ΈΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ πήγε να επισκεφθή τον Αββά Αχιλλά και τον πρόλαβε να φτύνη από το στόμα του αίμα.
— Τι έπαθες, Αδελφέ; τον ρώτησε.
Κι ο άνθρωπος της υπομονής:
— Αυτό που είδες, είπε, είναι ο λόγος του Αδελφού που πριν από λίγο με στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά να μη του απαντήσω και ζήτησα από τον Θεό να πάρη την πικρία από την ψυχή μου. Και να που ο λόγος έγινε αίμα στο στόμα μου. Φτύνοντάς το έβγαλα μαζί και τη θλίψι της καρδιάς μου.\
* * *
ΈΝΑΣ από τους μεγάλους της ερήμου αγωνιστάς έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες να μη πιή νερό. Δεν αρκούσε μόνο τούτο. Όταν στο διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι η δίψα του φλόγιζε τα σπλάγχνα, έπλενε το ποτήρι του, το γέμιζε ως επάνω κρυστάλλινο νερό απ' την πηγή και τ' άφηνε απέναντί του.
— Γιατί να το κάνης αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονάς του ερημίτης.
— Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ο γενναίος αθλητής.
* * *
ΚΙ ΑΛΛΟΣ Αδελφός σε κάποιο Κοινόβιο επολεμείτο από το λογισμό του να φύγη. Αντιστεκόταν όμως σ' αυτόν, με μεγάλη γενναιότητα. Μια μέρα που βασανίστηκε σκληρά πήρε ένα χαρτί κι έγραψε όλες τις αίτιες που τον έκαναν να θέλη να φύγη. Από κάτω σημείωσε, σαν να έκανε συμφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό, αυτά τα λόγια:
— Υπόσχεσαι ότι θα τα υπομένης όλα αυτά;
— Ναι, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, θα υπομείνω.
Υπέγραψε τη δήλωσι κι έκρυψε το χαρτί προσεκτικά στη ζώνη του. Από τότε, όταν δινόταν κάποια αιτία απ' εκείνες που τον παρακινούσαν να φύγη, πήγαινε παράμερα, άνοιγε το χαρτί και διάβαζε: «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, υπομένω», που είχε γράψει με το ίδιο του το χέρι.
— Κύτταξε καλά, έλεγε στον εαυτό του, δεν υποσχέθηκες σε άνθρωπο, αλλά σ' Αυτόν τον Παντοδύναμο Θεό.
Αμέσως η ψυχή του ειρήνευε. Μ αυτόν τον τρόπο κατώρθωσε να παραμένη ήρεμος και στον πιο μεγάλο πειρασμό.
Οι άλλοι αδελφοί τον έβλεπαν να ξεδιπλώνη συχνά εκείνο το μυστηριώδες γι' αυτούς χαρτί κι απορούσαν. Σιγά - σιγά άρχισαν να υποψιάζωνται. Σ' αυτό συνήργησε και λίγος φθόνος, γιατί εκείνος είχε προοδεύσει πολύ με την υπομονή του. Έτσι δε δίστασαν να τον διαβάλουν στον Ηγούμενο.
— Γέροντα, του είπαν με ιερή τάχα αγανάκτησι, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο τάδε Αδελφός είναι μάγος. Καιρό τον παρακολουθούμε και το διαπιστώσαμε. Στη ζώνη του κρύβει τα μαγικά του κατάστιχα. Εμείς δεν τον ανεχόμεθα πια. Αρκετά ως εδώ. Ή τον διώχνεις λοιπόν παρευθύς από το Μοναστήρι ή φεύγομε όλοι εμείς σήμερα.
Ο Ηγούμενος, που ήξερε πολύ καλά τον Μοναχό του, για να παραδεχθή τέτοια μομφή, κατάλαβε αμέσως την παγίδα που πήγαινε να του στήση ο διάβολος.
— Προσευχηθήτε, τέκνα μου, για τον Αδελφό, τους είπε με όλη του την αταραξία. Θα προσευχηθώ κι εγώ και υστέρα από τρεις ήμερες θα βγάλω τελική απόφασι.
Την ίδια νύκτα, ενώ ο Αδελφός κοιμόταν αμέριμνος, μπήκε ο Ηγούμενος αθόρυβα στο κελλί του. Πήρε με τρόπο το χαρτί από τη ζώνη του, το διάβασε και το 'βαλε στη θέσι του. Σαν πέρασαν οι τρεις ημέρες κάλεσε όλους τους Καλόγηρους μαζί και τον κατηγορούμενο.
— Γιατί σκανδαλίζεις τους Αδελφούς; του φώναξε με αυστηρότητα μπροστά σ' όλους.
Ο ταπεινός Αδελφός έπεσε στα γόνατα και είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν από τη ντροπή του:
— Ήμαρτον, συγχωρήστε με κι ευχηθήτε να μ' ελεήση ο Χριστός.
— Τε έχετε να ειπήτε για τον Αδελφό; ρώτησε τώρα τους άλλους ο Ηγούμενος.
— Είναι μάγος, Γέροντα. Στη ζώνη του κρύβει τις μαγείες, φώναξαν με μια φωνή οι κατήγοροι.
— Τι κάθεστε λοιπόν και τον κυττάτε; Πάρτε του τα μαγικά, πρόσταξε ο Ηγούμενος.
Όλοι μαζί τότε ακράτητοι ώρμησαν εναντίον του να του λύσουν τη ζώνη. Εκείνος ο δυστυχής προσπάθησε ν' αντισταθή, αλλά που να τα βγάλη πέρα με τόσους. στην απεγνωσμένη πάλη κόπηκε ή ζώνη κι' έπεσε κάτω το χαρτί. Ο Ηγούμενος πρόλαβε και το σήκωσε. Το έδωσε στο Διάκο και τον πρόσταξε να διαβάση μεγαλοφώνως το περιεχόμενο από τον άμβωνα της Εκκλησίας.
Οι συκοφάνται άκουγαν συγχυσμένοι. σαν διαβάστηκαν μάλιστα τα τελευταία συγκινητικά λόγια: «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου θα υπομένω», δεν ήξεραν που να κρυφτούν από τη ντροπή τους.
Ζήτησαν τέλος συγγνώμη από το Γέροντα και από τον Αδελφό και από τότε τον σέβονταν σαν άγιο, όπως στην πραγματικότητα είχε γίνει με την υπομονή του.
* * *
ΈΝΑΣ Γέροντας διηγείται πώς κάποτε συνήντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, που έλειπαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησί του, η τροφή δηλαδή και τα σκεπάσματα. Ήτο χειμώνας και το κρύο ανυπόφορο. Ο φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθί. Έστρωνε το μισό στις παγωμένες πλάκες του κελλιού του για να πλαγιάση και με το άλλο μισό προσπαθούσε να σκεπαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να βασανίζεται ολόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας από το κρύο.
Μια φορά ο Γέροντας τον άκουσε να μονολογή δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:
— Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, για τ' αγαθά πού μου έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποι μου αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή με τα πόδια περασμένα στο τιμωρητικό ξύλο και δεν μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνησι; Ενώ εγώ ξαπλώνω τα πόδια μου και ξεκουράζομαι σαν βασιλιάς.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)