«Παράδεισον εν Εδέμ». Ο τόπος τον οποίο ο Θεός προορίζει για κατοικία του πρώτου ανθρώπου ονομάζεται παράδεισος. Έτσι αποδίδει η μετάφραση των Ο΄ το κοινού γένους εβρ. ον.gan, που σημαίνει κήπος και μάλιστα περιφραγμένος. Ο όρος παράδεισος είναι εξελληνισμένος τύπος της περσικής (αρχαίας Βακτριανής) λέξης pairidaeza, που δηλώνει αρχικά έναν περιφραγμένο χώρο και αργότερα έναν τόπο αναψυχής. Εισάγεται δε στην εβραϊκή με τη μορφή pardes, που απαντά στην Π.Διαθήκη ⁵⁵ και δηλώνει επίσης περιφραγμένο χώρο και ειδικά κήπο (56).
Το βιβλικό κείμενο στον παρόντα στ. 8, όπως και στο 10, παρουσιάζει το χώρο αυτό του παράδεισου ενταγμένο σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της γης, που την αποκαλεί Εδέμ ͘ «παράδεισον εν Εδέμ» (gan be ̔edheen, κήπον εν Εδέν). Αλλού όμως τον εμφανίζει ως ανεξάρτητο χώρο, ο οποίος ταυτίζεται με την Εδέμ ̇ «gan ̔edhen» κήπος της Εδέν). Αυτό συμβαίνει μόνο στο ΜΚ (Γεν.2,15.3,23̇͘ ̇24), γιατί οι Ο΄ αντί «κήπος της Εδέν» έχουν «παράδεισος της τρυφής». Η αντικατάσταση του κυρίου ον. Εδέμ από το ουσ. τρυφή στη μετάφραση των Ο΄εξηγείται ασφαλώς από το ομοιόσχημο, ομόηχο και ομόστικτο των δυο λέξεων, οι οποίες εκφέρονται με την ιδία λ. ̔edhen, που σημαίνει τέρψη, ηδονή, ευφροσύνη και τρυφή.
Ετυμολογικά ο όρος Εδέμ συνδέεται με τη σουμεριακή-ακκαδική λ. edinu, η οποία σημαίνει κυρίως πεδιάδα, λειμώνας και χρησιμοποιείται ως γεωγραφικός προσδιορισμός για την πεδινή περιοχή, που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Τίγρητος και Ευφράτου στη Νότια Μεσοποταμία. Η αναφορά σε μια τέτοια περιοχή της Ανατολής, όπου καταλήγει το τόξο της Εύφορης Ημισελήνου, μας μεταφέρει στην εικόνα της όασης στην έρημο, ο οποία δεν φαίνεται ν΄απέχει πολύ από τον παράδεισο, όπως περιγράφεται στο ι. κείμενο.
Πράγματι, οπουδήποτε γίνεται λόγος περί παράδεισου στην Π. Διαθήκη ⁵⁷, εμφανίζει την ιδία εικόνα, την εικόνα δηλ. μιας καλώς γνωστής περιοχής, η οποία διακρίνεται για την περισσή ομορφιά της, τη γονιμότητα και την ευφορία της, το κάλλος και τη μεγαλοπρέπεια των δέντρων της και γενικά για τις ανέσεις της. Η εικόνα αυτή για τον άνθρωπο της Διαθήκης συνδέεται με την όαση, η οποία αποτελεί πηγή ζωής για τον οδοιπόρο της ερήμου. Δεν υπήρχε άλλωστε άλλη καταλληλότερη απεικόνιση του παράδεισου από μίαν όαση, η οποία στη συνείδηση του νομάδα ανατολίτη ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την επιβίωσή του. Και τούτο διότι, κινούμενος μέσα στις άνυδρες και καυτές αχανείς ερήμους, προσδοκούσε εναγωνίως να συναντήσει μια όαση, η οποία με τη δροσιάτου νερού και τη σκιά των δέντρων της θʾ αναζωογονούσε τον ίδιο και τα ζώα του.
