(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη, εκδ. Δίαυλος σελ. 606-618)
II ιστορικότητα της Ανάστασης
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΕΛΣΟΣ, Ο ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, παλαιότερα, ο Ραϊμάρους, ο Στράους, ο Ρενάν και διάφοροι άλλοι ορθολογιστές μελετητές και οπαδοί της αντιρρητικής θεολογίας, πιο πρόσφατα, δεν αναγνωρίζουν καμία αντικειμενική αξία στην Ανάσταση του Ιησού. Τη θεωρούν σαν ένα φαινόμενο καθαρής παραίσθησης!
Πέρα απ' αυτούς, την τελευταία δεκαετία αναφαίνονται εκ μέρους μη ορθοδόξων θεολόγων καινοφανείς διακηρύξεις που αμφισβητούν αυτήν καθ' εαυτή την ιστορικότητα της Ανάστασης του Κυρίου.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός βιώνει μυστηριακά –μέσω της λειτουργικής ζωής– την Ανάσταση του Κυρίου, η οποία αποτελεί το ανεπανάληπτο γεγονός της υπέρβασης του θανάτου εκ μέρους του θεανθρώπου. Από τη Σταύρωση του Σωτήρα Χριστού ανέτειλε η Ανάστασή του και απ' αυτήν η σωτηρία των ανθρώπων. Εξάλλου η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου είναι το θεμέλιο του Χριστιανισμού και το κεντρικό σημείο της όλης χριστιανικής διδασκαλίας, αφού η Εκκλησία μας περιλαμβάνοντάς την στο Σύμβολο της Πίστεως, την ανεκήρυξε βασικό δόγμα της θρησκείας μας. Χωρίς τα Πάθη του Ιησού και την Ανάστασή του, που επικυρώνει τη διδασκαλία του, δεν θα υπήρχε η χριστιανική θρησκεία και το έργο του Ιησού θα παρέμενε ανεκπλήρωτο. Η Ανάσταση του Κυρίου υπερκέρασε το επίγειο βασίλειο του Ισραήλ και έδειξε σε όλους την αίγλη της Βασιλείας των Ουρανών.
Αντιθέτως, κύκλοι της αντιρρητικής Δυτικής Θεολογίας αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης και αποστασιοποιούνται από βασικές θέσεις της Χριστιανοσύνης. Οι ορθολογιστές και υπερκριτικοί, που δεν δέχονται τη δυνατότητα του υπερφυσικού, έστω όπως το οριοθετήσαμε στις αρχές της έρευνάς μας, αντιμάχονται εξ αρχής την Ανάσταση του Χριστού, κλονίζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια της του Χριστού Εκκλησίας.
Για τους περισσότερους χριστιανούς η Ανάσταση του Κυρίου παραμένει το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η απόδειξη της θεότητας του Κυρίου, η κατάργηση του θανάτου και ο θρίαμβος της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι δεν νοείται χριστιανός, ο οποίος να μην δέχεται την Ανάσταση του Κυρίου.
Παρ' όλα αυτά, όμως, οι σκεπτικιστές, οι αντιρρησίες και οι αμφισβητίες του θαύματος της Ανάστασης, τη θεωρούν ως τη «μεγαλύτερη παραίσθηση» των αιώνων. Υποστηρίζουν, χωρίς καμιά απόδειξη και ιστορική τεκμηρίωση, ότι ο Ιησούς μπορεί να λιποθύμησε ή να έπεσε σε βαθύ κώμα ή να έπαθε νεκροφάνεια πάνω στον Σταυρό. Συνήλθε, όμως, στον τάφο Του, δραπέτευσε απ' αυτόν με τη βοήθεια κάποιων μαθητών του και, φυσικά, εμφανίστηκε ολοζώντανος στους υπόλοιπους. Ο λόγος, όμως, φέρνει τον αντίλογο. Επομένως, χωρίς να ξεχνούν την υπερβατικότητα της Ανάστασης του Κυρίου, άλλοι ερευνητές, πιστοί χριστιανοί, διατυπώνουν την άποψη ότι ήταν αδύνατον μετά τη φοβερή μαστίγωση και την, έστω σύντομη, σταύρωση Του να επέζησε ο ταλαιπωρημένος σωματικά Ιησούς. Πώς άλλωστε ο Ρωμαίος κεντηρίων βεβαίωσε τον θάνατο του Ιησού; Και ακόμη πώς θα μπορούσε να δραπευτεύσει ο ημιθανής Ιησούς από τον τάφο του έστω και με τη βοήθεια φίλων του, όταν φύλαγαν τον τάφο του οι στρατιώτες;
Επίσης θεωρούνται αβάσιμες και οι θεωρίες που ανέπτυξαν οι Paulus, Herdez, Hase, ότι ο Ιησούς απλώς έπαθε νεκροφάνεια*, και αφού συνήλθε μέσα στον τάφο του, εφ' όσον δεν είχε πεθάνει, προσποιήθηκε τον αναστάντα.
Συνεπώς ο δόλος στρέφεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που –όπως τονίζουν οι εγκυρότεροι μελετητές του– δεν ήταν ίδιον του χαρακτήρα Του. Άλλωστε ένας αδύναμος από το μαρτύριο Ιησούς, πώς ήταν δυνατόν –αφού επέζησε από το λόγχισμα του κεντυρίωνα– να ξετυλιχθεί από τα σάβανα, να βρει ρούχα να ντυθεί και τελικά να κυλίσει τον μεγάλο λίθο που έφραζε την είσοδο του μνήματος; Βέβαια όλες αυτές οι απόψεις βασίζονται σε διάφορα απόκρυφα –αμφισβητούμενης αξιοπιστίας και εγκυρότητας– κείμενα που παρουσιάζουν αποσπασματικά στιγμές του βίου του Κυρίου. Για παράδειγμα, το απόκρυφο κείμενο «Βίβλος Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφε χαρακτηριστικά: «Ἐγώ, ὁ Φιλογενής, τότε τούς εἶπα: –Ὑπάρχει ἓνα μνημεῖο στό λαχανόκηπό μου, φέρτε τον ἐκεῖ καί βάλτε τον μέσα, ἐγώ ὁ ἲδιος θά τόν προσέχω. Εἶχα στή σκέψη μου καί στήν καρδιά μου, ὃταν φύγουν οἱ Ἰουδαῖοι καί πᾶνε ὃλοι στά σπίτια τους, νά μπῶ μέσα στόν τάφο τοῦ Κυρίου μου, καί ἀφοῦ τόν μεταφέρω μακριά, νά τόν συνεφέρω μέ διάφορα καρυκεύματα, φάρμακα και μυρωδάτες ἀλοιφές» (Κοπτικό χειρόγραφο No 6804, Ι Βρετανικό Μουσείο).
Σε τέτοια κείμενα αναφέρονται οι αρνητές-σκεπτικιστές Δυτικοί θεολόγοι δημιουργώντας τις όποιες αντιρρητικές υποθέσεις τους για την Ανάσταση του Κυρίου.
Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού υποστηρίζουν ακόμη, χωρίς τεκμηρίωση, ότι το σώμα του Χριστού μπορεί να έγινε βορά των άγριων σκυλιών ή κάποιοι να το παράχωσαν σε άγνωστη τοποθεσία ή τέλος να το έκλεψαν οι μαθητές του, που μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να παραπλανήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους, ώστε να πιστέψουν ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Ο Reimarus κυρίως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, θεωρεί ότι οι μαθητές του Χριστού έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο λέγοντας ότι αναστήθηκε για να δώσουν ένα θεϊκό υπερφυσικό τόνο στις δοξασίες τους. Ο αντίλογος επικεντρώνεται, όμως, στο γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, η θρησκεία που διαδόθηκε και εδραιώθηκε στις καρδιές των πιστών –παρά τους σκληρούς διωγμούς– είναι απίθανο να βασίστηκε σε μια τέτοια απάτη. Εξάλλου όλοι οι Απόστολοι –οι δήθεν υπεύθυνοι της απάτης– βάδισαν ηρωικά προς τον θάνατο χωρίς ποτέ κανείς τους να αποκαλύψει το παραμικρό για κάποιου είδους πλεκτάνη.
Πώς ήταν δυνατόν οι πανικόβλητοι μαθητές του Ιησού μετά τον χαμό τού διδασκάλου τους να βρήκαν τη δύναμη να κλέψουν το σώμα του από τον τάφο;
Πώς ήταν δυνατόν να αψηφήσουν και να αποφύγουν τη ρωμαϊκή φρουρά;
Πώς κατόρθωσαν να κυλίσουν τον μεγάλο λίθο της εισόδου του μνήματος χωρίς να γίνουν αντιληπτοί; Και αν πράγματι το σώμα του Χριστού κλάπηκε γιατί δεν τιμωρήθηκε η φρουρά;
Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, γι' αυτόν τον λόγο την εικασία της κλοπής του σώματος του Χριστού από τους μαθητές του απέρριψαν εξ αρχής ως αβάσιμη ακόμη και ορθολογιστές ερευνητές, όπως οι Strauss, Meyer, Schmiedel, Devivier κ.ά.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το σώμα του Κυρίου μπορεί να κλάπηκε, ακόμη και από τους Εβραίους για να σταματήσουν τον Χριστιανισμό πάνω στην άνθισή του. Αυτή η άποψη είναι τελείως απίθανη γιατί οι Εβραίοι αυτό ακριβώς φοβόντουσαν, όπως άλλωστε αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, αφού κάλλιστα μπορούσαν να εμφανίσουν τον νεκρό Ιησού αργότερα, όταν άρχισε το κήρυγμα των Αποστόλων για την Ανάσταση του διδασκάλου τους. Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού Χριστού ισχυρίζονται επιπλέον ότι το σώμα του Κυρίου τοποθετήθηκε επίτηδες σε άλλον τάφο, απ' όπου εύκολα το πήραν οι μαθητές του. Αλλά κι αυτή η εκδοχή δεν στέκει, γιατί ποτέ δεν ακούστηκε τίποτα γι' αυτήν τη δήθεν απάτη.
Ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» (Τόμος Α', 1975), υποστηρίζει ότι ο Ιησούς ημιθανής μεταφέρθηκε σε κάποιο κρυφό μέρος από τους ανθρώπους του Ιωσήφ της Αριμαθαίας και του Νικόδημου. Εκεί με διάφορες εντριβές που έκαναν στο σώμα του και με διάφορα διεγερτικά ποτά που του έδωσαν να πιεί, τελικά τον συνέφεραν. Παρέμεινε στο κρησφύγετο του κάμποσες ημέρες για να αναρρώσει και μετά πήγε να δει τους συντρόφους του. Οι Απόστολοι όταν τον είδαν πίστεψαν ότι έγινε θαύμα. Δεν ήταν όμως ασφαλής και έτσι οι συνοδοί του με πολλές προφυλάξεις τον μετέφεραν από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Φαίνεται όμως ότι η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Κορδάτο, ο Ιησούς σαράντα ημέρες μετά τη σταύρωσή του, πέθανε, ίσως από κάποια αθεράπευτη μόλυνση, που του δημιούργησαν οι πληγές των χεριών του.
Ίδιες περίπου απόψεις εκφράζει ο Rodney Hoare στο βιβλίο του «The Testimony of the Shroud» (1978). Κατ' αυτόν, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μετέφεραν τον ημιθανή Ιησού από το μνήμα του στο σπίτι του Νικόδημου. Τον περιποιήθηκαν πολύ και τη Δευτέρα το πρωί ο Ιησούς άρχισε να αναπνέει, αφού επανήλθε στη ζωή μετά από το κώμα στο οποίο είχε περιπέσει κατά τη σταύρωσή του. Ο κεντυρίων, ίσως να είχε δωροδοκηθεί και να κέντησε ελαφρά με τη λόγχη του τον Ιησού, ενώ ταυτόχρονα πιστοποίησε τον θάνατό του, χωρίς αυτός να έχει επέλθει. Όταν ανέλαβε τις δυνάμεις του, του είπαν ότι ξαναγύρισε στη ζωή από τον Άδη, και αυτό πίστευε ο Ιησούς για το υπόλοιπο της ζωής του. Εμφανίστηκε στους μαθητές του, στην οικογένειά του και τέλος «χάθηκε» πάνω στο βουνό ίσως μέσα στην ομίχλη, ή μέσα σ' ένα σύννεφο, για να δώσει κάποιον μυστηριώδη τόνο στην εξαφάνισή του. Κατά τον R. Hoare αυτή ήταν η πιο σωστή πράξη εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Οι αρχές έψαχναν να τον βρουν μετά μάλιστα τις φήμες ότι είχε αναστηθεί. Εάν ήθελε να ζήσει έπρεπε να απομακρυνθεί από την ευρύτερη περιοχή της Ιερουσαλήμ. Ίσως πήγε στην κοινότητα των Εσσαίων στη Νεκρή Θάλασσα, συνδυάζοντας την παρουσία του με την επιστροφή τού «Διδάσκαλου της Δικαιοσύνης» που τόσο πολύ ανέμενε η αδελφότητα. Ίσως πάλι ταξίδεψε στο εξωτερικό, αφού υπάρχει η ακραία θέση ότι επισκέφτηκε μακρινά μέρη, όπως το Πακιστάν ή τη Βόρεια Αμερική! Πιο βολικό βέβαια θα ήταν να είχε πεθάνει λίγο μετά τη σχετική ανάρρωσή του, μη δυνάμενος να ξεπεράσει τα τραύματά του ή απογοητευμένος, όπως λέγει ο R. Hoare, από τον Θεό που υπηρετούσε, ο οποίος τον εγκατέλειψε στον σταυρό του μαρτυρίου του. Ίσως πάλι παντρεύτηκε και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του στην αφάνεια. Πάντως, κατά τον R. Hoare (1978), Ανάσταση δεν υπήρξε.
Όλα αυτά βέβαια εμπίπτουν στη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα και στο γενικό πλαίσιο σκέψης των ορθολογιστών υπερκριτικών ερευνητών και συγγραφέων, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αποδεχτούν το μυστήριο της εκ νεκρών Ανάστασης του Κυρίου και την εκ μέρους του πάταξη του θανάτου.
