Για την Εκκλησία ο θάνατος δεν είναι θάνατος με την έννοια την οποία δίδουμε σ’ αυτόν τον όρο. Είναι αποδημία, δηλαδή ταξίδι. Και μάλιστα αποδημία από των «λυπηρότερων προς τα ευειδέστερα». Ταξίδι, δηλαδή, από ένα τόπο προς ένα άλλο τόπο καλύτερο. Ψάλλουμε, κατά το «Τρισάγιο», ν’ αναπαύσει ο Κύριος τους κεκοιμημένους «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες και ασθένειες. Ο θάνατος είναι το εισιτήριο για ένα ταξίδι.
Όταν εκάλεσαν τον Κύριο να επισκεφθεί τον τάφο του φίλου του Λαζάρου είπε «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει» δηλαδή, δεν πέθανε αλλά κοιμάται. Γι’ αυτό και τον τόπο που τοποθετούμε τους νεκρούς μας δεν πρέπει να τον ονομάζουμε νεκροταφείο, αλλά κοιμητήριο. Εκεί κοιμούνται οι αδελφοί μας περιμένοντας να ξυπνήσουν. Βέβαια, οι ψυχές ούτε κοιμούνται, ούτε πεθαίνουν. Επομένως, ο θάνατος για την Oρθόδοξη Εκκλησία είναι μετάβαση εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος είπε ότι όποιος πιστεύει σ’ Eκείνον δεν πεθαίνει αλλά ζει και μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος, δηλαδή, αυτή την ζωή που τώρα ζούμε, την ονομάζει θάνατο και την άλλη ζωή που ακολουθεί μετά τον θάνατό μας, ονομάζει ζωή. Έτσι, λοιπόν, δια του θανάτου μεταβαίνουμε εις την ζωήν. Αυτή είναι η πραγματικότητα της Χριστιανικής μας πίστεως και διδασκαλίας.
(«η μετά Θάνατον ζωή», μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εκδ. Χρυσοπηγή, σελ. 79-80)