Για το λόγο αυτό οι Ο’ της προσδίδουν τη σημασία της τρυφής, στην οποία αντικατοπτρίζεται η ζωή των απολαύσεων και της μακαριότητας. Έτσι εισηγούνται στον ισραηλίτη την ιδέα του «παραδείσου (κήπου) της τρυφής»⁵⁸, ο οποίος στη σκέψη του ταυτίζεται με τον «παράδεισον του Θεού ή Κυρίου» (gan ʼElohim ή Yahweh)⁵⁹. Και τούτο λόγω της σύνδεσης της Εδέμ με την κατοικία του Θεού, που υπαινίσσεται η μαρτυρία της Γενέσεως ότι οι πρωτόπλαστοι «ήκουσαν της φωνής Κυρίου του Θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν» (3,8).
Παρόλα αυτά το πιθανότερο είναι ότι ο ι. συγγραφέας εδώ περιγράφει το τόπο κατοικίας του πρώτου ανθρώπου έχοντας δεδομένη την ύπαρξή του πάνω στη γη και δεν πρόκειται για μυθολογική ουτοπία (60). Φαίνεται δε να τον εντοπίζει , αορίστως και ασαφώς, κάπου στη Μεσοποταμία, όπως υπαινίσσεται η μνεία των γνωστών ποταμών Τίγριτος και Ευφράτου της περιοχής αυτής (Γεν.2,14).
«Επί της γης» τόν εντοπίζουν επίσης οι πατέρες της Εκκλησιάς. Ο Θεόφιλος Αντιόχειας αναφέρει ότι «ο παράδεισος γη εστί και επί της γης πεφύτευται»⁶¹. Ο ι. Χρυσόστομος θεωρεί ότι η τοποθέτηση ονόματος στο τόπο αυτό αρκεί για αποτρέψει τυχόν σκέψεις περί του «μη είναι εν τη γη τον παράδεισον αλλ’ εν τω ουρανω και μυθολογίας τινάς τοιαύτας ονειροπολείν»⁶². Παρεμφερώς εκφράζεται και ο Επιφάνιος Κύπρου ̇ «πηγή ανέβαινεν εξ Εδέμ ͘ ουκ είπεν ʿκατέβαινενʾ, ινα μη νομίσωμεν εν ουρανω είναι τον παράδεισον»⁶³. Ενώ ο Καισάριος τονίζει σαφώς «ο παράδεισος εμοί αισθητός δοκεί υπάρχειν και επι γης»⁶⁴. Σαφής είναι και η θέση του Μεθοδίου Ολύμπου ͘ «ο παράδεισος… .εκ ταύτης εστί γης προδήλως τόπος εξαίρετος ⁶⁵». Ομοίως και ο Προκόπιος Γαζαίος σημειώνει «ουκουν επι της γης ο παράδεισος» και συνεχίζει ͘ «αν αυτός δεν αποτελεί μέρος του κόσμου», τότε πώς ο Θεός τοποθέτησε εκεί «τον γήινον και πλαστόν άνθρωπον;»⁶⁶. Ανάλογη είναι και η άποψη του Μ. Βασιλείου, όπως εμφαίνεται από έναν ειδικό περί του παραδείσου λόγο του ⁶⁷, στον οποίο κατά τρόπο θαυμαστό και υπέροχο περιγράφει λεπτομερώς το κάλλος και τον πλούσιο φυσικό του διάκοσμο, ο οποίος είναι ανάλογος με το ευγενές θείο δημιούργημα, που πρόκειται να φιλοξενήσει.
