«Στην άκρη ενός μεγάλου δάσους ζούσε κάποτε ένα μικρό αγόρι με τη μητέρα του.
Μια μέρα αυτή το τιμώρησε αυστηρά για κάποια αταξία του. Το παιδί, θυμωμένο και επαναστατημένο άρχισε να φωνάζει:
«Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ» κι έτρεξε μακριά μέσα στο δάσος φωνάζοντας: «Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ».
Όταν πλησίασε σε μια μεγάλη χαράδρα σταμάτησε το τρέξιμο, αλλά τρέμοντας απ’ τη παιδική του λύσσα, φώναξε πάλι: «Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ», και η ηχώ απάντησε:
«Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ!».
Κατατρομαγμένο το παιδί έτρεξε πίσω στη μητέρα του και με λυγμούς της είπε για τον κακό άνθρωπο του δάσους, που του είπε : «Σε μισώ»!
Και η μητέρα, καλή και φρόνιμη όπως ήταν, οδήγησε το μικρό της γιό πάλι στη χαράδρα και του είπε :
«Τώρα, παιδί μου, φώναξε: Σ’ αγαπώ’, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ».
Το μικρό αγόρι έκανε ότι του είπε η μητέρα του και η ηχώ ήρθε πίσω καθαρή, γλυκιά, σαν τον ήχο μακρινής καμπάνας:
Σ’ αγαπώ, σ’αγαπώ, σ΄ αγαπώ. Και η μητέρα είπε:
«Παιδί μου, αυτός είναι ο νομός της ζωής . Ό,τι δίνουμε αυτό παίρνουμε». (Υ,94)
(στο Η ανατροφή των παιδιών, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 44-45)