Το Ευαγγέλιο αυτό αποδίδεται στον Ιάκωβο. Οι αρχαίοι Πατέρες αναφέρονταν συχνά σ' αυτό και το ύφος τους φανερώνει ότι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο χριστιανικό κόσμο. Οι διχογνωμίες που έχουν προκύψει αφορούν κυρίως την ηλικία του Ιωσήφ κατά τη Γέννηση του Χριστού και το κατά πόσον ήταν χήρος με παιδιά πριν παντρευτεί τη Μαρία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι θρύλοι των μεταγενέστερων εποχών επιβεβαιώνουν την παρθενία του Ιωσήφ, παρόλο που ο Επιφάνιος, ο Ιλαρίων. ο Χρυσόστομος, ο Κύριλλος, ο Ευθύμιος, ο Θεοφύλακτος, ο Οικουμένιος και όλοι οι Λατίνοι Πατέρες μέχρι τον Αμβρόσιο, καθώς και οι μεταγενέστεροι Έλληνες Πατέρες υποστηρίζουν την άποψη για την ηλικία και οικογενειακή κατάσταση του Ιωσήφ, που θεμελιώνεται από την πίστη τους στην αυθεντικότητα αυτού του βιβλίου. Θεωρείται ότι αρχικά ήταν γραμμένο στην Εβραϊκή γλώσσα. Ο Πόστελλος έφερε το χειρόγραφο του Ευαγγελίου από τη Μέση Ανατολή, το μετέφρασε στα Λατινικά και το έστειλε στον Οπόριμο, τυπογράφο στη Βασιλεία, όπου ο Μπιμπλιάντερ, προτεστάντης θεολόγος και καθηγητής της θεολογίας στη Ζυρίχη, το τύπωσε το 1552. Ο Πόστελλος υποστηρίζει ότι διαβαζόταν στις ορθόδοξες εκκλησίες, που δεν αμφισβητούσαν ότι ο Ιάκωβος ήταν ο συγγραφέας του.
Κεφάλαιο 1
Στην ιστορία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, διαβάζουμε για κάποιον άνθρωπο που λεγόταν Ιωακείμ και που επειδή ήταν εξαιρετικά πλούσιος έδινε διπλάσια αναθήματα στον Θεό, έχοντας πάρει την εξής απόφαση: τα αγαθά μου θα είναι για το όφελος όλου του κόσμου, ώστε να λάβω χάρη από τον Κύριο για τα αμαρτήματά μου.
Στη διάρκεια όμως μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής, όταν τα τέκνα του Ισραήλ και ο Ιωακείμ πρόσφεραν τα δώρα τους, ο αρχιερέας Ρουβήν τον κατηγόρησε λέγοντας ότι δεν ήταν σύμφωνο με το νόμο να φέρνεις τις προσφορές σου εφόσον δεν έχεις ν' αφήσεις κανέναν απόγονο στο Ισραήλ.
Ο Ιωακείμ ανησύχησε πάρα πολύ και έφυγε για να συμβουλευτεί τα ληξιαρχεία των δώδεκα φυλών, προκειμένου να διαπιστώσει αν ήταν πράγματι ο μοναδικός άνθρωπος χωρίς απογόνους. Ύστερα από έρευνα ανακάλυψε ότι όλοι οι δίκαιοι είχαν αφήσει απογόνους. Τότε έφερε στο νου του τον πατριάρχη Αβραάμ, που απέκτησε το γιο του Ισαάκ στο τέλος της ζωής του. Η σκέψη αυτή τον έφερε σε μεγάλη απελπισία και δεν άφηνε τη γυναίκα του να τον δει.
Αποσύρθηκε λοιπόν στην ερημιά, έστησε εκεί τη σκηνή του και νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες λέγοντας στον εαυτό του: Δεν θα ξαναφάω, δεν θα ξαναπιώ μέχρι που ο Θεός να ρίξει το βλέμμα του σ' εμένα. Τροφή και ποτό μου θα είναι η προσευχή.
Κεφάλαιο 2
Στο μεταξύ, η σύζυγός του Άννα ένοιωθε απελπισμένη και ταραγμένη για δύο μάλιστα λόγους και έλεγε, «Θα θρηνήσω τη χηρεία μου και τη στειρότητά μου».
Πλησίαζε ο καιρός για μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή και η Ιουδήθ, η υπηρέτρια της είπε, «Πόσο θα βασανίζεις ακόμα την ψυχή σου; Έφτασε η ώρα για τη γιορτή του Κυρίου και δεν επιτρέπεται σε κανένα να πενθεί. Πάρε λοιπόν αυτή την κουκούλα, που μου έδωσε κάποιος που κατασκευάζει τέτοια πράγματα, γιατί δεν αρμόζει να την φοράω εγώ μια υπηρέτρια, αλλά ταιριάζει σ' έναν άνθρωπο με σπουδαίο χαρακτήρα όπως εσύ».
Η Άννα όμως απάντησε, «Άφησέ με, δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα. Εξάλλου ο Κύριος με έχει ταπεινώσει πολύ. Φοβάμαι πως σου την έδωσε κάποιος άνθρωπος με κακές προθέσεις και ήρθες εδώ να με κηλιδώσεις με την αμαρτία μου».
Τότε η υπηρέτριά της, η Ιουδήθ, απάντησε, «Τι κακό μπορώ να σου ευχηθώ αφού δεν ακούς τι έχω να σου πω; Δεν μπορώ να σου ευχηθώ μεγαλύτερη κατάρα απ' αυτήν που σε κατατρέχει, δηλαδή που ο Κύριος έχει κλείσει τη μήτρα σου, ώστε να μην μπορείς να γίνεις κι εσύ μητέρα στον Ισραήλ».
Η Άννα ταράχτηκε πολύ μ' αυτά τα λόγια και μια που φορούσε το νυφικό της ένδυμα, κατέβηκε να περπατήσει στον κήπο της, κατά τις τρεις το απόγευμα.
