[Ο άγιος Γέρων παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1910-2001) διηγείται…]
Μια μέρα είχαμε παγκοινιά (=κοινή εργασία όλων των μοναχών της μονής) και δουλέψαμε σκληρά όλη η συνοδεία σε οικοδομικές εργασίες. Μόλις τελειώσαμε και ήταν ώρα για την καθιερωμένη ανάπαυση, ξαφνικά ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καϊκιού, από τον αρσανά. Μόλις το άκουσε ο Γέροντας, τον είδαμε να σκυθρωπάζει στο πρόσωπο.
- Τι συμβαίνει, Γέροντα;
- Βρε τον ευλογημένο, πέτυχε την ώρα. Είναι ο Γ. και μας έφερε ένα βαρέλι λάδι.
Οι πατέρες ήταν τόσο κουρασμένοι που ο Γέροντας δεν τολμούσε να προστάξει κανέναν. Η μόνη λύση αν υπήρχε κανένας εθελοντής. Δεν ξέρω πώς φωτίστηκα και μπήκα στο λογισμό του Γέροντά μου. Τον ρωτώ:
- Γέροντα, έχει ευλογία να πάω εγώ να φέρω το βαρέλι;
- Αφού το θέλεις με την ψυχή σου, πήγαινε και η ευχή μου θα σε βοηθήσει παιδί μου.
Τρέχω αμέσως κάτω μαζί με ένα σκοινί. Φθάνω στον αρσανά. Γονατίζω και δένω το βαρέλι στην πλάτη με το σκοινί. Όταν προσπάθησα να σηκωθώ τα γόνατα πήγαιναν να λυγίσουν. Δοκιμάζω να περπατήσω, σχεδόν αδύνατον, τα πόδια δε βαστάνε. Παρόλ’ αυτά δεν το βάζω και κάτω.
«Αφού, λέω, μ’ έστειλε ο Γέροντας, δεν το παρατάω, ώσπου να πέσω κάτω. Τότε μόνο είμαι ανεύθυνος».
Με πολλή δυσκολία σαν χελώνα προχώρησα λίγα μέτρα. Βάζω τον σταυρό μου και λέω: «Παναγία μου, δι’ ευχών του Γέροντά μου, βοήθησέ με».
Μετά από αυτήν την μικρή προσευχή αισθάνθηκα ότι το βαρέλι στην πλάτη ξαλάφρωσε λιγάκι. Προχωρώ ακόμη· αισθάνομαι ακόμη πιο ελαφρά. Αρχίζω πια να περπατώ κανονικά. Όμως σε λίγο αισθάνομαι ότι έφυγε όλο το βάρος. Μόλις δε άρχισα να ανεβαίνω τα απότομα σκαλιά πίστεψέ με, αισθανόμουν σαν κάποιος από πίσω να μ’ έσπρωχνε. Τότε ανέβαινα σχεδόν τρεχάτος τα σκαλιά λέγοντας συγχρόνως συνέχεια και την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ…». Στην απόσταση από τον αρσανά μέχρι τα καλυβάκια μας, ένα φορτωμένο μουλάρι θέλει περίπου δύο ώρες. Σε διαβεβαιώ, λιγότερο από μία ώρα ανέβηκα φορτωμένος πενήντα οκάδες λάδι στην πλάτη.
Μόλις έφθασα συνάντησα μπροστά μου τον Γέροντα. Λέω:
- Γέροντα, θαύμα μέγα· το και το…
Και πάλι δεν συγκρατήθηκε ο Γέροντας. Αφού με έσφιξε στην αγκαλιά του μου λέει:
- Αυτό παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής. Θέλεις όμως να σου πω κι εγώ; Από την ώρα που κατέβηκες μέχρι και τώρα, με ασταμάτητα δάκρυα σου τραβούσα κομποσχοίνι».
(Παπα-Χαράλαμπος Διουσυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σελ. 85-87)