά και να προστατεύσει αυτόν κατά της μανίας των αρχιερέων και του όχλου. Κανένα λόγο δεν είχε να συγκαλέσει κοντά του τους αρχιερείς και το λαό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να διαλύσει αυτούς ως ταραχοποιό σύναξη, μη επιτρέποντας ούτε να πλησιάσουν καν αυτόν.
Αλλά ο Πιλάτος ήταν ιδιοτελής ηγεμόνας. Και εφόσον καμία ιδιαίτερη εύνοια δεν συνέδεε αυτόν με τον Ιησού, ζήτησε να εξασφαλίσει το δικό του συμφέρον, το οποίο του υπαγόρευε να μην πράξει κάτι για το οποίο είτε θα μπορούσε να κατηγορηθεί στον Καίσαρα, ότι απολύει κάποιον κακοποιό και στασιαστή, είτε θα δυσαρεστούσε τα πλήθη. Αρχίζει λοιπόν τις διαπραγματεύσεις με τους κατηγόρους καταρρίπτοντας έτσι το κύρος του.
Λουκ. 23,14 εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα(1) τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν(2) ἀνακρίνας(3) οὐδὲν εὗρον(4) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον(5) ὧν κατηγορεῖτε(6) κατ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 23,14 είπε προς αυτούς• “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαό. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμιάν παράβασιν και ενοχήν, εις όσα τον κατηγορείτε.
(1) Αποπλανά το λαό από την υποταγή και νομιμοφροσύνη. Συγκεντρώνει τις τρεις κατηγορίες που διατυπώθηκαν στο στίχο 2 σε μία (p).
(2) Και το εγώ και το ἐνώπιον ὑμῶν μπαίνουν μπροστά με έμφαση. Μπροστά σας, ώστε αντιληφθήκατε, ότι η υπόθεση εξετάστηκε με επιμελή προσοχή (b). Το εγώ λέγεται σε αναφορά με το «αλλά ούτε ο Ηρώδης» του στίχου 15 (δ).
(3) Το ρήμα με έννοια δικαστική για δικαστική έρευνα και εξέταση χρησιμοποιείται από μόνο τον Λουκά στην Κ.Δ. Δες Πράξ. δ 9,ιβ 19,κδ 8,κη 18 (p).
(4) Σε ολοφάνερη αντίθεση με το «εύρομεν» που είπαν οι Ιουδαίοι στο στίχο 2 (p).
(5) Ή το αίτιο=αιτία· καμία δε βρήκα κατηγορία ή ενοχή, από όσες τον κατηγορείτε (p). Ή τίποτα το ένοχο, το αξιοκατάκριτο δε βρήκα στον άνθρωπο αυτόν από όσα κατηγορείτε εναντίον του (δ).
(6) Δηλαδή ότι είναι επαναστάτης και παρακινεί σε στάση το λαό (ο).
Λουκ. 23,15 ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης(1)· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν(2)· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ(3).
Λουκ. 23,15 Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον• διότι εγώ έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
(1) Βρήκε κάτι αίτιο, ένοχο θανάτου (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «ανέπεμψε γαρ αυτόν προς ημας»=μάς τον επέστρεψε χωρίς να τον καταδικάσει. Η γραφή του κειμένου=σας απέστειλα μαζί με αυτόν προς τον Ηρώδη, ώστε μόνοι σας να διατυπώσετε τις εναντίον του κατηγορίες και να γίνετε αυτήκοοι της κρίσης του Ηρώδη (δ).
(3) Λιγότερο πιθανώς· Και να, δεν του έχει κάνει τίποτα ο Ηρώδης, το οποίο να δείχνει, ότι τον κατέκρινε ως άξιο θανάτου.
Πιο σωστά: Και να, που και κατά την κρίση εμού και κατά την κρίση του Ηρώδη τίποτα δεν έχει πραχτεί από αυτόν, τον Ιησού, άξιο θανάτου (g).
«Ούτε εγώ, λέει ο Πιλάτος, ούτε ο βασιλιάς Ηρώδης βρήκαμε κάτι ένοχο σε αυτόν. Τι θα πουν σχετικά με αυτά οι Ιουδαίοι; Οι ίδιοι οι κριτές μαρτυρούν, ότι είναι αναίτιος ο άνθρωπος· εσείς οι κατήγοροι κανέναν μάρτυρα δεν φέρατε· ποιους πρέπει να πιστεύουμε; Πω πω! Πως νικά η αλήθεια! Σιωπά ο Ιησούς και μαρτυρούν υπέρ αυτού οι εχθροί· φωνάζουν οι Ιουδαίοι και κανείς δεν επιβεβαιώνει τις φωνές» (Θφ).
Λουκ. 23,16 παιδεύσας(1) οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(2).
Λουκ. 23,16 Λοιπόν, αφού τον βασανίσω θα τον απολύσω”.
(1) «Παίδευση λέει εδώ τη… μαστίγωση για καταπράυνση και καταστολή του θυμού τους, ώστε, αφού θεωρήσουν ότι τον νίκησαν να παύσουν την περαιτέρω μανία» (Ζ). Το παιδεύσας λέγεται σύμφωνα με το γραμματικό σχήμα που ονομάζεται Μείωση (b). Μεταχειρίζεται ελαφρά λέξη, για να εκφράσει τη δεινή φραγγέλωση που θα επιβληθεί όχι ως τιμωρία, αλλά ως ποινή που θα προειδοποιεί αυτόν, για να είναι προσεκτικότερος στο μέλλον (p).
(2) «Ήταν ένας άνθρωπος μαλακός (άτολμος) ο Πιλάτος και ελάχιστα εναντιωνόταν υπέρ της αλήθειας. Διότι φοβήθηκε τη συκοφαντία, μήπως κατηγορηθεί ότι τάχα απέλυσε τον αντάρτη» (Θφ).
Χωρίς λόγο αποφασίζει να επιβάλλει ποινή σε αυτόν. Και μάλιστα ποινή όπως αυτή της φραγγέλωσης, η οποία ενίοτε επέφερε και το θάνατο. Η πρώτη του αυτή υποχώρηση προδίδει την ασθένειά του και τον παραδίδει εκ των προτέρων στη θέληση των αντιπάλων του, οι οποίοι είναι περισσότερο αποφασιστικοί από αυτόν (g).
Ως δικαστής όφειλε να μείνει σταθερός και να εφαρμόσει το νόμο, ο οποίος απαιτούσε εξίσου και ο αθώος να προστατεύεται και ο ένοχος να μην διαφεύγει ατιμώρητος (ο). Ήταν εξίσου άδικο να μαστιγώσει τον Ιησού με φραγγέλιο, όσο και το να σταυρώσει αυτόν. Ούτε μπορούσε να δικαιολογηθεί ο Πιλάτος από το ότι προέβαινε στη φραγγέλωση, για να ικανοποιήσει τον όχλο. Ο δικαστής οφείλει να κρίνει κατά το δίκαιο και να αποδίδει δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για αυτά που θα συμβούν.
Λουκ. 23,17 ἀνάγκην(1) δὲ εἶχεν(2) ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα(3).
Λουκ. 23,17 Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πάσχα ένα κρατούμενον.
(1) Αρκετοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες και κάποιες μεταφράσεις αποσιωπούν τελείως το στίχο. Η φράση «ἀνάγκην εἶχεν» ανήκει στο ιδίωμα του Λουκά. Επιπλέον και το ότι και ο στίχος 17 και ο στίχος 18 αρχίζουν με το ΑΝ μπορούσε να δημιουργήσει λάθος στο μάτι του αντιγραφέα.
(2) Ανάγκην είχε= υποχρεωνόταν σύμφωνα με τη συνήθεια (δ). Το έθιμο να απολύεται κατά το Πάσχα ένας από τους εγκληματίες με την μακρά και αμετάβλητη τήρησή του είχε αποβεί σταθερή και αναγκαία συνήθεια, που δεν μπορούσε να αθετηθεί (ο).
(3) (Δες Ματθ. κζ 15). Και το ότι θα απέλυε τον Ιησού κατά το έθος αυτό, αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του δικαίου. Ο Χριστός θα απολυόταν ως κακοποιός, στον οποίο απονεμόταν χάρη, το οποίο για τον αναμάρτητο θα αποτελούσε στιγματισμό βαρύτατο.
Λουκ. 23,18 ἀνέκραξαν(1) δὲ παμπληθεὶ(2) λέγοντες· αἶρε τοῦτον(3), ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν(4)·
Λουκ. 23,18 Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζί, άρχοντες και λαός, λέγοντες• “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
(1) Υπάρχει και η γραφή ανέκραγον. Η σύνδεση με τα παραπάνω. Εάν μεν ο σ. 17 είναι αυθεντικός συνδέεται αυτός με το απολύσω του σ. 16 = θα τον απολύσω, αφού άλλωστε είμαι υποχρεωμένος από το έθιμο να σάς απολύσω έναν κατά την εορτή. Φώναξαν όμως όλο το πλήθος… Εάν ο σ. 17 δεν είναι αυθεντικός το αίτημα του λαού «απόλυσε σε μας τον Βαραββά» συνδέεται άμεσα με το απολύσω του σ. 16 (g).
(2) Λέγεται μία φορά=από όλο το πλήθος με μία φωνή (δ).
(3) Σήκωσέ αυτόν (από τη μέση), παράδωσέ τον σε θάνατο (δ).
(4) «Οι Ιουδαίοι που φρονούσαν και έπρατταν τα των ληστών και που έκαναν σπήλαιο ληστών τον οίκο του Θεού και για αυτό διώχτηκαν από αυτόν από τον Ιησού, για μεν το ληστή Βαραββά φώναζαν· απόλυσε σε μας τον Βαραββά· ενώ για τον σωτήρα της οικουμένης· σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν. Για αυτό ακριβώς μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι, τον Ιησού μεν δεν τον έχουν… έχουν όμως μαζί τους τον ληστή Βαραββά από τα πνεύματα της πονηρίας, τον οποίο τώρα κρατημένο και στη φυλακή βαλμένο αξίωσαν να απολυθεί εναντίον τους. Για αυτό εξουσιάζει στους άπιστους Ιουδαίους ο Βαραββάς ο ληστής» (Ω).
Λουκ. 23,19 ὅστις(1) ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον(2) βεβλημένος(3) εἰς τὴν φυλακήν.
Λουκ. 23,19 ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
(1) Για τον Βαραββά μπορούσαν να πουν σε κάποιο βαθμό αλήθειας, ότι «αυτόν βρήκαμε ότι διαστρέφει το έθνος» (σ. 2). Όχι διότι αυτός προκάλεσε τη στάση, αλλά διότι σε αυτήν «όταν έγινε» είχε λάβει μέρος (p).
(2) Η κάπως απότομη προσθήκη της λέξης αυτής συνηγορεί μάλλον υπέρ του ότι το έγκλημα του φόνου δεν έγινε στη στάση, αλλά είχε διαπραχθεί από τον Βαραββά σε άλλη εποχή (p). Ο Βαραββάς λοιπόν κατηγορούνταν και για φόνο, δηλαδή για πράξη η οποία μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται ως η λιγότερο από κάθε άλλη παρεκτροπή άξια συγγνώμης.
(3) Υπάρχει και η γραφή βληθείς· ἦν βληθείς είναι φράση σπάνια αλλά όχι ασυνήθιστη στην κοινή γλώσσα (L).
Λουκ. 23,20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε(1), θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 23,20 Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
(1) Το περιεχόμενο της προσφώνησης αυτής του Πιλάτου δεν αναφέρεται, συμπεραίνεται όμως από την ακόλουθη φράση του στίχου. Ο Πιλάτος εμποδίστηκε να ολοκληρώσει τη σκέψη του αφού διακόπηκε από τις κραυγές του πλήθους (g). Υπάρχει και η γραφή προσεφώνησε αὐτοῖς.
Λουκ. 23,21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν(1) λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον(2) αὐτόν(3).
Λουκ. 23,21 Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
(1) Έχει τη σημασία του κραυγάζω συνήθως σε απάντηση λόγου που προηγήθηκε, ο οποίος συνέβη είτε για επευφημία (Πράξ. ιβ 22) είτε για αποδοκιμασία (Πράξ. κβ 24) (L).
(2) Υπάρχει και η γραφή σταύρου σταύρου από το ενεργητικό σταυρόω (δ). Και κατά τα 4 ευαγγέλια οι φωνές του λαού που αναφέρονται στη σταύρωση του Κυρίου έγιναν, όταν ο Πιλάτος επρόκειτο να απολύσει τον Ιησού λόγω της γιορτής (p).
Δεν θέλουν απλώς να θανατωθεί, αλλά και ο θάνατός του να είναι άτιμος και σκληρός. Αυτό δηλώνει το «σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν». Ο σταυρικός θάνατος ήταν η ποινή των αποβλήτων εθνικών, από την οποία απαλλάσσονταν οι ρωμαίοι πολίτες. Το σταύρωσε αυτόν λοιπόν σημαίνει θανάτωσέ τον με το σκληρότερο και χειρότερο των θανάτων· με το θάνατο, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την κατάρα· με τον θάνατο, ο οποίος θα αποκηρύξει αυτόν όχι απλώς και μόνο ως απόβλητο του Ισραήλ, αλλά ως απόβλητο και αυτών ακόμη των ειδωλολατρών.
(3) Ο άνθρωπος μπαίνει προ του διλήμματος ή να αρνηθεί τον εαυτό του ή να αρνηθεί το Χριστό· ή να απορρίψει τις δικές του αξιώσεις για το ότι ο ίδιος στον εαυτό του μπορεί να αποβεί σωτήρας ή να απορρίψει τις αξιώσεις του Χριστού· ή να σταυρώσει τη σάρκα του ή να σταυρώσει το Χριστό. Αυτός που προτιμά τον εαυτό του και τη σάρκα του, στο τέλος θα φωνάξει μαζί με τους Ιουδαίους «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν».
Λουκ. 23,22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ(1) κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου(2) εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(3).
Λουκ. 23,22 Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς• “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν έπραξε αυτός; Τίποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”.
(1) Η φράση «Τι γαρ…» βρίσκεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς. Το γαρ σημαίνει: Αδύνατον να τον σταυρώσω, διότι τι κακό έκανε; (p). Ή: Να τον σταυρώσω; Διότι έκανε… ποιο κακό; (g). Η πρώτη εκδοχή πιο φυσική.
(2) Προηγουμένως είπε γενικά: κανένα αίτιο, χωρίς κάποιον περιορισμό (σ. 4,14). Στην αδυναμία του όμως ο Πιλάτος αφού κάμφθηκε αρχίζει να παραδέχεται: Καλά, ίσως μπορεί να είναι ένοχος σε κάτι· δεν είναι όμως και ένοχος θανάτου (p).