Επιπλέον, οι αρνητές του θείου λόγου σημειώνουν τις ασάφειες και τις αντιφάσεις των Ευαγγελίων, ως ενδεικτικό στοιχείο της αρνητικής τους θέσης ως προς την Ανάσταση του Χριστού. Ισχυρίζονται ότι τα ελλιπή και σχεδόν αινιγματικά στοιχεία που υπάρχουν για την Ανάσταση του Χριστού δημιουργούν τεράστια προβλήματα στους μελετητές-ιστορικούς, Ο αντίλογος όμως υποστηρίζει ότι αυτές ακριβώς οι ασάφειες είναι το δυνατότερο στοιχείο της αλήθειας. Οι Ευαγγελιστές δεν συνεννοήθηκαν για να παρουσιάσουν μια πλαστή ιστορία, ούτε υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους για να παρουσιάσουν κάτι το ομοιόμορφο. Οι αναφορές τους δείχνουν ακόμα την πίστη τους στο μέγα γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου, με το να παρουσιάζουν και να παραδέχονται ουσιαστικές λεπτομέρειες, ότι αρχικά δηλαδή δεν επίστευσαν σ' αυτήν ούτε οι μαθητές του και προς στιγμήν παραγνώρισαν τον αναστάντα διδάσκαλο τους. Οι αντιρρησίες επιμένουν ότι όσον αφορά την Ανάσταση του Κυρίου αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρξαν, ούτε κανείς Ευαγγελιστής περιγράφει λεπτομερώς το μέγα γεγονός της Ανάστασης του Ιησού. Επίσης, όλες οι αφηγήσεις και οι αναφορές για τα πρόσωπα που είδαν τον αναστημένο Χριστό, για το μήνυμα που μετέφεραν στους μαθητές του και για τον τόπο, όπου έγιναν οι συναντήσεις διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Τι κι αν η Εκκλησία υποστηρίζει ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι οι ιστορικές πηγές της Ανάστασης του Κυρίου; Οι αρνητές υποστηρίζουν ότι ο κενός τάφος ήταν επινόηση του Μάρκου, που –όπως αναφέραμε έγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο– και την άποψη αυτή υιοθέτησαν και οι άλλοι Ευαγγελιστές. Όσον αφορά την άποψη του Αποστόλου Παύλου (Α' προς Κορινθίους Επιστολή) όπου σαφώς αναφέρεται ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε σε πολλά άτομα, οι αντιρρητικοί θεολόγοι, χωρίς να βγάζουν ψεύτη τον Απόστολο των Εθνών, αναρωτιούνται μεταξύ τους τι ακριβώς είδαν αυτοί οι «αυτόπτες» μάρτυρες. Τι είδους εμπειρία ένιωσαν και πώς αισθάνθηκαν την «υλοποίηση» της Ανάστασης του Ιησού Χριστού;
Πάντως, όσο κι αν η επιστήμη έχει κάνει τεράστιες προόδους και άλματα, δεν μπορούν τα πάντα να εξηγηθούν ορθολογιστικά. Δεν είναι δυνατόν οι υπερφυσικές αλήθειες της πίστεως να ερμηνεύονται με καθαρά λογικές και ενδεικτικά σωστές επιστημονικές προτάσεις. Αυτό είναι αδύνατον και απ' αυτόν τούτον τον ορισμό της Επιστήμης. Πιθανώς πολλά θαύματα των θρησκειών να εξηγούνται σήμερα από τη σύγχρονη Φυσική, παράλληλα, όμως, είναι πιθανόν πολλά θαύματα της σύγχρονης Επιστήμης να βασίζονται στην πανάρχαια λησμονημένη γνώση, τη θαμμένη στα βάθη της μακροχρόνιας υλιστικής περιόδου που διανύει η ανθρωπότητα.
Οι ορθολογιστές πρεσβεύουν ότι πραγματικά μετά την Ανάσταση του Χριστού, οι Απόστολοι σκορπίστηκαν φοβισμένοι και κρύφτηκαν στα σπίτια τους στη Γαλιλαία. Ο καιρός πέρασε, ο φόβος τους καταλάγιασε και εκεί στην ησυχία σκέπτονταν και ξανασκέπτονταν τον αγαπημένο τους διδάσκαλο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι δεν υπήρχε πια ανάμεσά τους! Οι συνεχείς σκέψεις τους προς Εκείνον, τους δημιούργησαν την ιδέα της Ανάστασής του και στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους ανέφεραν τον ξαναζωντανεμένο διδάσκαλο τους. Ο αββάς Loisy αναφέρει ότι εκεί στη Γαλιλαία «το ξύπνημα ή μάλλον το ξεπήδημα της πίστης τους, που προξένησε τα οράματα τους, δημιούργησε την πίστη στην ανάσταση του διδασκάλου τους». Μετά απ' όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ορθολογιστές, οι μαθητές του Ιησού ενίσχυσαν το μυστήριο της Ανάστασης του Κυρίου με τις δήθεν εμφανίσεις του γύρω από τον τάφο του, κατόπιν στην Ιουδαία και τέλος στη Γαλιλαία. Πάνω στο ίδιο πλαίσιο ο H.G. Wells στην Παγκόσμια Ιστορία του αναφέρει: «Ἡ ψυχή τῶν μαθητῶν τον εἶχε βυθισθῇ ἐπί ὀλίγον χρόνον εἰς βαθύτατον σκότος. Κατόπιν ἢρχισε να ψιθυρίζεται μεταξύ των καί νά διαδίδωνται ἱστορίαι μᾶλλον ἀντιφατικαί, ὃτι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δέν ὑπῆρχε μέσα εἰς τόν τάφον, εἰς τόν ὁποῖον εἶχε τοποθετηθῇ καί ὃτι πρῶτον ἓνας καί ἒπειτα ἂλλος εἶχον ἲδει τόν Ἰησοῦν ζωντανόν. Εἰς τό τέλος οἱ μαθηταί ἐπαρηγοροῦντο μέ τήν πεποίθησιν, ὃτι εἶχεν ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν, ὃτι εἶχεν ἐμφανισθή εἰς πολλούς καί ὃτι τόν εἶδαν ν' ἀνεβαίνῃ εἰς τούς οὐρανούς».
Ο Ε. Συρέ (1926) κατ' ουδένα τρόπο δεν αμφισβητεί την Ανάσταση του Ιησού, προσπαθεί όμως να ανακαλύψει το εσωτερικό νόημά της. Αυτός, όπως και πολλοί άλλοι θεοσοφιστές, θεωρεί εξωπραγματική την ιδέα της ανάστασης του υλικού σώματος. Πιστεύει και πρεσβεύει ότι ανάσταση δεν είναι η επάνοδος στη γήινη ζωή του υλικού φθαρτού σώματος, αλλά η αναγέννηση της θεϊκής ψυχής. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται το πνευματικό μεγαλείο της.
