Του αββά Μακαρίου του Αιγυπτίου
γ’ . Ο Αββάς Μακάριος, όταν κατοικούσε στην πανέρημο, ήταν μόνος εκέι σαν αναχωρητής, παρά κάτω δε άλλη έρημος ήταν με περισσότερους αδελφούς. Παρατηρούσε δε ο γέρων την οδό. Και βλέπει τον σατανά να ανεβαίνει, μεσχήμα ανθρώπου, για να περάσει απ’ αυτόν, Φαινόταν δε σαν να φορούσε στιχάρι λινό, χιλιοτρυπημένο. Και από κάθε τρύπα, κρεμόταν μικρό δοχείο. Και του λέγει ο μεγάλος γέρων:
«Που πας;». Και του απαντά:
«Πηγαίνω να πειράξω τους αδελφούς». Ο δε γέρων είπε:
«Και γιατί έχεις επάνω σου αυτά τα δοχεία;». «Φαγητά κουβαλώ στους αδελφούς».
Και ο γέρων είπε: «Μα όλα αυτά;». Αποκρίθηκε:
«Ναι. Άν το ένα δεν αρέσει σε κάποιον, του φέρνω άλλο. Και αν ούτε αυτό, του δίνω άλλο. Οπωσδήποτε, ένα τουλάχιστον θα του αρέσει». Και λέγοντας αυτά, απομακρύνθηκε. Ο δε γέρων έμεινε φυλάγοντας με τα μάτια τους δρόμους, έως ότου εκείνος ξανα γύρισε. Και σαν τον είδε ο γέρων, του λέγει: «Είθε να σωθείς». Και εκείνος αποκρίθηκε:
«Πως μπορώ να σωθώ;». Τον ρωτά ο γέρων: «Γιατί;». Και του απαντά: «Αφού όλοι μου φέρθηκαν άσχημα και κανείς τους δεν με ανέχεται». Του λέγει ο γέρων:
«Κανένα φίλο δεν έχεις εκεί;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Ναι, ένα μόνο έχω φίλο εκεί, αλλά παρ’ όλο ότι μου είναι ευνοικά διατεθειμένος, όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη». Του λέγει ο γέρων:
«Και ποιό το όνομα του αδελφού αυτού; ».
Απαντά: «Θεόπεμπτος». Και λέγοντας, έφυγε. Σηκώνεται ο Αββάς Μακάριος και πηγαίνει στην παρά κάτω έρημο. Και σαν το άκουσαν οι αδελφοί, πήραν βάγια και βγήκαν να τον υποδεχθούν. Και, έτσι, ο καθένας τους ευτρεπιζόταν, νομίζοντας ότι στον ίδιο θα κατέλυε ο γέρων. Αλλά εκείνος ρωτούσε ποιός είχε το όνομα Θεόπεμπτος στο όρος.
Και σαν τον βρήκε, εισήλθε στο κελλί του. Ο δε Θεόπεμπτος τον υποδέχθηκε με χαρά. Μόλις δε βρέθηκαν μόνοι, λέγει ο γέρων:
«Πως είσαι αδελφέ;». Και αυτός αποκρίθηκε: «Καλά, με τις ευχές σου». Του λέγει ο γέρων:
« Μήπως έχεις πόλεμο από τους λογισμούς;». Και απαντά: «Καλά είμαι». Γιατί ντρεπόταν να πει την αλήθεια. Του λέγει ο γέρων:
«Να, τόσα έτη είμαι ασκητής και όλοι με τιμούν και όμως και εμένα τον γέροντα δεν με αφήνει ήσυχο το πνεύμα της σαρκικής αμαρτίας» .
Αποκρίθηκε λέγοντας και ο Θεόπεμπτος: «Πίστεψε, Αββά, και σ’ εμένα».
Ο δε γέρων προφασιζόταν ότι και άλλοι λογισμοί τον πολεμούσαν, έως ότου τον κάνει να ομολογήσει. Ύστερα του λέγει:
«Πως νηστεύεις;». Και του απαντά: «Έως την ενάτη ώρα».
Του λέγει ο γέρων: «Να μένεις στη νηστεία και στην άσκηση έως το βράδυ. Και να αποστηθίζεις το Ευαγγέλιο και τις άλλες Γραφές. Και αν σου ανεβεί λογισμός, ποτέ μην προσέχεις κάτω, αλλά πάντοτε άνω, Και ευθύς ο Κύριος σε βοηθά». Και αφού ευλόγησε ο γέρων τον αδελφό, βγήκε στη δική του έρημο. Και περιμένοντας με προσοχή, πάλι βλέπει εκείνο τον δαίμονα και του λέγει:
«Που πηγαίνεις πάλι;». Και εκείνος απαντά: «Να πειράξω τους αδελφούς». Και έφυγε.
Και σαν ξανα γύρισε, του λέει ο άγιος: «Πως τα πέρασες με τους αδελφούς;». Του απαντά: «Άσχημα». Και ο γέρων του λέγει: «Γιατί;». Και εκείνος αποκρίνεται:
«Επιθετικοί είναι όλοι. Και το μεγαλύτερο κακό είναι ότι και εκείνος όπου είχα φίλο και με υπάκουε, και αυτός δεν ξέρω πως χάλασε και δεν με ακούει, αλλά έγινε πιο επιθετικός από όλους. Έτσι, ορκίσθηκα να μην ξανα πατήσω εκεί, παρά ύστερα από καιρό». Και λέγοντας έτσι, έφυγε, αφήνοντας τον γέροντα. Και ο άγιος εισήλθε στο κελλί του.
(Γεροντικόν, εκδ. Αστήρ σελ. 148-149)