«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Η παράθεση εν προκειμένω της προσταγής του Θεού σε α΄ πρόσωπο πληθυντικού αριθμού «ποιήσωμεν» αντί του α΄ προσ. ενικού ποιήσω -όπως απαιτεί η συντακτική της εξάρτηση από το ρ. ενικού «είπεν»- ή της προστακτικής ποιησάτω, κατά τα ισχύοντα στις προηγούμενες δημιουργικές πράξεις, απετέλεσε κατά καιρούς αντικείμενο μακράς συζήτησης μεταξύ των βιβλικών ερμηνευτών316. Σύμφωνα με τις ερμηνείες που δόθηκαν και τις οποίες συνοψίζουμε κατωτέρω, η χρήση του πληθ. «ποιήσωμεν» δηλώνει ότι:
α. Ο Θεός προτρέπει τον Εαυτό του να προχωρήσει στη δημιουργία της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως συνηθίζει συχνά να κάνει και ο άνθρωπος στον καθημερινό του λόγο, όταν αυτοπροτρέπεται να προβεί σε μια πράξη χρησιμοποιώντας ομοίως πληθυντικό, όπως λ.χ. «ας αρχίσουμε», «ας περιμένουμε», και εννοεί, «ας αρχίσω», «ας περιμένω». Είναι ο πληθυντικός της προτροπής (plural of exhortation).
β. Ο Θεός συσκέπτεται ή διαλέγεται με τον Εαυτό του, κάνει δηλ. ένα συλλογισμό ή εσωτερικό διάλογο, προκειμένου ν΄αποφασίσει περί του πρακτέου. Είναι ο πληθυντικός της αυτοσύσκεψης ή απλής σύσκεψης317 (plural of self-deliberation ή deliberation).
γ. Ο Θεός απευθύνεται στο ουράνιο συμβούλιό του, δηλ. στις αγγελικές υπάρξεις ή στις δυνάμεις του ουρανού, τις οποίες η Π. Διαθήκη αποκαλεί ενίοτε «υιούς του Θεού», ή γενικά «θεούς» και οι οποίες αποτελούν το αυλικό του περιβάλλον318. Με αυτές επικοινωνεί και συνεννοείται για τη δημιουργία του ανθρώπου. Είναι ο πληθυντικός της συνεννόησης ή επικοινωνίας319 (plural of consultation ή consultation)(Την ερμηνεία αυτή εισηγείται ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς· «κάνει διάλογο ο πατέρας των όλων με τις δυνάμεις του (=αγγέλους)» Περί φυγής και ευρέσεως 69,Περί συγχύσεως των γλωσσών, 169). Η ραββινική εξήγηση320, ότι ο Θεός συμβουλεύεται κάποιον ή κάτι άνευ συγκεκριμένου προσδιορισμού, αντικρούεται, γιατί αντιβαίνει στο πνεύμα της βιβλικής διήγησης, σύμφωνα με το οποίο ο Θεός μόνος δημιούργησε τον άνθρωπο, και γιατί η έκφραση «ποιήσωμεν άνθρωπον» δεν συνιστά συμβουλή, αλλά προτροπή.
δ. Ο Θεός συσκέπτεται με άλλους θεούς κατά τα μυθολογικά παγανιστικά πρότυπα, όπου η απόφαση περί της δημιουργίας του ανθρώπου λαμβάνεται στη συνέλευση των θεών.
ε. Ο Θεός χρησιμοποιεί, ως άλλος βασιλιάς, τη γλώσσα των μοναρχών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής και ιδίως των Περσών, οι οποίοι συνηθίζουν να προσφωνούν εαυτούς στον πληθυντικό και να διατυπώνουν τα βασιλικά τους θεσπίσματα ομοίως σ΄αυτόν321.
στ. Ο Θεός απευθύνεται προφανώς στη γη, που προσφάτως δημιούργησε, επειδή ο άνθρωπος θα προέλθει απ΄αυτήν κατά την υλική του σύσταση.
