"Ένα κρουαζιερόπλοιο άρχισε να βουλιάζει στη θάλασσα και έπρεπε άμεσα να εκκενωθεί από τους επιβάτες. Ένα ζευγάρι έτρεξε γρήγορα προς τις σωσίβιες λέμβους. Όταν έφτασαν όμως, είδαν έντρομοι ότι υπήρχε χώρος για να σωθεί μόνο ένα άτομο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο άντρας έσπρωξε τη σύζυγό του και πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, πήδηξε αυτός μέσα στη βάρκα.
Τότε η γυναίκα του, η οποία στέκονταν στο πλοίο που βυθίζονταν, φώναξε στον σύζυγό της μια φράση».
Η δασκάλα σταμάτησε την αφήγηση της, γύρισε προς τη τάξη και ρώτησε τα παιδιά:
«Τι νομίζετε ότι του φώναξε;»
Οι περισσότεροι από τους μαθητές με ενθουσιασμό απάντησαν ότι η σύζυγος φώναξε: «Σε μισώ!», «Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από εσένα» και «Νόμιζα ότι με αγαπούσες».
Η δασκάλα παρατήρησε ένα αγόρι που ήταν συνέχεια σιωπηλό. Τον ρώτησε τι πίστευε ότι φώναξε η σύζυγος και αυτός της απάντησε:
«Κυρία, νομίζω ότι του φώναξε: «Να προσέχεις το παιδί μας»».
Έκπληκτη η δασκάλα τον ρώτησε: «Έχεις ακούσει ξανά αυτή την ιστορία;»
Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: «Όχι, αλλά αυτό ήταν που είπε και η δική μου μαμά στον μπαμπά μου, λίγο πριν πεθάνει από την αρρώστια της».
Η δασκάλα γύρισε προς τα παιδιά και τους είπε με χαμηλή φωνή:
«Η απάντηση είναι σωστή».
Το πλοίο τελικά βυθίστηκε και όλοι όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν σκοτώθηκαν. Ο άντρας πήγε στο σπίτι και μεγάλωσε την κόρη τους μόνος του. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του πατέρα της, η κόρη τους βρήκε τυχαία το ημερολόγιο του και διάβασε ολόκληρη την ιστορία. Ανακάλυψε ότι η μητέρα της, λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο, είχε διαγνωσθεί με μια ανίατη ασθένεια. Την κρίσιμη στιγμή, ο πατέρας έκανε αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό. Όχι για αυτόν, αλλά για την κόρη τους.
«Ήθελα τόσο να μείνω μαζί σου στο πλοίο αγαπημένη μου. Ήθελα να πεθάνουμε μαζί. Αλλά για χάρη της κόρης μας, επέλεξα να σε αφήσω μόνη», έγραφε στο ημερολόγιό του».
Τα παιδιά έμειναν για αρκετά λεπτά σιωπηλά μόλις η δασκάλα τελείωσε την ιστορία της.
Η δασκάλα τότε προσπάθησε να δώσει στα παιδιά να καταλάβουν το νόημα αυτής της ιστορίας:
«Το καλό και το κακό είναι περίπλοκα και πολλές φορές πολύ δύσκολο να τα κατανοήσεις. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν πρέπει να επικεντρώνεται κάποιος μόνο στην επιφάνεια και να κρίνει τον άλλον χωρίς να προσπαθήσει πρώτα να κατανοήσει τις πράξεις του.
Άν έχετε βγει να φάτε με κάποιον φίλο και προσφερθείτε να πληρώσετε τον λογαριασμό, δεν το κάνετε γιατί έχετε πολλά χρήματα αλλά γιατί βάζετε την φιλία σας πάνω από τα χρήματα.
Εκείνοι που παίρνουν πρωτοβουλίες στη δουλειά τους, δεν το κάνουν επειδή είναι χαζοί, αλλά επειδή καταλαβαίνουν την έννοια της ευθύνης.
Όσοι ζητούν συγγνώμη μετά από έναν καυγά, δεν το κάνουν επειδή ξέρουν ότι υποστήριζαν την λάθος άποψη, αλλά επειδή εκτιμούν περισσότερο τον άνθρωπο δίπλα τους.
Εκείνοι που είναι πρόθυμοι να σας βοηθήσουν, δεν το κάνουν επειδή σας χρωστάνε κάτι, αλλά επειδή σας βλέπουν ως ένα αληθινό φίλο.