(3) Και πάλι προτείνει να υποβάλλει αυτόν στη φραγγέλωση. Ίσως λοιπόν εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η σκηνή της φραγγέλωσης, όπως αφηγείται αυτήν ο Ιωάννης. Πριν ακόμη εκδοθεί η απόφαση του να σταυρωθεί παραδίδει τον Ιησού ο Πιλάτος στην τιμωρία αυτή ελπίζοντας, ότι όταν οι Ιουδαίοι θα έβλεπαν τον Ιησού ωχρό και αιμόφυρτο, θα κάμπτονταν αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι μετριότεροι από αυτούς, και έτσι θα αποφευγόταν το δράμα της σταύρωσης (g).
Λουκ. 23,23 οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις(1) αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων(2).
Λουκ. 23,23 Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
(1) Επέμεναν με μεγάλες φωνές. Όσο περισσότερο η μανία του πλήθους συναντά υποχωρητικότητα και όχι πυγμή σιδηρά, τόσο βιαιότερη και περισσότερο ασυγκράτητη γίνεται.
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και των αρχιερέων». Λησμονώντας αυτοί και την κοινή ευπρέπεια, αναμίγνυαν και τις φωνές τους με τις κραυγές του όχλου (b).
Λουκ. 23,24 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε(1) γενέσθαι τὸ αἴτημα(2) αὐτῶν,
Λουκ. 23,24 Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ. 23,25 ἀπέλυσε(3) δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν(4), ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε(5) τῷ θελήματι(6) αὐτῶν.
Λουκ. 23,25 Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
(1) Το επικρίνω λέγεται μία φορά=εκφέρω απόφαση, με την κρίση μου επιδοκιμάζω (Grimm)· τελεσίδικα έκρινε ο Πιλάτος (δ)· επικύρωσε την απόφασή τους· οι αρχιερείς είχαν εκδώσει προηγούμενη απόφαση (b).
(2) Όπως φαίνεται από τον ακόλουθο στίχο το αίτημα αυτό δεν ήταν μόνο η σταύρωση του Κυρίου, αλλά και η απόλυση του Βαραββά (L).
(3) Απέλυσε… παρέδωκεν. Η τραγική αυτή αντίθεση βρίσκεται και στους τρεις συνοπτικούς (p).
(4) Η αναφορά και πάλι του εγκλήματος του Βαραββά γίνεται, για να τονιστεί όχι μόνο το αμάρτημα του Πιλάτου, αλλά πολύ περισσότερο αυτό του λαού, ο οποίος ζητούσε την απόλυση του Βαραββά («τον οποίον ζητούσαν») (L).
(5) Παρέδωσε στο θέλημά τους. Με αυτό τονίζεται δυνατά η χαλαρότητα του κριτή, ο οποίος με την πράξη του αυτή παραβαίνει το καθήκον, το οποίο έχει να προστατεύει την αθωότητα (g).
(6) «Θέλημά τους ήταν το να σταυρωθεί» (Ζ).= Τους τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν ή θα ήταν δυνατόν να θελήσουν (b).
Η οδός προς τον Γολγοθά
Λουκ. 23,26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον(1) αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου(2), ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ(3) τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26 Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν.
(1) Οι στρατιώτες κυρίως, διότι για αυτούς μιλά ο Λουκάς στο σ. 36 και 48 και αυτοί μπορούσαν και να αγγαρεύσουν το Σίμωνα (L). Είναι αξιοσημείωτο με πόση βιασύνη ενήργησαν οι εχθροί του Κυρίου, για να προλάβουν κάθε εκδήλωση εκ μέρους των φίλων του. Πολύ πρωί οδηγήθηκε ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο και έπειτα μπροστά στον Πιλάτο, μπροστά στον Ηρώδη και πάλι μπροστά στον Πιλάτο.
Επιπλέον φαίνεται να διεξήχθη μακροχρόνια πάλη ανάμεσα στον Πιλάτο, που επιχειρούσε να ελευθερώσει τον Ιησού, και στο λαό που αξίωνε το θάνατό του. Έπειτα φραγγελώθηκε ο Ιησούς και εμπαίχτηκε από τους στρατιώτες και έβαλαν στο κεφάλι του και το αγκάθινο στεφάνι. Και όλα αυτά συντελέστηκαν μέσα σε τέσσερεις ή το πολύ πέντε ώρες, διότι σταυρώθηκε μεταξύ της ενάτης πρωινής και της δωδεκάτης. Οι εχθροί του Ιησού πρόσεξαν πολύ, πώς να μη χάσουν ούτε λεπτό χρόνου.
(2) Κυρήνη ήταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας (η σημερινή Τρίπολη), και φαίνεται αυτό πρώτον μεν από το όνομα Κυρηναϊκή, που αναφερόταν στην όλη χώρα, και έπειτα και από το Πράξ. β 10. Ο Σίμων αυτός πιθανώς να ήταν μέλος της συναγωγής των Κυρηναίων στην Ιερουσαλήμ (Πράξ. στ 9). Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον Συμεών τον επικαλούμενο Νίγερ, ο οποίος αναφέρεται μαζί με τον Λούκιο τον Κυρηναίο (Πράξ. ιγ 1). Αλλά το όνομα Σίμων ή Συμεών ήταν πολύ συνηθισμένο και ο Λουκάς πιθανότατα θα έδινε τον ίδιο προσδιορισμό και το ίδιο όνομα (Σίμων αντί Συμεών, Κυρηναίος αντί Νίγερ) και στα δύο βιβλία, εάν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο (p).
(3) «Στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, λέει, φόρτωσαν το σταυρό του. Άλλος όμως από τους αγίους ευαγγελιστές είπε, ότι και ο ίδιος ο Ιησούς βάσταξε τον σταυρό. Και είναι οπωσδήποτε αλήθεια και αυτό και εκείνο. Γιατί φορτώθηκε βέβαια ο Σωτήρας το σταυρό, ίσως όμως στη μέση του δρόμου συνάντησαν τον Κυρηναίο, τον οποίο κράτησαν και φόρτωσαν τον σταυρό σε αυτόν» (Κ).
Λουκ. 23,27 ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν(1) αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν(2) αὐτόν.
Λουκ. 23,27 Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι’ αυτόν.
(1) Οι γυναίκες αυτές πιθανότατα δεν είναι εκείνες, οι οποίες διακόνησαν αυτόν από τα υπάρχοντά τους (Λουκ. η 1-3), αλλά γυναίκες της Ιερουσαλήμ που έδειχναν συμπάθεια για το σκληρό πάθημά του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται κάποια περίπτωση γυναίκας που να είχε εχθρική διάθεση ή να εκδηλώθηκε με δυσμένεια εναντίον του Ιησού (p).
«Ακολουθούσαν κλαίγοντας οι γυναίκες… Γιατί το γυναικείο γένος ρέπει πάντοτε προς τα δάκρυα και έχει το νου τους ευαίσθητο προς ευσπλαχνία» (Κ).
«Θρηνούν φανερώνοντας τη συμπάθειά τους και κλαίγοντας για την αδικία» (Θφ). Ο θάνατος του Χριστού μπορεί να κινεί τη συμπάθεια και σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον πιστεύουν ως Θεό, ούτε τού είναι εκ βάθους ψυχής αφοσιωμένοι. Πολλοί τον έκλαψαν και τον κλαίνε, μολονότι δεν τον αγαπούν πάνω από όλα τα άλλα πάνω στη γη.
(2) Το κόπτομαι αναφέρεται κυρίως στις κινήσεις των χεριών, ενώ το θρηνώ αναφέρεται στα κλάματα των ματιών και στο θλιβερό τόνο της φωνής (b).
Λουκ. 23,28 στραφεὶς(1) δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε(2)· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ(3), μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε(4) καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν(5).
Λουκ. 23,28 Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε• “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον εαυτόν σας και τα τέκνα σας.
(1) Αφού ακολουθούσαν, στράφηκε. Θα ήταν όμως πολύ δύσκολο να στραφεί, εάν εξακολουθούσε να βαστάζει το σταυρό (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου μαρτυρούν, ότι και κατά την τρομερή αυτή στιγμή έχει λησμονήσει ολότελα τον εαυτό του, φροντίζοντας και ενδιαφερόμενος για τους άλλους (g).
(3) Θυγατέρες Ιερουσαλήμ=κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Δες Ησ. λζ 22, Σοφονίας γ 14, Ιερεμίας κστ (μστ) 19, Ιεζεκ. ιστ 46 (p).
(4) Πρέπει να σημειωθεί το σχήμα χιαστί («μην κλαίτε για μένα-κλαίτε για σας) στο οποίο γίνεται πολύ εμφατική αντίθεση ανάμεσα στο εμένα και στο εσάς. Το πάθημα το δικό του θα είναι σύντομο και θα γίνει οδός προς τη δόξα. Το δικό τους όμως θα είναι παρατεταμένο και θα καταλήξει σε ντροπή και όλεθρο. Ο Κύριος δεν κατηγορεί τη συμπάθεια και την εκδηλούμενη συγκίνηση των γυναικών αυτών, σαν να έκαναν αυτές τώρα κάτι κακό. Απλώς και μόνο εφιστά σε αυτές την προσοχή σε κάτι άλλο που απειλούσε και αυτές και τα παιδιά τους, για το οποίο υπήρχε πολύ μεγαλύτερος λόγος για να κλαίνε (p).
«Τις συμβουλεύει να βλέπουν τα μελλοντικά κακά και για εκείνα να θρηνούν» (Θφ). Το κλαίετε και το ακόλουθο ιδού (σ. 29) δηλώνουν, ότι η τιμωρία πλησίαζε και ήταν επί θύραις. Λέει σε αυτές το κλαίετε ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγες ημέρες έκλαυσε και αυτός για την πόλη και όχι για τον εαυτό του (b). Όταν πριν λίγες ώρες στο υπερώο, όπου έγινε ο μυστικός Δείπνος, θλίβονταν οι μαθητές για τον επικείμενο χωρισμό του Διδασκάλου, αυτός τους παρηγορούσε και τους βεβαίωνε, ότι πάλι θα έβλεπαν αυτόν και θα χαιρόταν η καρδιά τους (Ιω. ιστ 22).
Αλλά τώρα όταν οι κάτοικοι αυτές της Ιερουσαλήμ τον θρηνούν παρακινούμενες από συμπάθεια και από οίκτο μάλλον κοσμικό, ζητά να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τους θρήνους τους. Οι θυγατέρες και κάτοικοι Σιών, οι οποίες ομολογούν και εγκολπώνονται το Χριστό ως βασιλιά τους, χαίρονται και αγάλλονται για αυτόν, διότι έρχεται να σώσει αυτές. Αλλά οι θυγατέρες Ιερουσαλήμ οι οποίες κλαίνε για αυτόν, αλλά δεν τον εγκολπώθηκαν ως βασιλιά τους, ας θρηνούν και ας τρέμουν σκεπτόμενες, ότι μετά από λίγο έρχεται για να κρίνει αυτές. Μέσω των θρήνων αυτών υπάρχει κάποια ελπίδα να τον γνωρίσουν και ως βασιλιά τους, πριν ακόμη ξεσπάσει και πάνω στα κεφάλια τους η οργή του.
(5) Όταν με μάτι πίστεως ατενίζουμε στον εσταυρωμένο Χριστό, πρέπει να κλαίμε όχι για αυτόν, αλλά για τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο θάνατο του Χριστού, όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού προσώπου, στου οποίου τη δυστυχία και συμφορά δοκιμάζουμε συμπάθεια και οίκτο, ή όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού φίλου, για τον οποίο θα επιθυμούσαμε πολύ να ζει και να μην πεθάνει.
Ο θάνατος του Χριστού έχει κάτι το μοναδικά ιδιαίτερο, διότι υπήρξε η νίκη του και ο θρίαμβός του κατά των εχθρών του και η απολύτρωσή μας και η εξασφάλιση της αιώνιας ζωής για εμάς. Για αυτό λοιπόν δεν πρέπει να κλαίμε για αυτόν, αλλά για τις αμαρτίες μας και τις αμαρτίες των παιδιών μας, οι οποίες έγιναν οι αιτίες του θανάτου του. Να κλαίμε ακόμη από φόβο, μήπως υποστούμε τρομερά δεινά και τιμωρίες, εάν περιφρονήσουμε την αγάπη του και απορρίψουμε τη χάρη του, όπως οι Ιουδαίοι, οι οποίοι για αυτό οδηγήθηκαν στον όλεθρο.
Όπως όμως δεν πρέπει να κλαίμε το Χριστό, ο οποίος με το θάνατό του μπήκε στην αιώνια δόξα, έτσι δεν πρέπει να κλαίμε και τους συγγενείς και φίλους μας που πεθαίνουν εν Κυρίω και τελειώθηκαν με αγιότητα, διότι και αυτοί μπαίνουν στην αιώνια δόξα και χαρά. Ας κλαίμε μάλλον τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, διότι αφηνόμαστε πίσω τους σε ένα κόσμο γεμάτο από αμαρτίες και θλίψεις και παγίδες.
Λουκ. 23,29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι(1) ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν(2), καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29 Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν• καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη.
(1) «Ημέρες λέει αυτές της πολιορκίας και άλωσης των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(2) Κατά κανόνα στους Ιουδαίους οι στείρες και άτεκνες θεωρούνταν αξιοθρήνητες ή περιφρονημένες. Δες και Λουκ. α 25,36. Αλλά και κατά τους φοβερούς αυτούς χρόνους οι στείρες θα μακαρίζονται (p). «Θα μακαριστούν, λέει, από αυτές που γέννησαν, όσες δεν γέννησαν, επειδή δεν θα ακούνε ούτε θα βλέπουν τις ποικίλες σφαγές των παιδιών τους, όπως αυτές» (Ζ).
Ενώ συνήθως αυτές που δεν είχαν παιδιά ζήλευαν αυτές που είχαν, όπως η Ραχήλ φθονούσε την Λεία, τώρα αυτές που έχουν παιδιά, θα βρουν αυτά τέτοιο φορτίο κατά την ώρα της διαφυγής και τέτοια αιτία θλίψης, όταν θα βλέπουν αυτά να λιποθυμούν και να πεθαίνουν από πείνα ή να σφάζονται με μαχαίρι, ώστε θα μακαρίζουν αυτές που δεν έχουν παιδιά.
