Όλα με το κομποσχοίνι. Έδωσε όλο του τον εαυτό προσευχόμενος για την ψυχή του. Σε κάποιον επισκέπτη εξομολογήθηκε πώς προσευχόταν, κι εκείνος κατέγραψε την προσευχή: «Ω! Παντάνασσα, Βασίλισσα, Μητέρα του Θεού, πες έναν λόγο στο Παιδί Σου, να συγχωρέσει αυτήν την ψυχή. Να, κατεβαίνω μέσα στην Κόλαση, εγώ ένας κολασμένος αμαρτωλός και σε ικετεύω για έναν άλλο αμαρτωλό. Παράλαβέ τον και ανέβασέ τον επάνω στον Παράδεισο. Πες ένα λογάκι στο Παιδί Σου… Ω! τότε τι χαρά θα γίνει στον ουρανό! Όλοι οι άγγελοι θα πανηγυρίσουν και θα γιορτάσει όλος ο ουρανός. Κι αν πλησιάσει ο άρχοντας του σκότους, δως του μια να πάει κάτω στα κατάβαθα της Κολάσεως…».
Οι επισκέψεις της χάριτος ήταν επανειλημμένες. Τελικά πληροφορήθηκε τη σωτηρία της ψυχής του γέροντα. Ήταν Σαρακοστή του 1974.
Αλλά, φαίνεται, τον κατέβαλε η προσπάθεια και η μοναξιά και η αγωνία του για τη σωτηρία της ψυχής του κεκοιμημένου γέροντα, και αυτός που επί χρόνια διαιτώνταν με κουκιά, στην πρώτη χρήση τους (ήταν τέλη Μαΐου) έπαθε κυάμωση. Κείτονταν αδύναμος και ωχρός στο κελλί του, αλλά ο Θεός θέλησε να φιλοξενεί εκείνες τις μέρες έναν ευλαβή μοναχό που τον έσωσε ειδοποιώντας τον πρακτικό γιατρό της περιοχής, πατέρα Δημόκλητο. Αυτός, αφού τον εξέτασε, σήκωσε χαρακτηριστικά τα χέρια ψηλά λέγοντας: «Γέροντα, ενώπιον της Παναγίας, σου δηλώνω ότι πρέπει να βγεις στη Θεσσαλονίκη, διότι αλλιώς η ζωή σου κινδυνεύει!». Ο Γέροντας δεν ήθελε, αλλά επέμεναν οι πατέρες, τον έπεισαν και με φορείο μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου και θεραπεύτηκε.
Είχε να βγει από το Άγιον Όρος τριάντα οκτώ χρόνια (1936 -1974).
Σύντομα συνήλθε και άρχισαν να τον επισκέπτονται διάφοροι ευλαβείς. Ο Γέροντας παραπονιόταν, γιατί μετά από σαράντα χρόνια βρέθηκε εκτός Αγίου Όρους. Οι άνθρωποι όμως του επισήμαιναν πόση ωφέλεια πνευματική τους προσφέρει, και ο Γέροντας κουνώντας το κεφάλι: «Ο λύχνος φέγγει, αλλά καίει και τον λαιμό του…» [...]
Στην Θεσσαλονίκην που ήμουν με επισκέφτηκαν όλα μου τα αδέλφια και πολύς κόσμος. Μέσα στις πολλές γυναίκες ήλθε και μία και, αφού κάθησε δίπλα στο κρεβάτι μου, πολύ κοντά, μου είπε: ‘‘Εφραίμ, εμένα με γνωρίζεις;’’ Όχι, της είπα. ‘‘Δεν με γνωρίζεις;’’ Την κοίταξα καλά- καλά, και κατόπιν της έκανα νόημα, ΟΧΙ. ‘‘Είμαι η Ελένη, η αδελφή σου’’, και έσκυψε και με φίλησε. Δίπλα της εκάθητο ένας κύριος, και ενώ ετοιμαζόμουνα να ρωτήσω την Ελένην, την αδερφή μου, ‘‘από δω ο κύριος, ο άνδρας σου είναι;’’ πρόλαβε αυτός και με ρώτησε: ‘‘Εφραίμ, με γνωρίζεις και μένα;’’ Τον κοίταξα από πάνω έως κάτω και κατόπιν του είπα όχι. ‘‘Είμαι ο Νώντας, ο αδελφός σου’’.