Εκείνοι που σας τηλεφωνούν συχνά, δεν το κάνουν γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, αλλά επειδή είστε στην καρδιά τους.
Μια ημέρα, όλοι θα αναγκαστούμε να χωρίσουμε από αυτούς που έχουμε σήμερα δίπλα μας. Θα χάσετε τις κουβέντες σας, θα ξεχάσετε τα όνειρο που κάνατε μαζί τους. Οι ημέρες θα περάσουν, τα χρόνια θα φύγουν και μια μέρα τα παιδιά σας θα δουν μερικές φωτογραφίες και θα σας ρωτήσουν:
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;»
Και εσείς θα χαμογελάσετε με αόρατα δάκρυα, και θα τους απαντήσετε:
«Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους πέρασα τις καλύτερες μέρες της ζωής μου.»
Η εργασία ενός μοναχού.
Κάθε βράδυ ο όσιος Ησύχιος αισθανόταν πολύ κουρασμένος. Όταν τον ρώτησε ο ηγούμενος από που προέρχεται η κούραση, αυτός απάντησε:
—Έχω τόσες εργασίες κάθε μέρα! Έχω δυό γεράκια που πρέπει να τα τιθασσεύω, δυό λαγούς που πρέπει να τους γυμνάζω, ένα δράκοντα που πρέπει να φυλάγω, ένα λιοντάρι που μ' αυτό πρέπει καθημερινά να μάχωμαι, και έναν άρρωστο που πρέπει να περιποιούμαι.
Ο ηγούμενος απόρησε. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά;
— Τα δυό γεράκια είναι τα μάτια μου. Πρέπει να τα προφυλάγω για να μη δουν τίποτα που θα με βλάψη.
Οι δυό λαγοί είναι τα πόδια μου. Πρέπει να τα κρατώ για να μη πάρουν το δρόμο της αμαρτίας.
Οι δυό αετοί είναι τα χέρια μου. Πρέπει να εργάζωμαι μ’ αυτά δια να ζω.
Ο δράκοντας είναι η γλώσσα μου, πρέπει να την δεσμεύω.
Ο λέοντας είναι η καρδιά μου, μ’ αυτήν πρέπει διαρκώς ν’ αγωνίζομαι.
Και ο άρρωστος είναι το σώμα μου. Πρέπει να το φροντίζω και να το περιποιούμαι για να κατοική σ’ αυτό η ψυχή μου.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο258)
Του καθηγητή Ιωάννου Φουντούλη.
Ποίου χρώματος άμφια πρέπει να φέρη ο ιερεύς και με τί χρώματος καλύμματα θα έχουν επιστρωθή η αγία πρόθεσις και η αγία τράπεζα κατά την τέλεσιν των μυστηρίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και κατά την περίοδον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τας λοιπάς εορτάς του έτους και κατά την τέλεσιν κηδείας ή μνημοσύνου;
Θα πρέπει κατ’ αρχήν να τονίσωμε ότι το χρώμα έχει τον λόγο του στην θεία λατρεία. Η αρμονία του βοηθεί αισθητικά τον παριστάμενο να συγκεντρωθή καλλίτερα και να αφοσιωθή στην τέλεσι του μυστηρίου, ενώ η έλλειψις αρμονίας διασπά την προσοχή και δεν γεννά στην ψυχή το αίσθημα της ουρανίου τάξεως που εικονίζεται στην θεία λατρεία. Είναι βεβαιωμένη από την ψυχολογία η επίδρασις που ασκούν ωρισμένα χρώματα στην ψυχική διάθεσι του ανθρώπου. Τα σεμνά και αισθητικώς ωραία χρώματα προκαλούν ανάλογα συναισθήματα. Έξ άλλου κάθε χρώμα κρύβει και ένα συμβολισμό, όχι μόνο στην θεία λατρεία, αλλά και στην καθημερινή ζωή. Το μαύρο δεν σημαίνει το πένθος και την συντριβή; Το λευκό την χαρά και την αγνότητα; Το κόκκινο δεν είναι το χρώμα που θυμίζει το αίμα και την θυσία; Όλα αυτά οφείλει να τα χρησιμοποιήση η Εκκλησία για να επιτύχη καλλίτερα ο σκοπός των ιερών ακολουθιών. Όλες οι αισθήσεις όρασις, ακοή, όσφρησις, αφή, ακόμη και η γεύσις συνεργάζονται στην δοξολογία του Θεού και στον εξαγνισμό του ανθρώπου.
