Ησαΐου 7,14 διὰ τοῦτο(1) δώσει Κύριος αὐτὸς(2) ὑμῖν(3) σημεῖον(4)· ἰδοὺ(5) ἡ παρθένος(6) ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις(7) τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ(8)·(=Δια τούτο θα δώσει ο ίδιος ο Κύριος εις σας σημείο, θαύμα μέγα και καταπληκτικό. Ιδού, η παρθένος θα συλλάβει υπερφυσικώς και θα γεννήσει υιό και το όνομα του υιού της αυτού θα είναι Εμμανουήλ, που σημαίνει ο Θεός μαζί μας).
(1) «Επειδή ο Άχαζ αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση του προφήτη» (Μπρατσιώτης Π).
«Διότι έπρεπε μεν να συνετιστεί ο Άχαζ… και να ζητήσει το θαύμα είτε στο βάθος της γης είτε στο ύψος του ουρανού. Επειδή όμως θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο, διότι δεν ήταν ασκημένος στο να ζητάει μεγάλα και ουράνια θαύματα, για αυτό λέει, θα δώσει ο Κύριος…» (Βασίλειος Μέγας).
(2) «Ο ίδιος, δηλαδή, με τη δική του θέληση, χωρίς να του το ζητήσετε και παρά τη θέλησή σας» (Μπρατσιώτης Π). Αυτός· «δεν δίνει μέσω κάποιου υπηρέτη και βοηθού και λειτουργού, αλλά ο ίδιος από μόνος του, για να δηλωθεί από αυτό το μέγεθος αυτού που δίνεται» (Βασίλειος Μέγας).
(3) «Δίνεται, αλλά όχι πλέον μόνο στον Άχαζ, αλλά σε όλο τον οίκο του Δαβίδ» (Βασίλειος Μέγας).
(4) «Το θαύμα πρέπει να ξεπερνά την κοινή σειρά των πραγμάτων και να υπερβαίνει τη φυσική συνήθεια, και να είναι ασυνήθιστο και παράδοξο, ώστε να γίνεται αποδεκτό από τον κάθε θεατή και ακροατή. Διότι για αυτό λέγεται και σημείο, για το ότι είναι κάτι το διακριτικό και εντυπωσιακό. Διακριτικό όμως δεν θα μπορούσε να είναι, αν συνέβαινε να καλυφθεί ερχόμενο σε ανάμιξη με άλλα πράγματα. Επομένως, εάν ο λόγος ήταν για γυναίκα που θα γεννούσε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, για ποιό λόγο ονομάζει θαύμα αυτό που συμβαίνει καθημερινά;» (Χρυσόστομος). «Κανείς δεν ονομάζει θαύμα αυτό που γίνεται κάθε ημέρα. Διότι αν η γέννα δεν είναι από παρθενία αλλά από γάμο, πώς αυτό που συμβαδίζει με τη φύση ονομάζεται θαύμα;» (Θεοδώρητος).
(5) Ότι πρόκειται για κάποιο έκτακτο σημάδι, δηλαδή θαύμα, τεκμηριώνεται και από την επίσημη εισαγωγή της επόμενης προφητείας με το «ιδού»» (Μπρατσιώτης Π). «Αυτό είναι αληθινά θαύμα σε βάθος και σε ύψος» (Θεοδώρητος).
(6) «Εναντιώνονται οι Ιουδαίοι στην έκδοση των Ο΄(μετάφραση των 70) λέγοντας ότι δεν γράφει το εβραϊκό κείμενο το «η παρθένος» αλλά «η νέα», ισχυριζόμενοι ότι μπορεί να ονομαστεί νέα αυτή που έχει νεαρή ηλικία και όχι η γυναίκα που δεν έχει πείρα γάμου» (Βασίλειος Μέγας).
«Διότι νομίζουν, ότι είναι δυνατόν να χάσει τη δύναμή του το μυστήριο, αν λέει «νέα» και όχι μάλλον «παρθένος»» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Στο Εβραϊκό δηλαδή κείμενο υπάρχει η λέξη άλμα, το οποίο οι Ακύλας, Σύμμαχος και Θεοδοτίων μετάφρασαν «νέα», και τόσο οι Ιουδαίοι που απίστησαν, όσο και πολλοί από τους νεώτερους ορθολογιστές θεώρησαν τη λέξη ότι σημαίνει απλώς νεαρή γυναίκα που συνέλαβε στην κοιλιά της σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους.
«Προς τους οποίους η απάντηση είναι εύκολη και βγαίνει από μόνη της… Ότι με τη λέξη «νέα» ονομάστηκαν ιδίως οι παρθένες, είναι φανερό από όσα λέγονται ως εξής στο Δευτερονόμιο (κβ 25-27)· «Εάν ένας άνδρας συναντήσει στην ύπαιθρο κόρη μνηστευμένη και χρησιμοποιών βία κοιμηθεί μαζί της, θα φονεύσετε μόνον τον άνδρα, που εκοιμήθη με αυτήν. Στη νέα δεν θα επιβάλετε καμία τιμωρία. Δεν διέπραξε αυτή αμάρτημα συνεπαγόμενο το θάνατον·… φώναξε εκείνη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να σπεύσει σε βοήθειά της». Αυτή λοιπόν που φώναξε, εννοείται ότι πριν το βιασμό ήταν παρθένα. Είναι λοιπόν το ίδιο το να πούμε φώναξε η παρθένα και φώναξε η νέα. Και στο Γ΄ Βασιλειών (α 3,4) η Σωμανίτιδα, που φρόντιζε τον Δαβίδ, ενώ ήταν παρθένα και δεν είχε πείρα άνδρα, ονομάζεται «νέα»» (Βασίλειος Μέγας).
