«Άγγελος είσαι συ»
Ο Γέροντας από χρόνια είχε πληροφορηθεί με πόνο ψυχής τη δυσάρεστη ασθένεια που επρόκειτο να καταλάβει τον παπα-Νικηφόρο. Πολύ προσευχήθηκε και πολλά δάκρυα έχυσε, αλλά τελικά δεν απέτρεψε το γεγονός. Όταν είχαν αρχίσει τα πρώτα συμπτώματα και ο παππούς αισθανόταν πολύ άσχημα, παρακάλεσε μέσα σε υπερβολή αγάπης τον Θεό να πάρει από τον άρρωστο την κατάστασή του και να την δώσει σ’ αυτόν και την καλή δική του στον άρρωστο. Πράγματι, για δυο-τρεις μέρες ο μεν παπα-Νικηφόρος ομολογούσε ότι αισθάνεται περίφημα, τον δε παπα-Εφραίμ «ζόφος εκάλυψε». Αλλά μόνο τόσο τον άκουσε ο Θεός.
Σιγά-σιγά η ασθένεια εξελίχθηκε σε αμνησία. Έγινε σαν παιδάκι που γνώριζε μόνο τον Γέροντα και δεν μπορούσε να μείνει χωρίς αυτόν. Συχνά έλεγε, σαν να μνημόνευε στην πρόθεση: «Αθανασίου και Σωτήρας». Ήταν τα ονόματα των γονέων του. Αλλά ο Γέροντας πληγωνόταν αφάνταστα κρίνοντας πνευματικά την ασθένεια ως στέρηση χάριτος που είναι ο γεννήτορας του κατά Θεόν ανθρώπου. Αύξησε τις ώρες της προσευχής, έκανε και τον κανόνα του αρρώστου και δεν τον άφηνε στιγμή. Τόσο που κοιμόταν στο πάτωμα του δωματίου του και τον έπαιρνε στο ιερό, όταν λειτουργούσε.
Τότε ήταν που πήρε και την ευχή του. Τόσα χρόνια που τον υπηρετούσε, ο παππούς έδειχνε με τρόπο ότι ευχαριστείται, αλλά τώρα σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε απευθυνόμενος στον υποτακτικό του: «Ο Θεός να σ’ ευλογήσει, ο Θεός να σ’ ευλογήσει. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ, άγγελος είσαι». Κι έλεγαν οι γύρω πατέρες: «Ο παπα-Εφραίμ άργησε να πάρει την ευχή του γέροντά του, αλλά την πήρε μια και καλή».
Όταν τον Αύγουστο του 1973 επισκεφθήκαμε τον Γέροντα, ήταν φοβερά καταβεβλημένος και ήδη ανέμενε την αναχώρηση του παππού. Κοιμήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1973. Την άλλη μέρα έγραψε σ’ ένα πνευματικό του παιδί στη Θήβα: «…με σώμα χωρίς ψυχή σου γράφω αυτό μου το γράμμα. Ο Γέροντας μου -ο καλός μου Γέροντας εκοιμήθη πλέον∙ χθες το βράδυ τον κηδεύσαμε. Λάβε τον κόπο και ειδοποίησε τους συγγενείς του…»
Ένα άλλο παιδί του εκείνες τις μέρες έκανε βόλτα στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Σε μία άκρη του λιμανιού είδε ένα ξυλοκάικο να φορτώνει. Μόλις έμαθε ότι προοριζόταν για το Όρος, έτρεξε στην πλησιέστερη αγορά, γέμισε ένα κιβώτιο με τα πιο μεγάλα και ωραία μήλα και τα έστειλε στον Γέροντα. Αποτέλεσμα ήταν να πάρει ένα γράμμα γεμάτο ευχές, γιατί τα μήλα πήγαν στην ώρα τους. Ο παππούς είχε τα σαράντα του και ο Γέροντας παρέθεσε τα μήλα (πού μήλα τότε στα Κατουνάκια!) στην τράπεζα των πατέρων που συγκεντρώθηκαν.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000