Είδε ένα δέντρο δάφνης, κάθισε κάτω απ' αυτό και προσευχήθηκε στον Κύριο λέγοντας, «Ω Κύριε των πατέρων μου, ευλόγησε με κι άκουσε την προσευχή μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωσες ένα γιο, τον Ισαάκ».
Κεφάλαιο 3
Όπως κοιτούσε προς τον ουρανό βλέπει μια φωλιά σπουργιτών στη φυλλωσιά της δάφνης. Και θρηνώντας στα τρίσβαθά της είπε, «Αλίμονο σε μένα. Ποιος με γέννησε; Ποια μήτρα με βάστηξε και είμαι τόσο καταραμένη μπροστά στα τέκνα του Ισραήλ, ώστε να με μέμφονται και να με χλευάζουν στο ναό του Κυρίου μου; Αλίμονο σε μένα. Ποια άλλη είναι στη θέση μου;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε και μ' αυτά τα ζώα της γης, γιατί ακόμα και τα ζώα είναι καρπερά ενώπιων σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκριθώ;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με τα άγρια θηρία της γης, γιατί ακόμη και αυτά είναι καρπερά ενώπιόν σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκριθώ;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με τα νερά, γιατί ακόμα και τα νερά είναι γόνιμα μπροστά σου, ω Κύριε! Αλίμονό μου, με τι μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου;
Δεν μπορώ να συγκριθώ ούτε με τα κύματα της θάλασσας γιατί κι αυτά, είτε είναι ήρεμα είτε ταραγμένα, σε δοξάζουν με τα ψάρια που έχουν μέσα τους, ω Κύριε! Αλίμονο σε μένα, με τι μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου;
Δεν μπορώ να συγκρίνω τον εαυτό μου ούτε με την ίδια τη γη, γιατί η γη παράγει τους καρπούς της και σε δοξάζει, ω Κύριε!»
Κεφάλαιο 4
Τότε ένας άγγελος του Κυρίου στάθηκε δίπλα της και είπε, « Άννα, Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και για τους απογόνους σου θα μιλήσει όλος ο κόσμος».
Η Άννα απάντησε, «Ορκίζομαι στον Κύριο, τον Θεό το ζώντα, ό, τι κι αν γεννήσω, είτε είναι αρσενικό είτε είναι θηλυκό, θα το αφιερώσω στον Κύριο τον Θεό μου και θα τον υπηρετεί σ' όλη του τη ζωή».
Τότε εμφανίστηκαν δυο άγγελοι και της είπαν, «Να, έρχεται ο άνδρας σου, ο Ιωακείμ, μαζί με τους βοσκούς του. Παρουσιάστηκε και σ' αυτόν άγγελος Κυρίου και του είπε, «Ο Κύριος ο Θεός άκουσε την προσευχή σου• κάνε γρήγορα και πήγαινε στην Άννα γιατί θα συλλάβει».
Ο Ιωακείμ κάλεσε τότε τους βοσκούς και τους είπε, «Φέρτε μου δέκα προβατίνες ακηλίδωτες και χωρίς ψεγάδι. Προορίζονται για τον Κύριο τον Θεό μου. Και φέρτε μου δώδεκα μοσχαράκια αψεγάδιαστα• αυτά θα είναι για τους ιερείς και τους πρεσβυτέρους. Φέρτε μου επίσης εκατό κατσίκια και τα εκατό κατσίκια θα είναι για όλο τον κόσμο».
Και ο Ιωακείμ κατέβηκε με τους βοσκούς του, η δε Άννα στεκόταν κοντά στην πύλη και τον είδε να πλησιάζει. έτρεξε λοιπόν προς το μέρος του και αγκαλιάζοντας τον από το λαιμό είπε, «Τώρα ξέρω πως ο Θεός μου έδωσε μια μεγάλη ευλογία• γιατί εγώ που ήμουν χήρα, δεν είμαι πια χήρα κι ενώ ήμουν στείρα θα συλλάβω».
Κεφάλαιο 5
Ο Ιωακείμ παρέμεινε στο σπίτι του την πρώτη μέρα, αλλά την επόμενη έφερε τις προσφορές του και είπε, «Αν ο Κύριος δείχνει ευμένεια απέναντι μου, ας φανεί στην ταινία που φορά ο ιερέας στο μέτωπό του». Και συμβουλεύτηκε την ταινία και είδε ότι δεν υπήρχε καμιά αμαρτία σ' αυτόν.
Είπε λοιπόν ο Ιωακείμ, «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος έδειξε ευμένεια απέναντί μου και εξάλειψε όλες τις αμαρτίες μου». Και έφυγε από το ναό του Κυρίου δικαιωμένος και πήγε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι εννιά μήνες στην Άννα, τότε γέννησε και είπε στη μαμμή, «Τι έφερα στον κόσμο;»
Εκείνη απάντησε, «Ένα κορίτσι».
Τότε η Άννα είπε, «Σήμερα ο Κύριος μεγάλυνε την ψυχή μου». Και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες του εξαγνισμού, θήλασε το παιδί και του έδωσε το όνομα Μαρία.
Κεφάλαιο 6
Και το παιδί μεγάλωνε καθημερινά, έτσι που όταν ήταν εννέα μηνών, η μητέρα της την ακούμπησε καταγής για να δει αν θα μπορούσε να σταθεί όρθια• έκανε λοιπόν εννέα βήματα και ύστερα γύρισε στην αγκαλιά της μητέρας της. Τότε η μητέρα της τη σήκωσε και είπε, «Όσο υπάρχει ο Κύριος ο Θεός μου, δεν θα ξαναβαδίσεις πάνω στη γη μέχρι που να σε πάω στο ναό του Κυρίου».
