Του Αββά Αρσενίου λστ.
Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο, ότι αρρώστησε κάποτε στη Σκήτη και πήγε ο πρεσβύτερος και τον έφερε στην εκκλησία και τον έβαλε σε στρωσίδι, με μικρό μαξιλάρι κάτω από την κεφαλή του. Και να, ένας από τους γέροντες όπου ήλθε να τον επισκεφθεί, σαν τον είδε στο στρωσίδι και με το μαξιλάρι από κάτω, σκανδαλίσθηκε και είπε:
- «Αυτός λοιπόν είναι ο Αββάς Αρσένιος και σε τέτοια είναι ξαπλωμένος;».
Τον παίρνει τότε κατά μέρος ο πρεσβύτερος και του λέγει:
- «Τι δουλειά έκανες όταν ζούσες στο χωριό σου;».
Και εκείνος του αποκρίνεται:
- «Τσοπάνης ήμουν».
- «Και πως,λέγει ο άλλος, περνούσες τη ζωή σου;».
- «Μέσα σε πολύ κόπο». αποκρίνεται, Και του ξαναλέγει:
- «Και τώρα πως τα περνάς στο κελλί σου;». Και αποκρίνεται:
- «Πιο αναπαυτικά». Και του λέγει ο πρεσβύτερος τότε:
- «Βλέπεις αυτόν τον Αββά Αρσένιο; Όταν ζούσε στον κόσμο, σύμβουλος βασιλέων ήταν και χίλιοι δούλοι, χρυσοζωσμένοι και με φορέματα ολομέταξα και ακριβά, του παράστεκαν. Και κάτωθέ του βρίσκονταν πολύτιμα στρωσίδια. Ενώ εσύ, όντας τσοπάνης, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση όπου έχεις τώρα εδω. Και αυτός, τις απολαύσεις όπου είχε στον κόσμο, εδώ δεν τις έχει. Να λοιπόν όπου συ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται».
Σαν τα άκουσε λοιπόν αυτά, ένιωσε κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας: - «Συγχώρησέ με, Αββά αμάρτησα. Αληθινά, αυτό είναι: Εκείνος ήλθε για να ταπεινωθεί και εγώ για να αναπαυθώ».
Και, ωφελημένος, ο γέρων έφυγε.
(Είπε Γέρων… εκδ. Αστήρ)