27. «Δεύρο Νύμφη μου» (ΜΟ).
Η ορθόδοξη ευλάβεια για το πρόσωπο της Θεοτόκου εμπνέεται συχνά από το «Άσμα Ασμάτων». Το βιβλίο αυτό της Π. Διαθήκης είναι μια σειρά λυρικών ποιημάτων και τραγουδιών που μοιάζουν με τα αρχαία ελληνικά ειδύλλια και στα οποία εκφράζεται διαλογικά η «ολονέν αύξουσα και τελειουμένη αγάπη» μεταξύ ενός Ανδρός (Νυμφίου) και μιας Γυναικός (Νύμφης)» (ΥΑ, 2 εξ.).
Η καθολική παράδοσις της Εκκλησίας ερμήνευσε πάντοτε συμβολικά και αλληγορικά το «Άσμα» και δέχεται ότι το βιβλίο αυτό «παρουσιάζει την αγάπην του Θεού προς πάντας γενικώς τους ανθρώπους, την ένωσιν του Γιαχβέ μετά της συναγωγής, την ένωσιν του Λόγου μετά της ανθρωπίνης φύσεως, την ένωσιν του Χριστού μετά μιας εκάστης ψυχής» (ΥΑ, 7).
Στην ορθόδοξη λατρεία ιδιαίτερα οι εικόνες του «Άσματος» χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για την προτύπωσι της Θεοτόκου και του μυστηρίου του «γάμου» των δύο φύσεων, της ανθρώπινης και της θείας, στο οποίο υπηρέτησε η Παρθένος, ως Νύμφη του Χριστού.
Η Βυζαντινή επίσης τέχνη ντύνει τη Θεοτόκο με το γνωστό Μαφόριο ή Ωμοφόριο, «το οποίον είναι ένδυμα ειδικόν, ήτοι το μέγα συριακόν μαφόριον των ε γ γ ά μ ω ν γυναικών (FLAMMEUM VIRGINALIS)», για να εικονίσει την Παρθένο σαν «νύμφη του ουρανίου νυμφίου» (ΚΚ, 28).
Την προτύπωσι αυτή θα παρακολουθήσωμε στη συνέχεια.
Το μεγάλο ειδύλλιο του Θεού για τον άνθρωπο αρχίζει με την πρόσκλησι που κάνει ο Θεός στον άνθρωπο να δεχθή την αγάπη του. Αυτό που κάνει εντύπωσι στο «Άσμα Ασμάτων» είναι ότι η πρόσκληση αυτή του Θεού απευθύνεται σ’ ένα γυναικείο πρόσωπο. Ο Θεός, σαν Νυμφίος, προτείνει σε μια γυναίκα να γίνη Νύμφη του. «Δεύρο... Νύμφη» (Άσμα δ' 8). Και ο υμνωδός της Εκκλησίας στη βιβλική αυτή εικόνα βλέπει την προσωπική και αποκλειστική πρόσκλησι του Θεού στην Παρθένο Μαρία να γίνη Νύμφη του, να δεχθή δηλαδή να συλλάβη και γεννήση τον Θεάνθρωπο Ιησού.
Η κλήσις του Θεού είναι προσωπική και αποκλειστική.
