«Η υπομονή μιας πιστής γυναίκας». Αγίου Κασσιανού
"Θα ήθελα να σας δώσω γι’ αυτή την υπομονή δύο ακόμα παραδείγματα.
Το πρώτο είναι το παράδειγμα μιάς αφιερωμένης στον Θεό γυναίκας. Αυτή εργαζόταν με τόση συνέπεια την αρετή της υπομονής,ώστε όχι μόνο δεν απέφευγε τις επιθέσεις των πειρασμών, αλλά φρόντιζε η ίδια να προκαλεί τον πειρασμό, ώστε έτσι να ασκείται και να υπομένει, όσο συχνά κι αν οι πειρασμοί της επετίθεντο. Αυτή η γυναίκα ήταν απόγονος επιφανούς οικογένειας,κατοικούσε στην Αλεξάνδρεια και υπηρετούσε ευλαβικά τον Κύριο, παραμένοντας στο σπίτι που της είχαν αφήσει κληρονομιά οι γονείς της. Πήγε λοιπόν αυτή κάποτε και βρήκε τον μακαριστό επίσκοπο Αθανάσιο, παρακαλώντας τον να της αναθέσει τη μέριμνα μιας «χήρας», από εκείνες που φρόντιζε η Εκκλησία.
«Δώστε μου», είπε, «κάποια απο τις χήρες αδελφές, για να τη φροντίζω».
Βλέποντας την τόσο πρόθυμη στα φιλανθρωπικά έργα, ο Επίσκοπος επαίνεσε το σκοπό της γυναίκας. Έδωσε λοιπόν εντολή να επιλέξουν μια χήρα που να ξεχωρίζει ανάμεσα απ’ όλες τις άλλες γαι την τιμιότητα της, για την σοβαρότητά της και για όλο γενικά το ήθος της. Έτσι δεν θα υπήρχε φόβος να ζημιωθεί η γυναίκα που έκανε την προσφορά, από τα πάθη και τον κακό χαρακτήρα της χήρας που θα προστάτευε. Δεν θα κινδύνευε δηλαδή η γυναίκα – η οποία περίμενε την ανταμοιβή απο τον Θεό – να αγανακτήσει από τους κακούς τρόπους της χήρας και έτσι να ζημιωθεί η ψυχή της.
Η γυναίκα πήρε τη χήρα στο σπίτι της και άρχισε να τη διακονεί και να καλύπτει όλες τις ανάγκες της.
Η φιλοξενούμενη χήρα ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη και εκφραζόταν με πολλή μετριοφροσύνη και πραότητα. Δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει στη γυναίκα της ευχαριστίες της για την φιλανθρωπία που της έδειχνε. Περνούσαν οι ημέρες και νά, η γυναίκα ξαναπάει στον Επίσκοπο και του λέει:
«Σας παρακάλεσα να μου δώσετε μια χήρα που να μπορώ να τη φροντίζω και να την υπηρετώ υπάκουα σε όλες τις ανάγκες της».
Εκείνος δεν κατάλαβε στην αρχή τη σκέψη της, ούτε τον πόθο που αυτή η γυναίκα έκρυβε στην καρδιά της. «Ο διακονητής που ανέλαβε την υπόθεση», σκέφθηκε ο Επίσκοπος, «θα αμέλησε, δίχως άλλο, να εκτελέσει αυτή την εντολή μου». Άρχισε τότε να ρωτάει, ενοχλημένος κάπως απο τη νομιζόμενη αμέλεια του διακονητή, και να ζητάει να μάθει, για ποιό λόγο αυτός είχε καθυστερήσει την τακτοποίηση της υπόθεσης.
Αυτός τον πληροφόρησε ότι είχαν διαλέξει γι’ αυτή την κυρία την πιο αξιοσέβαστη χήρα που είχε η Εκκλησία. Τότε ο Επίσκοπος κατανόησε την επιθυμία της γυναίκας και έδωσε κρυφά εντολή να στείλουν στο σπίτι της γυναίκας την πιο δύστροπη απ’ όλες τις χήρες, την πιο θυμώδη, την πιο φιλόνικη και την πιο φλύαρη. Βρήκαν βέβαια πολύ πιο εύκολα από την πρώτη φορά μια χήρα με τέτοιο χαρακτήρα και της την παρέδωσαν.
Η γυναίκα πήρε τη χήρα στο σπίτι της και άρχισε να την υπηρετεί με την ίδια προθυμία και με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο από όσο είχε δείξει με την προηγούμενη. Αλλά παρά τις τόσες καλές υπηρεσίες που η γυναίκα προσέφερε, αντί για ευχαριστίες, άρχισε να εισπράττει ασταμάτητα προσβολές, βρισιές και κατηγορίες. Η χήρα τής έκανε άγριες επιθέσεις με τα χειρότερα λόγια, κατηγορώντας την ότι τη ζήτησε απο τον Επίσκοπο, όχι για να την ανακουφίσει, αλλά για να την τυραννήσει και για να τη βάλει σε μπελάδες. Της έλεγε ότι αντί να την αναπαύσει από τον κόπο, αυτή έκανε μάλλον το αντίθετο. Από λόγο σε λόγο, η κακόβουλη αυτή χήρα έφθασε μέχρι το σημείο να σηκώσει χέρι επάνω της και να την κτυπήσει.
Η γυναίκα τότε διπλασίασε τις περιποιήσεις και την ταπεινή διακονία της. Προσπαθούσε να ασκεί τον εαυτό της, ώστε να μπορεί να υπερβαίνει τη συμπεριφορά της μανιακής αυτής γυναίκας, χωρίς να αντιστέκεται. Έδειχνε εξαιρετική κατανόηση και αντιμετώπιζε τη συμπεριφορά της με υποχωρητικότητα και περισσότερο ταπείνωση. Όσο αυτή βομβαρδιζόταν από τις προσβολές, τόσο προσπαθούσε να καταπραύνει την αγνώμονα γυναίκα, με την επιείκια και την καλοσύνη της.
Έφθασε μάλιστα η ευσεβής αυτή γυναίκα –καθώς ένιωθε τον εαυτό της ενισχυμένο και δυναμωμένο απ’ αυτή την άσκηση που την οδήγησε στην τελειότητα της υπομονής, την οποία τόσο επιθυμούσε- να ξαναγυρίσει στον Επίσκοπο και να τον ευχαριστήσει για τη σοφή επιλογή του και για την ωφέλεια που είχε αποκομίσει απο τη διακονία της σ’ αυτή τη γυναίκα.
‘Ελεγε πως της είχε δώσει ο Επίσκοπος, κατά την επιθυμία της, μια άγια δασκάλα για να της διδάξει την υπομονή, αφού οι βρισιές και οι προσβολές της τη δυνάμωναν καθημερινά. Οι ταλαιπωρίες επιδρούσαν στην ψυχή της όπως το λάδι που αλείφονται πρίν απο τον αγώνα οι παλαιστές. Γιατί η κακοπάθεια την ασκούσε μέχρι που να την οδηγήσει στην κατάκτηση της αληθινής υπομονής.
«Επιτέλους», είπε στον Επίσκοπο, «μου δώσατε μια χήρα, την οποία να μπορώ πραγματικά να βοηθήσω. Όσο για την πρώτη, εκείνη μάλλον με τιμούσε και με παρηγορούσε με την καλοσύνη της»".
(Αγίου Κασσιανού, Συνομιλίες... τόμος Β, σελ. 95-97 εκδ. Ετοιμασία)