Το ζήτημα του χρώματος των αμφίων δεν έχει ιστορικά μελετηθή και δεν γνωρίζομε αν υπήρχαν σχετικές παραδόσεις και ποιές ήσαν αυτές κατά την βυζαντινή έποχή. Ούτε πάλι αν υπήρχε ενιαία παράδοσις ή αν κατά τύπους επικρατούσαν διάφορα έθιμα.
Μόνο από σπάνιες μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων ή μαρτυρίες λειτουργικών χειρογράφων μπορούμε να βγάλωμε μερικά συμπεράσματα. Όσο όμως φαίνεται ότι δεν υπήρχαν αυστηροί κανόνες που να καθορίζουν το χρώμα των άμφιων, όπως μεταγενέστερα στην Δύσι, άλλο τόσο φαίνεται ότι υπήρχε μια σχετική παράδοσις χρωμάτων.
Έτσι κατά την τέλεσι του βαπτίσματος ο επίσκοπος ή οι ιερείς έφεραν λευκά άμφια. Κατά την περίοδο πάλι της Τεσσαρακοστής φορούσαν άμφια με σκούρα χρώματα. Ωρισμένα έξ άλλου άμφια είχαν ωρισμένο χρώμα, όπως το στιχάριο των διακόνων, που ήταν λευκό, το στιχάριο των επισκόπων, που ήταν κόκκινο ή λευκό με ερυθρούς ποταμούς κλπ.
Στην Δυτική Εκκλησία υπάρχουν τυπικές διατάξεις, που καθορίζουν επακριβώς το χρώμα των αμφίων του ιερέως ανάλογα με τον συμβολισμό του κάθε χρώματος, που συνδυάζεται με τον χαρακτήρα κάθε μιας εορτής. Έτσι λευκά άμφια φορούν στις εορτές του Χριστού, της Θεοτόκου και αγίων μη μαρτύρων, κόκκινα στις εορτές των παθών του Κυρίου, του αγίου Πνεύματος, των αποστόλων και των μαρτύρων, πράσινα στις Κυριακές προ των Χριστουγέννων και μετά τα Φώτα, μωβ κατά τις νηστείες και τις λιτανείες και μαύρα κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τις κηδείες και τα μνημόσυνα.
Στην δική μας Εκκλησία δεν υπάρχουν σήμερα ωρισμένοι κανόνες, που να καθορίζουν το χρώμα των αμφίων.
Στο σημείο αυτό μπορεί να ειπή κανείς πως μάλλον μας διακρίνει μία αναρχία, που επιτείνεται στα συλλείτουργα, κατά τα οποία κάθε ιερεύς φορεί ό,τι χρώμα του άρέσει. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες των πιο απιθάνων πολλές φορές πολυχρωμιών, χωρίς κανένα συνδυασμό ή χωρίς ίχνος αρμονίας. Άλλο χρώμα έχουν τα άμφια της αγίας τραπέζης, αλλο της προθέσεως, άλλο τα καλύμματα των τιμίων δώρων, άλλο τα άμφια του αρχιερέως, άλλο τα άμφια καθ’ ένός από τους ιερείς και άλλο των διακόνων. Αφήνω πως πολλές φορές η ίδια η ιερατική στολή αποτελείται από ένα μωσαϊκό χρωμάτων και αποχρώσεων. Ασφαλώς θα προβληθούν λόγοι οικονομικοί, που εμποδίζουν τους ιερείς μας να έχουν πολλές στολές διαφόρων χρωμάτων, και τους αναγκάζουν να ντύνονται, στα φτωχά ιδίως μέρη, όπως - όπως. Χωρίς να θέλη κανείς να παραβλέψη την ορθότητα της αντιρρήσεως αυτής δεν μπορεί να μη παραδεχθή ότι τις περισσότερες φορές είμαστε ένοχοι αμελείας μάλλον και ελλείψεως προσοχής παρά θύματα τής φτώχειας μας. Μας βαρύνει και η κληρονομιά της δουλείας, που τα ίχνη της μένουν ακόμη σε πολλές εκδηλώσεις της θείας λατρείας μας.