Την αποτελεσματικότητα της σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο εικονίζει η αποκλειστική, μονογαμική σχέσις των δύο συζυγών, όπως την αποδίδει το «Άσμα Ασμάτων (ΥΑ, 5). Ο Θεός ζητάει να δημιουργήση σχέσεις με τον κάθε άνθρωπο αποκλειστικά προσωπικές και μόνιμες. Μια ισόβιο δηλαδή μονογαμική σχέσι, γεμάτη αφοσίωσι, πιστότητα και αγάπη.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 48-49)
Μια μέρα ο Πέτρος ρώτησε τον Ιησού: «Κύριε, πόσες φορές μπορεί να με βλάψει ο αδερφός μου κι εγώ να τον συγχωρήσω; Μήπως επτά φορές;» Ο Ιησούς του απάντησε «Όχι επτά, αλλά εώς εβδομήντα φορές το επτά να τον συγχωρήσεις», δηλαδή αναρίθμητες φορές.’ Και ακολούθως αφηγήθηκε την παραβολή του άσπλαχνου οφειλέτη στην οποία εμείς τώρα διαβάζουμε για έναν επίγειο βασιλέα ο οποίος έδειξε έλεος σε έναν δούλο του που δεν είχε να πληρώσει και του χάρισε το δάνειο του που ήταν και αρκετά μεγάλο. Όμως αυτός μετά δεν έδειξε την ανάλογη επιείκεια σε έναν συνδούλο του που του χρωστούσε ένα μικρό ποσό και τον οδήγησε στα δικαστήρια και τον έριξε στη φυλακή. Όταν όμως ο βασιλιάς πληροφορήθηκε αυτή τη συμπεριφορά του δούλου του τον ξανακάλεσε και τον παρέδωσε στους βασανιστές για να τον τιμωρήσουν μέχρι να εξοφλήσει τελικά το χρέος του που αρχικά του είχε χαριστεί! «Δεν έπρεπε να λυπηθείς κι εσύ και να δείξεις έλεος όπως σου έδειξα κι εγώ;» Τον ρώτησε ο βασιλιάς…( Ματθ. ιη΄,21-35)
Έτσι θα ρωτήσει κι εμάς ο δικός μας Βασιλιάς, ο επουράνιος Πατέρας μας όταν σταθούμε ενώπιον Του τη φοβερή ώρα της Κρίσης! Εμάς που είμαστε οφειλέτες αναρίθμητου χρέους σ’Αυτόν και γι’αυτό καλούμαστε να συγχωρούμε όχι μόνο με το στόμα αλλά με την καρδιά μας τον αδερφό μας που μας ζημίωσε με οποιοδήποτε τρόπο. Γιατί στη Βασιλεία του Θεού θα εισέλθουν εκείνοι που μετανοούν και ζητούν συγχώρεση από το Θεό αλλά στη συνέχεια κι αυτοί με τη σειρά τους συγχωρούν όσους τους έβλαψαν! Εξάλλου όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού! Αυτός είναι ο μόνος Αναμάρτητος… Όλοι εμείς πρέπει να συμπονούμε, να συμπάσχουμε, να κατανοούμε και να δικαιολογούμε τις αδυναμίες και τις πτώσεις ο ένας του άλλου και να τον βοηθάμε να ξανασηκωθεί και όχι να του δίνουμε μια για να πάει ακόμα πιο χαμηλά. Η ευσπλαχνία και η καλοσύνη είναι τα φάρμακα και τα αντίδοτα στον ιό της αμαρτίας! Και όλα αυτά όχι μόνο σκεπτόμενοι ότι με το μέτρο που κρίνουμε θα κριθούμε αλλά και γιατί το έλεος, η συγχώρεση και η αγάπη που όλα τα σκεπάζει όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος, μαλακώνουν την καρδιά, μας γεμίζουν με ειρήνη και χαρά ενώ αντίθετα η μνησικακία δημιουργεί μέσα μας αρνητικά και άσχημα συναισθήματα που βαραίνουν την ψυχή μας. Άρα λοιπόν η συγχώρεση πρώτα εμάς ωφελεί και ύστερα τον αδερφό!
