1) Αν ρίξουμε ένα βλέμμα στον τρόπο της έκθεσης της εξαημέρου θα δούμε, ότι δεν πρόκειται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για γεωλογικές περιόδους, όπως νόμισαν κάποιοι, διότι το κείμενο μιλά ρητά «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί». Άρα μιλά για ημερονύκτιο. Ούτε όμως και για πραγματικά εικοσιτετράωρα ημερονύκτια πρόκειται, διότι ο ήλιος ο οποίος καθορίζει τα ημερονύκτια έγινε την τέταρτη ημέρα. Επομένως ο τόνος δεν πρέπει να δοθεί στη σειρά των δημιουργημάτων, αλλά στον αριθμό έξι. Η Βιβλική δηλαδή διήγηση της εξαημέρου είναι έξι οράματα, με τα οποία ο Θεός αποκάλυψε στους πρωτοπλάστους την δημιουργία του κόσμου.
Για καμία άλλη εποχή η αποκάλυψη υπήρξε αναγκαιότερη όσο για την αρχή της ανθρωπότητας. Η αποκάλυψη θα γινόταν με έκσταση όπως έγινε στον Αδάμ η αποκάλυψη της δημιουργίας της γυναίκας όπως ρητά αναφέρει η Αγία Γραφή (2,21). Επομένως η εξαήμερη δημιουργία είναι έξι οράματα εγκλειόμενα σε εικοσιτετράωρα χρονικά διαστήματα, με τα οποία ο Αδάμ είδε την εν χρόνω ενέργεια του Θεού. Η πρωταρχική αυτή παράδοση υπήρξε εν πρώτοις υποκείμενο προφορικής παράδοσης, η οποία καταγράφηκε ίσως πολύ πριν τον Μωϋσή.
2) Εάν ρίξουμε προσεκτικότερο βλέμμα στο περιεχόμενο της εξαημέρου θα παρατηρήσουμε, ότι αυτή διαιρείται σε δύο αντίστοιχες τριάδες (στιχ. 3-13 και στιχ. 14-25) και έπειτα έρχεται η δημιουργία του ανθρώπου (στιχ. 26-29). Οι αντίστοιχες αυτές τριάδες έχουν σχέση μεταξύ τους και προς αλλήλας. Έχουν σχέση μεταξύ τους, διότι οι ημέρες της πρώτης τριάδος είναι χωρίσματα, ενώ οι μέρες της δεύτερης τριάδος είναι συμπληρώματα.
Και συγκεκριμένα: κατά την πρώτη ημέρα χωρίζεται το φως από το σκότος, την δεύτερη ημέρα χωρίζεται ο ουρανός από την θάλασσα, την τρίτη ημέρα χωρίζεται η θάλασσα από την ξηρά.
Στην δεύτερη τριάδα έχουμε τα συμπληρώματα ως εξής: Κατά την τέταρτη ημέρα έχουμε τον ήλιο για συμπλήρωση του φωτός της πρώτης ημέρας. Κατά την πέμπτη ημέρα έχουμε τα συμπληρώματα ουρανού και θάλασσας, δηλαδή τα πτηνά του ουρανού και τα ψάρια της θάλασσας. Κατά την έκτη ημέρα έχουμε τα χερσαία ζώα και τον άνθρωπο το συμπλήρωμα της ξηράς και των φυτών της τρίτης ημέρας, διότι πάνω στην ξηρά και δια των φυτών θα ζήσουν άνθρωποι και ζώα.
3) Ο σκοπός: Αυτός είναι θρησκευτικός και παιδαγωγικός. Επομένως τα κοσμικά γεγονότα θίγει εν παρόδω και μιλά για την δημιουργία όπως εμφανίζεται αυτή στα μάτια μας. Αφήνει την επιστημονική έρευνα αυτών στην ανθρώπινη οξυδέρκεια όπως βεβαιώνουν Βασίλειος, Χρυσόστομος, Αυγουστίνος. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν η αποκάλυψη κατέρχεται στην αντιληπτική ικανότητα κάθε ηλικίας και όλων των αιώνων, έτσι ώστε το αόρατο και πνευματικό να είναι ευκρινές και σαφές στους αδύνατους. Για αυτό η δημιουργική ενέργεια του Θεού εκθέτει αυτά με εικόνες ανθρώπινης ενέργειας (ομιλία του Θεού, έργο εξαήμερο, ανάπαυση κλπ.) τονίζει δε στα θεία αυτά έργα εκείνο το οποίο υποπίπτει στην άμεση αντίληψη και είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους απλούς ανθρώπους.
4) Το κείμενο: Είναι απλό, φωτεινό και στα παιδιά αντιληπτό και η ερμηνεία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απομακρυνθεί από την κυριολεξία, εφ’ όσον δεν παρίσταται επιτακτική ανάγκη για αυτό. Οι λέξεις «ημέρα, φως, πρωΐ, εσπέρα κλπ.» πρέπει να ληφθούν στη συνηθισμένη κυριολεξία τους. Η δε ομιλία του Θεού ως ανθρώπινη είναι ανθρωποπαθής Βιβλική έκφραση, η οποία δηλώνει, ότι στη δημιουργία πραγματοποιήθηκαν οι θείες σκέψεις και ότι τα δημιουργήματα είναι η φυσική αποκάλυψη της δύναμης, της σοφίας και της αγαθότητας του Θεού. Για αυτό η δημιουργία εκτίθεται ως έργο που έγινε σε έξι ημέρες μαζί με την ημέρα της ανάπαυσης της εβδόμης που ακολούθησε αυτές για συμβολισμό των έξι εργάσιμων ημερών, κατά τις οποίες ο άνθρωπος οφείλει να εργάζεται, και της έβδομης, του Σαββάτου, κατά την οποία υποχρεούται να αναπαύεται.
Συμπέρασμα: Από αυτά συνάγεται ότι η Βιβλική κοσμογονία δεν είναι επιστημονική, αστρονομική έκθεση της δημιουργίας, αλλά σχηματική ταξινόμηση των δημιουργημάτων για σκοπό θρησκευτικό ότι αυτά έγιναν από το Θεό, και έχουν σκοπό παιδαγωγικό, για να μας διδάξει, ότι πρέπει τις 6 ημέρες να εργαζόμαστε και την έβδομη να αναπαυόμαστε.
Κατά συνέπεια σε καμία αντίφαση δεν μπορεί να έλθει η βιβλική κοσμογονία με τις επιστημονικές παρούσες ή μεταγενέστερες αντιλήψεις, περί δημιουργίας του κόσμου.
(Η Παλαιά Διαθήκη, αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, τόμος Α, έκδοσις «Λυδία» 1986, σελ. 408-410)