Οφείλομε βέβαια να ομολογήσωμε ότι η κατάστασις έχει κάπως βελτιωθή. Στους μεγάλους ιδία ναούς γίνεται από πολλούς ιερείς προσπάθεια να υπάρχουν πολλές ομοιόμορφες ιερατικές και διακονικές στολές, που να βρίσκωνται σε αρμονία με τα καλύμματα της αγίας τραπέζης και οι νέοι ιερείς αποφεύγουν την πολυχρωμία και κατασκευάζουν τις στολές των με περισσότερο γούστο από τους παλαιοτέρους.
Παρ' όλα αυτά υπάρχει και σήμερα μία σχετική παράδοσις, που καθορίζει το χρώμα των αμφίων και που, ως φαίνεται, έχει τις ρίζες της στην παλαιά πράξι της Εκκλησίας μας.
Κατά την τέλεσι, επί παραδείγματι, του βαπτίσματος διασώζεται κατά το πλείστον η παλαιά πράξις και πολλοί ιερείς ενδύονται λευκά άμφια.
Τα λευκά πάλι επικρατούν και κατά την περίοδο του Πάσχα, ενώ κατά τις καθημερινές τής Τεσσαρακοστής σ' όλα τα μέρη χρησιμοποιούνται μαύρες στολές. Μαύρα επίσης ή λευκά έπιτραχήλια και φελώνια φέρουν οι ιερεις και κατά τις νεκρώσιμες ακολουθίες, ανάλογα με την τοπική παράδοσι ή την ηλικία των κηδευομένων. Στο Άγιον Όρος, που με μεγάλη ευλάβεια διαφυλάχθηκαν οι αρχαίες παραδόσεις, λευκά φορούν οι ιερείς κατά την ανάγνωσι του αναστασίμου εωθινού εύαγγελίου των Κυριακών και κόκκινα κατά τις θεομητορικές εορτές. Κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και του Πάσχα η ενδυτή της αγίας τραπέζης και τα καλύμματα της ιεράς προθέσεως ακολουθούν τα χρώματα των αμφίων των ιερέων, είναι δηλαδή μαύρα ή λευκά άντιστοίχως.
Για τας άλλας μεγάλας εορτάς και τας άλλας περιόδους του λειτουργικού έτους δεν υπάρχει παράδοσις, που να καθορίζη το χρώμα των αμφίων. Ούτε κατά την τέλεσι μυστηρίων ή άλλων άκολουθιών αλλάζει το χρώμα των αμφίων του θυσιαστηρίου. Μόνον οι ιερείς φέρουν ανάλογα με την περίστασι λαμπρά ή πένθιμα άμφια. Το ίδιο ισχύει και για την τέλεσι νεκρωσίμων ακολουθιών ή μνημοσυνών.
Ουδέποτε πρέπει να διακοσμήται με πένθιμα χρώματα ο ναός και το θυσιαστήριο, όσο σπουδαίος κατά κόσμον και αν ήτο ο αποθανών. Τέτοιες διακρίσεις δεν πρέπει να γίνωνται μέσα στον χριστιανικό ναό, όχι μόνο γιατί είναι αντίθετες προς το ευαγγελικό πνεύμα της ισότητος, αλλά και γιατί το υπερβολικό πένθος δεν είναι σύμφωνο προς το νόημα που δίνει ο χριστιανισνός στον θάνατο, που τον θεωρεί “κοίμησι”, “έξοδο” και “μετάστασιν εκ των λυπηροτέρων επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα και ανάπαυσιν και χαράν” (ευχή της γονυκλισίας της Πεντηκοστής). Από τον ναό οι πενθούντες έρχονται να αντλήσουν παρηγοριά και ελπίδα και όχι πένθος και απελπισία.
(Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμος Α, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1991, σελ. 56-60)
Το νόημα τον σταυρού.
Όταν ενθρονίστηκε αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ο Αλέξιος Κομνηνός, ζήτησε να του φέρουν τον κατάλογο των αυλικών, που είχαν υπηρετήσει επί του προκατόχου του.
Πλάι δε στα ονόματα εκείνων που είχαν σταθή εχθροί του σημείωσε κι από ένα σταυρό. Αυτοί το έμαθαν και φανταζόμενοι ότι εκείνος ο σταυρός εσήμαινε την προσεχή καταστροφή τους, άρχισαν να ετοιμάζωνται για να φύγουν σε άλλες χώρες. Αλλά ο αυτοκράτωρ τους κάλεσε και τους είπε:
— Κάνετε λάθος. Ο σταυρός, που έβαλα δίπλα στο όνομα του καθενός σας, έχει το ίδιο νόημα που έχει κι ο σταυρός του Χριστού.