Προσέτι στη χρήση του πληθ. «ποιήσωμεν» η βιβλική έρευνα αναγνωρίζει μεταξύ άλλων:
ζ. Έναν πληθυντικό της μεγαλοπρέπειας (plural of majesty), ο οποίος αποτελεί απλό γραμματικό φαινόμενο, που εναρμονίζεται με το όνομα Elohim του Θεού, το οποίο, ως εκ της παραθέσεώς του σε πληθυντικό στην Π. Διαθήκη, χαρακτηρίζεται επίσης πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας.
η. Μια ασαφώς διατυπωμένη λεκτική έκφραση, η οποία διαφοροποιεί το θείο από το ανθρώπινο έργο και αποκλείει κάθε σκέψη ή εντύπωση ομοιότητας του Θεού με τους ανθρώπους, που αναπόφευκτά θα δημιουργούσε η αυστηρά υλιστική για την αρχαία εποχή χρήση του α΄ προσ. ενικού ποιήσω.
θ. Ένα φιλολογικό τέχνασμα, που σχεδιάσθηκε για να δώσει έμφαση στη σπουδαιότητα και επισημότητα του γεγονότος που περιγράφεται322.
Σε αντίθεση με τις ανωτέρω ερμηνείες, η αρχαία χριστιανική Εκκλησία ερμηνεύει το «ποιήσωμεν άνθρωπον» εν αναφορά προς την τριαδικότητα του Θεού. Η ερμηνεία της προκύπτει από το γεγονός ότι ο Θεός ομιλεί εκ μέρους του Εαυτού του και με τον Εαυτό του στον πληθυντικό αριθμό όχι χάριν ευπρεπούς προσηγορίας (reverentiae causa), δηλ. προσφωνώντας τον ευγενικά, αλλά αναφερόμενος στην πληρότητα των θείων δυνάμεων, που αυτός κατέχει. Οι δυνάμεις αυτές, που εμπεριέχονται στην απόλυτη ύπαρξη του Θεού, είναι ασφαλώς κάτι περισσότερο από απλές δυνάμεις. είναι υποστάσεις, οι οποίες νοούνται ως ασυγχύτως ενωμένες κατά την ουσία και αυτοτελώς υφιστάμενες κατά τις ενέργειες εντός της Θεότητας. Πρόκειται άλλως πως περί των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, τα οποία αμυδρώς διακρινόμενα στην Π. Διαθήκη θα διαφανούν, με την πρόοδο της θείας Αποκαλύψεως, ευκρινώς στην Κ. Διαθήκη. Επομένως στο «ποιήσωμεν» έχουμε έναν πληθυντικό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως πληθυντικός της πληρότητας (plural of fullness)323. Η ερμηνεία αυτή δεν απέχει αισθητά από την ερμηνεία του πληθυντικού της αυτοσύσκεψης. Απλώς εδώ γίνεται πιο συγκεκριμένη, καθώς ο διάλογος του Θεού με τον Εαυτό του είναι ουσιαστικά διάλογος με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγ. Τριάδος και όχι αποκλειστικά με το πρόσωπό του, δίκην ευγενούς προσφώνησης.
Συνεπώς, κατά τους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς, στην έκφραση «ποιήσωμεν άνθρωπον» του στίχου υποφώσκει το δόγμα της Αγίας Τριάδος.
Σ΄αυτή διακρίνουν από κοινού έναν άμεσο υπαινιγμό των θείων προσώπων της. Έτσι με το «ποιήσωμεν» ο Θεός Πατήρ απευθύνεται, κατ΄άλλους μεν, στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα324, οπότε και τα τρία πρόσωπα συνεργούν στη δημιουργία του ανθρώπου, κατ΄άλλους δε, μόνο στον Υιό, ο οποίος ως ο «Εαυτού Λόγος» και η «Εαυτού Σοφία», πραγματοποιεί το θέλημα του Πατρός325.
Πρέπει πάντως να διευκρινισθεί ότι η διδασκαλία του δόγματος αυτού ήταν άγνωστη στην Π. Διαθήκη και ξένη προς τη θεολογική της σκέψη. Μόνο δε ως υπαινιγμός μπορεί να εκληφθεί, ο οποίος υπό το φως της Κ. Διαθήκης κατανοείται πλήρως (Γαλ. 4,4)
(Σταύρου Καλαντζάκη, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός… σελ. 235-240, εκδ. Πουρναρά, οι παραπομπές δεν παρατίθενται)