Πῶς πρέπει νά προσευχώμαστε.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ
(Ἐπιστολή 4η) ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου
Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. Το πνεύμα μας μπορεί να εκφραστεί με τις πιο ποικίλες μορφές. Όχι σπάνια, και ενδεχομένως μάλιστα ιδιαίτερα συχνά, με τη σιωπή μας ενώπιον του Θεού. Σιωπούμε, γιατί ο Θεός γνωρίζει όλο το βάθος της σκέψεώς μας, όλες τις προσδοκίες της καρδιάς μας, αλλά δεν είμαστε πάντοτε ικανοί να τις εκφράσουμε με λόγια. Ο Θεός όμως κατανοεί τις μυστικές κινήσεις της καρδιάς μας και απαντά σε αυτές.
Φοβούμαι λίγο ότι εσύ δεν υπολογίζεις αυτό ακριβώς που είπαμε πιο επάνω· ότι τείνεις να εκλάβεις την προσευχή ως στάση μπροστά στις εικόνες με την προφορά τυπικών εκφράσεων που θεσπίστηκαν από αιώνες (προσευχές Όρθρου και Εσπερινού ή Ψαλμών και τα παρόμοια). Βέβαια και στο είδος αυτό της προσευχής μπορεί κάποιος να συνηθίσει από τη νεότητά του και να το επιτελεί κάθε ημέρα. Αυτό όμως είναι τελείως ανεπαρκές, και η προσευχή αυτή δεν εξαντλεί καθόλου το θέμα της προσευχής.
Παρατηρώ ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι γίνονται ολοένα και λιγότερο ικανοί γι’ αυτό ακριβώς το είδος της προσευχής. Το φαινόμενο αυτό το αποδίδω στην εντεινόμενη διανοητική δραστηριότητα των ανθρώπων. Ο νους μας βρίσκεται σε συνεχή σχεδόν διέγερση από το πλήθος των κάθε είδους εντυπώσεων που μας προσεγγίζουν κατά τη διάρκεια της ημέρας· των εντυπώσεων της οράσεως και της ακοής. Από το πρωΐ αρχίζει ο εγκλωβισμός των ανθρώπων των πόλεων, αλλά τώρα και των χωριών, στην κοσμική ζωή, που παρασύρει τον νου και τη φαντασία μας στην εξέλιξη των γεγονότων και τα αισθήματά μας στη συμμετοχή σε αυτά.
Πώς λοιπόν με τους όρους αυτούς να αναχθούμε σ’ εκείνη την ησυχία του νου και την ηρεμία της καρδιάς, που είναι πράγματα τόσο απαραίτητα για την προσευχή; Να το ερώτημα. Σε αυτό θα επανέλθουμε πάλι κάποτε, αν ο Θεός ευδοκήσει, ενώ τώρα θα μεταφερθώ λίγο σε άλλο θέμα, στην προσωπική σου περίπτωση.
Γράφεις ότι, όταν βλέπεις την ανικανότητά σου να βρεις την προσευχή, όταν σταθείς σε προσευχή, συναισθάνεσαι τη μηδαμινότητά σου. Και αυτό σε αποκαρδιώνει. Μην αποθαρρύνεσαι. Μην ανησυχείς πολύ με αυτή την περίπτωση. Να παρασταθεί κάποιος ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει καθόλου να «σταθεί μπροστά στις εικόνες», αλλά να Τον αισθανθεί στο βάθος της συνειδήσεώς του ως Εκείνον που γεμίζει με την παρουσία Του τα πάντα. Να Τον ζήσει ως την αληθινή Πρωταρχική Πραγματικότητα από την οποία προέρχεται ο κόσμος στην τάξη της κατώτερης, δεύτερης δημιουργημένης κτιστής πραγματικότητος. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη η κάθε στάση στην οποία βρίσκεται το σώμα: είτε κατακλίνεται, είτε βαδίζει, είτε κάθεται, είτε στέκεται και τα παρόμοια.
Αν ο νους και η καρδιά σου δοκιμάζουν προσευχητική διάθεση κατά την ανάγνωση της Αγίας Γραφής, τότε μένε σε αυτήν όσο δεν διακόπτεται η προσευχητική αυτή διάθεση. Ο κανόνας είναι ο εξής: Κάθε λόγος, κάθε θέση του σώματος, στα οποία ο νους και η καρδιά ενώνονται σε μια ζωή της μνήμης του Θεού, δεν πρέπει να αλλάζει, ωσότου εξαντληθεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα.
