Ο Κύριος βλέπει το εσωτερικό βάθος της καρδιάς, αυτό που η καρδιά λαχταρά και επιθυμεί. Και αν βλέπει ότι μια ψυχή δεν μπορεί να επιστρέψει στην εστία της, θα την εξαγνίσει, όποτε νομίζει Εκείνος, και θα την ελκύσει στο κέντρο της οικίας της, εκεί όπου η ψυχή θα βρει ειρήνη. Ωστόσο αν στο πιο βαθύ κομμάτι της καρδιάς μας υπάρχει κάτι ακάθαρτο, κάτι που ελκύεται από τον κόσμο τούτο και προσκολλάται σ’ αυτόν, τότε η περιπλάνησή μας θα κρατήσει καιρό και θα συναντήσει πολλή θλίψη και βάσανο. Εμείς που είμαστε, τρόπος του λέγειν, ευσεβείς, θα γνωρίσουμε περισσότερη θλίψη από εκείνους που δεν είναι. Αυτό συμβαίνει επειδή εκείνοι δεν νιώθουν εσωτερικό πόνο, δεν τους απασχολεί η αιωνιότητα, αλλά μόνο τα πράγματα αυτού του κόσμου: η διασκέδαση, η τροφή, το ποτό… Η προσοχή τους είναι ολότελα επικεντρωμένη σ’ αυτό, ενώ η δική μας είναι διχασμένη: θέλουμε να είμαστε με τον Κύριο, αλλά δεν έχουμε ακόμα αφήσει στην άκρη τα υλικά πράγματα - η καρδιά μας είναι ακόμα προσκολλημένη σ’ αυτά και δεν έχουμε ελευθερωθεί. Αυτός είναι ο λόγος που υποφέρουμε πολύ.
(“οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας. Βίος και διδαχές του γέροντας θαδδαίου της Βιτόβνιτσα”, σ. 265)