Ωστόσο την τελευταία πενταετία του 20ού αιώνα, έχει αναπτυχθεί εκ νέου μια πλούσια και έντονη αντιρρητική θεολογία, που στρέφεται κυρίως εναντίον του μεγάλου γεγονότος της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Φλογερά άρθρα παρουσιάζονται σε εφημερίδες και περιοδικά –γενικά μόνο από καθολικούς και προτεστάντες θεολόγους– και Συνέδρια διοργανώνονται στα πλαίσια της σχετικής με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού θεωρητικής διαμάχης. Όλα αυτά μοιάζουν σαν να θέλουν να αποδείξουν ότι τώρα με την είσοδο του 21ου αιώνα, πρέπει να αμφισβητηθεί και –εάν είναι δυνατόν– να αποκλειστεί ο υπερβατικός χαρακτήρας της χριστιανικής θρησκείας, αμφισβητώντας την Ανάσταση, που είναι το κυρίαρχο δόγμα του Χριστιανισμού.
Όπως αναφέρει ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλος: «Είναι η γνωστή προσπάθεια, εκλογίκευσης της πίστεως, που αφαιρεί από τις ιερές διηγήσεις κάθε στοιχείο θαυματουργό και θείο. Στην περίπτωση της Αναστάσεως η προσπάθεια προχώρησε πιο βαθιά. Έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει την ιστορικότητά της, πλάθοντας εν ονόματι της επιστήμης, μύθους που αντιστρατεύονταν την ίδια τη λογική» (1996).
Η διδασκαλία του Ιησού, το κήρυγμά του, η αγάπη προς τους ανθρώπους και τον ουράνιο πατέρα του και εν τέλει ο σταυρικός του θάνατος, λίγο πολύ είναι στοιχεία που μπορεί κάποιος να συναντήσει και σε άλλες θρησκείες. Η υπερβατικότητα της Ανάστασής του όμως, με σημασία οντολογική και σωτήρια για τον άνθρωπο, είναι μοναδική και ανυπέρβλητη. Γι' αυτόν τον λόγο εξάλλου αμφισβητήθηκε έντονα από τους αντιπάλους του, αφού με δυσκολία έγινε πιστευτή και απ' αυτούς ακόμη τους μαθητές του. Όταν οι γυναίκες τούς μετέδωσαν την είδηση της Ανάστασης του Κυρίου αμφέβαλαν και έσπευσαν να δουν με τα μάτια τους τον κενό τάφο. Ο δε Απόστολος Θωμάς δεν πίστεψε ούτε τους άλλους Αποστόλους που τον διαβεβαίωσαν για τον αναστάντα Κύριον. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πλανημένοι, αλλά βαθιά φιλοσοφημένοι Γνωστικοί προτιμούσαν να δέχονται τον Ιησού σαν το ανώτερο εκείνο αθάνατο πνεύμα, που με τον γήινο θάνατό του απλώς απαλλάχτηκε από το φθαρτό κέλυφος του.
Βεβαίως η απάντηση της Ορθοδοξίας στους Δυτικούς επιστήμονες που αναπτύσσουν αντιρρητική Θεολογία έχει δοθεί από το θαυμάσιο άρθρο του μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλου, όπου με 29 ερωτήσεις-απαντήσεις για το Θείο Δράμα, δίνει συντριπτικές απαντήσεις στους αμφισβητίες. Επιπλέον υπενθυμίζει ότι τα θέματα αυτά, που ξεπηδούν από την αλλοτριωμένη Δυτική αντιρρητική ετεροδοξία, είναι ανιαρή αναμάσηση ξεπερασμένων θεωριών από την εποχή του Στράους, που προ πολλού έχουν λάβει τις σωστές απαντήσεις και εκ των πραγμάτων έχουν αναιρεθεί (Το Βήμα, 14η Απριλίου 1996).
Μήπως είναι ψέμα, ότι η Ανάσταση του Ιησού ήταν η φλόγα που φώλιασε στη ψυχή των Αποστόλων και τους όπλισε με εκείνη την ανυπέρβλητη δύναμη μέσω της οποίας υπερπήδησαν όλες τις δυσκολίες και μετέφεραν το μήνυμα της διδασκαλίας Του στα πέρατα του κόσμου; Πάνω σ' αυτό το γεγονός ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ έγραφε: «Ο Χριστιανισμός κατάφερε να κυριαρχήσει σβήνοντας το ρωμαϊκό παγανισμό με όπλο του όχι την ηθική του κηρύγματος του Όρους των Ελαιών, αλλά την πεποίθηση ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί εκ νεκρών. Την εποχή όπου οι Συγκλητικοί της Ρώμης παράβγαιναν ποιος θα βάψει με περισσότερο αίμα ταύρου το χιτώνα του –πιστεύοντας ότι αυτό τους προστάτευε από το θάνατο–, ο Χριστιανισμός ως αντίπαλο δόγμα αντιπαράθετε την αιώνια ζωή και όχι την ηθική».
Διάφοροι υλιστές ψυχοερευνητές –η μόδα της εποχής– υποστηρίζουν για τη φύση της Ανάστασης του σώματος του Χριστού ότι φάνηκε να υλοποιείται ή να εξαϋλώνεται κατά βούληση.
Και τι δεν υποστηρίζουν! «Ύλη διαμέσου της ύλης», «τηλεμεταφορά», ένα φαινόμενο που θεωρούν ότι είναι βεβαιωμένο στην εποχή μας, και «αμφιθεσία», δηλαδή εμφανίσεις ενός ανθρώπου σε δύο ή περισσότερους χώρους ταυτοχρόνως, που ισχυρίζονται ότι αναφέρεται ακόμα και στους Βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας. Οι οπαδοί της αντιρρητικής Θεολογίας στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης του «ιστορικού Ιησού», επικεντρώνονται στην Ανάσταση του Ιησού υποστηρίζοντας ότι ο κενός τάφος, και μετέπειτα αυτή η πίστη των οπαδών του Ιησού στην Ανάστασή του ήταν τα έξυπνα ευρήματα για να εδραιωθεί η διδασκαλία της νέας θρησκείας. Κατά τον K.L. Woodward (1996): «Σύμφωνα με την άποψη των οπαδών της αντιρρητικής θεολογίας, η Ανάσταση απάδει προς το σύγχρονο πνεύμα καθώς δεν συμβιβάζεται με το αρχέγονο ιουδαϊκό κήρυγμα που εκπορεύτηκε από την Ιουδαία». Οι αρνητές θεολόγοι, και όχι μόνον, διοργανώνουν σχετικά Συνέδρια, όπως τον Φεβρουάριο του 1995 στο Όρεγκον (Η.Π.Α.) με τίτλο «Ο Ιησούς το 2000», ενώ και η Καθολική Αρχιεπισκοπή της Νέας Υόρκης διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1996 ένα Σεμινάριο με θέμα την «Ανάσταση του Ιησού», αναμένοντας ίσως κάποιες νέες φιλοσοφικές απαντήσεις στο προαιώνιο υπερβατικό γεγονός. Δεκάδες μελέτες έχουν γραφεί που αρνούνται την υλική Ανάσταση του Ιησού –αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που αντίκειται στις ορθολογικές δοξασίες τους– και οι αντιρρησίες επιμένουν ότι τώρα ενώπιον του 21ου αιώνα έφτασε ο καιρός να αντικατασταθεί ο δογματικός Ιησούς της πίστης, από τον πραγματικό Ιησού που αποκάλυψε η στυγνή ακαδημαϊκή έρευνα.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, ο θεολόγος και ψυχαναλυτής Οϊγκέν Ντρέβερμαν (Eugen Drewermann), βοηθός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Paderbom (Ρηνανία-Βεστφαλία) στη Γερμανία, βασιζόμενος στα δεδομένα της Ψυχολογίας, προσπάθησε να αμφισβητήσει και να απομυθοποιήσει την Ανάσταση του Κυρίου, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Επιπλέον έδωσε σειρά «πρωτότυπων» διαλέξεων –που τελικά τού στέρησαν τη θέση του στο Πανεπιστήμιο στις οποίες αναφερόταν με τρόπο ορθολογιστικό στα σημαντικότερα συμβάντα του βίου του Ιησού Χριστού. Παραλληλίζοντας δε τους δαίμονες του Ευαγγελίου με τις νευρώσεις, τους φόβους και τις αγωνίες της σύγχρονης κοινωνίας μας, ο Ντρέβερμαν ανέλυσε τα θαύματα του Χριστού, όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, δίνοντάς τους μια «καινοφανή» διάσταση κάτω από το πρίσμα των δικών του πρωτότυπων απόψεων.
