«Η τεράστια αίθουσα, στην οποία ο μεγάλος ιεροκήρυκας του 19ου αι. κήρυττε σε χιλιάδες ψυχές, δυο φορές καταστράφηκε από πυρκαγιά και πάλι ξανακτίστηκε πιο ευρύχωρη.
Όταν επρόκειτο να μιλήσει στην καινούρια μεγάλη αίθουσα, μια μέρα πριν από το κήρυγμα πήγε ο Spurgeon για να δοκιμάσει την ακουστική της. Στάθηκε σε μια γωνία και με δυνατή φωνή, επανέλαβε τρεις φορές αργά και καθαρά, τα λόγια του Κύριου στον Ιωάννη 3,16.
«Τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή, δια να μην απολεσθεί πας ο πιστεύων εις Αυτόν , αλλά να έχει ζωήν αιώνιων».
Η ακουστική της αιθούσης ήταν ικανοποιητική κι ο Spurgeon ευχαριστημένος απομακρύνθηκε. Πέρασαν μέρες, εβδομάδες. Μια μέρα, ενώ ήταν στο γραφείο της εκκλησίας, κάποιος κτύπησε την πόρτα. Ήταν ένας εργατικός άνθρωπος. Κι είχε να πει μια παράξενη ιστορία.
- Άνθρωπε του Θεού, είπε. Θέλω να με βοηθήσετε να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό. Είμαι δυστυχισμένος. Και θα είχα τώρα δώσει τέλος στη ζωή μου, αν τη στιγμή κατά την οποία ήμουν έτοιμος, πριν μερικές μέρες, να πηδήξω στο κενό από τις σκαλωσιές του διπλανού κτιρίου που κτίζεται, δεν με σταματούσε εκείνη η φωνή από τον ουρανό.
- Φωνή από τον ουρανό; Ποιά; Ρώτησε περίεργος ο εργάτης του Θεού.
- Να, εξήγησε ο επισκέπτης. Τη στιγμή κατά την οποία είχα κλείσει τα μάτια μου και ήμουν έτοιμος να πηδήξω, άκουσα μια φωνή να λέει:
Τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο….
Μου φάνηκε πως ονειρευόμουν. Μα πριν συνέλθω, πάλι ακούστηκε η φωνή να λέει:
τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμο…..
Και σαν να μην έφθανε και τούτο, η φωνή ξανακούσθηκε και τρίτη φορά .
Κατέβηκα από τη σκαλωσιά και πήγα σπίτι μου. Εκείνο το βράδυ, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Και την άλλη μέρα, γυρνούσα ανήσυχος με τον αντίλαλο της φωνής που αντηχούσε αδιάκοπα μέσα μου «δια να μη απολεσθή». Πέρασαν μέρες αγωνιάς. Ο Θεός με κάλεσε, με ζητάει. Θέλω να του δώσω την καρδιά μου» (ΜΑβ, 120).
(στο: Θεός εφανερώθη, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 353-354)