Πώς όμως θα μπορέσουμε να είμαστε κι εμείς συγχωρητικοί; Ο δρόμος φυσικά περνάει μέσα από το Χριστό που είναι η Συγχώρεση! Θα ζητάμε από Εκείνον να γεμίζει την καρδιά μας με έλεος και αγάπη για τον αδερφό και να μας βοηθά να επικεντρωνόμαστε στα δικά μας ανομήματα και έτσι με μαλακή καρδιά και την αδιάλειπτη αυτομεμψία μας θα κάπτονται όλες οι αντιστάσεις μας του εγωισμού και της υπερηφάνειας που μπαίνουν εμπόδιο ανάμεσα σε μας και στους αδερφούς μας. Κι όπως ο Χριστός είναι πάντα πρόθυμος να μας δικαιολογεί και να μας συγχωρεί κάθε στιγμή έτσι κι εμείς με την ίδια ετοιμότητα και διάθεση να σπεύδουμε να συγχωρούμε αυτόν που μας έφταιξε για να μπορούμε να ονομαζόμαστε γνήσια τέκνα του Θεού και όταν σταθούμε μια μέρα απέναντι Του να μας καλέσει για να πάμε κοντά Του και να μη μας αποστραφεί! (Α.Κ.Β)
ΈΝΑΣ ΑΓΑΘΟΤΑΤΟΣ Ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
- Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο εστερείτο, γιατί ο κλέφτης, παίρνοντας για κουταμάρα την σιωπή του, είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι αι αδελφοί της σκήτης μαζευτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθανατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλά.
- Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.
ΑΝ μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί - λέει ένας από τους Πατέρες - μην του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως: -Άφες, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ άφησα τα οφειλήματα του πλησίον μου.
ΈΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ έχασε τον δρόμο του καθώς περπατούσε στην έρημο και για πολλές ώρες περιπλανιόταν άσκοπα. Επιτέλους, συναντήθηκε με κάποιους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να του δείξουν τον τοπο που ήθελε να πάει. Εκείνοι όμως ήταν κακοποιοί και βλέποντάς τον μόνο και ξένο τον παρέσυραν πολύ μακριά με σκοπό να τον ληστέψουν. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς τον πήρε από πίσω.
Ο μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις τους, αλλά δεν είπε τίποτε. Όταν έφτασαν κοντά στον ποταμό και επιχείρησαν να τον περάσουν, βγήκε ξαφνικά από τα νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος και όρμησε εναντίον του ληστή. Τόσο αιφνίδια ήταν η επίθεση, που εκείνος τα έχασε και χωρίς άλλο θα κατασπαρασσόταν από τα δόντια του θηρίου, αν δεν προλάβαινε ο μοναχός να τον γλυτώσει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.
Συγκινημένος ο ληστής από το φέρσιμο του μοναχού, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε συγγνώμη για το κακό που θα του έκανε.
- Μόλις θα περνούσαμε το ποτάμι, του ομολόγησε, είχα σκοπό να σε σκοτώσω, αλλά η καλοσύνη σου με πρόλαβε.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)
482- ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ.
Ένας άγιος είδε το ακόλουθο όραμα: Περνούσε από μια πόλι, φημισμένη για την ανηθικότητα των κατοίκων της και είδε στα τείχη της ένα διάβολο, που κοιμόταν. Εξακολούθησε την πορεία του και βγήκε έξω στην εξοχή. Εκεί στην ερημιά είδε ένα ασκητή, που γύρω του είχε στρατιά από διαβόλους, που δεν έπαυαν να του επιτίθενται. Παραξενεύθηκε και ζήτησε να μάθη γιατί αυτή η διαφορά. «Σε κείνη την πόλι, του είπε ένας από τους διαβόλους, όλοι είναι δικοί μας και ένας από μας φθάνει για να τους κρατή στην αμαρτία. Για τούτον εδώ υπάρχει δυσκολία. Και μεις ακόμη είμεθα λίγοι και δεν κατορθώνουμε να τον κατακτήσουμε».
484- ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Ένας παπάς κι ένας υπάλληλος ταξίδευαν μαζί σ’ έναν όχημα του σιδηροδρόμου.
-Αιδεσιμώτατε, είπε ο υπάλληλος εμπιστευτικά στον παπά, θα μάθατε βέβαια και σεις τα μεγάλα νέα.
-Όχι, κύριε, δεν πήρα καμμιά πρωινή εφημερίδα, γιατί έπρεπε να φύγω πολύ νωρίς και…
-Πως; Δεν τα ξέρετε λοιπόν; Μα όλοι μιλούν γι’ αυτά!
-Κύριε, δεν ξεύρω απολύτως τίποτε.