Ο 58χρονος σήμερα, το 2000 μ.Χ., Οϊγκέν Ντρέβερμαν –εκτός από θεολόγος και ψυχαναλυτής– είχε χειροτονηθεί ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Εξαιτίας, όμως των «προχωρημένων» θέσεών του και των διαφορετικών ερμηνειών που έδινε σε θρησκευτικά θέματα, του απαγορεύτηκε το 1992 από την Αγία Έδρα να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Ο ίδιος έχει αναλάβει σταυροφορία εναντίον του δογματισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υποστηρίζοντας ότι η Καθολική Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα και ουσιαστικά αποτελεί τροχοπέδη στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την εξέλιξη των ιδεών και την Ψυχολογία, ενώ θεωρεί αδιανόητο η νέα κατήχηση να υποστηρίζει ότι η Μαρία –η μητέρα του Ιησού– ήταν βιολογικά παρθένος. Αυτό μαζί με πλήθος άλλα παραδείγματα θεωρεί ότι αποπροσανατολίζουν τους μαθητές, αφού δεν μπορούν πια να συσχετίσουν αυτά που μαθαίνουν στα Θρησκευτικά με το περιεχόμενο άλλων μαθημάτων, όπως η Ιστορία, η Βιολογία, η Φυσική και η Χημεία.
Ο Οϊγκέν Ντρέβερμαν, βρίσκεται σε συνεχείς προστριβές με την Αγία Έδρα, αφού διατυπώνει την άποψη ότι οι θρησκευτικές αρχές της Ρώμης πρέπει αφ' ενός μεν να αποκτήσουν δημοκρατική διάρθρωση, αφ' ετέρου δε να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες πεισματικά αρνούνται. Επίσης κατηγορεί τη Ρώμη για την «άχρωμη» στάση της στο θέμα της ομοφυλοφυλίας, των αμβλώσεων και του διαζυγίου. Τέλος, θεωρεί ότι αυτήν την περίοδο οι άνθρωποι προετοιμάζονται για μια διαφορετική αντίληψη της θρησκείας· μιας θρησκείας που θα είναι έτοιμη να δώσει απαντήσεις μ' έναν διαφορετικό πλέον τρόπο σε ερωτήματα που έχουν σχέση με τις επιστήμες και τη φύση, με την τεχνολογία και τον ψυχισμό (Συνέντευξη στη «Suddeutsche Zeitung, 1995). Την ίδια περίοδο ο Ντρέβερμαν δήλωσε στην εφημερίδα Φιγκαρό: «έχουμε να κάνουμε με μια Εκκλησία που ζητεί εξουσία και χρήματα εκεί όπου ο Ιησούς ήθελε τη φτώχεια, που δικαιολογεί τη θανατική ποινή όταν ο Ιησούς απαγόρευε στους ανθρώπους να κρίνουν τους ομοίους τους».
Άλλωστε σ' ένα από τα πρόσφατα βιβλία του με τίτλο «Φονική Πρόοδος», συνδυάζει την Οικολογία με την Ψυχολογία του βάθους και επιτίθεται με το γνωστό καυστικό ύφος του εναντίον του ανθρωποκεντρισμού της Δυτικής φιλοσοφίας που, βασισμένη στην Παλαιά Διαθήκη, έκανε τον άνθρωπο το κέντρο του Σύμπαντος σε βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων.
Οι σύγχρονοι μαρξιστές μελετητές του Χριστιανισμού, αντίπαλοι γενικά της Ανάστασης του σώματος του Ιησού, πιστεύουν ότι αυτή καθ' εαυτή η Ανάσταση αποτελεί ένα άχρηστο και περιττό φορτίο της χριστιανικής πίστης, που παρασύρει τους πιστούς πέρα από το πραγματικό νόημα του κινήματος του Ιησού, που ουσιαστικά ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής.
Παρόμοιες είναι και οι θέσεις του γνωστού Γερμανού Καινοδιαθηκολόγου Gerd Ludemann, καθηγητή στο Tübingen (1994). Ο G. Ludemann ορθολογιστικά παρουσιάζει χειροπιαστά «λογικά» –κατά την κρίση του– συμπεράσματα με τα οποία αμφισβητεί την ιστορικότητα της Ανάστασης του Χριστού. Κατά την άποψή του, η Ανάσταση του Κυρίου είναι «κενός λόγος» τον οποίο οφείλει να απορρίψει ο ερευνητής που θέλει να μελετήσει ψυχρά και επιστημονικά τα γεγονότα.
Κανένα δέος μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου! Ούτε καν η αυτονόητη διάθεση για χριστιανό και μάλιστα θεολόγο να δεχτεί την εισδοχή του θείου παράγοντα στη φθαρτή ζωή μας. Απλώς ορθολογιστικές σκέψεις και επιστημονικοφανή επιχειρήματα, που πηγάζουν από έναν πεπερασμένο ανθρώπινο νου. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με την Ψυχολογία. Γι' αυτόν τον λόγο σημειώνουμε το γεγονός πως οι νεότεροι ορθολογιστές και υπερκριτικοί θεολόγοι θέλοντας να υποτάξουν στα λογικοφανή επιχειρήματά τους και στις γενικότερες φιλοσοφικές θέσεις τους την πραγματικότητα των ιερών κειμένων, καταλήγουν τελικά να αρνούνται τα πάντα.