Έκανε λοιπόν το δωμάτιο της έναν χώρο ιερό και δεν επέτρεπε τίποτε το ακάθαρτο ή ασυνήθιστο να την πλησιάζει, κάλεσε δε μερικές αγνές κόρες του Ισραήλ να την προφυλάσσουν.
Όταν το παιδί έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ έκανε μια μεγάλη γιορτή και προσκάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και όλους τους ανθρώπους του Ισραήλ. Και τότε ο Ιωακείμ παρέδωσε την κόρη του στους αρχιερείς κι εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας, «Ας ευλογήσει ο Θεός των πατέρων μας αυτό το κορίτσι κι ας του δώσει ένα όνομα που θα μείνει ξακουστό στους αιώνες». Και απάντησαν όλοι, «Αμήν, ας γίνει έτσι».
Ύστερα ο Ιωακείμ την παρέδωσε για δεύτερη φορά στους ιερείς κι εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας, «Ω ύψιστε Θεέ, φρόντισε αυτό το κορίτσι και ευλόγησε το με ευλογία αιώνια».
Τότε η μητέρα της την πήρε αγκαλιά, της έδωσε το στήθος της και τραγούδησε το παρακάτω τραγούδι στον Κύριο.
«Θα τραγουδήσω ένα καινούργιο τραγούδι στον Κύριο τον Θεό μου, γιατί μ' επισκέφτηκε, με απάλλαξε από τις μομφές των εχθρών μου και μου έδωσε τους καρπούς της δικαιοσύνης του, ώστε να μπορούν τώρα οι γιοι του Ρουβήν να μάθουν ότι η Άννα θηλάζει».
Ύστερα έβαλε το βρέφος να αναπαυθεί στο ιερό δωμάτιο και πήγε να υπηρετήσει τους καλεσμένους.
Κι όταν τελείωσε η γιορτή, όλοι έφυγαν πανηγυρίζοντας και δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
Κεφάλαιο 7
Το κοριτσάκι μεγάλωνε και όταν έγινε δύο ετών, ο Ιωακείμ είπε στην Άννα, «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Θεού, για να εκπληρώσουμε τον όρκο που κάναμε στον Κύριο τον Θεό, μήπως και οργιστεί και δεν αποδέχεται τις προσφορές μας».
Η Άννα όμως είπε, «Ας περιμένουμε τον τρίτο χρόνο γιατί ίσως αλλιώς δεν θα μπορεί ν' αναγνωρίζει τον πατέρα της» κι ο Ιωακείμ απάντησε, «Ας περιμένουμε τότε».
Όταν το παιδί έγινε τριών ετών, ο Ιωακείμ είπε, «Ας καλέσουμε τις κόρες των Εβραίων, που είναι αγνές κι ας πάρει η καθεμιά τους από μια λυχνία να ανάψει, έτσι ώστε το παιδί να μη θέλει να γυρίσει πίσω αλλά να αφοσιωθεί στο ναό του Θεού».
Έτσι κι έγινε μέχρι που ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου. Εκεί την υποδέχτηκε ο αρχιερέας, την ευλόγησε και είπε, «Μαρία, ο Κύριος ο Θεός έχει λαμπρύνει το όνομα σου σ' όλες τις γενιές και μέσα από σένα θα λυτρώσει τα τέκνα του Ισραήλ».
Και την έβαλε στο τρίτο σκαλοπάτι του βωμού, και ο Κύριος της έδωσε Χάρη και χόρεψε στα ποδαράκια της και όλος ο οίκος του Ισραήλ την αγάπησε.
Κεφάλαιο 8
Οι γονείς της έφυγαν γεμάτοι θαυμασμό, δοξάζοντας τον Θεό επειδή το κορίτσι δεν στράφηκε πίσω σ' αυτούς.
Η Μαρία έμεινε στο ναό σαν περιστέρι που μαθήτευε εκεί και έπαιρνε την τροφή της από τα χέρια ενός αγγέλου.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών, οι ιερείς έκαναν συμβούλιο και είπαν, «Ιδού, η Μαρία είναι δώδεκα χρονών. Τι πρέπει να κάνουμε μήπως και κινδυνεύει να κηλιδωθεί ο ιερός χώρος του Κυρίου του Θεού μας;»
Τότε οι ιερείς είπαν στον αρχιερέα Ζαχαρία, «Στάσου στο βωμό του Κυρίου, είσελθε στον ιερό χώρο και κάνε παρακλήσεις γι' αυτήν. Οτιδήποτε σου φανερώσει ο Κύριος, αυτό θα κάνουμε».
Τότε ο αρχιερέας εισήλθε στα Άγια των Αγίων και παίρνοντας μαζί του το περιστήθιο της κρίσης έκανε προσευχές για τη Μαρία.
Και ήρθε σ' αυτόν ο άγγελος του Κυρίου και είπε, «Ζαχαρία, Ζαχαρία, πήγαινε και κάλεσε όλους τους χήρους να φέρει ο καθένας το ραβδί του. Αυτός που θα φανερωθεί από τον Κύριο μ' ένα σημάδι, θα είναι ο σύζυγος της Μαρίας».
Και οι τελάληδες γύρισαν όλη την Ιουδαία και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και όλοι οι άνθρωποι έτρεξαν και συγκεντρώθηκαν.
Έτσι κι ο Ιωσήφ, παρατώντας το τσεκούρι του, βγήκε να τους συναντήσει και όταν συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα κρατώντας ο καθένας το ραβδί του.
Αφού πήρε ο αρχιερέας τα ραβδιά τους, μπήκε στο ναό για να προσευχηθεί. Κι όταν τελείωσε την προσευχή του τα ξαναμοίρασε χωρίς να συμβεί κανένα θαύμα.
Την τελευταία ράβδο την πήρε ο Ιωσήφ και τότε βγήκε από μέσα της ένα περιστέρι και πέταξε πάνω απ' το κεφάλι του.
Και ο αρχιερέας είπε, «Ιωσήφ, εσύ είσαι ο άνθρωπος που διάλεξε ο Θεός για να πάρει την Παρθένο Μαρία».
