«Η οσία Αθανασία ζούσε μόνη της στην έρημο. Φόβος όμως ποτέ δεν μπήκε στην καρδιά της. Πώς γίνεται αυτό; Να τι διαβάζουμε στο βίο της:
Κάποτε που η οσία επισκέφτηκε τη μητέρα Σεραφίμα, την ηγουμένη ενός μοναστηριού, εκείνη τη ρώτησε:
- Πώς δεν φοβάσαι να μένεις μόνη σου σε μια τόσο ερημική τοποθεσία;
Η Αναστασία (αυτό ήταν το κοσμικό της όνομα, προτού γίνει μοναχή) απάντησε:
- Τι έχω να φοβηθώ;
- Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία, τους κακούς ανθρώπους, τους δαίμονες;
- Και τι μπορούν να μου κάνουν; Είναι πιο δυνατοί από τον Κύριό μου Ιησού Χριστό και την Παναγία, τη μητέρα μας; Ούτε που το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Φόβος δεν μπαίνει στην καρδιά μου».
(Γεροντικό του Βορρά, τόμος Α, Πέτρου Μπότση, σελ. 94)
«Ανέβηκε κάποτε ο αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθεί. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας:
«Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας:
«Ξένο έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω».
Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας:
«Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορείς».
Και ακούοντάς το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά: «Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι».
(Γεροντικόν, εκδ. Αστήρ, αββά Μακαρίου του Αυγυπτίου ιγ)