Κατά τον Ludemann (1995), ο Ιησούς παρέμεινε στον τάφο του, όπου και έλιωσε το φθαρτό του σώμα. Ο αναστημένος Ιησούς που εμφανίστηκε στον Απόστολο Πέτρο, δεν ήταν παρά ένα όραμα του Αποστόλου, που ήταν επόμενο να «αντικρύσει», εφ' όσον βασανιζόταν από τις τύψεις του, επειδή είχε αρνηθεί τρεις φορές τον διδάσκαλο του. Οι δύο μαθητές τού Κυρίου που τον συνάντησαν στον δρόμο προς τους Εμμαούς και οι συναντήσεις των Αποστόλων με τον διδάσκαλο τους μετά την Ανάσταση του, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ισχυρίζεται ότι οι μαθητές του δεν είδαν τον Μεσσία– απλώς τον φαντάστηκαν. Αυτό συνέβη, λέει ο Ludemann, λόγω ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης, και υποστηρίζει ότι κατά την Ψυχολογία αυτό συμβαίνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που είναι έντονα λυπημένοι, όταν χάσουν κάποιο πολύ αγαπημένο τους πρόσωπο. Συνεπώς, ακόμα και η εμφάνιση του Κυρίου σε πεντακόσιους πιστούς οπαδούς του αποδίδεται από τον Ludemann σε ομαδική παράκρουση. Με την ίδια λογική, όμως, σημειώνουμε εμείς, πρέπει συμπερασματικά να απορρίψει και τα Ευαγγέλια, αφού αυτά ακριβώς εμφανίζουν τον Ιησού να συνομιλεί με τους μαθητές του, να τρώει, να πίνει μαζί τους και να γίνεται ως και αντικείμενο ψηλάφησης ακόμα!
Οι ετερόδοξοι Δυτικοί ορθολογιστές θεολόγοι δεν έχουν συνειδητά αποδεχτεί την Ανάσταση του Ιησού και τους ενοχλεί ιδιαίτερα το υπερβατικό αυτό γεγονός. Ο καθολικός ιερέας Τζέραλντ Ο' Κόλλινς, του Γρηγοριανού Πανεπιστημίου των Ιησουϊτών της Ρώμης, ισχυρίζεται ότι ανάσταση δεν σημαίνει αναβίωση του φθαρτού σώματος: «Πρόκειται για ένα σώμα δοξασμένο που μεταμορφώθηκε με δύναμη θεϊκή, κάτι που κανείς από μας δεν έχει δει». Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, τα Ευαγγέλια, όπως αναφέραμε παραπάνω, άλλοτε παρουσιάζουν τον αναστημένο Ιησού να γευματίζει με τους μαθητές του, άλλοτε να τον αγγίζουν για να δουν τις πληγές του και άλλες φορές αφήνουν αδιόρατα να εννοηθεί ότι το σώμα του Κυρίου δεν είναι πια από ανθρώπινη σάρκα. Όπως αναφέρει ο K.L. Woodward σε σχετικό άρθρο του (1996), ο Στίβεν Ντέιβις από το Κολέγιο Κλάρεμοντ Μακένα της Καλιφόρνια (Η.Π.Α.) πάνω στην άποψη του Ο' Κόλλινς λέει ότι «ένα δοξασμένο σώμα, είναι πάντα σώμα, αφού δεν παύει να αποτελεί υλικό αντικείμενο που το βλέπεις». Άλλοι πάλι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι μόνον εκείνοι που είχαν βαθιά πίστη μπόρεσαν να αντικρύσουν τον Ιησού μετά την Ανάστασή του και μέσω θεόπεμπτης ενόρασης.
Κατά τον μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλο (1996): «Ο Χριστός σταυρωθείς επί του Ξύλου δι' άκραν υπακοήν προς το θέλημα του Πατρός, ωδήγησε την ανθρώπινη φύση του σε έναν άκτιστο τρόπο ύπαρξης, που δεν γνωρίζει φθαρτότητα ή φθορά. Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα πνευματικό (Α' Κορ. ΙΕ', 44), ελευθερωμένο από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Είναι αισθητό σώμα, έχει «σάρκα και οστέα», μεταλαμβάνει τροφής, ψηλαφάται, αλλά ταυτοχρόνως μπαίνει στο δωμάτιο «των θυρών κεκλεισμένων», αναλαμβάνεται στον ουρανό, και καθίζει εκ δεξιών του Πατρός. Αυτή η διπλή ιδιότητα σημαίνεται στα Ευαγγέλια με τη χαρακτηριστική φράση: «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. ΙΣΤ’ 13). Το σώμα αυτό δεν έχει φθαρτότητα και έχει αθανασία. Έτσι θα είναι και τα δικά μας σώματα κατά την κοινή ανάσταση. «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν και τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α' Κορ. ΙΕ', 53)».
Ο Άλαν Σήγκαλ, καθηγητής Θεολογίας στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, και Εβραίος ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ενώ η εβραϊκή Βίβλος αποφεύγει εν γένει τις αναφορές για μεταθανάτια ζωή, εντούτοις πολλοί νεαροί Εβραίοι που θυσίασαν τη ζωή τους κατά την εθνική εξέγερση των Μακκαβαίων (167 π.Χ.) πίστευαν ότι ο δίκαιος Θεός τους ήταν δυνατόν να τους επαναφέρει στη ζωή. Επομένως ο Σήγκαλ υποστηρίζει ότι ο Ιησούς παρουσιάστηκε στην Παλαιστίνη, μία περίοδο που πολλοί Εβραίοι πίστευαν ότι οι δίκαιοι ήταν δυνατόν να αναστηθούν, χωρίς όμως να εξηγούν πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό το υπερκόσμιο και υπερβατικό γεγονός.
Για μας όλη αυτή η τάση αναζήτησης για τον ιστορικό Ιησού και ειδικά για την Ανάστασή του, για την οποία πολλά ειπώθηκαν στο Σεμινάριο της Νέας Υόρκης, έχουν να κάνουν με την ελλιπή και αλλοτριωμένη Δυτική ετεροδοξία. Ερευνάτε τας Γραφάς, θα τους λέγαμε, και ειδικότερα τα ανυπέρβλητα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Νύσσης κ.ά. δίνουν όλες εκείνες τις απαντήσεις που ζητούν οι σημερινοί οπαδοί της λεγόμενης αντιρρητικής θεολογίας.
Εξάλλου, πέρα από τις «ρηχές» τοποθετήσεις των αμφισβητιών θεολόγων είναι πάντα επίκαιρη η προειδοποίηση του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογίας κ. Σάββα Αγουρίδη ότι: «ἡ κατ' ἰδίαν μελέτη τῆς Γραφῆς, πνευματικῶς ἒξω ἀπό τό πλαίσιο τό λειτουργικό, συνεπάγεται κινδύνους» (Ερμηνευτική, 1979).
Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Γρηγόρη Καλοκαιρινό (1995), η αποδοχή της Ανάστασης του Κυρίου είναι θέμα πίστης: «Σ' αυτό το σημείο, δεν χωράνε φιλοσοφικές αναλύσεις, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά δεν υπάρχουν... παραστατικά στοιχεία».