Σημαίνει ότι σας συγχωρώ.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο 6)
Τι κάνει η αγάπη
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ένας νεαρός βασιλιάς, του παρουσίασαν μια αίτησι χάριτος κάποιου καταδικασμένου σε ισόβια δεσμά.
Ο δύστυχος είχε κάνει πολλά χρόνια στη φυλακή και ζητούσε τώρα χάρι. Ο υπουργός όμως, είχε γράψει στο περιθώριο:
«χάρις αποκλείεται, να μείνη στη φυλακή».
Ο βασιλιάς τότε μετέφερε το κόμμα πλάι στη λέξι «χάρις». Έτσι η υπόδειξις του υπουργού έγινε:
«Χάρις, αποκλείεται να μείνη στη φυλακή».
Κι ο βασιλιάς υπέγραψε την απόλυσι.
Και ο Θεός μετέφερε το βάρος της αμαρτίας, από την ανθρωπότητα στον Σταυρό, και τώρα προσφέρει χάρι στον κάθε αμαρτωλό.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο 223)
Μιλώντας με το Θεό σαν να είναι δίπλα μου. Ένα μεγάλο Ευχαριστώ σε Εκείνον.
Τις ημέρες αυτές ζώντας από κοντά τα Θεία Πάθη, μέσα στο χώρο της Εκκλησίας αισθάνθηκα μια έντονη ανάγκη να εκφράσω μια τεράστια ευγνωμοσύνη.
Μια ευγνωμοσύνη που ένιωσα να ξεχειλίζει από τα βάθη της καρδιάς μου.
Κύριε σε ευχαριστώ πολύ μου αξίωσες να είμαι κοντά Σου, να πω το ΝΑΙ στο διακριτικό κάλεσμα ΣΟΥ, να έχω ένα δικό μου στασίδι στο ναό Σου, και από εκεί να ενώνομαι πνευματικά σε μια κοινή προσευχή με όλους αυτούς που συναντώ κάθε Κυριακή στις δικές τους θέσεις, σε μια αιώνια σχέση ενότητας.
Σιγά – σιγά, χρόνο με το χρόνο, στάδιο με το στάδιο ανακάλυψα τα κρυφά στοιχεία της Σταύρωσης και της Ανάστασης Σου. Μέσα από τη Σταύρωση Σου είδα να γεννιέται η Ανάσταση μου.
Η Ανάσταση είναι η παρουσία στο χώρο της εκκλησίας, η αγαλλίαση της καρδιάς, η βαθιά κατάνυξη και η συστολή της σκέψης, η ελπίδα που γεννιέται την ώρα της Σταύρωσης, η βεβαιότητα ότι αυτό δεν είναι το τέλος αλλά κάτι άλλο υπάρχει.
Αυτό χρειαζόμουν Κύριε, ίσως καμιά άλλη Ανάσταση δεν χρειάζομαι.
Δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι η Ανάσταση της άλλης ζωής, γνωρίζω πολύ καλά ποια είναι η Ανάσταση αυτή που ζω μαζί Σου.
Αυτό αισθάνθηκα Κύριε ζώντας τα πάθη Σου, και ξέρω πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι κατάκτηση, είναι ένα βίωμά που δεν μπορώ να προσπεράσω χωρίς να το μοιραστώ.
Αναρωτιέμαι άραγε Κύριε είμαι άξια να λέω ότι Σε αισθάνομαι; Θα κρατήσει αυτό για πάντα;
Σου έχω υποχρέωση Θεέ μου, το λέω σαν να ζω μια μεγάλη κοσμική δωρεά, αλλά δεν γνωρίζω άλλη λέξη από αυτό το ελάχιστο «ευχαριστώ», ως μια έκφραση ευγνωμοσύνης που με αξίωσες να Σε αισθάνομαι, να Σε επιθυμώ όλο και πιο πολύ, να Σε αγαπώ κάθε μέρα και περισσότερο, να μην μπορώ να ζήσω χωρίς Εσένα.
Σε ευχαριστώ πολύ Κύριε. Τι όμορφη που έγινε η ζωή μου κοντά Σου!
Στεναγμούς αλαλήτους.
Ο μέγας θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας Ωριγένης, ανέβηκε κάποτε στον άμβωνα για να κηρύξη.
