(Ο Άγιος Νεομάρτυς Φιλούμενος έμεινε στην αγία γη για 46 έτη διακονώντας την εκεί αδελφότητα του Πατριαρχείου, ως φύλακας αγίων τόπων, αλλά εξαιρέτως αγίων τρόπων. Τελευταίος σταθμός της διακονίας του ήταν το Φρέαρ του Ιακώβ, το οποίον έγινε τόπος του μαρτυρίου του. Στις 16 Νοεμβρίου 1979 μ.Χ. (29 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο), φανατικοί σιωνιστές, που διεκδικούσαν το προσκύνημα ως δικό τους, τον κατέκοψαν την ώρα του εσπερινού. Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην αγία γη).
Γράφει ο Ανδρέας Κυριακού: «Όταν επιτέλους, οι Εβραίοι ειδοποίησαν το Πατριαρχείο ότι μπορούσαν να παραλάβουν το νεκρό [τον π. Φιλούμενο], τρεις αρχιμανδρίτες αναχώρησαν για τη Χάιφα. Φτάνοντας στο νοσοκομείο οι δύο απ’ αυτούς εισηγήθηκαν να τυλιχθή το λείψανο σ΄ ένα σεντόνι, διότι μετά από τόσες μέρες θα είχε πάθη νεκρική ακαμψία. Ο τρίτος, ο κύπριος αγιοταφίτης π. Σωφρόνιος δεν αποδέχτηκε την εισήγηση και θέλησε να ντύσει κανονικά το λείψανο του Νεομάρτυρος. Εισήλθε στο νεκροτομείο, στάθηκε μπροστά στο λείψανο και ψιθύρισε:
- Πάτερ Φιλούμενε, συ ήσουν άνθρωπος υπακοής. Βοήθησέ με να σε ντύσω.
Τότε ο π. Φιλούμενος άπλωσε το ένα του χέρι και στη συνέχεια το άλλο και τον έντυσε!
Τελειώνοντας ο π. Σωφρόνιος φώναξε τους άλλους:
- Ελάτε να δείτε, άπιστοι, που τον έντυσα.
Όταν τον έφεραν στα Ιεροσόλυμα, η Γαλάτεια [η αδελφή του] δυσκολεύτηκε πολύ να τον αναγνωρίσει παρά τις πολλαπλές ραφές που έγιναν στο πρόσωπό του κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο. Πριν από τη νεκρώσιμη ακολουθία ο π. Σωφρόνιος πήρε το χέρι του πατρός και το ανεβοκατέβασε, δείχνοντας την ευλυγισία του μαρτυρικού σκηνώματος.
Η εξόδιος ακολουθία έλαβε χώρα στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης την Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 1979.
(στο βιβλίο: "Τα θαυμάσια του Θεού", αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ.26-27)