Ο Ιωσήφ όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Είμαι γέρος άνθρωπος κι έχω παιδιά, ενώ εκείνη είναι νέα και φοβάμαι ότι θα γελοιοποιηθώ στον Ισραήλ».
Τότε ο αρχιερέας απάντησε, «Ιωσήφ, να φοβάσαι τον Κύριο τον Θεό σου και να θυμάσαι πώς αντιμετώπισε τον Δάδαν, τον Κορά και τον Αβιράμ, πώς άνοιξε η γη και τους κατάπιε όταν αρνήθηκαν να υπακούσουν. Να φοβάσαι τον Θεό, μήπως και συμβούν παρόμοια πράγματα και στην οικογένειά σου.
Ύστερα απ' αυτά, ο Ιωσήφ φοβήθηκε, πήρε τη Μαρία στο σπίτι του και της είπε, «Σε πήρα Μαρία από το ναό του Κυρίου και τώρα θα σ' αφήσω στο σπίτι μου. Πρέπει να φροντίσω τη δουλειά μου που είναι δουλειά χτίστη. Ο Κύριος να είναι μαζί σου».
Κεφάλαιο 9
Σ' ένα συμβούλιο των ιερέων, αποφασίστηκε να γίνει ένα καινούργιο πέπλο για το παραπέτασμα για το ναό. Ο αρχιερέας είπε, «Καλέστε τις επτά αμόλυντες παρθένες από τη φυλή του Δαβίδ».
Και οι υπηρέτες πήγαν και τις έφεραν στο ναό του Κύριου και ο αρχιερέας είπε, «Ρίξτε τώρα κλήρο εδώ μπροστά μου, για να φανεί ποια από σας θα υφάνει τη χρυσή κλωστή, ποια την μπλε, ποια την κόκκινη, ποια το λεπτό λινό και ποια την πορφυρένια».
Τότε ο αρχιερέας, που ήξερε πως η Μαρία ήταν από τη φυλή του Δαβίδ, την κάλεσε και έπεσε σ' εκείνη ο κλήρος να υφάνει την πορφυρένια κλωστή.
Από κείνη όμως την ώρα, ο Ζαχαρίας, ο αρχιερέας, έχασε τη μιλιά του και τον αντικατέστησε ο Σαμουήλ μέχρι που ξαναμίλησε. Η δε Μαρία πήρε την πορφυρένια κλωστή και την έγνεψε.
Και πήρε μια στάμνα να τη γεμίσει νερό και άκουσε μια φωνή να της λέει, «Χαίρε κεχαριτωμένη. Ο Κύριος είναι μαζί σου. Εσύ είσαι η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών».
Εκείνη κοίταξε αριστερά και δεξιά για να δει από που ερχόταν η φωνή και μετά γύρισε σπίτι της τρέμοντας. Άφησε τη στάμνα καταγής και κάθισε να συνέχισε το γνέσιμο της πορφυρένιας κλωστής.
Και ιδού, ο άγγελος του Κυρίου στάθηκε δίπλα της και είπε, «Μη φοβάσαι Μαρία, γιατί εσύ βρήκες εύνοια από τον Θεό».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, σκεφτόταν ποια σημασία θα μπορούσε να έχει ένας τέτοιος χαιρετισμός. Και ο άγγελος της είπε, «Ο Κύριος είναι μαζί σου και θα συλλάβεις».
Εκείνη απάντησε, «Τι! Θα συλλάβω από το ζώντα Θεό και θα γεννήσω όπως και οι άλλες γυναίκες;»
Ο άγγελος τότε είπε, «Όχι μ' αυτό τον τρόπο. Θα έρθει σε σένα το Άγιο Πνεύμα και η δύναμη του Υψίστου θα σε σκιάσει. Γι' αυτό, το παιδί που θα γεννήσεις θα είναι άγιο και θα ονομαστεί Γιος του Ζώντος Θεού. Θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες. Και ιδού, η εξαδέλφη σου Ελισάβετ, συνέλαβε επίσης έναν γιο, σε μεγάλη ηλικία. Είναι τώρα στον έκτο μήνα, εκείνη που την αποκαλούσαν στείρα• γιατί τίποτε δεν είναι αδύνατον για τον Θεό».
Τότε η Μαρία είπε, «Ιδού η δούλη του Θεού, ας γίνει σε μένα κατά το λόγο σου».
Και όταν ολοκλήρωσε το γνέσιμο της πορφυρένιας κλωστής, την πήγε στον αρχιερέα κι εκείνος την ευλόγησε λέγοντας, «Ο Κύριος ο Θεός έχει μεγαλύνει το όνομα σου και θα είσαι ευλογημένη αιώνια».
Ύστερα απ' αυτά, η Μαρία πήγε γεμάτη χαρά στην Ελισάβετ, την εξαδέλφη της και χτύπησε την πόρτα της. Όταν εκείνη την άκουσε, έτρεξε να της ανοίξει και την ευλόγησε λέγοντας, «Πώς είναι δυνατόν να έρθει η Μητέρα του Κυρίου σε μένα; Γιατί να! Μόλις έφτασε στα αυτιά μου η φωνή του Χαιρετισμού σου, αυτό που είναι μέσα μου αναπήδησε και σ' ευλόγησε».
Η Μαρία όμως, που είχε άγνοια όλων εκείνων των μυστηρίων που της είχε αναγγείλει ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ύψωσε τα μάτια της προς τον ουρανό και είπε, «Κύριε! Ποια είμαι εγώ που θ' αποκαλέσουν όλες οι γενεές του κόσμου ευλογημένη;»
Διαπιστώνοντας όμως ότι η κοιλιά της μεγάλωνε καθημερινά και νιώθοντας φόβο γι' αυτό, πήγε στο σπίτι της και κρυβόταν από το λαό του Ισραήλ. Όταν συνέβαιναν όλα αυτά ήταν δεκατεσσάρων ετών.