Το πολυπληθές ακροατήριο, με συγκρατημένη την αναπνοή, περίμενε ν’ ακούση το διάσημο ομιλητή. Ο Ωριγένης άνοιξε, κατά τη συνήθειά του, την Αγία Γραφή, για να κηρύξη εντελώς αυτοσχέδια, επί του πρώτου γραφικού χωρίου, που θα συναντούσε.
Τα μάτια του έπεσαν στα λόγια του Προφήτου:
«Και είπεν ο Θεός τω αμαρτωλώ˙ ίνα τί συ εκδιηγεί τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματός σου;» Πώς εσύ ο αμαρτωλός εξαγγέλλεις τα προστάγματά μου και πιάνεις τις εντολές μου στο στόμα σου;
Οι λόγοι αυτοί σαν βέλος ξέσχισαν την καρδιά του ομιλητού... Μέσα από τις γραμμές αυτές, αναδύθηκε έξαφνα ένα μεγάλο κάτοπτρο, στο οποίον κατοπτρίστηκε ο γίγας εκείνος της αρετής και είδε ολόκληρη την αμαρτωλότητά του.
Προσπάθησε ν’ αρχίση το λόγο. Μάταια όμως. Ένας κόμπος του έπνιγε το λαιμό. Ξέσπασε σε δάκρυα και κατέβηκε από τον άμβωνα, χωρίς να κηρύξη.
Το ακροατήριο παρακολουθούσε έκπληκτο τα συμβαίνοντα. Και επήρε το μεγάλο μάθημα του βωβού εκείνου κηρύγματος. Χωρίς λόγια και ρητορικά άνθη, το κήρυγμα εκείνο του Ωριγένους, που έγινε «στεναγμοίς αλαλήτοις», υπήρξε το πιο καρποφόρο κήρυγμα του μεγάλου Θεολόγου.
Η ίδια κατάνυξη, που κατέλαβε τον ομιλητή σαν άνοιξαν μπροστά του τον καθρέφτη της αγιότητος τα λόγια του Προφήτη, συνεκλόνισε και τις ψυχές των ακροατών μπροστά στην αγιότητα του Ομιλητού, που την απεκάλυπτε η ασυγκράτητη συγκίνησή του.
Από το βιβλίο «Ύδωρ εκ Πέτρας»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο 482)
Ένα συγκλονιστικό κείμενο-μνημείο! (Ομιλία ΙΑ στην προς Εφεσίους Επιστολή).
Εάν λοιπόν θέλωμεν να απολαμβάνωμεν το Πνεύμα το όποιον έρχεται από την κεφαλήν, ας είμεθα στενά συνδεδεμένοι μεταξύ μας.
Διότι δύο τρόποι αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας υπάρχουν· ο ένας, όταν ψυχράνωμεν την αγάπην, ο δεύτερος δε, όταν τολμήσωμεν πράγματα που είναι ανάξια να γίνωνται εις εκείνο το σώμα˙ διότι και με τους δύο αυτούς τρόπους χωρίζομεν τους εαυτούς μας από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Εάν δε εμείς, που έχομεν ταχθή να οικοδομώμεν και άλλους εις αυτό, πρώτοι γινώμεθα εμείς αίτιοι διά ν’ αποσχίζωνται από αυτήν, τί δεν θα πάθωμεν;
Τίποτε δεν θα ημπορέση να διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτούς οι οποίοι διεμέλισαν το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα.
Διότι εκείνο μεν έγινε προς όφελος της οικουμένης, αν και δεν το έκαναν από αυτόν τον σκοπόν˙ αυτό όμως εις τίποτε πουθενά δεν χρησιμεύει, αλλ’ είναι μεγάλη η βλάβη.
Αυτά δεν λέγονται μόνον προς τους άρχοντας, αλλά και προς τους αρχομένους.
Κάποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτήν την αμαρτίαν.
Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την δόξαν του Χριστού; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστού, πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστός;
Άκουσε τον Παύλον ο οποίος λέγει˙ «Δεν είμαι άξιος να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού». Δεν είναι μικρά αυτή η βλάβη από τους εχθρούς, αλλά πολύ μεγάλη. Διότι εκείνη μεν αναδεικνύει αυτήν και λαμπροτέραν, ενώ αυτή καταισχύνει αυτήν και ενώπιον των εχθρών της, όταν δηλαδή πολεμήται υπό τα ίδια τα τέκνα της. Διότι είναι μεγάλη απόδειξις απάτης το να μεταβάλλωνται έξαφνα και να διάκεινται ως εχθροί αυτοί οι οποίοι εγεννήθησαν και ανετράφησαν μέσα εις την εκκλησίαν και έχουν γνωρίσει με ακρίβειαν τα απόρρητα της πίστεως.