-Είμαι ευτυχής λοιπόν να σας πληροφορήσω: Πέθανε ο διάβολος!
-Αλήθεια; Του αποκρίθηκε ο παπάς, προσποιούμενος μεγάλη λύπη και μεγάλο ενδιαφέρον. Πόσο με λυπεί αυτό! Και πόσο λυπούμαι τα ορφανά που άφησε. Πάρτε, παρακαλώ, αυτό το χιλιάρικο για τα ορφανά που άφησε.
Ο…έξυπνος υπάλληλος φρόντισε να κατέβη στον επόμενο σταθμό.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 215-216)
478- ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ.
Γνωρίζετε, έλεγε ένας ιεροκήρυκας, ποιο είναι το μεγάλο κατόρθωμα του διαβόλου στην εποχή μας;
-Το να κάνη τους ανθρώπους ν’ αρνούνται την ύπαρξί του.
480- ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Κάποτε δυο κομψευόμενοι νεαροί άπιστοι, ταξιδεύοντας μ’ ένα ατμόπλοιο, είδαν στο κατάστρωμα ένα γέροντα, γνωστό για την πίστι και την άγια ζωή του, και θέλησαν να κάμουν πνεύμα εις βάρος του. Τον πλησίασαν λοιπόν και του είπαν:
-Δάσκαλε, έμαθες τα νέα;
-Τι νέα; Ρώτησε ο αγαθός γέροντας.
-Δεν έμαθες ότι ο διάβολος πέθανε;
Τότε ο ευσεβής γέροντας, χωρίς να πειραχθή από την αναίδεια των νέων εκείνων, έβαλε τα χέρια πάνω στους ώμους τους και τους είπε με γλυκύτητα:
-Αγαπητά μου παιδιά, απόδειξις ότι δεν πέθανε είναι η συμπεριφορά σας σ’ ένα γέροντα και τα λόγια σας, που είναι εμπνεύσεις δικές του!
481- ΤΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Διηγείται κάποιος ευσεβής κληρικός ότι περιπατώντας κάποτε στο δρόμο είδε κάμποσους χοίρους να ακολουθούν έναν άνθρωπο. Από περιέργεια ακολούθησε μαζί και είδε τους χοίρους να ακολουθούν τον άνθρωπο μέσα στο σφαγείο!
-Φίλε μου, του είπε, πως κατώρθωσες να πείσης τους χοίρους να σε ακολουθήσουν σ’ αυτό το μέρος;
-Απλούστατα, του απήντησε εκείνος, κρατούσα ένα καλάθι με βελανίδια και καθώς προχωρούσα τους πετούσα από λίγα.
Το ίδιο συμβαίνει και με μας όταν ο Σατανάς μας πετά τα βελανίδια των διασκεδάσεων, των σαρκικών επιθυμιών. Πλήθη ανθρώπων τον ακολουθούν σ’ ένα σκοτεινό σφαγείο!
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 214-215)
754- Ο ΤΥΧΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ.
Ο άγιος Βαρθολομαίος ο νέος – για να τον διακρίνουμε από τον Απόστολο – στο βίο του αγίου Νείλου, ιδρυτού της μονής Κρυπτοφέρρης, μας αναφέρει το ακόλουθο χαρακτηριστικό περιστατικό.
Ένας Λογγοβάρδος έκλεψε κάποτε απ’ το μοναστήρι του Αγίου ένα άλογο. Δυο καλόγεροι παρουσιάσθηκαν παρευθύς στον Άγιο ζητώντας του την άδεια να καταδιώξουν τον κλέφτη, γιατί το άλογο ήταν πολύ χρήσιμο στο μοναστήρι. Η άδεια τους δόθηκε. Έπειτα από πολλούς κόπους κατώρθωσαν να βρουν τα ίχνη του κλέφτη στην πλησιέστερη γειτονική πόλι. Ο διοικητής της πόλεως αυτής, όταν έμαθε την κλοπή, διέταξε παρευθύς να πιάσουν τον κλέφτη, που είχε την τόλμη να κλέψη από ένα τέτοιο Άγιο, που τόσο τιμούσε τη χώρα. Η διαταγή εξετελέσθηκε. Αλυσοδεμένο και με το άλογο, έφεραν τον κλέφτη μπροστά στο διοικητή, που ύστερα από μια αυστηρή επίπληξι τον παρέδωκε στους καλόγερους. Αυτοί χαρούμενοι επέστρεψαν στο μοναστήρι και αφού έκαναν μια μετάνοια στον ηγούμενο Νείλο του είπαν:
-Άγιε καθηγούμενε, με τις προσευχές σου φέραμε πίσω το άλογο και πιάσαμε και τον κλέφτη.