Έξαλλου και η φράση «παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς» καθιστά σαφές ότι η Εδέμ ήταν τοποθεσία και όχι σύμβολο. Το ίδιο διακρίνεται και στην περιγραφή του παραδείσου στους στ. 11-14, η όποια τείνει να τον παρουσιάσει ως πραγματικό μέρος -μεγάλης εκτάσεως μάλιστα (68)- και όχι ως συμβολικό ή μυθολογικό υπαινιγμό ⁶⁹. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει από την περιγραφή αυτή είναι ο ποταμός που πηγάζει από την Εδέμ, ποτίζει τον παράδεισο και διατρέχει εξερχόμενος απ’ αυτόν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει προφανώς ότι η Εδέμ αποτελεί το κέντρο του κόσμου και την πηγή της ζωής των κατοίκων του. Ανάλογο υπαινιγμό συναντούμε και στον Ωριγένη, ο οποίος αναφέρει ότι «ο παράδεισος ή ο κήπος του Κυρίου Εδέμ καλείται ͘και φασίν αυτόν μέσον είναι του κόσμου, ως κόρην οφθαλμού».⁷⁰
Σε σχέση με τη θεολογική σημασία του παραδείσου παρατηρούνται τα εξής: Ο ι. συγγραφέας, αναφερόμενος στον παράδεισο, δεν προτίθεται να παράσχει πληροφορίες για μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή της γης, που τη θεωρούσε ως τόπο κατοικίας του πρώτου ανθρώπου. Σκοπός του είναι να περιγράψει τη ζωή της ευδαιμονίας και της μακαριότητας του ανθρώπου αυτού σ΄έναν εξαίσιο και θαυμαστό τόπο, να δώσει όσο γίνεται πληρέστερα και παραστατικότερα την εικόνα της αρχικής απλότητας, αγνότητας και αθωότητάς του σ΄ ένα ιδανικό περιβάλλον, που θα του εξασφάλιζε την αρμονική σχέση του με το Θεό και την κτίση.
Συνεπώς, οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης της Εδέμ στο γεωγραφικό χάρτη της γης ή ταύτισή της με κάποια συγκεκριμένη περιοχή της είναι μάταια. Διότι εδώ έχουμε ενώπιόν μας έναν άνθρωπο, η ιδεώδης αρχέγονος κατάσταση του οποίου απαιτούσε ένα εξίσου ιδεώδες περιβάλλον για τη διαμονή και εργασία του, μη υποκείμενο ασφαλώς σε συγκεκριμένους τοπικούς περιορισμούς. Το γεγονός πάντως ότι ο παράδεισος εν μέρει μόνον προσδιορίζεται στην ορατή γη –όπως μαρτυρεί η αναφορά των γνωστών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτου– και εν μέρει μόνον μένει απροσδιόριστος -όπως δείχνουν τα ονόματα των άγνωστων ποταμών Φισών και Γεών (Γεν.2,11) ,τα οποία δεν αντιστοιχούν στη γεωγραφία καμιάς γνωστής περιόδου- υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς ότι ο βιβλικός συγγραφέας οραματίζεται στην επίγεια μορφή του παραδείσου τον ουράνιο πνευματικό παράδεισο. Αυτός έχει ετοιμασθεί για μόνιμη κατοικία του ανθρώπου και δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο συγκεκριμένο γήινο τόπο.
Προς επίρρωσιν τούτου ο Θεόφιλος Αντιόχειας αναφέρει ότι «ο παράδεισος μέσος του κόσμου και του ουρανού γεγένηται»⁷¹, όπως ακριβώς και ο άνθρωπος ως διφυής κείται στο μεθόριό τους. Ομοίως και ο Ιω. Δαμασκηνός ⁷², φρονεί ότι, όπως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε αισθητός και νοητός συγχρόνως, έτσι και ο παράδεισος , «το ιερώτατον τέμενος», όπως τον αποκαλεί, είναι αισθητός και νοητός συνάμα. Διευκρινίζει δε περαιτέρω ότι ο άνθρωπος διαμένει σωματικά στον αισθητό παράδεισο, αλλά ψυχικά διατρίβει στο νοερό, σ΄έναν «υπέρτερο και περικαλλέστερο τόπο», όπου συνοικεί με το Θεό, δέχεται τη χάρη του και απολαμβάνει τους γλυκείς καρπούς της θέας του. Έτσι επιτυγχάνεται η «θεια μέθεξη», η μετοχή του δηλ. στη ζωή του Θεού, η οποία δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη γεύση των καρπών του δέντρου της ζωής. Συναφώς εκφράζεται και ο Νικήτας Στηθάτος³, ο οποίος ομιλεί «περί νοητού και αοράτου παραδείσου», του πρώτου κειμένου στην Εδέμ και του δευτέρου στο εσωτερικό του ανθρώπου.
