Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους απόδειξη πόσο κερδίζει ο ταπεινός:
Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλι με τον μακαρίτη τον Γέροντα μου και δυο ακόμη Αδελφούς. στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβωμε, πέσαμε σ' ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε ειδησι ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ήλθε κοντά μας κι' άρχισε να μας βρίζη με το χειρότερο τρόπο:
— Καλόγεροι είσαστε σεις; Έχετε Θεό μέσα σας; Αν φοβόσαστε το Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους.
— Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήση κανένας, μας ψιθύρισε ο Γέροντας. Ύστερα γύρισε στο χωριάτη με ταπεινοσύνη:
— Έχεις δίκιο, παιδί μου, του είπε, αν είχαμε φόβο Θεού θα προσέχαμε και δε θα κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλαμε, συγχωρεσέ μας, για την αγάπη του Κυρίου.
Με μιας ο χωρικός ηρέμησε. Τα ταπεινά λόγια του Γέροντος έσβυσαν το θυμό του. Ντράπηκε για όσα προηγουμένως είχε ειπή και πέφτοντας στα γόνατα του είπε:
— Συγχωρεσέ με, άνθρωπε του Θεού, και πάρε με μαζί σου να γίνω κι' εγώ Καλόγερος.
Ο Γέροντας τον δέχθηκε μετά χαράς κι' από τότε έμεινε για πάντα στην υποταγή του.
* * *
ΔΥΟ Επίσκοποι σε γειτονικές επαρχίες, ο ένας πλούσιος και ισχυρός, ο άλλος φτωχός και ταπεινός, παραξηγήθηκαν κάποτε γι' ασήμαντη αφορμή. Από τότε ζητούσε ο πλούσιος ευκαιρία να εκδικηθή το φτωχό. Εκείνος όμως δε φοβήθηκε κι έλεγε συχνά στους κληρικούς του:
— Κάνετε υπομονή, Αδελφοί, εμείς θα νικήσωμε στο τέλος.
Σ' ένα μεγάλο πανηγύρι, που ο πλούσιος Επίσκοπος με πομπή ατέλειωτη λιτάνευε την εικόνα του Αγίου που γιόρταζε, ο γείτονας του πήρε όλους τους κληρικούς του και πήγε στην επαρχία του.
— Θα κάνετε ό,τι κάνω εγώ, τους είχε ειπή, και σήμερα, με τη δύναμι του Θεού, θα τον νικήσωμε.
— Τι έχει στο νού του τάχα να κάνη; έλεγαν με απορία εκείνοι μεταξύ τους.
Σαν έφτασαν στη γειτονική πόλι, η πομπή βρισκόταν στον πιο κεντρικό δρόμο. Τότε ο ταπεινός Επίσκοπος, με όλο του τον κλήρο, έπεσε στα πόδια του αντιπάλου του και είπε δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:
— Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δούλοι σου είμαστε όλοι.
Ο ισχυρός Επίσκοπος εκάμφθηκε και, διώχνοντας τη σκληρότητα από την καρδιά του, αγκάλιασε τον αδελφό του και του είπε ταπεινά:
— Συ είσαι Πατέρας και δεσπότης μου.
Από την ημέρα εκείνη απόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
Δεν σας έλεγα, τέκνα μου, πως θα τον νικήσωμε; έλεγε ο φτωχός Επίσκοπος στους κληρικούς του. Η ταπεινοσύνη είναι αληθινή δύναμι στη ζωή.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)