Κεφάλαιο 10
Όταν έφτασε στον έκτο μήνα της, επέστρεψε ο Ιωσήφ από τη δουλειά του, που ήταν το χτίσιμο σπιτιών σε άλλους τόπους και βρήκε την Παρθένο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Τότε χτυπώντας το πρόσωπό του είπε, «Πώς θα μπορέσω να αντικρύσω τον Κύριο τον Θεό μου; Τι θα πω γι' αυτή τη νεαρή γυναίκα; Γιατί την πήρα Παρθένο από το ναό του Κυρίου και δεν φρόντισα να παραμείνει έτσι. Ποιος με εξαπάτησε; Ποιος διέπραξε αυτό το κακό μέσα στο σπίτι μου; Ποιος ξελόγιασε την Παρθένο και την ατίμασε; Δεν επαναλαμβάνεται άραγε σε μένα η ιστορία του Αδάμ; Γιατί τη στιγμή ακριβώς της δόξας του, ήρθε το φίδι, βρήκε την Εύα μόνη και την ξελόγιασε. Έτσι ακριβώς συνέβη και σε μένα».
Ύστερα ο Ιωσήφ σηκώθηκε και είπε φωνάζοντας, «Πώς το έκανες αυτό εσύ που βρήκες τόση εύνοια από το Θεό; Γιατί έφερες αυτόν τον εξευτελισμό στην ψυχή σου, εσύ που ανατράφηκες στα Άγια των Αγίων και έπαιρνες τροφή από το χέρι των αγγέλων;»
Εκείνη όμως ξέσπασε σε δάκρυα και απάντησε, «Είμαι αθώα και δεν γνώρισα ποτέ άνδρα».
Τότε είπε ο Ιωσήφ, «Πώς συμβαίνει λοιπόν να είσαι έγκυος;»
Η Μαρία αποκρίθηκε, «Ορκίζομαι στον Θεό τον Ζώντα ότι δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο έγινε αυτό».
Τότε ο Ιωσήφ φοβήθηκε πολύ και έφυε για να σκεφτεί τι θα 'πρεπε να κάνει μαζί της. 'Έκανε λοιπόν ετούτες τις σκέψεις: «Αν συγκαλύψω το αδίκημά της θα βρεθώ ένοχος από το νόμο του Κυρίου. Αν πάλι την αποκαλύψω στα τέκνα του Ισραήλ φοβάμαι πως, αν πραγματικά έχει παιδί από έναν άγγελο, θα προδώσω τη ζωή ενός αθώου ανθρώπου. Τι θα κάνω λοιπόν; Θα τη διώξω κρυφά».
Ύστερα ήρθε η νύχτα και ιδού ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στο όνειρο του και είπε, «Μη φοβηθείς να κρατήσεις αυτή τη νέα γυναίκα, γιατί αυτό που έχει μέσα της προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει ένα γιο που θα τον ονομάσετε Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες».
Τότε ο Ιωσήφ ξύπνησε και δόξασε τον Θεό του Ισραήλ που του έδειξε τέτοια εύνοια και κράτησε την Παρθένο.
Κεφάλαιο 11
Ήρθε τότε ο Άννας, ο γραμματέας και είπε στον Ιωσήφ, «Ποιος είναι ο λόγος που δεν σε είδαμε μετά το γυρισμό σου;»
Ο Ιωσήφ απάντησε, «Ήμουν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι και αναπαύθηκα την πρώτη μέρα».
Ο Άννας όμως στράφηκε και είδε τη Μαρία και κατάλαβε ότι ήταν σε προχωρημένη κατάσταση εγκυμοσύνης. Έφυγε τότε και πήγε στον ιερέα και του είπε, «Ο Ιωσήφ, στον οποίο έχεις τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη, είναι ένοχος μεγάλου αδικήματος γιατί ατίμασε την Παρθένο που έλαβε από το ναό του Κυρίου και την παντρεύτηκε μυστικά χωρίς να το αποκαλύψει στα τέκνα του Ισραήλ».
Είπε τότε ο ιερέας, «Έκανε αυτό το πράγμα ο Ιωσήφ;»
Ο Άννας απάντησε, «Αν στείλεις οποιονδήποτε από τους υπηρέτες σου, θα σου πει ότι έχει παιδί στην κοιλιά της».
Και οι υπηρέτες πήγαν και ήταν έτσι όπως το είχε πει ο Άννας.
Ύστερα απ' αυτό έφεραν και τους δύο σε δίκη και ο ιερέας είπε στη Μαρία, «Μαρία, τι έκανες; Γιατί εξευτέλισες με αυτό τον τρόπο την ψυχή σου και γιατί λησμόνησες τον Θεό σου, εσύ που ανατράφηκες στα Άγια των Αγίων κι έπαιρνες τροφή από τα χέρια αγγέλων και άκουγες τα τραγούδια τους; Γιατί το έκανες αυτό;»
Εκείνη τότε ξεσπώντας σε δάκρυα απάντησε, «Ορκίζομαι στον Θεό το Ζώντα πως είμαι αθώα ενώπιόν του γιατί δεν έχω γνωρίσει άνδρα».
Τότε ο ιερέας είπε στον Ιωσήφ, «Γιατί το έκανες αυτό;» κι ο Ιωσήφ απάντησε, «Ορκίζομαι στον Κύριο τον Θεό μου ότι δεν την έχω αγγίξει».
Ο ιερέας όμως είπε, «Μην ψεύδεσαι αλλά πες την αλήθεια• την παντρεύτηκες κρυφά, χωρίς να το ανακοινώσεις στα τέκνα του Ισραήλ. Ταπεινώσου μπροστά στο παντοδύναμο χέρι του Θεού για να ευλογήσει το σπέρμα σου».
Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός.