Λουκ. 23,30 τότε ἄρξονται(1) λέγειν(2) τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς(3)·
Λουκ. 23,30 Τότε θ' αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη• πέσατε επάνω μας• και εις τα βουνά• σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα.
(1) Ο πληθυσμός γενικά και όχι μόνο οι γυναίκες (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράθεση από το Ωσηέ ι 8 («και θα πουν στα όρη· καλύψτε μας, και στα βουνά· πέστε πάνω μας»). Αλλά γιατί ο Κύριος δεν θα χρησιμοποιούσε ασχέτως με τα λόγια του Ωσηέ την εικόνα αυτή, η οποία ίσως κυκλοφορούσε και ως παροιμία στο λαό και η οποία άλλωστε ξαναβρίσκεται και στο Αποκάλυψη στ 16; (L). «Θα αρχίσουν να τα λένε αυτά οι Ιουδαίοι, επειδή δεν θα αντέχουν τα αξεπέραστα δεινά και από την πολιορκία των Ρωμαίων και από την αρρώστια και από την εμφύλια σύρραξη» (Ζ).
(3) Η εκφραζόμενη ευχή είναι να πέσουν τα όρη και τα βουνά πάνω τους όχι για να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν, αλλά για να τους φονεύσουν. Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος από αυτόν τον τρόμο και την αθλιότητα εκείνη (p).
Συχνά άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί από όρη και καταπτώσεις όγκων χώματος. Θάνατος φοβερός και που προκαλεί τον αποτροπιασμό. Πόσο φοβερές λοιπόν θα είναι οι ημέρες εκείνες, όταν για αποφυγή αυτών επιθυμείται ως κάτι ευκταίο και επιθυμητό ο αποτρόπαιος αυτός θάνατος! (b). Όσοι δεν προσφεύγουν στο Χριστό και δεν έχουν αυτόν ως καταφύγιο, μάταια θα επικαλούνται τα όρη να πέσουν πάνω τους και να τους καταπλακώσουν για διαφυγή από την οργή του.
Λουκ. 23,31 ὅτι(1) εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται(2);
Λουκ. 23,31 Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή;
(1) Αιτιολογικό. Αυτά τα τρομερά γεγονότα θα επέλθουν διότι… (p).
(2) Επιχείρημα από την ισχυρότερη έννοια. Παρόμοια η σημασία και στο Παροιμ. ια 31 και Α΄ Πέτρ. δ 17,18. Η εφαρμογή του λόγου αυτού έγινε με διάφορους τρόπους και με πολλές σημασίες. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί με την εξής έννοια: Εάν οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται έτσι εμένα, τον οποίο βρήκαν αθώο, πώς θα μεταχειριστούν εκείνους, οι οποίοι θα είναι αποστάτες και ένοχοι; (p).
Ή, όταν η δικαιοσύνη του Θεού φαίνεται κατά κρίση μυστηριώδη και ακατανόητη στους πολλούς να πλήττει έναν αθώο, πώς θα μεταχειριστεί τους ένοχους; Κυρίως η εικόνα παρουσιάζει πρόσωπο, το οποίο έχει τη διάθεση όχι απλώς να κάψει αδιάκριτα (όπως στο Ιεζεκιήλ κ 47), αλλά να φέρει σε πέρας την απόφασή του, να ανάψει φωτιά αρχίζοντας και από αυτά τα χλωρά ξύλα (L).
Αξιολογότατη και κάθε προσοχής άξια και η επόμενη ερμηνεία: «Δέντρο χλωρό λέει τον εαυτό του λόγω της θείας ζωής που υπάρχει μέσα στο σώμα του που είναι αμάραντη και ακατάλυτη και επειδή αυτό το δέντρο είναι πολύκαρπο και ευθαλές… Αυτό που λέει λοιπόν, τέτοια σημασία έχει» (Σχ).
Εάν εκείνος, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, υποφέρει έτσι, πόσο μάλλον θα υποφέρει ο πονηρός και αμαρτωλός; Τα παθήματα του Κυρίου λένε σε μας: Μάθε τι είναι η αμαρτία βλέποντας τον αναμάρτητο να πάσχει για αυτήν. Εάν το χλωρό δέντρο κατακάηκε με τέτοιο τρόπο στο Γολγοθά, πόσο μάλλον θα κατακαεί το ξηρό δέντρο; «Εάν σε εμένα, που έχω θεία ζωή, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι παρακινημένοι από τους Ιουδαίους, σε εσάς, που έχετε κτήμα σας τη νέκρωση από την αμαρτία, τι θα γίνει από αυτούς; (Ζ).
«Διότι, εάν μεν είχατε κάποια ζωτική ενέργεια του αγαθού, ίσως λοιπόν να μπορούσατε να αξιωθείτε κάποιας λύπης μέτριας βεβαίως· τώρα όμως θα παραδοθείτε σε καύση και σε καταστροφή σαν ξερό δέντρο» (Θφ).
«Διότι θα κατακάψουν τον Ισραήλ, δηλαδή θα εισπράξουν τις καταδίκες για τη δυσσέβειά τους προς το Χριστό» (Κ). Όταν λαμβάνουμε υπ’ όψη τα σκληρά παθήματα του Κυρίου μας Ιησού, πρέπει να στεκόμαστε έμφοβοι μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και να τρέμουμε μπροστά της. Οι μεγαλύτεροι των αγίων συγκρινόμενοι με το Χριστό είναι δέντρα ξηρά. Εάν αυτός υπέφερε, πώς είναι δυνατόν να μην υποφέρουν και αυτοί; Αλλά και ποια σε αυτήν την περίπτωση θα είναι η καταδίκη των αμαρτωλών;
Λουκ. 23,32 Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι(1) σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.
Λουκ. 23,32 Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζί με αυτόν.
(1) Υπάρχει και η γραφή έτεροι κακούργοι δύο. Ήταν αυτοί ληστές. Δες Ματθ. κζ 38,44· Μάρκ. ιε 27. Η ιεραρχία των Ιουδαίων ίσως συντέλεσε να συσταυρωθούν μαζί με τον Ιησού για να εμφανίζεται έτσι, ότι παρόμοιο υπήρξε και το έγκλημα αυτού (p). Οι δύο αυτοί κακοποιοί ήταν πιθανώς σύντροφοι του Βαραββά (g). «Επειδή ήθελε ο διάβολος να κατασκευάσει κακή ιδέα για τον Κύριο, έκανε να συσταυρωθούν με αυτόν ληστές. Αλλά… αυτό έγινε μάλλον για μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου. Διότι των μεν ληστών οι σταυροί ούτε που αναζητήθηκαν, ενώ από το σταυρό αυτού όλος ο κόσμος έχει κρεμαστεί. Και φαίνεται ολοφάνερα από εδώ, ότι ο Κύριος δεν είναι παράνομος, όπως οι ληστές, αλλά αρχηγός κάθε δικαιοσύνης» (Θφ).
Η σταύρωση (κγ 33-38)
Η αφήγηση του Λουκά είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτές στα Ματθ. κζ 33-44 και Μάρκ. ιε 22-32 (δες τις εκεί σημειώσεις). Έχει παρόλ’ αυτά και ιδιαίτερα ανεξάρτητα τελείως χαρακτηριστικά (p). Έτσι από τους επτά λόγους, τους οποίους ο Κύριος είπε στο σταυρό, οι τρεις αναφέρονται από μόνο τον Λουκά και αποκλειστικά από αυτόν (g).
Λουκ. 23,33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον(1), ἐκεῖ ἐσταύρωσαν(2) αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33 Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
(1) Ο Λουκάς αποσιωπά το εβραϊκό όνομα Γολγοθά, διότι αυτό θα ήταν χωρίς κάποια σημασία στους Έλληνες αναγνώστες, όπως ήδη παρέλειψε και τα ονόματα Γεθσημανή και Γαββαθά (p).
(2) Οι σταυρωμένοι ζούσαν συνήθως δώδεκα ώρες, και μερικές φορές και μέχρι τη δεύτερη ή και την τρίτη ημέρα. Ο πυρετός, ο οποίος εκδηλωνόταν μετά από λίγο, έφερνε φλογερή δίψα. Η ολοένα αυξανόμενη φλόγωση των πληγών της ράχης, των χεριών και των ποδιών, η συμφόρηση του αίματος στο κεφάλι, στους πνεύμονες και στην καρδιά, η διόγκωση όλων των φλεβών, μία πίεση ισχυρή και απερίγραπτη, πόνοι του κεφαλιού ανυπόφοροι, η ακαμψία των μελών που προξενούνταν από την αναγκαστική και βεβιασμένη τοποθέτηση του σώματος, όλα αυτά ενωμένα μαζί έκαναν την ποινή της σταύρωσης σκληρότατη και φοβερότατη τιμωρία, κατά την έκφραση του Κικέρωνα (g).
Λουκ. 23,34 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε(1)· πάτερ(2), ἄφες(3) αὐτοῖς(4)· οὐ γὰρ οἴδασι(5) τί ποιοῦσι(6). Διαμεριζόμενοι(7) δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον(8).
Λουκ. 23,34 Ο δε Ιησούς έλεγε• “Πατερ, συγχώρησέ τους• διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
(1) Επτά λόγοι αναφέρονται ότι λέχθηκαν από τον Κύριο πάνω στο σταυρό. Από αυτούς οι τρεις πρώτοι αναφέρονται στα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Ιησού· στους εχθρούς του δηλαδή, στο συσταυρωμένο ληστή, στη μητέρα και το μαθητή του. Είναι κατά κάποιο τρόπο η διαθήκη του. Οι τρεις ακόλουθοι: «Θεέ μου, Θεέ μου… Διψώ· Τετέλεσται» αναφέρονται στα πάθη του και στο έργο της σωτηρίας που συντελούνταν κατά τις στιγμές εκείνες. Τέλος ο έβδομος «Πατέρα μου στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» είναι η κραυγή της τέλειας εμπιστοσύνης μέσα στην ύψιστη σωματική εξάντληση (g).
Οι επτά αυτοί λόγοι συγκεντρώνονται και από τα τέσσερα ευαγγέλια και κανένα από αυτά δεν αναφέρει όλους μαζί τους λόγους αυτούς. Έτσι οι τέσσερεις μαρτυρίες των ευαγγελιστών παρουσιάζονται σαν τέσσερεις φωνές, οι οποίες συνδεόμενες μεταξύ τους συναποτελούν αρμονική συμφωνία. Ο Σωτήρας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του μαρτυρίου του πάνω στο σταυρό με σιγή. Αλλά οι επτά αυτοί λόγοι του αποτελούν μία ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας, η οποία μας είναι αναγκαία και ωφέλιμη και για τις δικές μας τελευταίες στιγμές (b).
Ο πρώτος αυτός λόγος του Κυρίου παραλείπεται από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες και από κάποιες μεταφράσεις, μαρτυρείται όμως και από τους Ειρηναίο και Ωριγένη (δ). Οι Tischendorf και Soden υποστήριξαν χωρίς δισταγμό την αυθεντικότητά του. Οι Wescott και Hort όμως δεν τον θεωρούν ότι περιλαμβανόταν εξ’ αρχής στο ευαγγέλιο του Λουκά (L). Εκφράζονται όμως για αυτόν ως εξής: Λίγοι στίχοι των ευαγγελίων έχουν μέσα τους βεβαιότερη μαρτυρία για την αλήθεια του περιεχομένου τους από τον πρώτο αυτόν λόγο της σταύρωσης. Δεν είναι ανάγκη όμως να περιεχόταν εξ’ αρχής ο στίχος αυτός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (p).
Η Πεσιτώ, τα περισσότερα αντίγραφα της Ιτάλας και η πλειονότητα των μεγαλογράμματων αντιγράφων εγγυώνται για την αυθεντικότητα του λόγου αυτού. Και το ότι μετά από λίγο ο ληστής προσέφυγε στη χάρη του Ιησού, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με την εντύπωση, την οποία του παρήγαγε και ο λόγος αυτός, στον οποίο ο Ιησούς ως γιος επικαλείται το Θεό, απευθυνόμενος προς αυτόν ως προς Πατέρα. Πάρα πολύ δύσκολα θα επινοούνταν ένας τέτοιος λόγος (g).
(2) Τόσο στην αρχή του παθήματος με τον πρώτο αυτόν λόγο, όσο και κατά το τέλος του με τον τελευταίο λόγο επικαλείται το Θεό αποκαλώντας αυτόν Πατέρα (b). Οι πρώτες σταγόνες του αίματός του αρχίζουν ήδη να χύνονται από τις ανοιγμένες στο σώμα του πληγές. Και αμέσως αρχίζει και αυτός να επιτελεί το αρχιερατικό του έργο μεσιτεύοντας προς τον Πατέρα του υπέρ των σταυρωτών του. Το διδακτικό έργο του τελείωσε ήδη και άρχισε το έργο της αιώνιας αρχιερωσύνης του (ο).
(3) Θα νόμιζε κάποιος, ότι ο Κύριος θα έλεγε τώρα: Πατέρα, κατάκαψέ τους. Ο Κύριος να δει την αδικία σας και να την τιμωρήσει. Αλλά όχι. Ο Κύριος λησμονεί τελείως τον εαυτό του και το πάθημά του. Λησμονεί τους πόνους του και την αγωνία του. Και ενώ δεν ζητά κάποια ανακούφιση για τον εαυτό του, απασχολείται με την οργή του Πατέρα του που επικρέμεται εναντίον των σταυρωτών του και ζητά να την αποτρέψει. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του, η για χάρη των άλλων λησμοσύνη του εαυτού του!
«Με το να προσευχηθεί ως άνθρωπος για χάρη των σταυρωτών του, υπέδειξε στους ανθρώπους πρότυπο για τη συμπάθεια προς αυτούς που μας αδίκησαν. Απόρησαν όμως κάποιοι, ότι, εάν συγχωρέθηκε σε αυτούς η αμαρτία, πώς εξ’ αιτίας της ύστερα παραδόθηκαν στους Ρωμαίους σε πανωλεθρία; Σε αυτούς λέμε, ότι η προσευχή δεν έγινε για όλους, αλλά για χάρη μόνο αυτών που δεν θα έκαναν κανένα περαιτέρω κακούργημα» (Ζ).
Σε όλους θα συγχωρούνταν η αμαρτία «και θα αφηνόταν σε αυτούς το αμάρτημα, αν ύστερα από αυτά δεν επέμεναν στην απιστία» (Θφ). «Θα τους συγχωρούσε αν ήθελαν να μετανοήσουν. Διότι αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα γινόταν ο Παύλος απόστολος· αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες» (Χ).
