(ο μετέπειτα άγιος γέρων Χαράλαμπος Διονυσιάτης περιγράφει το γεγονός της νεανικής του ηλικίας, όπου βρέθηκε στη φυλακή το 1941 στο στρατόπεδο έξω από τη Δράμα, αιχμάλωτος στα χέρια των κομιτατζήδων και περίμεναν την εκτέλεσή τους μετά την καταδίκη τους εις θάνατον)
«Τότε ήλθα σε μια πολύ μεγάλη περισυλλογή. Σκέφτηκα μέσα μου:
- Αχ, πόσο μάταιη είναι αυτή η ζωή. Ήθελες Χαράλαμπε να παντρευτής για να γίνεις παπάς, να σώσεις τον κόσμο. Λοιπόν σώσε πρώτα τον εαυτό σου. Στην συνέχεια γονάτισα κάτω και με πύρινα δάκρυα φώναξα:
- Άγιε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, μεγάλε στρατιώτα του Χριστού, σώσε μας και σου υπόσχομαι να αφιερώσω εξ ολοκλήρου στο Θεό τη ζωή μου.
Μόλις τελειώνω την προσευχή, να και ακούω έναν κρότο από πάνω μας «γκλάκ-γκλάκ»∙ καλπασμός αλόγου.
Στρέφω ψηλά το βλέμμα∙ ένα άλογο κάλπαζε στον αέρα από πάνω μας∙ καβαλάρη όμως δεν είδα. Κατάλαβα όμως:
- Βρε, λέω, ο αη- Γιώργης είναι σίγουρα∙ μόνο που είμαι ανάξιος να δω τον ίδιο. Άς είναι και το άλογο. Σημαίνει μας άκουσε.
Από την άλλη παρέα κανένας δεν είδε τίποτε.
Ωστόσο με υψωμένο το ηθικό παρηγορούσα τους πονεμένους συντρόφους μου:
- Θάρρος παιδιά, θα γλυτώσουμε ο αη-Γιώργης θα μας σώσει.
Θάρρος αλλά τι θάρρος; Η κατάσταση επιδεινώνεται. Αποκορύφωμα η τελευταία απόφαση. Ήδη την έβδομη ημέρα πρωί-πρωί, μπαίνουν μέσα οι δήμιοι να μας αποτελειώσουν. Και όμως δεν προλαβαίνουν να δώσουν τα πρώτα κτυπήματα.
Ανοίγει ξαφνικά διάπλατα η πόρτα της φυλακής.
Ένας γεροδεμένος νέος μπαίνει μέσα με άγριες φωνές:
- Σταματάτε κακούργοι αμέσως∙ ειδ’ άλλως θα σας καθαρίσω όλους. Αφήστε τους αθώους αυτούς ανθρώπους να πάνε σπίτια τους.
Εν ριπή οφθαλμού, άλλαξε το σκηνικό. Χάθηκαν όλοι∙ μαζί τους και ο άγνωστος εκείνος νέος. Το τι έγινε δεν περιγράφεται χαρές, φιλιά, κλάματα, συγκινήσεις.
- Δεν σας το’ λεγα εγώ, τους είπα, θα μας σώσει ο αη –Γιώργης; Αν θέλετε να σας πω και τι του έταξα. Θ’ αφιερωθώ στον Θεό.
Συμπληρώνει ο μικρός Δαμιανός:
- Εγώ έταξα όσο ζω, το κανδήλι του ακοίμητο να καίει σπίτι μας.
Και ένας ξάδελφος Βασίλης:
- Και γω έταξα να του αφιερώσω το άλογο μου.
Ωστόσο άλλη απορία: Ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης; Ο ένας έλεγε ότι ήταν παλλικάρι , άλλος ότι ήταν μεσήλικας, άλλος έλεγε:
- Φωνή άκουσα, πρόσωπο δεν είδα.
Άλλος τη φωνή άκουσε στα ελληνικά: άλλος στα βουλγαρικά….
Παραμένουμε όλοι οι αιχμάλωτοι μ’ αυτές τις εντυπώσεις. Όμως οι φυλακές κλειδωμένες. Ήδη μερικοί πάλι μεμψιμοιρούν.
- Μήπως….μήπως….
Αρχίζω ξανά να τους ενθαρρύνω:
- Θάρρος, αδέλφια. Τελείωσαν όλα· λίγη υπομονή.
Πράγματι δεν περνάει πολύ ώρα, ξανανοίγουν οι πύλες. Επίσημη ανακοίνωση από το βασιλιά Βόρι.
«Επειδή σήμερα η βασίλισσα γέννησε τον διάδοχό μου, απονέμω χάρη σ’ όλους τους αιχμαλώτους∙ απ' αυτήν την στιγμή είσαστε όλοι ελεύθεροι».
Μόλις ανοίγουν οι φυλακές, από την χαρά μας, παρ’ όλην την πείνα και την εξάντληση, σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στο σπίτι μας.
Μόνη απορία που έμεινε όμως στους αιχμαλώτους, ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος ευεργέτης μας. Άγγελος, Άγιος, άνθρωπος; Όπως και να έχει, γεγονός είναι ότι ήταν σταλμένος από Θεού στην πιο κρίσιμη ώρα. Δηλαδή στο παρά πέντε. Αλλιώς μέχρι να 'φτανε το βασιλικό μήνυμα θα ήταν πια πολύ αργά. Ήδη θα’ μασταν τελειωμένοι».
(από το βιβλίο: Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σ. 44-46)