Στην Κ. Διαθήκη, ως γνωστόν, ο παράδεισος προσλαμβάνει πνευματική έννοια και χρησιμοποιείται για το συμβολισμό της ουράνιου μακαριότητας. Υπό το πνεύμα αυτό ερμηνεύονται οι λόγοι του εσταυρωμένου Κυρίου προς τον ένα εκ των δυο ληστών ̇ «αμην λέγω σοι , σήμερον μετ΄εμού εση εν τω παραδείσω» (Λουκ.23,43). Στην αρπαγή του απ. Παύλου «έως τρίτου ουρανού», ή άλλως «εις τον παράδεισον» (Β’Κορ.12, 24) ο ουρανός συμπίπτει με τον παράδεισο. Από κοινού δεν εκφράζουν το μέγιστο πνευματικό ύψος στο οποίο μπορεί να φθάση ο άνθρωπος για να προσεγγίσει το Θεό και να μπει μέσα στο κλίμα της αιωνιότητας(74). Είναι η ανώτερη πνευματική κατάσταση, η οποία δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο συγκεκριμένο τόπο.
Πνευματική έννοια προσδίδουν στον παράδεισο και οι πατέρες της Εκκλησίας στη θεολογική σκέψη των οποίων, εκτός από συγκεκριμένος τόπος στη γη, ήταν και κατάσταση πνευματική. Η κατάσταση αυτή πριν από την τελική κρίση του Θεού αντικατοπτρίζει την ανάπαυση και πνευματική ανάψυξη των δικαίων.
Ενώ μετά την κρίση του, την ευφροσύνη που νιώθουν από τη θεωρία της θειας δόξας του και τη μετοχή τους σ΄αυτήν. Ηταν αισθητός και νοητός συγχρόνως. «Τον παράδεισον νοουμεν μεν σωματικώς, αλληγορούμεν δε και πνευματικώς», τονίζει ο Μ. Βασίλειος στο ομώνυμο έργο του⁷⁵. Επίσης ο Ιω. Δαμασκηνός υπογραμμίζει»· όπως ο άνθρωπος αισθητός άμα και νοητός δεδημιουργήται, ούτω το τούτου ιερώτατον τέμενος, αισθητόν αμα και νοητόν». Συνδέοντάς τον, κατά το παράδειγμα των Ο’, με την ετυμολογική σημασία της εβρ.λ΄edhen, τον ταυτίζουν ως ενδιαίτημα του πρώτου ανθρώπου όχι μόνο με την τέρψη και την ευχαρίστηση, που του γεννούσε το φυσικό του κάλλος, αλλά και με την κατάσταση της πνευματικής χαράς και εσωτερικής αγαλλίασης που απολάμβανε σ΄αυτόν από τη θεά της δόξας του Θεού.
Γενικά στη διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας θεωρείται ως ο τόπος της αιώνιας διαμονής των σεσωσμένων, ως η κατάσταση της αιώνιας μακαριότητας των δικαίων, οι οποίοι κατά τη μέλλουσα κρίση θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Ωστόσο ο παράδεισος τόσο ως τόπος όσο και ως περιεχόμενο της μακαριότητας της και ευδαιμονίας, αν και απρόσιτος στον πεπερασμένο νου του ανθρώπου , δεν παύει ν΄ αποτελεί το αντικείμενο της πίστεως και της ελπίδας του.
«Κατά ανατολάς». Η φράση δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο μέρος στο γεωγραφικό ορίζοντα της αρχαίας Ανατολής. Απλώς δείχνει προς την κατεύθυνση της. Συνεπώς, η Εδέμ και μετ΄αυτης ο παράδεισος βρίσκονται στ’ ανατολικά της χώρας του Ισραήλ, στην ανατολική της πλευρά, και όχι ο παράδεισος στο ανατολικό μέρος της Εδέμ. Η προσοχή πάντως του ι. συγγραφέα επικεντρώνεται όχι στον καθορισμό, γεωγραφικά , της περιοχής του παραδείσου, αλλά στην τοποθέτηση του συμβάντος σε μια απομεμακρυσμένη και άγνωστη τοποθεσία».
(Σταύρου Καλαντζάκη, «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός…» σελ. 367-375 εκδ. Πουρναρά, 2001, τα νούμερα παραπέμπουν στις πηγές που δεν αναγράφονται εδώ. Οι υπογραμμίσεις δικές μας)