Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας Πορφύριος, ήλθε μια κοπέλα απ’ την Αυστραλία για να τον επισκεφτεί. Δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει. Όταν ήλθε στο μοναστήρι, είδε ότι έξω δεν υπήρχε κόσμος, βρήκε την πόρτα ανοικτή και ανέβηκε τροχάδην επάνω στο κελλάκι του. Είδε, παραδόξως, το Γέροντα να κάθεται στο κρεβάτι, μίλησε μαζί του αρκετή ώρα, είπε ότι ήθελε να πη, πήρε τις απαντήσεις και, πολύ χαρούμενη, κατέβαινε τη σκάλα .
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μια αδελφή. Εντωμεταξύ η πόρτα ήταν κλειστή. Της λέει:
- Εσύ πως βρέθηκες μέσα; Πως μπήκες;
Λέει:
- Να. Δεν είχε κόσμο έξω, βρήκα την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκα επάνω και μίλησα του Γέροντα. Δεν είχε κανένα. Της λέει:
- Μα πώς; Μίλησες στο Γέροντα;. Λέει - Ναι.
- Μα ο Γέροντας, της λέει, έχει πεθάνει.
- Τι λες; Αφού ο Γέροντας είναι επάνω!
Και γυρίζει απότομα πάλι επάνω τροχάδην, να δη το Γέροντα. Ανεβαίνει επάνω, άδειο το κελί, στρωμένο το κρεβατάκι του…. Και τότε ξέσπασε σε λυγμούς, που αυτή είχε δη το Γέροντα και μίλησε, ενώ ήδη ο Γέροντας είχε κοιμηθεί.
(βιβλίο: Μαθητεύοντας στο Γέροντα Πορφύριο, Μήλεσι 2011)