ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ Ερημίτης δοκιμαζότανε συχνά από βασανιστικές αρρώστιες. Κάποτε όμως πέρασε ένας χρόνος ολόκληρος, χωρίς ούτε μια μέρα ν' αρρωστήση. Άρχισε τότε να θλίβεται ο Γέροντας και να λέη με δάκρυα στον Κύριο:
— Γιατί μ' εγκατέλειψες, Θεέ μου, κι' έπαυσες να μ' επισκέπτεσαι πια τον αμαρτωλό με την αρρώστια;
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:
— Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.
Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν' απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ' απόγνωσι.
— Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.
Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:
— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το αποτελειώσης.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στη θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.
* * *
ΑΝ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ του Θεού μας ανέχεται, όταν δουλεύωμε στην αμαρτία, έλεγε ένας σοφός Γέροντας, πόσο μαλλον η ευσπλαγχνία του θα μας δυναμωςη, όταν αγωνιζώμεθα για το καλό.
* * *
Ο ΘΕΟΣ δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιοτέρους και δεν κανουν υπομονή.
* * *
ΈΝΑΣ ερημίτης έμενε σε μια καλύβα, δωδεκα μίλια μακριά από την πηγή που όλη η σκήτη έπαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνη πολύ συχνά όλη εκείνη την πεζοπορία. Μια μέρα, που η ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε την υπομονή του.
— Είναι τάχα ανάγκη να κοπιάζω τόσο; είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζη πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.
— Ποιός είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.
— Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθή ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.
Τόση δύναμι έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνον κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήση, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζη άλλα τόσα μίλια.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)