Τότε του είπε ο ιερέας, «Πρέπει να αποκαταστήσεις την Παρθένο στο ναό του Κυρίου, απ' όπου την πήρες».
Εκείνος όμως έκλαψε πικρά και ο ιερέας πρόσθεσε, «Θα σας δώσω να πιείτε το νερό του Κυρίου το οποίο είναι για δοκιμασίες κι έτσι θα φανερωθεί η ανομία σας».
Έφερε λοιπόν ο ιερέας το νερό, έδωσε στον Ιωσήφ να πιει κι ύστερα τον έστειλε σε μια ορεινή περιοχή. Εκείνος γύρισε εντελώς καλά και ο κόσμος απόρησε που δεν αποκαλύφθηκε η αμαρτία του. Είπε λοιπόν ο ιερέας, «Εφόσον ο Κύριος δεν φανέρωσε τις αμαρτίες σου, ούτε κι εγώ μπορώ να σε καταδικάσω».
Έτσι τους άφησε να φύγουν.
Πήρε λοιπόν ο Ιωσήφ τη Μαρία και γύρισαν στο σπίτι τους περιχαρείς και δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.
Κεφάλαιο 12
Και συνέβη να εκδόσει ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ένα διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να φορολογηθούν. Είπε λοιπόν ο Ιωσήφ, «Θα φροντίσω ώστε να καταχωρηθούν για φορολογία τα παιδιά μου, αλλά τι θα κάνω μ' αυτή τη νεαρή γυναίκα; Ντρέπομαι να τη δηλώσω σαν σύζυγό μου και αν πάλι τη δηλώσω σαν κόρη μου όλος ο Ισραήλ γνωρίζει πως δεν είναι. Όταν έρθει η ώρα του Κυρίου, ας αποφασίσει εκείνος τι πρέπει να γίνει».
Σέλωσε λοιπόν το γαϊδουράκι, έβαλε πάνω του τη Μαρία και το ακολούθησαν μαζί με το Σίμωνα για να φτάσουν στη Βηθλεέμ που ήταν τρία μίλια μακριά.
Κοιτάζοντας τη Μαρία την είδε λυπημένη και είπε στον εαυτό του, «Ίσως της προκαλεί πόνο αυτό που έχει στα σπλάχνα της». Ύστερα γύρισε πάλι και την είδε να γελά και της είπε, «Μαρία πώς γίνεται να βλέπω μερικές φορές θλίψη και μερικές φορές γέλιο και χαρά στην έκφρασή σου;»
Η Μαρία του απάντησε, «Βλέπω δύο ανθρώπους με τα μάτια μου, ο ένας κλαίει και θρηνεί κι ο άλλος γελά και πανηγυρίζει».
Εκείνος συνέχισε το δρόμο του και η Μαρία του είπε, «Κατέβασε με απ' το γαϊδουράκι γιατί αυτό που έχω στα σπλάχνα με πιέζει για να βγει».
Ο Ιωσήφ όμως απάντησε, «Που να σε πάω; Εδώ είναι ερημιά».
Τότε η Μαρία του είπε ξανά, «Κατέβασέ με, γιατί αυτό που έχω μέσα με πιέζει δυνατά».
Έτσι ο Ιωσήφ την κατέβασε. Βρήκε εκεί κοντά μια σπηλιά και την έβαλε μέσα.
Κεφάλαιο 13
Αφήνοντας την μαζί με τους γιους του στη σπηλιά, πήγε ν' αναζητήσει μια Εβραία μαμμή στο χωριό της Βηθλεέμ.
Καθώς όμως πήγαινα (είπε ο Ιωσήφ) κοίταξα ψηλά και είδα τα σύννεφα θαμπωμένα και τα πουλιά του ουρανού να ακινητοποιούνται στη μέση της πτήσης τους. Κοίταξα και κάτω, στη γη, και είδα ένα στρωμένο τραπέζι και ανθρώπους της δουλειάς να κάθονται γύρω του, τα χέρια τους όμως δεν ήταν πάνω σ' αυτό και δεν έκαναν καμιά κίνηση για να φάνε. Όσοι είχαν κρέας στα χέρια τους δεν έτρωγαν. Όσοι είχαν υψωμένα τα χέρια στο κεφάλι τους, δεν τα κατέβαζαν κι αυτοί που τα είχαν ανεβάσει μέχρι το στόμα τους δεν έβαζαν τίποτα σ' αυτό. Τα πρόσωπα όλων τους ήταν καρφωμένα προς τα πάνω. Και είδα τα πρόβατα διασκορπισμένα αλλά ακίνητα και το βοσκό που είχε σηκώσει το χέρι του για να τα χτυπήσει να έχει μείνει με το χέρι μετέωρο. Κοίταξα και προς τον ποταμό και είδα τα κατσικάκια να έχουν ακουμπήσει το στόμα τους στο νερό χωρίς όμως να πίνουν.
Αντίκρισα τότε μια γυναίκα να κατεβαίνει από τα βουνά και μου είπε, «Πού πας άνθρωπε;» κι εγώ αποκρίθηκα, «Ψάχνω να βρω μια Εβραία μαμμή».
Εκείνη τότε μου είπε, «Πού βρίσκεται η γυναίκα που θα γεννήσει;» κι εγώ της απάντησα, «Στη σπηλιά και είναι μνηστή μου».
Ρώτησε ξανά η μαμμή, «Δεν είναι σύζυγός σου;»
Ο Ιωσήφ απάντησε, «Είναι η Μαρία, που ανατράφηκε στα Άγια των Αγίων, στον Οίκο του Κυρίου κι έτυχε σε μένα ο κλήρος να την πάρω, όμως δεν είναι γυναίκα μου αλλά έχει συλλάβει από το Άγιο Πνεύμα».
Η μαμμή είπε, «Είναι αλήθεια αυτά;»
Εκείνος απάντησε, «Έλα και θα δεις» και η μαμμή τον ακολούθησε στη σπηλιά.
