Μία ώρα πριν. Οδηγώ στη μποτιλιαρισμένη, λόγω αγώνα δρόμου, Μιχαλακοπούλου όταν έρχεται μήνυμα από τον ιερέα μας. Πρώτη συνάντηση νέων σήμερα. Θέμα: Πώς παίρνω τις σωστές αποφάσεις. Ωραίο θέμα, σκέφτομαι. Έχει πολύ ζουμί! Έτσι, για λίγα δευτερόλεπτα αρχίζω να κλωθογυρίζω στο μυαλό μου κάποιες πιθανές απαντήσεις. Χωρίς καθυστερήσεις και αμφιβολίες μού έρχεται αβίαστα κάτι που με ικανοποιεί απόλυτα. Είναι εξάλλου ένα θέμα που μ’ έχει απασχολήσει από πολύ νέο. «Ο κανόνας του Καλού και του Κακού». Έτσι το είχα ονομάσει κάποτε, δίνοντας έναν σύντομο τίτλο σε μια βαθειά φιλοσοφική στάση που συνειδητά επιθυμούσα να καθορίζει τις επιλογές μου. Η βάση αυτού του κανόνα δεν είναι ασφαλώς δική μου. Θα τη βρεις στον Σωκράτη, στο Ευαγγέλιο, στον Καντ αλλά και σε πλήθος ακόμη αγίων και φιλοσόφων. Τι λέει λοιπόν αυτός ο κανόνας; Πάντοτε, για οποιαδήποτε απόφαση που καλούμαστε να λάβουμε, για οποιαδήποτε κατεύθυνση που καλούμαστε να ακολουθήσουμε, γνωρίζουμε ήδη τη ταυτότητα τής επιλογής μας. Γνωρίζουμε αν αυτό που θα κάνουμε υπηρετεί το Καλό ή το Κακό.
Μα τι είναι Καλό ή Κακό; Και πώς το αναγνωρίζουμε; Θα ρωτήσει κάποιος. Εγώ προσωπικώς, αν και είμαι σίγουρος ότι πολλές απαντήσεις θα μπορούσαν να δοθούν, έχω καταλήξει ότι το Καλό και το Κακό είναι συνώνυμα τού «κατά φύσιν» και του «παρά φύσιν». Έτσι, πιστεύω ακράδαντα πως ο άνθρωπος κατά τη φύση του είναι συνυφασμένος με το Καλό, δίνοντας τοιουτοτρόπως στην έννοια μια οντολογική υπόσταση. Τουναντίον, το φαινομενολογικό Κακό, επικάθεται σαν λάσπη επί του καθαρού πυθμένος, ως αποτέλεσμα της λανθασμένης χρήσης τής ελευθερίας τού ανθρωπίνου προσώπου. Ακριβώς όμως επειδή το Κακό είναι επιλογή και όχι φύση, δεν δύναται, όσο ισχυρό κι αν φαντάζει, να αποβάλλει το υπάρχον Καλό. Οπότε, σε οποιαδήποτε κατάσταση, όσο περίπλοκη κι αν δείχνει, κάπου βαθειά μέσα μας θα ακούσουμε μια φωνή, κατά πολλούς τη συνείδηση, να μας προτρέπει προς το αγαθόν.
Τι γίνεται όμως αν η λήψη της απόφασης σχετίζεται με εξαιρετικώς σύνθετα ή διφορούμενα κριτήρια; Τότε, θεωρώ ως σώφρον να εγκαταλείψουμε την αξιολόγηση της κατάστασης αυτής καθ’ εαυτήν και να στραφούμε προς την αξιολόγηση των κινήτρων μας. Όταν φτάσουμε στο αβυσσαλέο βάθος των πραγματικών κινήτρων μας είναι αδύνατο να μην ξεχωρίσουμε το Καλό από το Κακό. Από κει και πέρα βέβαια θα ξεκινήσει ένας ακόμη δυσκολότερος δρόμος. Εκείνος της εφαρμογής του Καλού. Της εφαρμογής του κανόνα του Καλού και του Κακού.
Αυτά σκεφτόμουν λοιπόν, έχοντας φτάσει πια εις το μέσον της Βασιλέως Κωνσταντίνου, βυθισμένος στους στοχασμούς μου και αυτοβαυκαλιζόμενος από τη «σοφία» μου. Τότε, παρατηρώ έξαφνα το προπορευόμενο αυτοκίνητο να κάνει έναν απότομο ελιγμό αποφυγής, αποκαλύπτοντάς μου έτσι, ένα μικρό ξανθόλευκο γατάκι, που σπαρταρούσε επάνω στην πυρωμένη άσφαλτο, με το μισό του κεφαλάκι λιωμένο και πηχτό αίμα να τινάζεται γύρω του μαζί με πολτοποιημένο μέρος του κρανίου του. Αστραπιαία σκέφτηκα να σταματήσω για να δω τι βοήθεια θα μπορούσα να του προσφέρω. Και αστραπιαία όμως, το πόδι μου ΔΕΝ πάτησε το φρένο. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ταχύτητα που η λάσπη του Κακού επικαλύπτει κάθε αγαθή πρόθεση. Είναι μάταιο, σκέφτηκα. Κάνα δυο λεπτά ζωής του μένουν με τέτοιο τραύμα. Κατόπιν, πέρασε από το μυαλό μου πως κάποιος άλλος, πιο ικανός και πιο φιλόζωος από μένα θα σταματήσει να το περιθάλψει. Αρκετός εκνευρισμός υπάρχει στους οδηγούς με τέτοια κίνηση, συνέχισα. Πού να σταματήσω και να κολλήσει η κυκλοφορία, θα με φάνε ζωντανό. Για εκατό επί πλέον μέτρα, υποστήριζα την ολιγωρία μου ταΐζοντας τη συνείδησή μου με κάθε λογής αξιοθρήνητη δικαιολογία. Και θα συνέχιζα να το κάνω ακόμα και τώρα, αν δεν μου καρφωνόταν η σκέψη πως έστω κι αν το γατάκι έζησε για λίγα λεπτά ακόμη, δεν βρέθηκε τυχαία μπροστά μου. Ήρθε για να μου δώσει ένα σκληρό μάθημα, ακριβώς στη κορύφωση της πνευματικής μου αλαζονείας. Ας προσπαθούσα να σταματήσω βρε αδερφέ. Ίσα για να το βγάλω από το δρόμο. Ίσα για να μην πεθάνει μόνο του επάνω στη σκληρή μαύρη άσφαλτο. Σε κανέναν πλάσμα του Θεού δεν αρμόζει να πεθαίνει ολομόναχο. Το όφειλα σ' εκείνη τη ψυχούλα που έφευγε με τόσο τραγικό τρόπο. Το όφειλα όμως και στον εαυτό μου. Στο δώρο της ζωής που εξακολουθούσα να χαίρομαι.
Είχα απομακρυνθεί αρκετά πια. Τα αντίθετο ρεύμα ήταν κλειστό με κορδέλες της αστυνομίας. Δεν μπορούσα να κάνω αναστροφή. (Να, συνεχίζω ακόμη τις δικαιολογίες).
Ερχόμενος τότε σε κάποια συναίσθηση, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Η αλήθεια είναι πως το λυπήθηκα πολύ, εκείνο το μικρό γατάκι.
Περισσότερο όμως, λυπήθηκα εμένα.
Βαγγέλης Γ. - (Κάποιες σελίδες ημερολογίου)