«Η θύελλα λυσσομανούσε και το πλοίο φερόμενο σαν κομμάτι άχυρο, πήγαινε να κομματιασθεί σ’ ένα βράχο κοντά στην ακτή. Έριξαν φωτοβολίδες απελπισίας, και αμέσως θαρραλέοι άνδρες έβαλαν στη θάλασσα μια σωστική λέμβο. Επιβιβάστηκαν πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά. Η λέμβος έκανε δεύτερο ταξίδι, αλλά το πλοίο βυθιζόταν αβοήθητο μέσα στα κύματα και το τρίτο ταξίδι θα ήταν σίγουρα και το τελευταίο.
«Κατάλαβα», λέει ένας επιβάτης, ότι ήμουν από τον αριθμό εκείνων που δεν θα σωζόντουσαν.
Σε μια στιγμή οι αμαρτίες της ζωής μου παρουσιάστηκαν μπροστά μου και επρόκειτο μ’ αυτές να συναντήσω τον Θεό.
Είχα ένα συνάδελφο ονομαζόμενο Jacques που ήταν Χριστιανός εκ πεποιθήσεως και μου είχε μιλήσει πολλές φορές για το θέμα της ψυχής μου. Ήταν εκεί κοντά μου και σιωπούσε».
Η λέμβος επέστρεψε για το τελευταίο ίσως ταξίδι και δεν είχα οριστεί ν’ αναχωρήσω. Ο Jacques ήταν. Αντί να προχωρήσει με έσπρωξε μπροστά λέγοντάς μου:
«Πήγαινε στη θέση μου θα σε συναντήσω στον ουρανό. Εσύ δεν πρέπει να πεθάνεις, δεν είσαι έτοιμος».
Δεν ήθελα να δεχτώ, αλλά παρασύρθηκα από τους άλλους.
Μόλις και μετά βίας είχαμε αφήσει το πλοίο κι αυτό βυθίστηκε .Είπα στον εαυτό μου:
«Πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσω το Θεό του Jacques».
Αγόρασα μια Γραφή την όποια διάβαζα σελίδα-σελίδα. Φθάνοντας στη σκηνή της Σταυρώσεως του Ιησού, σταμάτησα και φώναξα:
«Ο Jacques πέθανε για να μην πεθάνω εγώ τότε, αλλά ο Ιησούς πέθανε για να ζήσω αιώνια». (Ημερολ. ΟΚΣ 2007)
(στο: Θεός εφανερώθη, αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ, σελ 374-375)