Όταν ζούσε ακόμα στον κόσμο ο άγιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής, και πήγαινε στην εκκλησία για να προσευχηθεί, όταν δε γνώριζε ακόμη τη μεγάλη αγάπη στους ανθρώπους που εκδηλώνεται στη συγχώρηση, «είδε στο δρόμο έναν άνθρωπο, που έκανε μία αμαρτία, και τον κατέκρινε με το λογισμό του και τον μίσησε· και καθώς μπήκε στο ναό, υψώσας τα μάτια του εις την αγίαν εικόνα της Παναγίας, είδε Αυτήν, ότι τον κοίταζε με άγριο βλέμμα, και τον απεστράφη. Και ταραχθείς πολύ για τούτο, ελυπήθη εις άκρον, μην ηξεύρωντας την αιτία για την οποία τον απεστράφη.
Εξετάζοντας τον εαυτό του, γνώρισε, ότι γιατί κατέκρινε με το λογισμό του εκείνον όπου έκανε την αμαρτία, για αυτό τον απεστράφη η Κυρία Θεοτόκος· και παρευθύς πεσών επί την γην και εξομολογησάμενος την αμαρτίαν του, έκλαυσε πικρώς και εδέετο της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να του συγχωρήσει την αμαρτία του.
Και προσευξάμενος ώρα πολλή, είδε πάλι την αγία εικόνα, ότι τον κοίταξε με ιλαρό (χαρωπό) πρόσωπο, και ούτω λαβών πολλή παρηγοριά, βγήκε από το ναό. Και από τότε πλέον, όποτε έφταιγε σε κάτι, ελεγχόταν από την Θεοτόκο δια μέσου της αποστροφής, και εξομολογούμενος την αμαρτία του, και παρακαλών μετά δακρύων την Παναγία, ελάμβανε παρηγοριά, δια του ιλαρού βλέμματός της»
(Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Γεροντικό της Παναγίας, αρχιμ. Θεοφυλάκτου Μαρινάκη σελ. 177-178)