Εάν δεν είχε απευθύνει την προσευχή αυτή, η τιμωρία για το έγκλημά τους μπορούσε να αρχίσει αμέσως, όπως συχνά συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά την εποχή του Μωϋσή. Οι δεήσεις του μακρόθυμου Κυρίου εμποδίζουν το άμεσο ξέσπασμα της θείας οργής και επιτυγχάνουν πλήρη συγχώρηση και μετάνοια για εκείνους, οι οποίοι έχουν τη διάθεση να δεχτούν αυτά (b).
Και οι χειρότεροι των αμαρτωλών, οι ίδιοι οι σταυρωτές του Χριστού, εφ’ όσον μετανοούν ειλικρινά, συγχωρούνται.
(4) «Κάποιοι λένε ότι έκανε την προσευχή, όχι για χάρη των Ιουδαίων, αλλά για χάρη των Ρωμαίων στρατιωτών που υπηρέτησαν τη σταύρωσή του. Διότι αυτοί αγνοούσαν τελείως, όσα προφήτευσαν για αυτόν ο νόμος και οι προφήτες» (Ζ). Παρόλ’ αυτά το «ἄφες αὐτοῖς» ελάχιστα αναφέρεται στους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι εκτελούσαν τυφλά τις διαταγές, τις οποίες είχαν λάβει (g). Οι υπεύθυνοι, χάριν των οποίων ο Κύριος προσεύχεται, ήταν οι Ιουδαίοι και ειδικά η ιουδαϊκή ιεραρχία (p).
(5) «Επειδή είναι μεθυσμένοι από φθόνο» (Ζ) δεν ξέρουν τι κάνουν. Ότι μεν εκτελούσαν την πράξη της σταύρωσης το γνώριζαν. Ποιος όμως ήταν αυτός που σταυρωνόταν, το αγνοούσαν. «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Αυτό είναι αλήθεια και για τους Ιουδαίους άρχοντες (Πράξ. γ 17), ακόμη περισσότερο για το λαό, και πολύ περισσότερο ακόμη για τον Πιλάτο (p).
Υπήρχε κάλυμμα στη δόξα του σταυρωμένου, αλλά και στη διάνοια των σταυρωτών. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να δουν διαμέσου των δύο αυτών καλυμμάτων; Είχαν ευχηθεί το αίμα του να πέσει σε αυτούς και στα παιδιά τους. Εάν ήξεραν τι έκαναν, ουδέποτε θα εύχονταν κάτι τέτοιο.
(6) Φόνευσαν τον Μεσσία τους. Έτσι όμως κατάφεραν εναντίον τους πλήγμα θανάσιμο (g). «Δεν είπε, ότι εμένα δεν με ξέρουν, αλλά, δεν ξέρουν τι κάνουν, δηλαδή αγνοούν το θείο σχέδιο της σωτηρίας που τελείται και το μυστήριο. Διότι δεν ήξεραν, ότι τόσο πολύ θα λάμψει ο σταυρός, ότι θα γίνει σωτηρία της οικουμένης και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και ότι η πόλη τους θα κυριευτεί και θα πάθουν τα έσχατα δεινά» (Χ).
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος προσευχήθηκε με το ίδιο πνεύμα της αγάπης, αλλά όχι με τις ίδιες ακριβώς λέξεις (Πράξ. ζ 60). Ξαναβρίσκουμε όμως αυτές στα χείλη του Ιακώβου του αδελφοθέου πριν το μαρτύριό του (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ,23,16) (L).
(7) Τα ενδύματα των σταυρωμένων κατά τον ρωμαϊκό νόμο ανήκαν στους εκτελεστές στρατιώτες (g). Η διανομή αυτή των ενδυμάτων είναι μία επιπλέον λεπτομέρεια της μεταχείρισης του Χριστού ως εγκληματία, του οποίου το στάδιο κλεινόταν (p).
(8) Και η γραφή «κλήρους». Κάθε σταυρός φρουρούνταν από «τετράδα» (Πράξ. ιβ 4) στρατιωτών. Δύο φορές έβαλαν κλήρο. Κατ’ αρχάς για τη διανομή των τεσσάρων ίσων σχεδόν μεριδίων, που σχηματίστηκαν από τα ενδύματα του Ιησού (μανδύας, κάλυμμα της κεφαλής, ζώνη, σανδάλια), και έπειτα τη δεύτερη φορά για τον άρραφο χιτώνα (g).
Λουκ. 23,35 καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν(1). ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ(2) οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες(3)· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ(4) ἐκλεκτός(5).
Λουκ. 23,35 Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν• “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
(1) Το θεωρῶν δηλώνει περιέργεια χυδαία που χάσκει σαν μπροστά σε κάποιο θέαμα αξιοπαρατήρητο (p).
(2) Το «και» αυτό μπορεί να υπονοεί, ότι και ο λαός περιέπαιζε, και μαζί με αυτόν περιέπαιζαν και οι άρχοντες. Αλλά ο ευαγγελιστής μάλλον θέλει να δηλώσει, ότι εκτός από αυτούς που παρατηρούσαν, υπήρχαν και αυτοί που περιέπαιζαν (L). Ο λαός στεκόταν βλέποντας, οι άρχοντες περιέπαιζαν, οι στρατιώτες ενέπαιξαν και ο ληστής βλασφημούσε. Σχηματίζεται έτσι ένα είδος κλιμακωτού (p).
Από τους άρχοντες θα περίμενε κάποιος περισσότερη ευπρέπεια και λιγότερη αναισθησία. Για να είναι άρχοντες και για να έχουν αξίωμα πρέπει να ήταν άνθρωποι ανώτερης ανάπτυξης, που είχαν συναίσθηση της αξιοπρέπειας και των υποχρεώσεων του οίκτου προς τους πάσχοντες. Αλλά και αυτοί αναμίχτηκαν τώρα με το χυδαίο όχλο και τον ξεπέρασαν στην απρέπεια.
(3) Τα ακόλουθα σαρκαστικά λόγια αναφέρονται και από τους τρεις συνοπτικούς, αλλά ο Λουκάς μάς προσθέτει το περιφρονητικό «οὗτός» («εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς») και το εκλεκτός (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο Χριστός του Θεού, ο εκλεκτός.
(5) Ο Ιησούς είχε εκλεχτεί πριν από όλους τους αιώνες για την εκπλήρωση όλων αυτών (p). Ήταν ο από το Θεό εκλεγμένος Μεσσίας (δ), ο οποίος θα πραγματοποιούσε το θείο σχέδιο και ως προς τον Ισραήλ και ως προς τον κόσμο ολόκληρο. Δες Λουκ. θ 35 (g).
Οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό άρχοντα, ο οποίος θα ελευθέρωνε αυτούς από τους Ρωμαίους. Ήδη ο Χριστός βρισκόταν στα χέρια των Ρωμαίων. Εάν πράγματι ήταν ο Μεσσίας, όπως τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι ας ελευθέρωνε λοιπόν τον εαυτό του από τους Ρωμαίους και ας καταργούσε στη συνέχεια το κράτος τους. Τον ενέπαιζαν λοιπόν και τον περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι ως ψευδομεσσία.
Λουκ. 23,36 ἐνέπαιζον(1) δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος(2) προσφέροντες(3) αὐτῷ
Λουκ. 23,36 Τον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι.
(1) Υπάρχει και η γραφή ενέπαιξαν, η οποία παρουσιάζει τους στρατιώτες να επιμένουν λιγότερο στον εμπαιγμό τους από όσο οι άρχοντες των Ιουδαίων (p).
(2) Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λουκά, ο χαρακτηρισμός δηλαδή του ποτισμού ως εμπαιγμού των στρατιωτών (δ). Ο από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές (Ματθ. κζ 48,Μάρκ. ιε 36,Ιω. ιθ 29) αναφερόμενος ποτισμός, έγινε λίγο πριν το θάνατο του Κυρίου. Το ότι επίσης βρέθηκε αμέσως εκεί και σφουγγάρι και καλάμι ή ύσσωπο (κλωνάρι φυτού) σημαίνει, ότι είχε ληφθεί από πριν φροντίδα για αυτά για ανακούφιση αυτών που ταλαιπωρούνταν σκληρά πάνω στο σταυρό (g).
Κάποιοι από τους ερμηνευτές μεταφράζουν τον παρόντα στίχο ως εξής: Και οι στρατιώτες, όταν τον πλησίαζαν για να του προσφέρουν για ανακούφισή του ξύδι, τον περιγελούσαν. Η γενική όμως γνώμη των ερμηνευτών είναι ότι και η προσφορά του ξυδιού γινόταν για χλευασμό (ο).
(3) Πιθανώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα χείλη του το κύπελλο, το οποίο κρατούσαν στα χέρια τους (p).
Λουκ. 23,37 καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(1), σῶσον σεαυτόν(2).
Λουκ. 23,37 και έλεγαν• “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
(1) Οι στρατιώτες περιγελώντας τον Ιησού παίρνουν αφορμή από την εναντίον του κατηγορία ότι διεκδικεί βασιλεία και ως περιεχόμενο των κοροϊδιών τους παίρνουν τον τίτλο του βασιλιά (b). Και τον μεταχειρίζονται ειρωνικά ως βασιλιά, κατά κάποιο τρόπο προσφέροντας σε αυτόν το ποτήρι του συμποσίου (g). Τι λαμπρός βασιλιάς, θα έλεγαν. Σε τέτοιο λαό τέτοιος βασιλιάς αρμόζει. Αλλά και σε τέτοιο βασιλιά, τέτοιος λαός τού πρέπει.
(2) Στο στόμα των ρωμαίων στρατιωτών δεν υποδηλώνει δύναμη υπερφυσική (L).
Λουκ. 23,38 Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ(1) γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς(2)· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς(3) τῶν Ἰουδαίων.
Λουκ. 23,38 Ήταν δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά• Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
(1) Δεν περίμεναν τη στιγμή αυτή για να βάλουν την επιγραφή. Αλλά γίνεται για αυτήν λόγος εδώ μετά τα λόγια των στρατιωτών, κατά κάποιο τρόπο σαν ένας συμπληρωματικός σαρκασμός και χλευασμός. Και όμως ο Ιησούς ήταν αληθινά βασιλιάς. Ενώ οι στρατιώτες χλεύαζαν το βασιλικό του αξίωμα, ο ληστής πίστεψε σε αυτό. Η σύνδεση αυτή των γεγονότων είναι γεμάτη τέχνη, σύμφωνη με το «καθεξής (=με τη σειρά τους)» που σημειώνεται στο προοίμιο του ευαγγελίου (Λουκ. α 3), οσοδήποτε και αν θα έλεγε κάποιος, ότι δεν είναι και χρονολογική (L).
Το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου γραφόταν σε πινακίδα που κρεμιόταν συνήθως από τον τράχηλό του, και όταν έφθαναν στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, στερεωνόταν πάνω στο σταυρό. Το «και» υπονοεί, ότι η επιγραφή αυτή ήταν πρόσθετη χλεύη και εμπαιγμός (p).
(2) Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς».
«Δες όμως και άλλη πανουργία του διαβόλου που γυρνά εναντίον του. Διότι ο μεν διάβολος με τους τρεις χαρακτήρες γραμμάτων (γλώσσες) διαπόμπευσε δήθεν την ανταρσία του Ιησού, ώστε να μην διαφύγει της προσοχής κανενός από τους περαστικούς, ότι για αυτό κρεμάστηκε, διότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· αυτό όμως… ήταν σύμβολο του ότι μπήκαν κάτω από τη βασιλεία του Ιησού και ανακήρυξαν αυτόν τα καλύτερα από τα έθνη, όπως ήταν οι Ρωμαίοι, και σοφότατοι, όπως οι Έλληνες, και θεοσεβέστατοι όπως ήταν το γένος των Εβραίων» (Θφ).
Μπήκε περιφρονητικά. Αλλά ο Θεός είχε πρόθεση, να καταστεί αυτή διακήρυξη για το ποιος πράγματι ήταν αυτός που κρεμιόταν στο σταυρό. Ήταν πράγματι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· ο βασιλιάς της εκκλησίας και ο σταυρός του είναι η οδός προς το στέμμα και το θρόνο του. Αυτό γράφτηκε στις τρεις τότε περισσότερο ομιλούμενες και γνωστές μεταξύ των μορφωμένων γλώσσες, έτσι ώστε και όσοι ήταν με οποιονδήποτε τρόπο μορφωμένοι, να μπορούν να γνωρίσουν το Χριστό.
Γράφτηκε στις τρεις αυτές γλώσσες, για να καταστεί δυνατόν να διαβαστεί η επιγραφή αυτή από όλους τους ανθρώπους. Η εθνική φιλοσοφία είχε κάνει την ελληνική γλώσσα περίφημη· οι ρωμαϊκοί νόμοι και η από τη Ρώμη κυβέρνηση του κόσμου είχε κάνει επίσης γνωστή και τη λατινική γλώσσα· η εβραϊκή επίσης ξεπερνούσε αυτές, διότι σε αυτήν είχε γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη. Στις τρεις αυτές γλώσσες διακηρύχτηκε ο Χριστός βασιλιάς.
(3) Με την επιγραφή αυτή, την ταπεινωτική για τους Ιουδαίους, ο Πιλάτος εκδικούνταν για τον καταναγκασμό, στον οποίο είχαν υποβάλλει αυτόν οι Ιουδαίοι, για να φέρουν σε πέρας την θανατική εκτέλεση ανθρώπου, τον οποίο αυτός είχε βρει αθώο (g)
Ο θάνατος του Ιησού
Λουκ. 23,39 Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων(1) ἐβλασφήμει(2) αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός(3), σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Λουκ. 23,39 Ένας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων• “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον εαυτόν σου και ημάς”.
(1) «Πώς λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές λένε ότι και οι δύο ληστές τον κατηγορούσαν; Στην αρχή μεν ήταν λογικό και οι δύο να τον κατηγορούν, έπειτα ο ένας από τους δύο, επειδή είχε ετοιμότητα πνεύματος και αντίληψης, κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού… και αναγνωρίζει τον Ιησού αληθινό βασιλιά, και αποστομώνει και τον άλλο ληστή» (Θφ). Αυτή είναι και η γνώμη του Ωριγένη, Χρυσοστόμου, Ιερωνύμου και Ζιγαβηνού.
Αλλά οι Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος περιορίζουν τη βλασφημία στον ένα ληστή, για τον οποίο στους άλλους συνοπτικούς γίνεται λόγος σε πληθυντικό κατά συνεκδοχή (= σχήμα λόγου κατά το οποίο το μέρος εκλαμβάνεται αντί του όλου και το αντίθετο, το ένα αντί για τα πολλά και το αντίθετο) (p).
