O Leo Buscaglia γράφει για το θετικό παράδειγμα του δικού του πατερά: «Ο πατέρας είχε πάντα αρκετά κολοκυθάκια για να θρέψει ένα ολόκληρο μικρό έθνος. Τα καθάριζε, τα χώριζε κατά μέγεθος και ετοιμαζόταν για τη βόλτα του στη γειτονιά.
Τα τρυφερότερα της σοδειάς ήταν προορισμένα να δοθούν. Αυτά που είχαν καταφέρει να κρυφθούν κάτω από τους θάμνους και είχαν μεγαλώσει σε μέγεθος Γαργαντούα προορίζονταν για το τραπέζι μας…
Ο πατέρας είχε κανονικό δρομολόγιο διανομής κολοκυθιών. Χώριζε σε μερίδες τα πολύτιμα λαχανικά, αναλόγως με τις ανάγκες των γειτόνων μας, το μέγεθος της οικογενείας τους και τις γευστικές τους προτιμήσεις. Έξι γι’ αυτή την οικογένεια, πέντε γι΄ αυτήν, εννιά για την άλλη, ώσπου να προμηθευτεί όλη η γειτονιά.
Ο πατέρας αγαπούσε να μοιράζεται με τους άλλους τους καρπούς των κόπων του, αν και αυτό δεν το εκτιμούσαν όλοι….
Η γενναιοδωρία του πατέρα μου δεν περιοριζόταν στα κολοκυθάκια. Έτσι ήταν και με όλους τους ζητιάνους της πόλεως .
«Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του», έλεγε, ρίχνοντας μέσα στο καπέλο λίγα πολύτιμα για μας κέρματα.
Είχε πάντα έτοιμο ένα δροσιστικό ποτό για τον ταχυδρόμο ή για τον ελεγκτή του ηλεκτρικού.
«Είναι όλη μέρα έξω στον ήλιο και στη ζέστη», έλεγε, «δεν είναι και εύκολη δουλειά».
Είχε πάντα ένα μπουκέτο λουλούδια για την Κα. Ζ. , που έπρεπε να μένει στο κρεβάτι επειδή ήταν άρρωστη.
«Είναι μονή της, έλεγε, χρειάζεται όμορφα πράγματα γύρω της· θα την κάνουν να αισθανθεί καλυτέρα και ίσως μ’ επισκεφτεί και κείνη μια μέρα όταν εγώ θα είμαι άρρωστος».
Ετοίμαζε μια μπουκάλα κρασί για τη δασκάλα που μας επισκεπτόταν. Αυτό εμάς μας ενοχλούσε και μας έκανε να ντρεπόμαστε, εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτε.
«Θα την βοηθήσει με τόσα γραπτά που έχει να διορθώσει», μας έλεγε. Υπήρχαν ραβιόλια για την βιβλιοθηκάριο.
«Μας δίδει όλα τα βιβλία τζάμπα, μπορούμε και εμείς να της δώσουμε λίγα ραβιόλια. Θα της κάνουν καλό, έτσι κι αλλιώς είναι πολύ αδύνατη….»
Ωριμάζοντας άρχισα να παρατηρώ ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο.
Μόνο του πατέρα μου τα γράμματα δίνονταν χέρι με χέρι. Μόνο τον πατερά μου χαιρετούσαν όλοι τόσο ζεστά, από τον οδοκαθαριστή μέχρι τον κρεοπώλη της γειτονιάς. Πάντα ο πατέρας μου είχε την πρώτη επιλογή από τα καινούρια ιταλικά βιβλία που έφταναν στη βιβλιοθήκη.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα, που να μίλησε ποτέ άσχημα για τον πατέρα μου. Απόψεις για το πόσo μαλακός και υπερβολικά καλός ήταν ακούγονταν που και που, όμως περισσότερο σαν έπαινος παρά σαν επίκριση» (ΒL,50)
(στο: Η ανατροφή των παιδιών, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 141-143)