Τότε ένα σύννεφο φωτεινό ήρθε και στάθηκε πάνω από τη σπηλιά και η μαμμή είπε, «Σήμερα η ψυχή μου μεγαλύνθηκε γιατί τα μάτια μου αντίκρισαν πράγματα θαυμαστά και γιατί γεννιέται η σωτηρία για τον Ισραήλ».
Ξαφνικά, το σύννεφο έγινε ένα φως λαμπερό μέσα στη σπηλιά, έτσι που τα μάτια τους δεν το άντεχαν. Η λάμψη του όμως μειώθηκε σταδιακά και φάνηκε το βρέφος να θηλάζει στο στήθος της μητέρας του Μαρίας.
Τότε η μαμμή φώναξε και είπε, «Τι μεγαλειώδης ημέρα είναι τούτη, που τα μάτια μου αντίκρισαν το καταπληκτικό αυτό θέαμα!»
Και βγήκε από τη σπηλιά και συναντήθηκε με τη Σαλώμη.
Και είπε η μαμμή, «Σαλώμη, Σαλώμη θα σου πω για κάτι το εκπληκτικό που είδα. Γέννησε μια παρθένος, πράγμα που είναι αντίθετο με τη φύση».
Η Σαλώμη απάντησε, «Στο όνομα του Κυρίου του Θεού μου, αν δεν έχω αποδείξεις για το γεγονός αυτό δεν θα πιστέψω ότι γέννησε μια παρθένος».
Μπήκε τότε η Σαλώμη στη σπηλιά και είπε η μαμμή, «Μαρία φανερώσου γιατί έχει δημιουργηθεί μεγάλη αμφισβήτηση για σένα».
Και η Σαλώμη πήρε ικανοποίηση, το χέρι της όμως παρέλυσε και γόγγυζε πικραμένη και έλεγε, «Αλίμονο σε μένα που διέπραξα αυτή την ανομία• αμφισβήτησα τον Θεό και το χέρι μου κοντεύει να πέσει.
Τότε η Σαλώμη ικέτευσε τον Κύριο και είπε, «Ω Θεέ των πατέρων μου, θυμήσου με γιατί ανήκω στο σπέρμα του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Μη με κάνεις μια στιγματισμένη ανάμεσα στα τέκνα του Ισραήλ, θεράπευσέ με. Γιατί εσύ γνωρίζεις, ω Κύριε, ότι έχω κάνει πολλές αγαθοεργίες στο όνομα σου κι έχω δεχτεί την ανταμοιβή μου γι' αυτό».
Τότε ένας άγγελος του Κυρίου στάθηκε κοντά της και είπε, «Ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Άπλωσε το χέρι σου και σήκωσε το παιδί. Μ' αυτή την πράξη σου θα γιατρευτείς».
Η Σαλώμη γεμάτη χαρά πήγε κοντά στο παιδί και είπε, «Θα τον αγγίξω». Σκοπός της ήταν να τον λατρέψει γιατί είπε, «Ετούτος είναι ένας μεγάλος βασιλιάς που γεννήθηκε στον Ισραήλ».
Κι αμέσως η Σαλώμη γιατρεύτηκε.
Τότε η μαμμή, έχοντας την εύνοια του Θεού, βγήκε απ' τη σπηλιά.
Και ιδού, μια φωνή ακούστηκε στη Σαλώμη να λέει, «Μην αποκαλύψεις τα παράξενα πράγματα που είδες, μέχρι να φτάσει το βρέφος στην Ιερουσαλήμ».
Έτσι, έφυγε και η Σαλώμη έχοντας την εύνοια του Θεού.
Κεφάλαιο 14
Τότε ο Ιωσήφ έκανε τις προετοιμασίες για την αναχώρησή τους, γιατί είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη αναταραχή στη Βηθλεέμ επειδή ήρθαν κάποιοι σοφοί από την Ανατολή.
Οι σοφοί ρωτούσαν, «Που γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Γιατί εμείς είδαμε το άστρο του στην ανατολή και ήρθαμε να τον λατρέψουμε».
Όταν το άκουσε αυτό ο Ηρώδης ταράχτηκε πολύ και έστειλε αγγελιαφόρους στους σοφούς και στους ιερείς και τους ζήτησε να προσέλθουν στο κυβερνείο για να τους κάνει ερωτήσεις.
Τους ρώτησε λοιπόν, «Πού το είδατε γραμμένο για τον Χριστό το βασιλιά και ποιος είναι ο τόπος που γεννήθηκε;»
Εκείνοι τότε του είπαν, «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι είναι γραμμένο, "Και συ, Βηθλεέμ γη του Ιούδα, δεν είσαι με κανέναν τρόπο η μικρότερη μεταξύ των ηγεμόνων του Ιούδα, διότι από σε θα προέλθει ένας αρχηγός, ο οποίος θα κυβερνήσει το λαό μου, τον Ισραήλ"».
Αφού έδιωξε τους αρχιερείς, ρώτησε τους σοφούς άνδρες, «Ποιο ήταν το σημάδι που είδατε για τη γέννηση του βασιλιά;»
Εκείνοι απάντησαν, «Είδαμε ένα εξαιρετικά μεγάλο αστέρι να λάμπει ανάμεσα στα άλλα αστέρια τ' ουρανού, το οποίο τα έσβυνε με τη λάμψη του όλα. Έτσι καταλάβαμε ότι γεννήθηκε ένας μεγάλος βασιλιάς στον Ισραήλ γι' αυτό και ήρθαμε να τον λατρέψουμε».
Τότε ο Ηρώδης τους είπε, «Πηγαίνετε να ερευνήσετε κι αν βρείτε το βρέφος ελάτε να μου το πείτε ώστε να πάω κι εγώ να τον λατρέψω»
Έτσι, οι σοφοί ξεκίνησαν και το αστέρι που είχαν δει στην Ανατολή προπορευόταν και τους έδειχνε το δρόμο μέχρι που σταμάτησε πάνω από τη σπηλιά, όπου βρισκόταν το βρέφος με τη μητέρα του Μαρία.
