Άλλη φορά ο πατήρ Νικόλαος Πλανάς, βάδιζε προς τον ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας, δίπλα στη λαχαναγορά. Καθ’ οδόν συνάντησε ένα αμάξι, του οποίου το άλογο είχε πέσει κατά γης ημιθανές, ο δε αμαξηλάτης -άνθρωπος τραχύς- είχε αγριέψει και δέρνοντας αλύπητα το ατυχές ζώο, βλασφημούσε ασύστολα τα θεία.
Ο παπά-Νικόλας πλησίασε τον… αποθηριωμένο άνθρωπο και με το ήπιο και καλλιεργημένο χριστιανικό ύφος του, θέλησε να τον καθησυχάσει λέγοντας:
- «Το ζώο δεν έχει τίποτα και θα γίνει καλά, αλλά μη βλαστημάς, παιδάκι μου, το όνομα του Θεού».
Ο αμαξηλάτης στην κατάσταση του θυμού που βρισκόταν, γύρισε τα «πύρινα» μάτια του προς τον σεβάσμιο και νηφάλιο γέροντα και του είπε:
- «Ωρέ γέρο δεν με ξεφορτώνεσαι και συ, μη σε διαβάσω τώρα και σένα;».
Ο παπά-Νικόλας δεν απογοητεύτηκε, ούτε θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο, διότι του έλειπε ο εγωισμός, η μεγάλη ιδέα, το ψυχικό αυτό σαράκι που «κουφώνει» τα σπλάγχνα πολλών εξ ημών των κληρικών, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνων, που έμαθαν και «πέντε γράμματα».
Πλησίασε το άλογο, το σταύρωσε, έκανε μία προσευχή, το χάιδεψε, και, αμέσως, το άλογο σηκώθηκε στα πόδια του θαλερώτατο!
Έκτοτε ο αμαξηλάτης μεταβλήθηκε σε έναν καλό χριστιανό, συνδέθηκε στενότατα με τον παπα-Νικόλα, στην διάθεση του οποίου έθεσε το αμάξι του και τον «πηγαινοέφερνε» από το σπίτι του στον Προφήτη Ελισσαίο»
(ο Άγιος παπά-Νικόλας Πλανάς, εκδόσεις Αστήρ, σελ. 103-104)