Ο άνθρωπος όμως του Θεού φωνάζει κοντά του το Λογγοβάρδο και τον ρωτά:
-Πραγματικά, αδελφέ, σου άρεσε το άλογο αυτό;
-Έ! απαντά εκείνος, αν δε μ’ άρεσε δε θα τόκλεβα.
-Πολύ καλά, προσθέτει ο Άγιος, και βάζοντας στο άλογο τη σέλλα και τα γκέμια, του λέγει:
-Πάρτο, αφού σου αρέσει, είναι δικό σου.
Ο Λογγοβάρδος πετώντας απ’ τη χαρά του για ένα τέτοιο δώρο, έφυγε. Οι καλόγεροι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να παραπονιούνται για την πράξι αυτή του ηγουμένου τους. Μα εκείνος τους κάλεσε πατρικά κοντά του και τους είπε:
-Μάθετε, ότι όποιος ξέρει ν’ απαλλάσσεται απ’ οτιδήποτε, ξέρει ν’ απαλλάσσεται κι από την αμαρτία. Πρέπει να μάθετε να αγαπάτε και τους εχθρούς σας και να ευλογήτε όσους σας κάνουν κακό, και να κατέχετε το καθετί σαν να μη κατέχετε τίποτα, όπως λέγει ο Απόστολος.
757- ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΑΣ ΜΑΘΑΙΝΟΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.
Ένας ανώνυμος πολιτικός αντίπαλος του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε κυκλοφορήσει ένα φυλλάδιο εναντίον του μεγάλου Έλληνος πολιτικού, στο οποίο με δηλητηριασμένη γλώσσα εξιστορούσε όλα τα σφάλματα του αρχηγού των Φιλελευθέρων. Ο Βενιζέλος προμηθεύθηκε το φυλλάδιο αυτό και το διάβαζε με προσοχή.
Ο ιδιαίτερός του, χωρίς να ξέρη τι διαβάζει ο Βενιζέλος, τον ρώτησε:
-Είναι τόσο σπουδαίο αυτό που διαβάζετε, ώστε να είσθε τόσο απορροφημένος;
-Μάλιστα, απάντησε ο Βενιζέλος, γιατί εδώ μόνον μπορώ να μάθω την αλήθεια.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 346-348)
749- ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΔΙΚΟ.
Κάποιος άραβας πριν πεθάνη είχε συντάξει τη διαθήκη του και μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής:
«Έθεσα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου. Όσα περιέχει τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης».
Μετά το θάνατό του 10.000 πρόσωπα έτρεξαν στον καδή για να τον βεβαιώσουν πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης και ότι γι’ αυτό είχαν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες, τα κτυπήματα, οι φωνές. Ο καδής, για να προλάβη χειρότερα, έσπευσε να δηλώση πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος της γης και ότι γι’ αυτό ο θησαυρός του ανήκε.
Ανοίγει λοιπόν το χρηματοκιβώτιο και βρίσκει μέσα…μερικά χαλίκια μ’ ένα γράμμα που έλεγε:
«Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος της γης, θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου;…».
