Μια μέρα ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ προσευχόταν, κατά τη συνήθειά του, μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκε θερμά και έψαλλε τον Ακάθιστο Ύμνο, κάθισε για λίγο να αναπαυτεί, οπότε λέει ξαφνικά στο μαθητή του Μιχαία:
- Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος, γιατί πρόκειται να δεχτούμε μια θαυμάσια και φοβερή επίσκεψη.
Κι ενώ ακόμη μιλούσε, ακούστηκε μια φωνή:
- Η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται!
Μόλις το άκουσε αυτό ο Όσιος, έσπευσε προς την είσοδο του κελλιού του και ξαφνικά τον κάλυψε μια εκτυφλωτική ακτινοβολία, λαμπρότερη κι από τον ήλιο και είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με δύο Αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, να ακτινοβολούν με ένα ανέκφραστο φως. Μη μπορώντας να αντέξει σε ένα τόσο καταπληκτικό όραμα, ο Όσιος έπεσε στο έδαφος. Η Υπεραγία Θεοτόκος τότε τον έπιασε από το χέρι και είπε:
- Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήρθα να σε επισκεφτώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητές και το μοναστήρι σου εισακούστηκαν. Μη στενοχωρείσαι, από τώρα και εμπρός θα ανθίσει! Και όχι μόνο όσο καιρό ζεις εσύ, αλλά και μετά την εκδημία σου στον Κύριο, εγώ θα είμαι κοντά στο μοναστήρι σου, θα καλύπτω πλούσια τις ανάγκες του, θα παρέχω τα απαραίτητα και θα το προστατεύω.
Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντη. Εκστατικός ο Όσιος απ’ το φοβερό όραμα, παράμεινε για λίγο έμφοβος και έτρεμε. Αφού συνήλθε, σήκωσε τον τρομοκρατημένο μαθητή του, αυτός όμως έπεσε συγκλονισμένος στα πόδια του Οσίου λέγοντας:
- Για χάρη του Θεού, πατέρα μου, πες μου, τι θαυμάσιο όραμα ήταν αυτό;
Ο Όσιος που ήταν τόσο πλημμυρισμένος από χαρά ώστε το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο, δεν μπορούσε να πει περισσότερα απ’ αυτά τα λόγια:
- Περίμενε λίγο παιδί μου· και η δική μου ψυχή δονείται απ’ το θαυμάσιο αυτό όραμα.
Στάθηκε για λίγο συνεπαρμένος ακόμη απ’ το όραμα και τελικά είπε:
- Παιδί μου, φώναξέ μου τον Ισαάκιο και τον Σίμωνα.
Κι όταν ο Ισαάκιος και ο Σίμων ήρθαν, τους διηγήθηκε καταλεπτώς όλα όσα συνέβησαν, πώς είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με τους Αποστόλους και τις θαυμάσιες υποσχέσεις που τους έδωσε. Εκείνοι μόλις άκουσαν όλα αυτά πλημμύρισαν από χαρά και όλοι μαζί έψαλλαν μια Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και δόξασαν το Θεό. Ο Όσιος παρέμεινε όλη νύχτα άγρυπνος, αναπολώντας το εξαίσιο όραμα. (Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1388, τέσσερα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου).
(Η Θηβαΐδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση, εκδ. 1985 σελ. 56-58)