«Το θαύμα της αναστάσεως ενός νεκρού που έκανε ο αββάς Μακάριος»
Έτσι, καθώς θυμάμαι, εξαιτίας των περιστάσεων, ο αββάς Μακάριος, ο πρώτος που κατοίκησε στην έρημο της Σκήτης, ανέστησε ένα νεκρό.
Ενας αιρετικός, οπαδός του αιρετικού Ευνομίου, πάσχιζε να κατασρέψει την ορθόδοξη πίστη με διαλεκτικά τεχνάσματα. Οι πιστοί της Εκκλησίας, οι οποίοι έβλεπαν να απειλούνται από φοβερή λαίλαπα –γιατί ήδη ένα μεγάλο πλήθος είχε δελεασθεί από τις δοξασίες του Ευνομίου– ζήτησαν βοήθεια από τον αββά Μακάριο. Ο Αββάς, βλέποντας τον ορατό πλέον πνευματικό κίνδυνο που απειλούσε τους χριστιανούς, αποφάσισε να επέμβει.
Συναντήθηκε λοιπόν ο Αββάς με τον αιρετικό και αυτός του επιτέθηκε με πλήθος συλλογισμών και επιχειρημάτων. Ο αββάς Μακάριος αναμετρήθηκε μαζί του εκθέτοντας την αλήθεια της Εκκλησίας, ενώ αυτός επιχειρούσε να τον παρασύρει μέσα στα ακανθώδη μονοπάτια της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας. Η συζήτηση μάκραινε χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι ο όσιος Μακάριος αποφάσισε να δώσει τέλος σ΄αυτές τις άκαρπες συζητήσεις με τον εξής σύντομο και αποστολικό λόγο που λεέι:
- «Η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές με την ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη». (Α΄ Κορ. 4,20). Εμπρός λοιπόν, είπε στον αιρετικό, πάμε στους τάφους και στον πρώτο νεκρό που θα βρεθεί μπροστά μας, ας επικαλεστούμε το Όνομα του Κυρίου κι ας δείξουμε, καθώς λεέι και η Αγία Γραφή, την πίστη μας με έργα. Ο Θεός θα μας φανερώσει ασφαλώς που βρίσκονται τα σημάδια της αληθινής πίστης. Δεν πρόκειται να φανερωθεί η αλήθεια με τις μάταιες συζητήσεις, αλλά με τη δύναμη των θαυμάτων και με την κρίση Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να λαθέψει.
Ο αιρετικός άκουσε αυτά τα λόγια και, καταντροπιασμένος που νικήθηκε μπροστά σ’ όλο το λαό που τον περικύκλωνε, προσποιήθηκε αμέσως ότι δέχεται να συμμετάσχει και σ΄ αυτού του είδους την αναμέτρηση με τους όρους που του πρότεινε ο Αββάς και υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα θα ήταν εκεί.
Την άλλη μέρα όλοι βιάζονταν να φθάσουν στο ορισμένο μέρος, λαχταρώντας να δουν ένα τέτοιο θέαμα. Περίμεναν για πολύ. Αυτός όμως, έχοντας συνείδηση της απιστίας του, όχι μόνο κρύφτηκε από το φόβο του, αλλά και εγκατέλειψε χωρίς καθυστέρηση τη χώρα. Ο αββάς Μακάριος, αφού τον περίμενε μέχρι την Ενάτη ώρα, με όλο το πλήθος που είχε εκεί συρρεύσει κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά, κατάλαβε ότι οι τύψεις της συνειδήσεως του έκαναν τον αιρετικό να αποφασίσει να αποφύγει τη συνάντηση. Πήρε λοιπόν μαζί του το πλήθος των ανθρώπων, που ο αιρετικός είχε οδηγήσει σε λανθασμένο δρόμο πίστης, και κατευθύνθηκε πρός τους τάφους, όπως είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη ημέρα.
Στην Αίγυπτο υπάρχει μια συνήθεια, την οποία ακολουθούν οι κάτοικοι αναγκαστικά, εξαιτίας των πλημμυρών του Νείλου. Κάθε χρόνο υπερχειλίζει ο ποταμός και για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα καλύπτεται σ΄ όλη την έκτασή της από τα νερά. Η περιοχή τότε μοιάζει με τεράστια θάλασσα, την οποία μόνο με βάρκα μπορεί κανείς να τη διασχίσει. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάζονται να ταριχεύουν τους νεκρούς με τα πιο δυνατά αρώματα και να τους τοποθετούν σε μικρά κελιά, αρκετά υπερυψωμένα, εφόσον η γη είναι συνεχώς υγρή από τα νερά του ποταμού και δεν επιτρέπει την ταφή τους. Γιατί η δύναμη της πλημμύρας είναι τέτοια που, αν θάψουν εκεί ένα νεκρό, το νερό θα τον βγάλει πάλι στην επιφάνεια.
Σταμάτησε λοιπόν ο όσιος Μακάριος μπροστά σ΄ έναν από τους πιο παλαιούς τάφους και είπε:
- «Άνθρωπέ μου, αν αυτός ο αιρετικός είχε έλθει εδώ μαζί μου και αν εγώ σε είχα καλέσει στο Όνομα του Χριστού του Θεού μου, πες μου θα είχες σηκωθεί, μπροστά σ΄ όλο αυτό το πλήθος, το οποίο αυτός ο απατεώνας παρά λίγο να οδηγήσει στον όλεθρο;».
Ο νεκρός σηκώθηκε και απάντησε:
«Ασφαλώς, θα είχα σηκωθεί».
Τον ρώτησε τότε ο αββάς Μακάριος, τι ήταν όταν ζούσε, σε ποιά εποχή έζησε και αν είχε ακούσει ποτέ κάτι για τον Χριστό. Εκείνος απάντησε ότι είχε ζήσει την εποχή των πιο αρχαίων βασιλέων και ότι δεν είχε ακούσει ούτε καν το Όνομα του Χριστού.
«Κοιμήσου εν ειρήνη», του είπε τότε ο αββάς Μακάριος, περιμένοντας «την κοινήν Ανάστασιν».
Η αρετή λοιπόν και το χάρισμα του αββά Μακαρίου θα παρέμεναν για πάντα κρυμμένα –όσο βέβαια εξαρτιόταν από τον ίδιο– αν δεν ήταν η ανάγκη μιας ολόκληρης επαρχίας που κινδύνευε κι αν η μεγάλη του πίστη και η ειλικρινής αγάπη του για τον Χριστό δεν τον είχαν τόσο πολύ πιέσει, ώστε να αναγκασθεί να κάνει αυτό το θαύμα. Γιατί δεν έκανε ασφαλώς το θαύμα ο Αββάς για να επιδειχθεί ή γιατί τον είχε παρακινήσει η κενοδοξία του. Η αγάπη του Χριστού και ο κίνδυνος που διέτρεχαν οι πιστοί της Εκκλησίας τον ανάγκασαν να το κάνει.
(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες…τόμος Β σελ. 139-141, εκδ. Ετοιμασία)