Παιδί μου, συγκινητικές στιγμές. Μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια δεν γνωρίζω τα αδέλφια μου».
Άλλος αδελφός κατέγραψε τη διήγηση της επιστροφής του στα Κατουνάκια μετά την ασθένεια: «Τέλος επέστρεψα στην καλύβη μου. Κάθομαι, κοιτάζω.
─Μμμ!... Παλιό είναι το σπίτι. Άσπρισμα θέλει. Αμ, τα κουφώματα αέρα βάζουν. Άλλαγμα θέλουν. Ποιος να τα κάνει;… τώρα εγώ έτσι όπως είμαι!;... Άντε, να κάνω κάτι να φάω. Παξιμάδι έχει.
─Μα, παξιμάδι θα φας;
─Γιατί; Τι έτρωγα τόσα χρόνια;
─Να βράσω και κάνα ζυμαρικό.
─Βρε, άρρωστος άνθρωπος. Κόντεψες να πεθάνεις. Θες γάλα, τυρί. Ζυμαρικό θα φας;
─Εμ, Κατουνάκια είναι εδώ, δεν είναι κόσμος…
─Ναι, μα εγήρασες. Στον κόσμο πόσο οι άνθρωποι σε περιποιήθηκαν και 'συ πόσους βοήθησες και είδες τι ανάγκη έχουν!...
─Ε, τι;! Να πάω στον κόσμο;
─Γιατί; Ποιος έχει τόση πείρα, ως 'συ;
─Τι; Να πάρω ενορία; Πού ξέρω εγώ απ’ αυτά;
─Γιατί, αγράμματος είσαι;
─Όχι, ξέρω γράμματα, αλλά δεν μπορώ.
Τέλος μία ζάλη, μία στεναχώρια.
─Να βγω, να πάρω ενορία, μα … Ρε, κερατά διάβολε! Εσύ είσαι τόση ώρα εδώ και με πολεμάς;!...
Συνήλθα, παιδάκι μου, και άρχισα την ίδια ζωή. Ναι, αλλά προσευχή, τι να σου πω! Έξι μήνες έκανα να βρω την κατάσταση της προσευχής πριν βγω έξω! Να! Αυτός είναι ο κόσμος! Γι’ αυτό λένε οι πατέρες: ‘‘Στους εσχάτους χρόνους θα μακαρίζωμε αυτούς που δεν βγαίνουν στον κόσμο’’. Τι τα θες, παιδάκι μου; Εμείς είμεθα ταγμένοι σε άλλη ζωή. Ανάπαυση ο καλόγερος θα βρει από την εσωτερική ζωή, ζωή με ακρίβεια. Για τον κόσμο, άλλοι είναι ταγμένοι να σηκώσουν τα φορτία του. Εμείς θα μιλήσουμε για προσευχή, για υπακοή, για μετάνοια. Γιατί, παπαδάκο μου, λεγόμεθα αγγελικό πολίτευμα; Διότι έργο μας είναι, όπως το των αγγέλων, η ακατάπαυστη λατρεία και δοξολογία του Θεού. Εγώ από πνευματικοσύνη δεν γνωρίζω. Εμείς ούτε γυναίκες, ούτε πεθερές έχουμε, ούτε στον κόσμο ζούμε, για να ξέρωμε τα προβλήματα και να αναλαμβάνωμε τα φορτία τους. Πρόσεξε μην καθιστάς εαυτόν ‘‘κοινωνόν αλλοτρίων πταισμάτων’’».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000