Έπειτα και η προσθήκη του άρθρου αποκλείει, ότι πρόκειται για μία από τις πολλές νεαρές γυναίκες. «Για αυτόν το λόγο λοιπόν, και όταν άρχισε τη φράση, δεν είπε «να παρθένα», αλλά «να η παρθένα», υπαινισσόμενος με την προσθήκη του άρθρου ότι από όλους αυτή θα είναι μία κάποια τελείως ξεχωριστή και μοναδική παρθένα» (Χρυσόστομος).
«Διότι αν θαύμα είναι η παρουσίαση κάποιου πράγματος τεράστιου που αλλάζει την κοινή συνήθεια των ανθρώπων, τι θαυμαστό ήταν, μία γυναίκα από τις πολλές που συγκατοικούσε με άνδρα, να γίνει μητέρα παιδιού; Και πώς, επιπλέον, αυτό που γεννήθηκε από θέλημα σαρκικό θα μπορούσε να ονομαστεί Εμμανουήλ (=ο Θεός είναι μαζί μας);» (Βασίλειος Μέγας).
«Ήδη οι Ο΄(70 μεταφραστές), των οποίων η ερμηνεία είναι η πιο παλαιά, ερμηνεύοντας το χωρίο με χριστολογική έννοια, μετέφρασαν κατάλληλα το άλμα με το παρθένος, ενώ στο παιδί είδαν διορατικά στους στίχους 15,16 υπερφυσικές ιδιότητες. Η χριστιανική λοιπόν Εκκλησία πίστεψε από παλαιά, ότι στο παρόν χωρίο πρόκειται για τη γέννηση του Ιησού Χριστού από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία, για τον υπερφυσικό τρόπο της σύλληψης του οποίου πληροφορούμαστε από το ευαγγέλιο του Λουκά (α 35 δες Ματθ. α 18 και εξής) και την πίστη αυτή συμμερίζεται και μέχρι σήμερα η πιστή θεολογική ερμηνεία του χωρίου. Ήδη επίσης και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας (+165;) κατηγορεί τους συγχρόνους του Ιουδαίους, ότι διαστρέφουν το σημαντικότατο αυτό χριστολογικό χωρίο και εξηγούν το άλμα με το «νέα» (Διάλογος προς Τρύφωνα 71,120. Δες και Ειρηναίου ΙΙΙ 21,5) (Μπρατσιώτης Π).
(7) «Η προφητεία προστάζει τον οίκο του Δαβίδ να ονομάσει Εμμανουήλ αυτόν που θα γεννηθεί από την Παρθένο. Εσύ, δηλαδή, ο ίδιος, ο οίκος του Δαβίδ, που είσαι τώρα παρών μαζί με τον προφήτη και ακούς τα λόγια του, αυτόν που προφητεύεται θα τον ονομάσεις Εμμανουήλ» (Ευσέβιος Καισαρείας).
(8) «Απέδωσε σε αυτόν το όνομα από τα όσα συνέβησαν σε αυτόν. Διότι τότε κατεξοχήν ο Θεός ήταν μαζί μας, όταν φανερώθηκε στη γη, συναναστράφηκε τους ανθρώπους και έδειξε τη μεγάλη του φροντίδα για εμάς. Διότι δεν ήρθε κοντά μας άγγελος, ούτε αρχάγγελος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ανέλαβε όλη τη διόρθωσή μας, συνομιλώντας με τις πόρνες, συντρώγοντας με τους τελώνες, μπαίνοντας στα σπίτια των αμαρτωλών, δίνοντας παρρησία στους ληστές, προσελκύοντας κοντά του μάγους, τα πάντα κάνοντας και διορθώνοντας, και την ίδια τη φύση του ανθρώπου ενώνοντας με τον εαυτό του» (Χρυσόστομος).
«Δηλώνει το όνομα τον Θεό που είναι μαζί μας, τον Θεό που έγινε άνθρωπος, τον Θεό που πήρε την ανθρώπινη φύση, τον Θεό που ενώθηκε με αυτήν, τη φύση στην οποία αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του ενός υιού τη μορφή του Θεού και τη μορφή του δούλου» (Θεοδώρητος).
«Ο Εμμανουήλ είναι ορισμένο πρόσωπο και μάλιστα τελείως εξαιρετικό και υπερφυσικό, αφού στο κεφ. η 8 παρουσιάζεται ως κυρίαρχος της γης του Ιούδα, το οποίο θα μπορούσε να λεχθεί μόνο, αν ο Εμμανουήλ νοείται ως ο Μεσσίας που κατάγεται από τον Δαβίδ. Επιπλέον στην προφητεία κεφ. θ 1-6, η οποία ανήκει επίσης στο λεγόμενο «βιβλίο του Εμμανουήλ», γίνεται λόγος για το παιδί-σωτήρα από τον οίκο Δαβίδ, το οποίο χαρακτηρίζεται αυτό το ίδιο ως «Θεός ισχυρός», «πατέρας του μελλοντικού αιώνα» και «αιώνιος» και δεν είναι άλλο παρά ο από τον οίκο του Δαβίδ προφητευμένος Εμμανουήλ (=ο Θεός είναι μαζί μας). Ο Εμμανουήλ λοιπόν δεν είναι δυνατόν να είναι κάποιος άλλος παρά μόνο ο Μεσσίας» (Μπρατσιώτης Π.)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις στον Ησαΐαν σελ. 103-104,εκδ. ο Σωτήρ, μετάφραση στη νεοελληνική π. Νικόλαος Πουλάδας)