752- Ρώτησαν ένα αναχωρητή:
-Πως κατορθώνεις σε τέτοια απομόνωσι που ζης και με τόσες στερήσεις να είσαι πάντα ευτυχισμένος;
-Προσπαθώντας να έχω τον Θεό πάντα μαζί μου, γιατί Αυτός είναι που πλημμυρίζει τη ζωή μου από ευτυχία, απάντησε ο αναχωρητής.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 343-345)
Το σημαντικώτερο φιλανθρωπικό ίδρυμα που οικοδόμησε, με μύριους κόπους και φροντίδες, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908) ήταν η Εργατική Εστία. Χρειάστηκαν τουλάχιστον εννέα χρόνια για να συγκεντρωθούν χρήματα και να θεμελιωθή το τεράστιο αυτό έργο. Ολοκληρώθηκε το 1881 και τα εγκαίνια έγιναν στις 12 Οκτωβρίου 1882. Μόλις όμως τελείωσε η ανοικοδόμηση, συνέβη μια φοβερή συμφορά: Κάποια νύχτα σ’ένα γειτονικό κέντρο διασκεδάσεως άναψε πυρκαγιά! Η φωτιά γρήγορα μεταδόθηκε στα γύρω κτίρια και πλησίαζε στην Εστία. Ο π. Ιωάννης με πολλή ανησυχία παρακολουθούσε τον κίνδυνο που ερχόταν, και παρακάλεσε τον διευθυντή της αστυνομίας Γολοβάτσεφ να λάβη τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα στην περιοχή. Η παράκληση του όμως αγνοήθηκε και τελικά η Εστία κάηκε!
Ο π. Ιωάννης πικράθηκε πολύ και με ασυνήθιστη για τον χαρακτήρα του οξύτητα έλεγξε τον Γολοβάτσεφ, χωρίς όμως να τον προσβάλη κατονομάζοντας τον:
-Δεν μας έκανε επίθεση κανένας εξωτερικός εχθρός με σπαθί και φωτιά. Μας έκανε επίθεση ένας εσωτερικός εχθρός, ύπουλος, ντυμένος με την πανοπλία της αισχρότητος, της προδοτικής φιλίας και της αδιαφορίας για τη συμφορά που μας ήρθε. Έδειξαν αυτή την αδιαφορία άνθρωποι, οι οποίοι ανέλαβαν να υπηρετούν την κοινωνική ασφάλεια… Το ασφαλιστικό ταμείο και οι νέες δωρεές, που αυτή τη φορά ήρθαν απ’όλα τα μέρη της Ρωσίας, έσωσαν την κατάσταση. Η Εστία ξαναχτίστηκε. Ο Γολοβάτσεφ σε λίγο έπεσε στα δικαστήρια για ανάρμοστες ενέργειες και ο π. Ιωάννης, που πολύ καλά γνώριζε τον « βίο και την πολιτεία» του, προσκλήθηκε να καταθέση. Πώς συμπεριφέρθηκε τότε; Δεν έθιξε καν τα παραστρατήματα του Γολοβάτσεφ! Αντίθετα, προσπάθησε να τον σώση εκθέτοντας μερικά του καλά σημεία. Ήταν τόσο εμφανής η προσπάθεια του να τον αθωώση, που ο εισαγγελέας παρατήρησε ότι ο μάρτυς στο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να λέη την αλήθεια χωρίς να κρύβη τίποτε.
-Ομιλώ σαν ιερέας, απάντησε με παρρησία ο π. Ιωάννης, προσπαθώντας έτσι να ανταποδώση το κακό με το καλό.
( Ιωάννης της Κροστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.94-95)
Όταν δεν καταλαβαίνουμε την υπερηφάνεια
- Εγώ, Γέροντα, δεν καταλαβαίνω να υπερηφανεύωμαι για κάτι συγκεκριμένο.
- Τότε θα υπάρχη μέσα σου μια γενική υπερηφάνεια. Πολλές φορές ο διάβολος τα παρουσιάζει όλα καμουφλαρισμένα και δεν παίρνει ο άνθρωπος είδηση, όταν ενεργή υπερήφανα. Αν όμως παρακολουθή και εξετάζη τον εαυτό του, βλέπει που ενήργησε με υπερηφάνεια. Μπορεί να μην καταλαβαίνη όλη την υπερηφάνεια που έχει, αλλά λίγο θα την καταλαβαίνη. Θα δη ότι νιώθει μέσα του μια εγωιστική ικανοποίηση, μια υπεροχή απέναντι στους άλλους.