Κατά τη γνώμη του Αυγουστίνου (de cons. ev. III, 16,53), η οποία φαίνεται και η ορθότερη, οι ληστές αποτελούσαν ξεχωριστή κατηγορία. Όπως λοιπόν ο Λουκάς στο στίχο 36 αποδίδει στους στρατιώτες την προσφορά του ξυδιού παρόλο που ένας από αυτούς έπραξε αυτό, έτσι γίνεται λόγος γενικά για τους ληστές ότι βλασφημούσαν αυτόν, παρόλο που ένας μόνος έπραξε αυτό (L).
Ο Χριστός σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και μέσω αυτών αντιπροσωπεύονταν οι διαφορετικές διαθέσεις των ανθρώπων και τα διαφορετικά αποτελέσματα, τα οποία ο σταυρός θα επέφερε στους υιούς των ανθρώπων, προς τους οποίους θα καταγγελλόταν το ευαγγέλιο. Είναι όλοι κακοποιοί, όλοι ένοχοι ενώπιον του Θεού. Από την αρχή και μέχρι σήμερα ο σταυρός είναι σε μερικούς μεν οσμή ζωής για ζωή, ενώ σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο. Για αυτούς που χάνονται είναι ανοησία, για αυτούς που σώζονται όμως είναι Θεού σοφία και δύναμη.
(2) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί αντί για το πολύ εντονότερο «εβλασφήμει» γράφουν ωνείδιζον. Από εδώ προήλθε η ελάχιστα πιθανή εκδοχή, ότι και οι δύο μεν ληστές ωνείδισαν τον Ιησού, ίσως διότι δεν τους βοήθησε κατά την επανάστασή τους εναντίον της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, αλλά μόνο ο ένας βλασφήμησε αυτόν.
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν τη φράση ερωτηματικά: «Ουχί σὺ εἶ ὁ Χριστός;». Ο ερωτηματικός αυτός τύπος έχει μέσα του κάτι το πικρότερο από το απλό «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός» (p).
Παρόλο που ο ληστής αυτός αντιμετώπιζε ήδη την αγωνία του θανάτου, παρόλ’ αυτά δεν ταπεινωνόταν το υπερήφανο πνεύμα του, ούτε διδασκόταν αυτός από τη γλώσσα του άλλου συσταυρωμένου συναδέλφου του. Οποιεσδήποτε απειλές και τιμωρίες δεν είναι ικανές από μόνες τους να μεταβάλλουν την πονηρή καρδιά, αλλά μερικές φορές παροργίζουν και ερεθίζουν ακόμη περισσότερο τη διαφθορά της.
Λουκ. 23,40 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα(1) αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ(2) σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι(3) εἶ;
Λουκ. 23,40 Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε• ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
(1) Ο ληστής «βλέποντας αυτόν να είναι σταυρωμένος, να τον μαστιγώνουν, να τον βρίζουν, να τον ποτίζουν χολή, να τον φτύνουν, να τον χλευάζει τόσος πολύς λαός, να τον καταδικάζει το δικαστήριο, να τον έχουν οδηγήσει σε θάνατο, με τίποτα από αυτά δεν σκανδαλίστηκε· αλλά βλέποντας το σταυρό και τα καρφιά να έχουν καρφωθεί… αυτός βάδισε το σωστό δρόμο λέγοντας· Θυμήσου με στη βασιλεία σου. Και αυτόν που τον κατηγορούσε τον αποστόμωνε και τα αμαρτήματά του εξομολογούνταν και φιλοσοφούσε για την ανάσταση.
Και αυτά, χωρίς να δει νεκρούς να ανασταίνονται, ούτε λεπρούς να καθαρίζονται, ούτε θάλασσα να τιθασεύεται, ούτε δαίμονες να διώχνονται, ούτε ψωμιά να πληθαίνουν, ούτε τα άλλα τα οποία είδε ο λαός των Ιουδαίων, που, αν και τα είδε, τον σταύρωσε» (Χ).
Τι προσείλκυσε σε μετάνοια αυτόν τον ληστή;
«Κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού από τη φωνή (το λόγο), την οποία έβγαλε υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας, Πατέρα συγχώρεσέ τους. Διότι η φωνή αυτή, δεν είναι μόνο γεμάτη από κάθε φιλανθρωπία, αλλά φανερώνει και πολλή αυθεντία. Διότι δεν είπε, Κύριε, παρακαλώ… αλλά απλώς έτσι με εξουσία, Πατέρα, συγχώρεσέ τους» (Θφ).
Αναμφίβολα έκανε σε αυτόν αρχικά βαθειά εντύπωση η αντίθεση μεταξύ της αγιότητας του Ιησού και της βάναυσης προς αυτόν συμπεριφοράς αυτών που τον κακοποιούσαν. Έπειτα η πραότητα και ανεξικακία, με την οποία άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται προς το θάνατο και προ παντός η υπέρ των δημίων του προσευχή του, συγκλόνισαν τη συνείδηση και την καρδιά του. Τέλος η επίκληση Π α τ έ ρ α, με την οποία προσφωνούσε το Θεό, τού αποκάλυψε, ότι ο Ιησούς ήταν πρόσωπο, το οποίο ζούσε σε στενή σχέση με το Θεό και τον έκανε να διαισθανθεί τη θεότητά του (g).
Ο ληστής αυτός, όταν ακριβώς ήταν έτοιμος να πέσει στα χέρια του σατανά, αποσπάστηκε από αυτόν σαν δαυλός από την πυρά και έγινε μνημείο του θείου ελέους, ενώ ο σατανάς έμεινε να ωρύεται σαν λιοντάρι, από το στόμα του οποίου διέφυγε η λεία. Αυτό όμως δεν μας δίνει το θάρρος να αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας στις τελευταίες στιγμές της ζωής μας. Διότι αν και είναι βέβαιο, ότι πάντοτε η ειλικρινής μετάνοια γίνεται δεκτή, είναι όμως αβέβαιο τελείως, εάν η στο τέλος της ζωής μας μετάνοια είναι ειλικρινής και αληθινή.
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να είναι ασφαλής για το ότι θα λάβει καιρό μετανοίας κατά τις τελευταίες του στιγμές. Ούτε πρέπει να λησμονεί κάποιος, ότι στο ληστή ουδέποτε στο παρελθόν τού είχε προσφερθεί η χάρη, εγκολπώθηκε όμως αυτήν αμέσως μόλις τη γνώρισε. Ενώ για μας συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Μας προσφέρεται η χάρη και την απωθούμε. Πώς λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα μας επισκεφτεί αυτή και κατά τις τελευταίες μας στιγμές;
(2) Ή, όχι μόνο δεν αγαπάς, αλλά ούτε φοβάσαι το Θεό, που τιμωρεί τους άδικους και πονηρούς; (δ).
Ή, πιο σωστά, και Εσύ ο ίδιος πρόκειται μετά από λίγο να εμφανιστείτε ενώπιον του Θεού. Ούτε ο φόβος λοιπόν του Θεού δεν σε συγκρατεί από το να προσθέτεις νέες αμαρτίες; (p).
Το δεν φοβάσαι το Θεό υποδηλώνει, ότι τον ευγνώμονα αυτόν ληστή συγκρατούσε ο φόβος του Θεού στο να μην παρασυρθεί ούτε από τη συμπεριφορά του συναδέλφου του ούτε από το ρεύμα του παρεκτρεπομένου λαού κάτω από το σταυρό του. Όλοι όσοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους, όπως ο μετανοημένος ληστής, βλέπουν, ότι στο βάθος της κακίας των πονηρών υπάρχει η έλλειψη φόβου του Θεού. Δεν φοβούνται το Θεό και για αυτό προκόβουν στους πονηρούς δρόμους τους.
(3) «Κρίμα λοιπόν ονομάζει τώρα την καταδίκη τη σταυρική» (Ζ). «Στην ίδια, λέει, τιμωρία. Διότι και εμείς είμαστε σε σταυρό. Χλευάζοντας λοιπόν εκείνον, τον εαυτό σου λοιδορείς πριν από εκείνον» (Χ). Στην ίδια καταδίκη και δεν έχεις δικαίωμα να κατηγορείς αυτόν, ο οποίος υφίσταται την ίδια τιμωρία (δ).
Λουκ. 23,41 καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως(1)· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν(2)· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον(3) ἔπραξε.
Λουκ. 23,41 Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
(1) Δίκαια είμαστε σε αυτήν την καταδίκη (δ). Ο μετανοημένος ληστής επιδοκιμάζει την ποινή που επιβλήθηκε στο έγκλημά του (b). Αυτοί που ειλικρινά μετανοούν αναγνωρίζουν το δίκαιο των τιμωριών, τις οποίες επιβάλλει σε αυτούς ο Θεός για τις αμαρτίες τους. Ο Θεός δίκαια μάς τιμωρεί, λέει ο ευγνώμων ληστής. Εμείς πράξαμε τα άτοπα και τα άδικα. Και ότι τώρα υποφέρουμε, είναι η δίκαιη ανταπόδοση των πράξεών μας.
(2) Φόνους πράξαμε, φόνο απολαμβάνουμε (δ).
«Είδες εξομολόγηση ολοκληρωμένη; Είδες πώς στο σταυρό απέβαλλε τα αμαρτήματα;… Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά αυτός ο ίδιος διαπόμπευσε τον εαυτό του… Δεν τόλμησε πιο πριν να πει, Θυμήσου με στη βασιλεία σου, παρά μόνο όταν με την εξομολόγηση απέθεσε το φορτίο. Βλέπεις πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε και πήρε τέτοιο θάρρος, ώστε από ληστεία να ζητήσει τη βασιλεία» (Χ).
(3) Με τη λέξη αυτή μειώνει την έννοια (p). Άτοπο=τίποτα που να μην είναι στον τόπο του και για αυτό ασυνήθιστο, παράδοξο, ηθικά απρεπές (δ).
Πολύ περισσότερο τίποτα το εγκληματικό (p). Οι αρχιερείς είχαν σταυρώσει αυτόν μεταξύ δύο ληστών, σαν χειρότερο από αυτούς. Αλλά ο ληστής αυτός είχε περισσότερη από αυτούς αίσθηση, και ό,τι δεν είδαν οι αρχιερείς, το είδε ο ληστής. Και ομολογεί, ότι τίποτα άτοπο δεν έπραξε. Εάν είχε ακούσει προηγουμένως για το Χριστό και για τα θαυμαστά έργα του, δεν φαίνεται από την αφήγηση των ευαγγελιστών. Αλλά η χάρη του Πνεύματος φώτισε αυτόν να γνωρίσει τον Ιησού, την ώρα που οι αρχιερείς παρέμεναν στο σκοτάδι.
Λουκ. 23,42 καὶ ἔλεγε(1) τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου(2), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς(3) ἐν τῇ βασιλείᾳ(4) σου.
Λουκ. 23,42 Και έλεγεν στον Ιησούν• “ενθυμήσου με, Κύριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου”.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα μαρτυρούν υπέρ της γραφής: και έλεγεν· Ιησού, μνήσθητί μου, όταν έλθης εις την βασιλείαν σου. Η επίκληση αυτή είναι η προσευχή αμαρτωλού που πεθαίνει σε Σωτήρα που πεθαίνει.
Ήταν τιμή για τον Ιησού να τον επικαλείται έτσι ο ληστής, μολονότι ήταν πάνω στο σταυρό κατάδικος και χλευαζόταν και εξευτελιζόταν από τους εχθρούς του. Ήταν ευτυχία ανυπολόγιστη του ληστή το ότι αξιώθηκε να απευθύνει αυτήν τη δέηση. Ίσως δεν θα είχε άλλοτε προσευχηθεί. Και όμως τώρα η δέησή του εισακούστηκε και σώθηκε αυτός κατά την έσχατη στιγμή. Εφόσον υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Και εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει τόπος για προσευχή.
(2) Η επίκληση αυτή εξηγείται από την συμμετοχή και συντροφιά στην ίδια ποινή και στα δεινά του ίδιου παθήματος, η οποία φαινόταν στο ληστή, ότι δημιουργούσε με τον Ιησού στο εξής δεσμό αδιάλυτο. Πώς αυτός ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγο προσευχήθηκε για τους δημίους του, θα μπορούσε να λησμονήσει τελείως τον πτωχό του σύντροφο στη θλίψη των παθημάτων; (g). Ο ληστής γνώριζε, ότι είχε ακόμη λίγες ώρες ζωής. Συνεπώς η επίκλησή του αυτή συνυπονοεί πίστη στη μελλοντική κατάσταση, στην οποία ο Ιησούς επρόκειτο να δεχτεί αυτόν στη βασιλεία του. Ίσως πίστευε ότι ο Χριστός θα ανασταινόταν από τους νεκρούς.
Σε κάθε περίπτωση η πίστη ανθρώπου συσταυρωμένου με τον Ιησού είναι πολύ αξιοπαρατήρητη. Μερικοί (οι στρατιώτες και αυτοί στους οποίους αναφέρθηκαν αυτοί και βεβαίωσαν ό,τι είδαν) είδαν τον Ιησού αναστημένο από τους νεκρούς και δεν πίστεψαν σε αυτόν.
Ο ληστής βλέπει αυτόν να θανατώνεται και όμως πιστεύει (p). Καταφρόνησαν οι Ιουδαίοι τους νεκρούς που αναστήθηκαν («μετά την ανάσταση αυτού… εμφανίστηκαν σε πολλούς» Ματθ. κζ 53)· ο ληστής δεν καταφρόνησε τον κρεμασμένο μαζί με αυτόν πάνω στο σταυρό (Αυγουστίνου serm. 23,13).
(3) Πιστεύει σε ένδοξη επάνοδο του Ιησού πάνω στη γη (g). Η έννοια της φράσης είναι: Όταν έλθεις με τη δόξα και τη δύναμη της βασιλείας σου (p).
(4) Πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και γνωρίζει ότι ο Μεσσίας πρόκειται να έχει βασιλεία (p). Και θα έλεγε κάποιος, ότι ο ευγνώμων ληστής ασφαλώς ήταν Ιουδαίος και πίστευε στην έλευση του Μεσσία κατά την ανάσταση (L). Ο Μεσσίας επρόκειτο σύμφωνα με τις επικρατούσες ιδέες (σύμφωνα με τα Ησ. κστ 19 και Δανιήλ ιβ 2) να αναστήσει τους άξιους από τους Ισραηλίτες, για να λάβουν μέρος μαζί με τους πατριάρχες στη μεσσιακή πανήγυρη (g). Ούτε οι απόστολοι κατά το χρόνο εκείνον δεν έτρεφαν τόσο διαυγείς ελπίδες για τη βασιλεία του Χριστού (b).