Δεν είναι δυνατόν να προσπαθεί κάποιος και μάλιστα ειδικός θεολόγος να πλησιάσει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απομονώνοντάς τα από το γενικότερο αποκαλυπτικό θείο μήνυμα. Δεν ερμηνεύονται ιερά κείμενα ρηχά και επιφανειακά, εφαρμόζοντας μόνο μια ιστορικο-κριτική ερμηνευτική μέθοδο, που έχει ως πιθανή βάση της τα νεότερα δεδομένα της Ψυχολογίας. Συνεπώς πάνω σ' αυτό το πλαίσιο, τοποθετήσεις όπως του καθηγητή της Θεολογίας G. Ludemann είναι τελείως έξω από τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού δεν μπορούν να συμβιβάσουν το λογικό-φυσικό με το υπέρλογο-υπερφυσικό στοιχείο της θείας αποκάλυψης.
Όσο κι αν υποβοηθούν οι ιστορικές και κριτικές ερμηνείες της Καινής Διαθήκης, αυτή η προσέγγιση των ιερών κειμένων –που αποτελούν αιώνιες μαρτυρίες πίστεως– γίνονται από τους καθηγητές Ε. Drewermann και G. Ludemann με τελείως ακατάλληλο τρόπο. Αν τεθεί υπό αμφισβήτηση το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, τότε δυναμιτίζονται τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Άλλωστε η ουσία της Ανάστασης του Κυρίου συνάγεται από τη φράση του Απόστολου Παύλου στην Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του:
«εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἂρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ή πίστις ὑμῶν... εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν• ἒτι ἐστέ ἐν ταῖς ἁμαρ–τίαις ὑμῶν. ἂρα καί οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο»
(Α 'Κορινθίους ΙΕ', 17–18).
«ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε εἶναι χωρίς νόημα τό κήρυγμα μας, εἶναι καί ἡ πίστις σας χωρίς νόημα.... Ἐάν δέ ὁ Χριστός δέν ἒχει ἀναστηθεῖ, δέν ἒχει καμία ἀξια ἡ πίστις σας– βρίσκεστε ἀκόμη μέσα στις αμαρτίες σας. Ἂρα καί ἐκεῖνοι πού πέθαναν μέ πίστη στόν Χριστό ἒχουν χαθῆ».
Η Ανάσταση του Χριστού, σύμφωνα με τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα (1995), είναι: «το κέντρο τον βιώματος των πιστών στη Βασιλεία τον Χριστού, είναι το κέντρο της παρούσας ζωής και ο στόχος μας της μέλλουσας, στον μελλοντικό αιώνα με το Χριστό, διαβίωσής μας. Για τον ίδιο λόγο και η γιορτή τον Πάσχα για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι το αποκορύφωμα όλων των εορτών και το κέντρο όλον τον εορταστικού ορθόδοξου χριστιανικού έτους, με τις 52 Κυριακές του χρόνου, όπου κάθε Κυριακή είναι ένας πνευματικός εορτασμός και ανάμνησης της Ανάστασης τον Κυρίου».
Ομοίως, ο καθηγητής Χ. Γιανναράς αναφέρει: «Η ορθόδοξη λατρεία δεν ασχολείται με «αποδείξεις» της ανάστασης τον Χριστού. Δεν ζητάει να πείσει κανέναν, να υποβάλει ιδεολογήματα, να ξεκλέψει ψυχολογική συναρπαγή. Είναι μόνο γιορτή. Όποιος θέλει και μπορεί συνεορτάζει, αγγίζει μέσα από τη βεβαιότητα της χαράς την πραγματική της αιτία. Είναι μια άλλη οδός γνώσης, μόνο εμπειρική, καθόλου ιδεολογική.....»(1996).
Είναι αδιαμφισβήτητο, λοιπόν, γεγονός ότι ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία γενικότερα δεν έχουν ανάγκη από επιστημονικές αναλύσεις και ψυχολογικές διερευνήσεις. Εξάλλου υπάρχουν έντονες αντιδράσεις πάνω στις «καταστρεπτικές» για τον Χριστιανισμό ως πίστη, τοποθετήσεις του καθηγητή Gerd Ludemann. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση στην Ευαγγελική Ακαδημία της γερμανικής πόλης Pfalz (18–19 Μαρτίου του 1995) μεταξύ Ευαγγελιστών θεολόγων με θέμα την Ανάσταση του Κυρίου ως κεντρικό σημείο της χριστιανικής πίστης.
Δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή μας η αποκοπή πολλών σημερινών «χριστιανών», από τις εκκλησιαστικές ρίζες τους, η αλλοίωση του φρονήματός τους και η εκκοσμίκευση του τρόπου ζωής τους, τους κάνουν να αρνούνται τη θεότητα του Ιησού Χριστού, να υποτιμούν ή ακόμα και να αμφισβητούν την υπερβατικότητα των θαυμάτων του, καθώς και το μέγα γεγονός της Ανάστασής του.
Πέρα από τους χριστιανούς Προτεστάντες καθηγητές, και Εβραίοι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης. Ο Γκέζα Βερμές (Geza Vermes), καθηγητής Εβραϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προσπάθησε να αφαιρέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν τον μεσσιανικό χαρακτήρα του Ιησού και μιλούν για την Ανάστασή Του από το απόσπασμα του Φλάβιου Ιώσηπου, όπου αναφέρεται: «Την τρίτη ημέρα τους παρουσιάστηκε ξαναζωντανεμένος γιατί οι ιεροί προφήτες είχαν προβλέψει το γεγονός και μυριάδες άλλα θαύματα σχετικά με το άτομό του.....».
Ας δούμε όμως τι λέει ένας επιφανής Ταλμουδιστής, ο ραββίνος Γιάκομπ Νόισνερ, του Πανεπιστημίου Ν. Φλόριντας στην Τάμπα (Η.Π.Α.): «Η θρησκεία αναφέρεται σε παρεμβάσεις τον Θεού επί της Γης και αυτή η πίστη δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ούτε υπόκειται σε επαληθεύσεις των ιστορικών γεγονότων. Αν δικαιούμαστε να απορρίψουμε ως μη ανταποκρινόμενα στην ιστορική αλήθεια τα περισσότερα τμήματα των Ευαγγελίων, τότε τι πρέπει να κάνουμε με το δικό μας πατέρα του Ιουδαϊσμού, το Μωυσή;» (K.L. Woodward, 1996).
Τέλος, στο βιβλίο του «Ο Αληθινός Ιησούς» (The Real Jesus), ο Τίμοθυ Τζόνσον αντιμάχεται όλους εκείνους τους μελετητές που ο καθένας τους δημιουργεί τον δικό του «ανακατεσκευασμένο», όπως λέγει, Ιησού, από τον γλυκύτατο Ναζωραίο της Καινής Διαθήκης. Υποστηρίζει ότι για τον Ιησού Χριστό η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να δώσει, μετά τόσες και τόσες έρευνες, τίποτα το ουσιαστικό. Άλλωστε ακόμα και γεγονότα βασισμένα σε ακλόνητα ιστορικά δεδομένα, μπορεί καμιά φορά να μην είναι κι αυτά αληθινά. Θεωρεί ότι ο Ιησούς «με την Ανάστασή του πήρε μια εντελώς καινούργια υπόσταση, μια νέα μορφή παρουσίας, με την οποία απέκτησε κι αυτός τη δύναμη του Θεού για να τη μοιραστεί στη συνέχεια με άλλους» και συνεχίζει λέγοντας ότι «σημαντική διάσταση της Ανάστασης είναι το να γίνει ο πιστός κοινωνός της νέας ζωής του Ιησού μέσω της δύναμης του Αγίου Πνεύματος» (K.L. Woodward, 1996).