- Και όταν, Γέροντα, κάποιος δεν μπορή να καταλάβη καθόλου ότι έχει υπερηφάνεια, τί γίνεται;
- Τότε λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Υπερηφανεύεται, πέφτει και ταπεινώνεται. Ξανά υπερηφανεύεται, πάλι πέφτει, πάλι ταπεινώνεται. Και συνεχίζεται η ίδια κατάσταση σε όλη του την ζωή, υπερηφάνεια-ταπείνωση, υπερηφάνεια-ταπείνωση. Αυτή η ταπείνωση δεν είναι αρετή· είναι το αποτέλεσμα των πνευματικών νόμων που λειτουργούν. Ταπεινώνεται δηλαδή ο άνθρωπος, χωρίς να το θέλη και χωρίς να βγαίνη τίποτε. Υπάρχει μια στασιμότητα· του δίνεται μόνον η ευκαιρία να καταλάβη ότι δεν πάει καλά. Λέω, ας πούμε, σε μια αδελφή: «Αυτήν την εικόνα την έκανες καλή». Αν υπερηφανευθή, όταν πρόκειται να κάνη άλλη εικόνα, θα πή: «Αυτήν την εικόνα θα την κάνω πιο καλή από την προηγούμενη, για να μου πη ο Γέροντας πάλι "μπράβο"». Και βλέπεις, μετά κάνει μια καρικατούρα. Την διορθώνω καί, επειδή πάλι λέει μέσα της: «τώρα θα την κάνω όπως ακριβώς μου είπε ο Γέροντας, για να μου πη "μπράβο"», κάνει πάλι καρικατούρα.
- Μπορεί όμως, Γέροντα, η ίδια να την θεωρή καλή;
- Πώς δεν μπορεί; Την καρικατούρα μπορεί να την θεωρήση αριστούργημα και να έρθη με χαρά να μου πή: «Πώς σάς φαίνεται, Γέροντα, τώρα; Είναι καλή;». Θα της αποδείξω ότι είναι καρικατούρα και τότε θα καταλάβη.
- Κι αν δεν το καταλάβη;
- Τότε η υπερηφάνειά της έχει πιάσει πουρί και θα συνεχίζη να κάνη τα ίδια λάθη. Ό,τι και να πής, δεν θα βγαίνη από το δικό της.
- Εάν, Γέροντα, με τον νού μου πιάνω την υπερηφάνεια, αλλά η καρδιά μου μένει σκληρή;
- Από κεί θα αρχίσης και σιγά-σιγά θα έρθη η θεραπεία. Ο γιατρός πρώτα κάνει την διάγνωση και ύστερα προχωρεί στην θεραπεία.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 60-61)
ΈΝΑΣ ΑΠΟ,ΤΟΥΣ Γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε, σαν άνθρωπος, να φάει λίγο ζεστό ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σ’ εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμιά που είχε και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δύο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην σκήτη.
- Που βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο Γέροντας, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να το κρατήσει.
- Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
ΈΝΑΣ ΆΓΙΟΣ Ερημίτης βρήκε μια φορά στον δρόμο έναν δυστυχισμένο επιληπτικό, που ούτε να νηστέψει ούτε να προσευχηθεί μπορούσε. Ο Άγιος τον συμπόνεσε και παρακάλεσε τον Θεό να επιτρέψει να μπει σ’ αυτόν το δαιμόνιο και να ελευθερώσει εκείνον τον δυστυχισμένο. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του κι έκανε όπως του ζήτησε. Όσο λοιπόν το πονηρό πνεύμα τον βασάνιζε, τόσο ο Άγιος διπλασίαζε την νηστεία και την προσευχή του. Και ο Θεός, αμείβοντας την αυταπάρνηση του, τον απάλλαξε ύστερα από λίγο καιρό από την τυραννία του διαβόλου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 74-75)