Ομολογεί αυτόν Κύριο και βασιλιά που έχει βασιλεία και έρχεται στη βασιλεία αυτή. Πιστεύει ακόμη, ότι θα έχει εξουσία στη βασιλεία αυτή και ότι σε όσους θα επιδείξει την εύνοιά του, θα είναι αυτοί ευτυχείς. Ο Χριστός βρίσκεται τώρα στο βάθος της ταπείνωσής του, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητές του, εξευτελιζόμενος από το έθνος του, πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό σαν εγκληματίας. Και ο ληστής κάνει τις ομολογίες του αυτές προτού να σημειωθούν τα από τον ουρανό θαύματα, τα οποία τίμησαν το πάθος του και προτού να αναγκαστεί και ο ίδιος ο κεντυρίων να ομολογήσει τον Χριστό υιό του Θεού.
Αληθινά, ούτε στον Ισραήλ δεν θα έβρισκε κάποιος τόσο μεγάλη πίστη. Πίστευε σε μέλλουσα ζωή και επιθυμούσε να είναι ευτυχής σε εκείνην τη ζωή, όχι όπως ο άλλος ληστής να σωθεί από το σταυρό, αλλά να βρει ανάσταση, όταν ο σταυρός θα του επέφερε το θάνατο. Έχουμε εδώ παράδειγμα της δύναμης του σταυρού, να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του. Δείχνει και προλέγει ο σταυρός την ουράνια βασιλεία και αποκαλύπτει τον αληθινό παράδεισο, του οποίου και διανοίγει τις πύλες.
Όχι τελείως απίθανη και η εκδοχή: «Είναι λογικό ότι θα έμαθε ο ληστής και τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο» (Ζ).
Λουκ. 23,43 καὶ εἶπεν(1) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(2), σήμερον(3) μετ᾿ ἐμοῦ(4) ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ(5).
Λουκ. 23,43 Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζί μου στον παράδεισον”.
(1) Ο Κύριος τήρησε την πιο βαθειά σιγή μέσα στους χλευασμούς και τους εμπαιγμούς των αρχόντων και του όχλου. Αλλά τώρα πόσο είναι πρόθυμος και έτοιμος, να απαντήσει στο αίτημα του μετανοημένου κακούργου! (ο).
(2) Η φράση, όπως συνήθως, προαναγγέλλει κάτι που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα ή υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Δες και Λουκ. δ 24,ιβ 37,ιη 17,29,κα 32 (p). Ο ληστής «με αυτό το αίτημά του, ικέτευσε να τύχει μόνο κάποιου αγαθού· ο Χριστός όμως επειδή ήξερε την πρόθεσή του, υποσχέθηκε σε αυτόν αυτό που φαινόταν σε εκείνον το πιο αγαπητό από όλα» (Ζ).
Ο Χριστός πάνω στο σταυρό μοιάζει με το Χριστό πάνω στο θρόνο. Επειδή λοιπόν «τώρα είναι κρίση του κόσμου», ο ένας από τους ληστές απέρχεται με κατάρα και ο άλλος με ευλογία. Αν και ο Χριστός ήταν ήδη σε αγωνία, δεν παρέλειψε παρόλ’ αυτά να απευθύνει λόγο ενίσχυσης στο ληστή, που εμπιστεύτηκε τον εαυτό του σε αυτόν. Ακόμη και μεγάλοι αμαρτωλοί μέσω του Χριστού θα πετύχουν όχι μόνο την άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και θέση στον Παράδεισο.
(3) Κάποιοι «παραβιάζουν το νόημα του ρητού βάζοντας κόμμα στο Σήμερον, ώστε να είναι το λεγόμενο ως εξής «ἀμὴν λέγω σοι σήμερον», και έπειτα προσθέτουν το «μετ᾿ ἐμου ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Θφ).
Αλλά όταν συνδέσει κάποιος το σήμερα με το λέω, σχεδόν εκμηδενίζει όλη την ισχύ του. Όταν όμως συνδέσει αυτό με τα επόμενα, είναι πλήρες νοήματος. Ο Ιησούς γνωρίζει, ότι και αυτός και ο ληστής θα πέθαιναν κατά την ημέρα εκείνη. Και παραχωρεί σε αυτόν περισσότερα από όσα είχε ζητήσει ή ελπίσει (p). Ο Ιησούς δηλαδή αντιθέτει ισχυρά το άμεσο και κοντινό της ευτυχίας, την οποία τού υπόσχεται, με τον απώτερο χρόνο τον οποίο ο ληστής είχε στο νου του και κατά τον οποίο περίμενε ότι ο Χριστός θα τον θυμόταν = Σε αυτήν τη σημερινή ημέρα, πριν ακόμη ο ήλιος δύσει, θα είσαι στον παράδεισο (g).
Ο ληστής ζήτησε από τον Κύριο να τον θυμηθεί. Το «μνήσθητί μου», το οποίο είπε, δεν υπονοεί μεγάλες αξιώσεις. Μικρό έλεος ζητά ο ληστής. Και ο Χριστός τού παραχωρεί θέση μαζί του στον Παράδεισο. Και του την παραχωρεί όχι σε απώτερο μέλλον, αλλά αμέσως και κατά την ίδια την ημέρα του παθήματος.
(4) Όχι απλώς συν εμοί, συντροφεύοντας εμένα, αλλά μετ᾿ ἐμοῦ ως κοινωνός και συμμέτοχος. Η υπόσχεση αυτή συνυπονοεί συνέχεια της συνείδησης και μετά θάνατον. Εάν αυτός που πεθαίνει χάνει τη συνείδησή του, η βεβαίωση που παρέχεται στο ληστή, ότι θα είναι μαζί με το Χριστό μετά θάνατον, θα ήταν χωρίς σημασία και περιεχόμενο (p).
Με τον δεύτερο Αδάμ αποκατασταθήκαμε σε όλα, όσα χάσαμε με τον πρώτο Αδάμ και επιπλέον σε παράδεισο ουράνιο αντί για αυτόν τον επίγειο. Και θα είμαστε εκεί με τον Χριστό. Αυτή είναι η μακαριότητα των ουρανών, να βλέπει κάποιος το Χριστό και να κάθεται μαζί του βλέποντας τη δόξα του και συμμετέχοντας σε αυτήν (Ιω. ιζ 24).
(5) Περσικό όνομα που εξελληνίστηκε (παϊρί δανιζά= τεχνητός περιφραγμένος κήπος) (δ). Πάντως η λέξη είναι ανατολική και ήταν σε χρήση στους αρχαίους Πέρσες, όπως φαίνεται σαφώς από τα συγγράμματα του Ξενοφώντα, ο οποίο αποκαλεί τους κήπους και τα κυνηγετικά πεδία των μοναρχών και ευγενών στην Περσία, παραδείσους. Η λέξη χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ για τον κήπο της Εδέμ. Εάν είναι αραβικής ή σανσκριτικής προέλευσης είναι αβέβαιο. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει οποιονδήποτε ωραίο και τερπνό τόπο.
Εφόσον όμως ο παράδεισος της Εδέμ, ο πρωταρχικός τόπος της ωραιότητας και της ευτυχίας, κλείστηκε στο ανθρώπινο γένος μετά το προπατορικό αμάρτημα, ο Κύριος διάλεξε τον όρο παράδεισος για να δηλώσει το γεγονός, ότι ήδη ανώτερος και μακαριότερος παράδεισος άνοιξε στην ανθρωπότητα και ότι ο χαμένος παράδεισος ξαναποκτήθηκε και έγινε προσιτός σε όλους, όσοι θα ενωθούν με την πίστη προς τον νέο Αδάμ της χάρης (ο).
Η λέξη χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες στη Γραφή: α) Δενδροφυτευμένος περίβολος (Νεεμ. β 8· Άσμα δ 13, Εκκλ. β 5). β) Ο κήπος της Εδέμ (Γεν. β 8-10,15,16,γ 1-3,8-10 κλπ). γ) Ο κόλπος του Αβραάμ δηλαδή ο τόπος της ανάπαυσης των δικαίων μέχρι την ανάσταση. δ) Κάποιο μέρος στον ουρανό, που ταυτίζεται ίσως με τον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. ιβ 4) (p).
Τι σημαίνει εδώ; Ο p. θεωρεί τη λέξη ως ταυτόσημη με τον κόλπο του Αβραάμ. Και σαφέστερα, παράδεισος είναι το τμήμα εκείνο του Άδη, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί (g) αναπαυόμενοι μέχρι τη Δευτέρα παρουσία.
Άλλη εκδοχή: «Εμείς όμως λέμε με απλούστερο τρόπο, ότι αμέσως πριν πάει στην λεγόμενη καρδιά της γης [=τον άδη], αποκατέστησε στον παράδεισο του Θεού τον πιστό ληστή» (Ω). Δηλαδή ο παράδεισος δεν είναι στον Άδη αλλά στον ουρανό. Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο παράδεισος εδώ σημαίνει κυρίως όχι τόπο, αλλά κατάσταση ευτυχίας. Αυτό δεν συνυπονοεί, ότι αποκλείεται και η ιδέα του τόπου, αλλά το κύριο στοιχείο της υπόσχεσης του Κυρίου στον ληστή είναι ότι: θα είσαι μ α ζ ί μ ο υ σε κατάσταση ανείπωτης μακαριότητας.
Υπάρχει βεβαίως και ένας τόπος στον κόσμο των πνευμάτων, όπου οι χωριζόμενες από τα σώματά τους ψυχές μεταβαίνουν μετά θάνατον. Αλλά ό,τι γνωρίζουμε για τον τόπο αυτόν είναι αυτό και μόνο, ότι οι άγιοι που μεταβαίνουν σε αυτόν βρίσκονται και ζουν μαζί με το Χριστό. Ο Παύλος ποθούσε να πεθάνει, για να είναι μαζί με το Χριστό (Φιλιπ. α 23).
Αυτό αποδεικνύει, ότι η ψυχή του πιστού αμέσως μετά το θάνατο μεταφέρεται σε τόπο, όπου είναι και ο Χριστός. Λίγο ενδιαφέρει πού είναι ο τόπος αυτός, όπου ο Κύριος με το δοξασμένο σώμα του βρίσκεται σε κοινωνία με τους δικούς του που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Το ουσιώδες είναι, ότι στην κοινωνία αυτή και στην παρουσία του Χριστού οι ψυχές θα απολαμβάνουν ειρήνη, χαρά και ανάπαυση, έως ότου ανατείλει το πρωινό της ανάστασης, όταν και τα σώματά τους θα αναστηθούν άφθαρτα και θα συνενωθούν με αυτές, για να συναπολαύσουν τα αγαθά, τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και στα οποία καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκε (ο).
«Είναι το ίδιο λοιπόν η βασιλεία των ουρανών και ο παράδεισος, και τίποτα δεν εμποδίζει… να λέει την αλήθεια και ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι, κανείς από τους αγίους δεν απόλαυσε την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας (προς Εβραίους ια 39). Διότι ο ληστής είναι μεν στον παράδεισο, δηλαδή στη βασιλεία… δεν απόλαυσε όμως την τέλεια κληρονομιά των αγαθών. Διότι όπως ακριβώς οι καταδικασμένοι δεν βρίσκονται μέσα στα βασίλεια, αλλά με φρουρές φυλάσσονται αποκλεισμένοι περιμένοντας τις καθορισμένες ποινές· οι έντιμοι όμως και μπαίνουν στα βασίλεια και σε αυτό το χρονικό διάστημα ζουν σε αυτά· έπειτα, όταν φτάσει ο καιρός της διανομής των βασιλικών δωρεών, αξιώνονται αυτών· έτσι και οι άγιοι· αν και δεν απολαμβάνουν ακόμη το τέλειο, αλλά εν τω μεταξύ βεβαίως ζουν σε αυτά τα φωτεινά και ευωδιαστά και βασιλικά, για να το πούμε απλά, σκηνώματα, παρόλο που δεν αξιώνονται κατά τέλειο ακόμη τρόπο της διανομής των βασιλικών δώρων» (Θφ).
Έτσι πλουσιότερη είναι η χάρη παρά η δέηση και επίκληση του ληστή. Διότι εκείνος παρακαλούσε, να τον θυμηθεί ο Κύριος, όταν έλθει στη βασιλεία του. Ο Κύριος όμως τού είπε: Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι η ζωή, εκεί και η βασιλεία (Αμβρόσιος).
«Εσύ όμως θαύμασε, σε παρακαλώ, το πώς, όπως ακριβώς κάποιος βασιλιάς τροπαιοφόρος επιστρέφοντας από τη νίκη του, φέρνει μαζί του τα καλύτερα από τα λάφυρα, έτσι και ο Κύριος, αφού αφαίρεσε το καλύτερο από τα λάφυρα του διαβόλου [δηλαδή το ληστή] απογυμνώνοντάς τον, τον φέρνει μαζί του, επιστρέφοντας στην αρχαία πατρίδα του ανθρώπου, εννοώ τον παράδεισο» (Θφ).
Σωστά λοιπόν παρατηρήθηκε, ότι ούτε ο ακόλουθος μετά από λίγο σκοτισμός του ηλίου, ούτε ο σεισμός, ούτε το άνοιγμα των τάφων, ούτε το σχίσιμο των πετρών υπήρξαν μεγαλύτερα θαύματα από την ισχυρή πίστη και την επιστροφή του ληστή (ο).
Λουκ. 23,44 Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη(1) καὶ σκότος(2) ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος(4),
Λουκ. 23,44 Ήταν δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ. 23,45 καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα(5) τοῦ ναοῦ μέσον·
Λουκ. 23,45 Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
(1) Δες Ματθ. κζ 45-56 και Μάρκ. ιε 33-41 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Στα φαινόμενα αυτά προφανώς υπάρχει κάτι το έκτακτο, είτε αποδώσει κάποιος τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα σε υπερφυσική αιτία, είτε θεωρήσει αυτά ως σύμπτωση που σχεδιάστηκε από τη θεία Πρόνοια (g).
(3) Ή, εννοείται εδώ «η γη γύρω από την Ιουδαία… διότι σε πολλά σημεία η γραφή ονομάζει πάσαν γην την Ιουδαία» (Ω).
Ή, το μεσημβρινό σκοτάδι προερχόμενο από τον ήλιο σκοτείνιασε ολόκληρο το άνω ημισφαίριο· ενώ από την άλλη η σελήνη… μη παίρνοντας κανένα φως από τον ήλιο, βύθισε σε σκοτάδι το κάτω ημισφαίριο (b).