Οι παρατηρήσεις μου επάνω στους σύγχρονους ανθρώπους με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι βολικότερο γι’ αυτούς να προσεύχονται στους ναούς, ιδιαίτερα κατά τη Λειτουργία. Η λειτουργική προσευχή με τη συχνή θεία μετάληψη αποτελεί το πλήρωμα. Αλήθεια, για να πραγματοποιηθεί αυτό, είναι απαραίτητο να την ζει κάποιος και να την κατανοεί. Τότε αποκαλύπτεται ότι η Λειτουργία αγκαλιάζει με τη χάρη της όλη τη ζωή μας· σ’ αυτήν περικλείονται όλα τα επίπεδα του είναι μας κατά την αναφορά του προς τον Θεό. Η Λειτουργία, αν βεβαίως βιώνεται με όλο το είναι μας, επιτρέπει να τη ζήσουμε ως αληθινά Θεία Πράξη, που περιλαμβάνει όχι μόνο αυτό τον ορατό κόσμο, αλλά και όλον εκείνον που άπειρα ξεπερνά τα όριά του. Μη εμβαθύνοντας στον χώρο αυτό ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να περιπέσει στη συνήθεια που τον ερημώνει και τον νεκρώνει. Είναι απαραίτητο να αυξάνει αδιάκοπα στη γνώση του Θεού και να μην επιτρέψει να μετατραπεί η Λειτουργία σε λεπτομέρεια της ευσεβούς βιοτής μας. Επειδή ακριβώς η ζωή μας έγινε φτωχότερος χώρος για τη Λειτουργία, ζήσαμε όλοι τη βαθειά κρίση. Οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται με μεγάλη ικανοποίηση σε κάθε είδους ανάγνωσμα ή διασκέδαση, προτιμώντας αυτά αντί της Λειτουργίας. Με αυτό τον τρόπο αναπαύονταν καλύτερα και μάλιστα ικανοποιούσαν την απαίτηση να αυξάνουν τις γνώσεις τους. Αυτό είναι πλήρως κατανοητό και δικαιολογημένο. Ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι όν που τείνει προς την τελειότητα, προς τη γνώση, και ακόμη προς την απόλυτη γνώση και το πλήρωμα του Είναι. Να λοιπόν το παράδοξο: Εξαιτίας της τάσεως αυτής προς την απόλυτη τελειότητα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, οι άνθρωποι απομακρύνονται από εκείνο τον «χώρο», ο οποίος δόθηκε από τον Θεό ακριβώς για την απόκτηση της γνώσεως και της ζωής αυτής.
Θα σου πω λίγα λόγια και για ένα επιπλέον πρόβλημα της εποχής μας. Δυστυχώς οι μορφές της εκκλησιαστικής ζωής και των ακολουθιών που θεσπίστηκαν δια μέσου των αιώνων δεν ανταποκρίνονται εντελώς στις αναζητήσεις και τις ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων. Και αυτό είναι κατανοητό. Οι μορφές αυτές δεν σχηματίστηκαν σε δικές μας εποχές, αλλά για ανθρώπους άλλης διανοητικής και ψυχολογικής αναπτύξεως και άλλης εμπειρίας της ζωής. Το πρόβλημα όμως αυτό στην Εκκλησία είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και ως εκ τούτου η επίλυσή του προς το παρόν για ιδιαίτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο: Μερικοί άνθρωποι μη αποκομίζοντας από τις μορφές των εκκλησιαστικών ακολουθιών απαντήσεις για όλες τις ανάγκες τους, αισθάνονται επιπλέον την ανάγκη να αναπληρώσουν αυτή την έλλειψη στο σπίτι τους με μεγάλο τίμημα απώλειας δυνάμεως και χρόνου.
Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ πριν από εκατό περίπου χρόνια έργραφε ότι ήδη στον καιρό του ακόμη και οι μοναχοί στα μοναστήρια, μη αποκομίζοντας από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και την προσωπική χειραγώγηση όλα όσα τους χρειάζονται, είχαν την ανάγκη να διαβάζουν εντατικά τη Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Χωρίς αυτά δεν μπορούσαν να προοδεύσουν [1]. Ακόμη περισσότερο ισχύουν όλα αυτά για τους συγχρόνους μας που ζουν στον κόσμο, και μάλιστα στον κόσμο που δεν προσεύχεται και έχει λησμονήσει τον Θεό.
Έτσι λοιπόν, μην ανησυχείς για την ανικανότητά σου να συγκεντρωθείς, όταν στέκεσαι στην προσευχή.Κράτησε πριν απ’ όλα τη μνήμη του Θεού και την ειρήνη της καρδιάς. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για σένα, εφόσον δεν το κατέχεις ισχυρά. Πρόσεχε, μη δαπανάς χωρίς όφελος τις λίγες σωματικές σου δυνάμεις.
Για να βρεις τον σωστό δρόμο, είναι καλύτερο απ’ όλα να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:
«Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου … Δίδαξέ με να σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες … Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου … Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για απώλεια … Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξέ με τα πάντα … Αλλά έτσι, ώστε πραγματικά το θέλημά σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε εγώ το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού … Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι … αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα την ανάξια να δω το Φως Σου, ώ Φως του κόσμου».
Κι έτσι, με δικά σου λόγια, να προσεύχεσαι για όλα με τον ίδιο τρόπο. Θα περάσει κάποιος χρόνος και η δύναμη των λόγων αυτών θα εισχωρήσει στο εσωτερικό της υπάρξεώς σου, και τότε θα ρεύσει αυτομάτως ζωή, όπως ακριβώς θέλει ο Κύριος. Κρίνοντας όμως εξωτερικά δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τίποτε.
[1] Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Προσφορά στον σύγχρονο μοναχισμό, τόμ. 5, Νέα Υόρκη 1968, σ. 57, 58, 77.
Ἐκδόσεις: Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας
Ἀπό: Ἱστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