Ας δούμε, όμως, πόσο ωραία περιγράφει ο Σπύρος Μελάς τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάσταση του, ενώ ταυτόχρονα δίνει και το στίγμα της επιστήμης για το υπερφυσικό αυτό γεγονός, στο πασχαλιάτικο «Ελεύθερο Βήμα» της 19ης Απριλίου του 1925: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος γίνεται ὁλόχρυσο ἀκτινωτό στεφάνι εἰς τό μέτωπόν του, ἡ λόγχη τοῦ μαρτυρίου σημαία ζωῆς, ὁ στεναγμός τοῦ πάθους παιάν θριάμβου, τό αἶμα του ζωογόνος δροσιά. Φῶς νίκης ἀπιστεύτου διαλύει τά σκοτάδια του Ἂδου. Ἐπατήθη ὁ θάνατος. Εἰς μάτην ὁ ορθός λόγος ζητεῖ νά φυλακίσῃ τό ὑπερφυσικόν εἰς τ' ἀσφυκτικά τετραγωνάκια τά ὁποῖα ἡ ἐπιστημονική πειθαρχία χαράσσει ἐπάνω εἰς τό ἀχανές πεδίον της ἐρεύνης. Εἰς μάτην ζητεῖ νά ἐξοστρακίσει τό θαῦμα. Δέν πιστεύω ἐγώ εἰς τά θαύματα, φωνάζει κάπου ἡ Ἡρωδιάς του Ουάιλδ. Εἶδα τόσα πολλά.... Ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μέ αὐτήν τήν Ἡρωδιάδα. Βλέπει τόσα πολλά γύρω της. Αὐτός ὁ ἀέναος βιολογικός κύκλος, ὁ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενος, ἀπό τ' ἂπειρα ὂντα εἰς τήν ἐνόργανον καί ἀνόργανον φῦσιν, από τοῦ μεγαλυτέρου τῶν ἂστρων μέχρι τοῦ ἐλαχίστου τῶν κυττάρων, εἰς ὃλας τάς δυνατάς διαιρέσεις τοῦ χρόνου, ἐντός ἐνός λεπτοῦ ἡ ἐνός αἰῶνος, ἒχει καμμίαν ἐξήγησιν; Ὑπάρχει θαῦμα περισσότερον συγκλονιστικόν, ὑπάρχει θέαμα πλέον ὑπερφυσικόν ἀπό τήν βλάστησιν τῆς νέας χλόης, ἀπό τό χαρμόσυνον κέντημα τῶν μαργαριτῶν, ἀπό τά ἂλικα ποτάμια της παπαρούνας, ἀπό τά τριανταφυλλάκια τῆς βραγιᾶς πού λυγίζουν τούς κλώνους;..... Καί ὑπάρχει θαῦμα μεγαλύτερον ἀπό τήν γλυκυτάτην διάθεσιν πού γεννᾶ εἰς τήν ψυχήν τό θέαμα τῆς ἐρατεινῆς αὐτῆς ἀνανεώσεως, ἀπό τήν ἐκστασιν εἰς τήν ὁποίαν ρίχνει καί τήν πλέον κουρασμένην καρδίαν τό λουλούδισμα τῶν πάντων;»
Το μήνυμα της Ανάστασης μάς προσκαλεί να αποδεχτούμε τη λογική της εκούσιας θυσίας, ως μορφή ζωής, που νικά κάθε είδους θάνατο. Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχει η μελαγχολία των Παθών ή της Ταφής, αλλά η χαρά της πίστης για την Ανάσταση.
Εξάλλου οι κατευθυντήριες γραμμές της Ορθοδοξίας, όπως δόθηκαν στην Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1986 στο Σαμπεζύ της Γενεύης, είναι οι ακόλουθες: «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐπειδή ζούμεν κάθε ἡμέραν τήν θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα ἐναντίον κάθε φανατισμού καί μισαλλοδοξίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν. Ἐπειδή, διακηρύσσομεν συνεχῶς τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καί τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερασπιζόμεθα τά ἀνθρώπινα δικαιώματα γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους καί ὃλους τούς λαούς. Ἐπειδή βιοῦμεν τήν θείαν δωρεάν τῆς ἐλευθερίας, μέ τό ἀπολυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερον τήν καθολικήν ἀξίαν της διά κάθε ἂνθρωπον και λαόν».
Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχουν συμβιβασμοί. Όπως κατά την ενσάρκωσή Του ο Θεάνθρωπος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση ως πραγματική εγγύηση για τη δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεώς της, έτσι και κατά την ιστορική Του έγερση αναστήθηκε ακέραιη η ανθρώπινη φύση ως χειροπιαστή πραγματικότητα θριάμβου κατά του θανάτου (Κ. Νικολακόπουλος, 1995).
Μ' αυτήν την έννοια πολύ ωραία αναφέρει ο θεολόγος-θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης τις δικές του σκέψεις για την Ανάσταση του Κυρίου: «Ο Χριστός θανατώνει το θάνατο και αναδεικνύεται ως νέος Αδάμ, ως νέος άνθρωπος που ζει σε άμεση σχέση με το Θεό. Έτσι, όπως ο προπάτορας Αδάμ συμπεριλαμβάνει την εκπεσμένη θνητή ανθρώπινη φύση, ο Χριστός γίνεται όντως η ανάσταση και η ζωή, αφθαρτοποιώντας τη θνητή σάρκα..... έτσι η Ανάσταση καθίσταται κλειδί για την κατανόηση του μυστηρίου της θείας οικονομίας» (1995).
Τελικά, το γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, αποτελεί τη βάση της χριστιανικής πίστης και το περιεχόμενο του ευαγγελικού κηρύγματος. Χωρίς την Ανάσταση η πίστη μας θα ήταν μια δυνατή ιδεολογία, όχι όμως «καινή κτίση». Με την Ανάσταση ο Χριστός σφραγίζει το έργο της απολυτρώσεως που εγκαινιάστηκε με την ενσάρκωση και εκπληρώθηκε με τον Σταυρό. Ο «Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1,18) εισήλθε πρώτος στον νέον κόσμο, ο οποίος θεμελιώνει την προσδοκία όλων μας για την ανάσταση της έσχατης ημέρας (Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος Πρωτοπαππάς, 1995).
* Είναι φανερό ότι όλα τα προηγούμενα αποτελούν εμπαθή σενάρια, τα οποία αναπτύσσονται αυθαίρετα χωρίς να στηρίζονται σε ιστορικά ή επιστημονικά στοιχεία, ή έστω ενδείξεις. Τέτοιου είδους πρακτικές είναι ανάξιες ανθρώπων που υποτίθεται ότι ερευνούν τον βίο του Ιησού στο όνομα της επιστημονικής δεοντολογίας και αλήθειας.
(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη, εκδ. Δίαυλος σελ. 606-618)