(4) «Είτε σκοτεινό σύννεφο ή σύννεφα ήταν απλωμένα κάτω από τις ηλιακές ακτίνες που έφθαναν στην Ιουδαία γη ή ο αέρας που ήταν εκεί έγινε παχύς δείχνοντας συμπάθεια και αυτός για το γεγονός, όπως ακριβώς η γη γύρω από την Ιουδαία και οι πέτρες και τα μνήματα… Και αυτό έγινε, για να μάθουν ότι, αυτός που είναι κρεμασμένος στο ξύλο είναι εκείνος που πήρε σύμμαχο την κτίση, όταν πολέμησε τους Αιγυπτίους για αυτούς και χάθηκε το ηλιακό φως και χύθηκε το σκοτάδι σε όλη τη χώρα τους» (Ω).
Σκοτάδι και τώρα, όπως άλλοτε στην Αίγυπτο, έπεσε, με μόνη τη διαφορά, ότι εκεί μεν διήρκεσε για τρεις μέρες, ενώ εδώ μόνο για τρεις ώρες. Δες Εξόδου ι 22.
(5) Δες Ματθ. κζ 51 και Μάρκ. ιε 38. Συνήθως θεωρούν το συμβολικό αυτό γεγονός ότι σημαίνει, ότι η οδός του θρόνου της χάριτος θα είναι στο μέλλον ανοιχτή σε όλους. Αλλά άραγε δεν θέλησε μάλλον ο Θεός να δείξει με αυτό, ότι από τη στιγμή αυτή ο ναός δεν θα ήταν πλέον κατοικία του; Όπως ο μέγας αρχιερέας έσχιζε το χιτώνα του μπροστά σε κάποια βλασφημία ή σκάνδαλο, έτσι ο Θεός σχίζει το καταπέτασμα των αγίων των αγίων, όπου έως τώρα έκανε αισθητή την παρουσία του. Δεν υπάρχουν πλέον άγια των αγίων, άρα λοιπόν ούτε άγια, ούτε θυσιαστήριο, ούτε θυσίες. Ο ναός καταλύθηκε από τον ίδιο το Θεό. Αυτό είχε προαναγγείλει ο Ιησούς στους Ιουδαίους, όταν τους έλεγε: Φονέψτε με, και αμέσως θα καταστρέψετε το ναό (g).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, σαν να το έσχισαν σχεδόν και οι ίδιοι οι άγγελοι που κατοικούσαν από παλιά στο ιερό, και έσχισαν το σεμνό ύφασμα, έτσι ώστε, αφού μείνει γυμνός και έρημος από την δική τους φρουρά ο τόπος που ήταν άβατος και που δεν επιτρεπόταν να μπει κάποιος, να καταστεί έτοιμος στους εχθρούς και πολέμιους» (Ε).
Λουκ. 23,46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ(2), εἰς χεῖράς σου(3) παρατίθεμαι(4) τὸ πνεῦμά μου(5)· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν(6).
Λουκ. 23,46 Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε• “πάτερ, εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
(1) Και οι τρεις συνοπτικοί μνημονεύουν τη μεγάλη αυτή φωνή, η οποία αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς δεν πέθαινε από εξάντληση (p).
(2) Η λέξη Πατέρα δείχνει ότι η ψυχή του Κυρίου απολαμβάνει ήδη και πάλι τη στοργική κοινωνία και γαλήνη με τον επουράνιο Θεό. Πριν από λίγο, επικαλούμενος τον Πατέρα, έλεγε Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες, διότι ως εγγυητής μας πλήρωνε το χρέος μας. Το Πατέρα, το οποίο λέει τώρα, είναι το πρώτο αποτέλεσμα της συντελούμενης απολύτρωσης, το ένδοξο προανάκρουσμα της ανάστασης (g).
(3) Ο Πατέρας δέχτηκε το πνεύμα του Ιησού· ο Ιησούς δέχεται τα πνεύματα των πιστών. Δες τα λόγια του Στεφάνου στο Πράξ. ζ 59 (b).
«Αυτή η φωνή, την οποία έκραξε πάνω στο σταυρό «στα χέρια σου παραδίδω», διδάσκει ότι οι ψυχές των αγίων δεν κλείνονται πλέον στον άδη, όπως και πριν, αλλά είναι κοντά στο Θεό και αυτό έγινε σαν σε απαρχή (ξεκίνημα) στο Χριστό. Διότι οι ψυχές προχωρούσαν προς τα κάτω και εκεί κρατούνταν, αλλά αυτήν την κάτω πορεία ο Κύριος την μετέβαλλε προς τα πάνω, μέσω του εαυτού του. Επειδή δηλαδή στο δικό του πρόσωπο βρέθηκε η ανθρώπινη φύση να έχει γίνει πλούσια με την αναμαρτησία του, έφερε ως καινοτομία σε μας το να στέλνονται στα χέρια του ζωντανού Θεού οι ψυχές που απαλλάσσονται από τα σώματα. Και αυτό γνωρίζοντας ο άγιος Στέφανος, είπε· Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου» (Ω).
(4) Η φράση «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» προέρχεται από το ψαλμ. λ (στίχος 6). Ο μέλλοντας «θα παραδώσω», ο οποίος είναι και συνηθισμένη γραφή του κειμένου, ήταν φυσικός στο στόμα του Δαβίδ, του οποίου ο θάνατος δεν επέκειτο, αλλά ήταν ακόμη μακριά. Εξέφραζε με αυτόν, τον τρόπο, με τον οποίο έλπιζε, ότι μπορούσε να πεθάνει κάποια ημέρα. Ο ενεστώτας «παρατίθεμαι» αυτός και μόνος αρμόζει στην παρούσα κατάσταση του Ιησού (g).
Η γραφή παρατίθεμαι φαίνεται πιο αυθεντική. «Το ρήμα παραδίδω, διδάσκει ότι το πάθος του ήταν εκούσιο (=με τη θέλησή του)» (Ω). Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Και παράδοση ονόμασε το θάνατο, διότι πάλι θα πάρει την ψυχή» (Θφ). «Δήλωνε δηλαδή το θα παραδώσω, ότι πάλι θα την πάρει πίσω» (Ω).
(5) Η λέξη πνεύμα δεν πρέπει να εννοηθεί με την έννοια της ζωτικής αρχής και δύναμης, αλλά με την έννοια της λογικής και αθάνατης ψυχής, η οποία και μετά το χωρισμό από το σώμα εξακολουθεί να ζει (ο). Το πνεύμα μου, όχι απλώς και μόνο τη ζωή μου, αλλά ούτε και απλώς την ψυχή μου· αλλά τις ανώτερες δυνάμεις της ψυχής μου, την υψηλότερη ζωή μου, το λογικό πνεύμα μου.
(6) Κανείς από τους τέσσερεις ευαγγελιστές δεν λέει, πέθανε ή εκοιμήθη ή ετελεύτησε (p). «Διότι δεν πέθαινε ως κοινός άνθρωπος, αλλά ως δεσπότης» (Θφ). Πεθαίνει με τα λόγια της Γραφής στο στόμα, διδάσκοντάς μας να χρησιμοποιούμε και εμείς τη γλώσσα της Γραφής όσες φορές απευθυνόμαστε προς το Θεό.
Λουκ. 23,47 ἰδὼν δὲ(1) ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον(2) ἐδόξασε(3) τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως(4) ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος(5) ἦν.
Λουκ. 23,47 Όταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, εδόξασε τον Θεόν, λέγων• “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
(1) Δες Ματθ. κζ 54-61 και Μάρκ. ιε 39-47 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Όταν είδε όχι απλώς και μόνο τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε ο Ιησούς, που δεν πρόδιδε εξάντληση, αλλά και τα έκτακτα περιστατικά, όπως και ο Ματθαίος λέει «τον σεισμό και αυτά που έγιναν» (p).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν τη γραφή εδόξαζε· από αυτήν όμως ο g βρίσκει προτιμότερη τη γραφή εδόξασε. Δόξασε το Θεό χωρίς να το συνειδητοποιεί με τη δημόσια αυτή ομολογία λέγοντας ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας, αλλά πέθανε κατά το θέλημα του Θεού. Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο εκατόνταρχος ήταν προσήλυτος και ότι πρώτος αυτός με επίγνωση δόξασε το Θεό. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι στην Κ.Δ. αναφερόμενοι εκατόνταρχοι παρουσιάζονται να έχουν καλό χαρακτήρα, το οποίο επιβεβαιώνει αυτό που αναφέρει ο Πολύβιος (VI, 24,9), ότι κατά κανόνα οι άριστοι στο στράτευμα προβιβάζονταν στην τάξη αυτή (p).
(4) Προηγουμένως αποτελούσε υπόθεση αμφίβολη στους θεατές, τώρα όμως βεβαιώνει αυτό αδίστακτα και χωρίς κάποια αμφιβολία (b).
(5) Δεν ήταν κακοποιός, όπως ισχυρίστηκαν (g). Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν». Αυτοί που θέλουν να συμβιβάσουν τη φαινομενική διαφωνία υποστήριξαν, ότι ο εκατόνταρχος είπε το δίκαιος πριν το σεισμό και το Θεού υιός μετά από αυτόν. Πιθανότερο είναι, ότι και οι δύο αυτές φράσεις εκφράζουν μία και την αυτή σκέψη = Ήταν πράγματι αγαθός και δίκαιος άνθρωπος και πολύ δίκαια ονόμασε το Θεό Πατέρα του. Ο εκατόνταρχος λέγοντας Υιός του Θεού δεν καταλάβαινε βεβαίως πολλά από εκείνα τα οποία εκφράζει η ονομασία αυτή (p). Η αναφώνηση του εκατόνταρχου είναι το προοίμιο της επιστροφής του εθνικού κόσμου (g).
Λουκ. 23,48 καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι(1) ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν(2) ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη(3) ὑπέστρεφον(4).
Λουκ. 23,48 Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζί δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των.
(1) Συμπαραγίνομαι. Λέγεται μία φορά και στο Β΄ Τιμοθ. δ 16 μόνο στο κείμενο το receptus (=το παραδεδομένο κείμενο της Καινής Διαθήκης της κριτικής έκδοσης).
(2) Και αυτό λέγεται μία φορά. Η λέξη υπαινίσσεται την περιέργεια, η οποία είχε προσελκύσει τα πλήθη εκείνα (g). Θεώρησαν την όλη τραγωδία ως αξιοπερίεργο θέαμα (p). Αυτοί όμως οι οποίοι είχαν έλθει ως απλοί θεατές κυκλοφορούν ήδη στις διάνοιές τους σκέψεις που τείνουν προς σωτηρία και προετοιμάζονται για την Πεντηκοστή που περιγράφεται στο Πράξ. β (b).
(3) «Χτυπούσαν και τα στήθη… και κατηγορώντας τους σταυρωτές, ολοφάνερα δικαίωναν τον Ιησού» (Θφ).
«Πολλοί θρηνούσαν για αυτά που γίνονταν και χτυπούσαν το στήθος· αυτό που κατ’ εξοχήν δείχνει την ωμότητα των Ιουδαίων αρχόντων, είναι ότι για αυτά για τα οποία άλλοι θρηνούσαν, για αυτά αυτοί καυχιόντουσαν και ούτε από ευσπλαχνία λύγισαν, ούτε από φόβο συγκρατήθηκαν» (Χ).
Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συμμετάσχει στις κραυγές Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Και εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε αυτές, είχαν παρασυρθεί από τους αρχιερείς και ήδη αισθάνονταν τύψεις για την πράξη τους (p). Όσοι είχαν συνεργήσει, περιήλθαν κατά το πλείστον σε κατάσταση ταραχής (b) «φωνάζοντας εναντίον της τόλμης αυτών που τον σταύρωσαν, αν και όχι φανερά λόγω της ασέβειας των αρχόντων» (Σχ).
Η κατάπληξη και ο τρόμος, από τα οποία κυριεύτηκαν οι Ιουδαίοι, οι μάρτυρες της σκηνής, είναι το προοίμιο της μετάνοιας και της τελικής επιστροφής του Ισραήλ (g). Παρόλ’ αυτά και πολλών από αυτούς τα συναισθήματα ήταν τελείως παροδικά και εφήμερα. Αυτοί δεν προχώρησαν και παραπέρα. Δεν ζήτησαν να εξετάσουν και να μάθουν περισσότερα για τον Ιησού, ώστε ακούγοντας την σχετικά με αυτόν αλήθεια να τον εγκολπωθούν ως Σωτήρα. Γύρισαν τρομαγμένοι και συγκινημένοι στα σπίτια τους, αλλά μετά από κάποιο χρόνο η εντύπωσή τους αυτή εξασθένησε, έως ότου λησμόνησαν τα πάντα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με πολλούς από τους Χριστιανούς, των οποίων η συγκίνηση κατά τις εορτές των Παθών και κατά την συμμετοχή τους στα μυστήρια σιγά σιγά ελαττώνεται και πέφτει, επειδή δεν εξακολούθησαν να καλλιεργούν τις πρώτες ακτίνες της αλήθειας, η οποία έλαμψε σε αυτούς.
(4) Στην πόλη (δ).
Λουκ. 23,49 εἱστήκεισαν(1) δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ(2) ἀπὸ μακρόθεν(3), καὶ γυναῖκες(4) αἱ συνακολουθήσασαι(5) αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι(6) ταῦτα.
Λουκ. 23,49 Όλοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
(1) Όχι με έννοια υπερσυντέλικου, αλλά παρατατικού, όπως και το έστηκα είναι ενεστώτας. Εδώ λέγεται σε αντίθεση με το επέστρεφαν, για να παραστήσει την σταθερότητα των προσώπων αυτών, τα οποία παρέμεναν εκεί μέχρι τέλους (L).
(2) Μεταξύ των γνωστών αυτών θα ήταν και κάποιοι από τους αποστόλους. Αυτό συμπεραίνεται και από το «πάντες (=όλοι)» που μπαίνει μπροστά (g).
(3) Προδίδει το συναίσθημα του φόβου, το οποίο κυριαρχούσε σε αυτούς. Ο Ιωάννης και η Μαρία είχαν στην αρχή πλησιάσει κοντά στο σταυρό (Ιω. ιθ 26,27) (g).
(4) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν τα ονόματα κάποιων από αυτές.
(5) Υπάρχει και η γραφή αι συνακολουθούσαι.