Έβγαλαν τότε τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν χρυσό, λιβάνι και σμύρνα. Κι αφού προειδοποιήθηκαν σε όνειρο από έναν άγγελο να μην επιστρέψουν στον Ηρώδη διαμέσου της Ιουδαίας, έφυγαν για τη χώρα τους από διαφορετικό δρόμο.
Κεφάλαιο 15
Τότε ο Ηρώδης που κατάλαβε ότι τον ξεγέλασαν οι σοφοί εκείνοι, οργίστηκε πολύ και πρόσταξε μερικούς άνδρες να σκοτώσουν όλα τα παιδιά της Βηθλεέμ που ήταν ηλικίας δύο ετών και κάτω.
Η Μαρία όμως μαθαίνοντας για τη σφαγή των νηπίων, πήρε το βρέφος, το τύλιξε σε φασκιές και το ’βαλε σε μια φάτνη γιατί δεν υπήρχε χώρος στο πανδοχείο.
Η Ελισάβετ επίσης, ακούγοντας ότι θα έψαχναν και για το γιο της Ιωάννη, τον πήρε και ανέβηκαν στα βουνά κι αναζητούσε κάποια κρυψώνα για να τον κρύψει. Δεν υπήρχε όμως κανένα κρυφό μέρος.
Τότε αναστέναξε και είπε, «Ω βουνό του Κυρίου, δέξου τη μητέρα και το παιδί», γιατί δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Κι αμέσως το βουνό άνοιξε και τους δέχτηκε.
Και εμφανίστηκε ένας άγγελος Κυρίου για να τους προστατέψει.
Ο Ηρώδης όμως έψαξε για τον Ιωάννη κι έστειλε υπηρέτες στο Ζαχαρία την ώρα που ιερουργούσε και του είπαν, «Πού έκρυψες το γιο σου;»
Εκείνος τους απάντησε, «Εγώ είμαι ένας διάκονος του Θεού και υπηρέτης του βωμού• πού να ξέρω πού βρίσκεται ο γιος μου;»
Έτσι οι υπηρέτες επέστρεψαν και είπαν στον Ηρώδη τα καθέκαστα. Εκείνος οργίστηκε και είπε, «Δεν είναι άραγε πιθανόν να είναι ο γιος του ο μελλοντικός βασιλιάς του Ισραήλ;»
Έστειλε λοιπόν ξανά τους υπηρέτες του στο Ζαχαρία να του πουν, «Πες μας την αλήθεια, πού είναι ο γιος σου γιατί ξέρεις πως η ζωή σου είναι στα χέρια μας».
Οι υπηρέτες λοιπόν πήγαν και του είπαν αυτά. Ο Ζαχαρίας όμως τους απάντησε, «Είμαι ένας μάρτυρας του Θεού και αν χυθεί το αίμα μου, ο Κύριος θα παραλάβει την ψυχή μου. Άλλωστε ξέρετε ότι το αίμα μου που θα χυθεί είναι αθώο».
Παρόλα αυτά, ο Ζαχαρίας δολοφονήθηκε στην είσοδο μεταξύ ναού και βωμού.
Τα τέκνα όμως του Ισραήλ δεν ήξεραν ότι είχε δολοφονηθεί.
Αργότερα, την ώρα των χαιρετισμών, οι ιερείς πήγαν στο ναό, αλλά ο Ζαχαρίας δεν βγήκε να τους ευλογήσει όπως ήταν συνήθεια.
Εκείνοι πάντως εξακολουθούσαν να τον περιμένουν να τους χαιρετίσει. Και όταν είδαν ότι περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν, ένας απ' αυτούς τόλμησε να μπει στον ιερό χώρο όπου βρισκόταν ο βωμός και είδε πηγμένο αίμα στο πάτωμα.
Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό να λέει, «Ο Ζαχαρίας δολοφονήθηκε και το αίμα του δεν θα σβυστεί μέχρις ότου βρεθεί αυτός που θα πάρει εκδίκηση».
Όταν το άκουσε αυτό ο ιερέας φοβήθηκε και πήγε και είπε στους άλλους αυτά που είδε κι άκουσε. Πήγαν όλοι τότε μέσα και είδαν αυτό που είχε γίνει.
Τότε η οροφή του ναού σχίστηκε από πάνω μέχρι κάτω μέσα σ' έναν εκκωφαντικό ήχο. Και δεν μπορούσαν να βρουν το σώμα παρά μόνο το αίμα που είχε γίνει πέτρα.
Κι έφυγαν και είπαν στο λαό ότι ο Ζαχαρίας είχε δολοφονηθεί κι έτσι το ’μαθαν όλες οι φυλές του Ισραήλ και τον πένθησαν και τον θρήνησαν τρεις ημέρες.
Ύστερα οι ιερείς έκαναν συμβούλιο για ν' αποφασίσουν για το διάδοχό του. Και ο Συμεών και οι άλλοι ιερείς έριξαν κλήρο και ο κλήρος έπεσε στο Συμεών. Γιατί το Άγιο Πνεύμα τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα πέθαινε αν δεν αντίκριζε πρώτα τον Χριστό ενσαρκωμένο.
Εγώ ο Ιάκωβος έγραψα αυτή την ιστορία στην Ιερουσαλήμ, την εποχή των ταραχών, όταν αποσύρθηκα σ' ένα ερημικό μέρος, μέχρι το θάνατο του Ηρώδη. Και οι ταραχές σταμάτησαν στην Ιερουσαλήμ. Αυτό που παραμένει είναι ότι δοξάζω τον Θεό που μου ’δωσε τη γνώση να γράψω το κείμενο για σας τους πνευματικούς ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό και θα του αποδίδουν δόξα και μεγαλείο στους αιώνες των αιώνων. ΑΜΗΝ»