(6) Το ὁρῶσαι μπήκε σε γένος θηλυκό από έλξη γραμματική με το γυναίκες, αναφέρεται όμως και στους γνωστούς που στέκονταν από μακριά. Αξιοσημείωτη η αλλαγή του ρήματος. Αυτοί δεν είναι από αυτούς που «θεωρούν» από περιέργεια, αλλά «ὁρῶσι» με αγωνιώδες ενδιαφέρον (p). Το ὁρῶσαι αναφέρεται συγχρόνως στα περιστατικά του θανάτου του Ιησού και στην αναχώρηση του πλήθους που χτυπούσε τα στήθη (g).
Η ταφή του Ιησού
Λουκ. 23,50 Καὶ(1) ἰδοὺ(2) ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος(3) –
Λουκ. 23,50 Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος.
Λουκ. 23,51 οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος(4) τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει(5) αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων(6), ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς(7) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 23,51 Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
(1) Στο τμήμα αυτό που αναφέρεται στην ταφή του Κυρίου οι στίχοι 54-56 και κάποιες άλλες φράσεις των υπόλοιπων στίχων είναι αποκλειστικές του Λουκά.
(2) Η σύνταξη είναι όμοια με αυτήν στο Λουκ. ιθ 2, και εννοείται από έξω το ἦν (=ήταν), δηλαδή «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἀνὴρ» (δ). Οι κρυμμένοι φίλοι του Κυρίου εμφανίζονται κατά τη στιγμή της έσχατης καταφρόνησής του. Ήδη εκπληρώνεται ο λόγος του Παύλου (Β΄ Κορ. ε 14) «η αγάπη του Χριστού μάς συνέχει (=μας σφίγγει όλους μαζί και μας συγκρατεί προσκολλημένους σε αυτόν)» (g).
(3) Αγαθός και δίκαιος σύμφωνα με το Λουκά, το οποίο είναι ταυτόσημο με το ελληνικό ιδανικό που εκφράζεται με τη φράση καλός καγαθός· ο Μάρκος γράφει «ευσχήμων βουλευτής»=(σεβαστός) που είναι το ρωμαϊκό ιδανικό· και ο Ματθαίος γράφει «άνθρωπος πλούσιος». Δεν είναι άραγε αυτό το ιουδαϊκό ιδανικό; (g). Καθένας που είναι αγαθός, είναι και δίκαιος· όχι όμως και αντίστροφα. Ο Λουκάς αναφέρει το όλο ή το γένος (αγαθός) πριν το μέρος ή το είδος (δίκαιος) (b). Όχι μόνο δίκαιος προς όλους, αλλά και καλός και ευεργετικός προς όλους όσους είχαν την ανάγκη του.
(4) Δεν γνωρίζουμε εάν απουσίασε τελείως από τη συνεδρία ή εάν παρών σε αυτήν απείχε από την ψηφοφορία ή ψήφισε αρνητικά. Από το Μάρκ. ιδ 64 («όλοι καταδίκασαν…») μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κατά την απαγγελία της απόφασης ήταν απών, διότι αυτή ήταν ομόφωνη (p), μολονότι η φυσική ερμηνεία της φράσης, την οποία χρησιμοποιεί εδώ ο Λουκάς, δηλώνει μάλλον ότι ο Ιωσήφ ήταν παρών στη συνεδρία και ψήφισε κατά της απόφασης του συνεδρίου (ο).
(5) Ούτε στην απόφαση (=την βουλή) ούτε στις απεχθείς μεθόδους (=πράξη) με τις οποίες εξασφαλίστηκε η από τον Πιλάτο επικύρωση της απόφασης (g).
(6) Βρισκόταν στο όρος του Εφραίμ και συνεπώς έξω από τα φυσικά όρια της Ιουδαίας. Αλλά από την εποχή, για την οποία γίνεται λόγος στο Α΄ Μακκαβ. ι 38,ια 34, περιλήφθηκε στην επαρχία αυτή (g). Το πλήρες όνομά της ήταν Ραμαθαίμ-ζοφίμ (=διπλή κορυφή των φρουρών). Για την τοποθεσία της παρόλ’ αυτά υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις, που καθιστούν αυτήν πολυπλοκότατο πρόβλημα στην ιερή τοπογραφία (p).
(7) Η συνηθισμένη γραφή: «ος και προσεδέχετο και αυτός», η οποία περικόπηκε λόγω του πλεονασμού, τον οποίο φαινόταν να παρουσιάζει. Οι αντιγραφείς δεν αντιλήφθηκαν τον σκοπό, για τον οποίο μπήκε το πρώτο κ α ι και έπειτα προστέθηκε το «και αυτός». Με το πρώτο «και» («και προσεδέχετο») ο Λουκάς προσθέτει την ιδιότητα του πιστού στις ιδιότητες του αγαθού και δίκαιου, που αποδόθηκαν στον Ιωσήφ· ενώ με τη φράση «και αυτός» τον διακρίνει από τους άλλους δεδηλωμένους φίλους του Ιησού= Και αυτός ήταν ένας από τους δικούς του, παρόλο που φαινομενικά συγκαταλεγόταν στις τάξεις των αντιπάλων του (g).
Και αυτός, όπως δηλαδή και ο Νικόδημος και άλλοι (δ). Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι εγκαρδίως ευλαβούνται το Χριστό, παρόλο που εξωτερικά δεν εκδηλώνουν αυτό το ίδιο ζωηρά. Είναι παρόλ’ αυτά πρόθυμοι και έτοιμοι να του προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες και σε δεδομένη στιγμή να φανερώσουν την αφοσίωσή τους με μεγαλύτερη αυταπάρνηση από όσο άλλοι, οι οποίοι κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο και επίδειξη.
Λουκ. 23,52 οὗτος(1) προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
Λουκ. 23,52 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Λουκ. 23,53 καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε(2) σινδόνι(3) καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ(4), οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω(5) κείμενος·
Λουκ. 23,53 Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
(1) Με το «οὗτος» ανακεφαλαιώνει όλα όσα ειπώθηκαν για τον Ιωσήφ (δ).
(2) Το ρήμα αυτό συναντιέται μόνο εδώ και στο Ματθ. κζ 59 και Ιω. κ 7, όπου πρόκειται είτε για την ταφή είτε για το μνημείο του Κυρίου.
(3) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν το σεντόνι, το οποίο για την ταφή κοβόταν σε οθόνια (=επιδέσμους) ή κειρίες (λωρίδες για σάβανο). Ο Μάρκος (ιε 46) μάς λέει, ότι αγοράστηκε από τον Ιωσήφ για αυτόν το σκοπό, και συνεπώς αγοράστηκε εκείνη την ημέρα. Άλλη ένδειξη για το ότι η γιορτή του Πάσχα (των Εβραίων) δεν είχε αρχίσει ακόμη (p).
(4) Από το ρήμα λαξεύω (λας και ξέω)= σκαλισμένο στο βράχο (δ). Το επίθετο αυτό δεν είναι κλασικό. Συναντιέται μία φορά στους Ο΄ (Δευτερ. δ 49) και 4 φορές στη μετάφραση του Ακύλα (Αριθμοί κα 20,κγ 14,Δευτερ. λδ 1και Ιησού Ναυή ιγ 20) (p).
(5) Συσσώρευση αρνήσεων. Το γεγονός αναφέρεται ως δείγμα ιδιαίτερης τιμής σε αντίθεση με τον επονείδιστο θάνατο (p), αλλά και για να τονιστεί, ότι «κανείς άλλος δεν ήταν θαμμένος, για να μην πουν οι συκοφάντες, ότι άλλο σώμα αναστήθηκε» (Θφ). Φαίνεται ότι το ίδιο λαξευτό μνημείο χρησιμοποιούνταν και για περισσοτέρους συγχρόνως νεκρούς, πριν ακόμη τα οστά αυτών που θάφτηκαν σε προηγούμενο χρόνο περισυλλεχτούν για να τοποθετηθούν στο οστεοφυλάκιο (L).
Λουκ. 23,54 καὶ ἡμέρα ἦν Παρασκευή (1), σάββατον ἐπέφωσκε(2).
Λουκ. 23,54 Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρασκευής. Η γραφή παρασκευή= τεχνικός όρος που σημαίνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αυτήν που και εμείς ονομάζουμε Παρασκευή. Και ονομάστηκε έτσι η έκτη ημέρα της εβδομάδας από το ότι ήταν και ημέρα προπαρασκευής του Σαββάτου και παραμονή αυτού. Για αυτό η συριακή μετάφραση του Cureton μεταφράζει τη λέξη με την έννοια της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Η αλεξανδρινή γραφή «παρασκευής», θα μπορούσε να έχει την ίδια έννοια (=έκτη της εβδομάδας)· θα μπορούσε όμως να σημαίνει και την προπαρασκευή και παραμονή οποιασδήποτε γιορτής, για την οποία θα χρειαζόταν προετοιμασία από την προηγούμενη ημέρα (g).
(2) «Πλησίαζε να φωτίσει, να γίνει αυγή, να ανατείλει» (Ζ). Ποιητική έκφραση που δηλώνει ότι πλησίαζε να ανατείλει η μεγάλη εκείνη ημέρα του Σαββάτου (δ). Ανακριβής όμως έκφραση. Διότι το Σάββατο άρχιζε από τη δύση και όχι από την ανατολή του ηλίου. Αλλά το επιφώσκω εύκολα μπορεί να μεταπέσει και στη σημασία του αρχίζω (p).
Φώτιζε διότι και η νύχτα έχει το φως της, ειδικά όταν είναι πανσέληνος, όπως ήταν τότε κατά το Πάσχα (b). Η παρατήρηση αυτή για το χρόνο γίνεται, για να δικαιολογηθεί η βιασύνη, με την οποία έγινε η ταφή. Φώτιζε μετά από κάποιες στιγμές το Σάββατο. Το κλάμα δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη σπορά. Αν και έκλαιγαν για το θάνατο του Χριστού, όμως δεν λησμονούν τον αγιασμό του σαββάτου. Οι βιοτικές μας υποθέσεις πρέπει εγκαίρως να κανονίζονται, ώστε να μην μας γίνονται εμπόδιο από το πνευματικό μας έργο κατά την Κυριακή.
Λουκ. 23,55 Κατακολουθήσασαι(1) δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο(2) τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη(3) τὸ σῶμα αὐτοῦ(4),
Λουκ. 23,55 Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
(1) Η πρόθεση «κατά» στο ρήμα δεν σημαίνει κατάβαση στο μνημείο, αλλά ότι ακολουθούσαν πίσω από τον Ιωσήφ και τους βοηθούς του (p)· σημαίνει την φροντίδα, την οποία έλαβαν να προσκολληθούν στον Ιωσήφ ως συνοδεία του από κοντά (L).
(2) Με προσοχή παρατήρησαν για να ξαναβρούν έπειτα το μνημείο (δ). Το γεγονός, κατά το οποίο οι γυναίκες παρατηρούσαν τον τάφο, στον οποίο τοποθετήθηκε το σώμα, αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Αποτελεί αυτό μέρος της απόδειξης της Ανάστασης (p).
(3) Δεν παρατήρησαν μόνο τον τάφο, αλλά και πώς το σώμα είχε τοποθετηθεί, πράγμα το οποίο ήταν αναγκαίο για τα σχέδιά τους για τη νέα πληρέστερη επάλειψη με μύρα (L). Το πώς αναφέρεται στην τοποθέτηση του σώματος στον τάφο (ο) ή και πώς ενταφιάστηκε, δηλαδή πώς σαβανώθηκε και δέθηκε (δ).
(4) Ακολουθούσαν την ταφή όχι κάποιοι από τους μαθητές, αλλά μόνο οι γυναίκες από τη Γαλιλαία. Παρακολουθούν με δάκρυα από μακριά την ταφή. Έχουμε κηδεία σιωπηλή και όχι επίσημη και πομπώδη, αλλά η απόθεση στον τάφο, και παραμονή του είναι παρόλ’ αυτά ένδοξη, όπως θα αποδειχτεί μετά από κάποιες ώρες, όταν το Σάββατο θα έχει περάσει και θα ξημερώνει η Κυριακή.
Λουκ. 23,56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν(1) ἀρώματα καὶ μύρα(2). καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν(3).
Λουκ. 23,56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.
(1) Ο Μάρκος (ιστ 1) λέει, ότι η αγορά των αρωμάτων έγινε, όταν πέρασε το Σάββατο, δηλαδή το απόγευμα της επομένης ημέρας, κατά την οποία έγινε η ταφή. Πιθανώς κατά το απόγευμα του θανάτου του Ιησού είχαν αρχίσει να κάνουν τις προετοιμασίες τους και συμπλήρωσαν αυτές όταν πέρασε το Σάββατο (g).
(2) Αρώματα = φυτά ευώδη· φυτικές ύλες αρωματώδεις· μύρα=έλαια αρωματικά (g.p.). Οι προετοιμασίες τους αυτές δείχνουν περισσότερο την αγάπη τους παρά την πίστη τους. «Οι γυναίκες, αν και είχαν πίστη προς τον Κύριο, αλλά δεν ήταν τέτοια όπως έπρεπε… Διότι νομίζοντάς τον ως απλό άνθρωπο, ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους οπωσδήποτε για τους νεκρούς» (Θφ). Όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει και από το παράδειγμα του ληστή, ήλπιζαν οι γυναίκες σε ένδοξη επανεμφάνιση του Ιησού μετά το θάνατό του, όχι όμως και σε αναζωοποίηση του νεκρού σώματός του, που τοποθετήθηκε ήδη στον τάφο (g).
(3) Και τις μεν 24 ώρες του σαββάτου δηλαδή από τη δύση του ηλίου της παρασκευής μέχρι τη δύση του σαββάτου, ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή του Θεού να αγιάζουν το σάββατο (δ). Μπορεί κάποιος να πει ότι το Σάββατο αυτό ήταν το τελευταίο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία έπαιρνε τέλος μαζί με το θάνατο του Χριστού. Με ακρίβεια και σεβασμό τηρήθηκε από όλους εκείνους, οι οποίοι χωρίς να το γνωρίζουν επρόκειτο να εγκαινιάσουν τη νέα Διαθήκη (g).
Εάν η ημέρα του θανάτου του Κυρίου ήταν η 15 Νισάν, η ημέρα του Πάσχα, δεν εξηγείται, πώς οι γυναίκες εργάστηκαν σε αυτήν, αγοράζοντας αρώματα, για να ησυχάσουν και να τηρήσουν αργία κατά την επομένη ημέρα του Σαββάτου. Εάν όμως δεχτούμε ότι η 15 Νισάν συνέπιπτε με το Σάββατο, το παν εξηγείται. Μέχρι τη δύση της Παρασκευής επιτρεπόταν η εργασία, και μετά τη δύση του σαββάτου επιτρεπόταν να εξακολουθήσουν αυτήν (p).