Αυτά δι’ εκείνους οι οποίοι με αδιαφορίαν ακλουθούν εκείνους οι οποίοι διαιρούν την Εκκλησίαν. Διότι και αν ακόμη έχουν αντίθετον προς την Εκκλησίαν πίστιν, και δι’ αυτόν τον λόγον δεν αρμόζει εις εκείνους ν’ αναμιγνύωνται˙ εάν όμως έχουν την ιδίαν πίστιν, τότε πολύ περισσότερον δεν πρέπει να αναμιγνύωνται. Διατί άραγε; Διότι η νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν.
Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετά από αυτούς;
Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν δεν είναι μαζί με εμάς; «Ένας Κύριος, μία πίστις, ένα βάπτισμα». Εάν δε αυτά που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι λανθασμένα. «Ώστε να μη είμεθα πλέον νήπιοι, κλονιζόμενοι και παρασυρόμενοι από κάθε άνεμον διδασκαλίας».
Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν αυτή δεν έγινε κατά τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτήν. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατόν να χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτά και ας τα καταστρέψωμεν.
Μη γένοιτο, λέγει. Σεις τα κάνετε αυτά και λέγετε μη γένοιτο; Πως λέγεις, μη γένοιτο, την στιγμήν που έχουν γίνει ήδη; Εγώ το λέγω και το επιβεβαιώνω αποσκοπών όχι εις ιδικόν μου συμφέρον, αλλ’ εις την ιδικήν σας σωτηρίαν˙ εάν δε κάποιος αδιαφορή, αυτός θα κριθή˙ εάν δε αυτά δεν ενδιαφέρουν εις κάποιον, εμάς όμως μας ενδιαφέρουν. «Εγώ εφύτευσα», λέγει, «ο Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός έδιδε την αύξησιν».
Πώς θα υποφέρωμεν την ειρωνείαν και τον γέλωτα των ειδωλολατρών; Διότι εάν μας κατηγορούν διά τας αιρέσεις, τί θα είπουν δι’ αυτά; Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντού, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτούς φιλαρχία και απάτη; Απογύμνωσέ τους από το πλήθος, λέγει, και δεν θα είναι τίποτε. Κτύπησε και εξολόθρευσε την νόσον, η οποία διαφθείρει τον όχλον.
5. Θέλετε να είπω αυτά τα οποία λέγουν διά την πόλιν μας; με πόσην ευκολίαν ημπορούν να μας κατηγορούν; Είναι δυνατόν, λέγει, εις όποιον θέλει να εύρη οπαδούς και δεν θα λείψουν ποτέ αυτοί. Ω, πόσον αξιογέλαστον πράγμα! πόσης εντροπής άξια είναι αυτά; Αλλά και τα άλλο είναι αξιογέλαστον και το άλλο είναι εντροπή. Αν μερικοί από εμάς κυριευθέντες από τα πιο φοβερά πράγματα, πρόκειται να υποστούν κάποιο επιτίμιον, είναι πολύς ο τρόμος και ο φόβος παντού μήπως κανείς αποσκιρτήση, λέγει, μήπως αποστατήση εις εκείνους. Χιλιάδες φορές είναι προτιμώτερον ν’ αποσκιρτήση αυτός ο οποίος είναι τέτοιος, και να είναι μαζί με εκείνους˙ δεν λέγω δι’ όσους έχουν πλανηθή, αλλ’ εάν κάποιος χωρίς να παρασυρθή ευρίσκεται εις αυτήν την κατάστασιν και θέλει να προσχωρήση εις τους αιρετικούς, ας τα κάνη. Διότι πονώ βέβαια και θρηνώ και οδύρομαι και καίγονται τα σπλάχνα μου, ωσάν να στερούμαι ιδικόν μου μέλος, όμως δεν πονώ τόσον, όσον φοβούμαι μήπως αναγκασθώ από αυτό να κάνω τίποτε που δεν πρέπει.
Δεν είμεθα κυρίαρχοι της πίστεώς μας, αγαπητοί, ούτε παραγγέλλομεν αυτά κατά τρόπον δεσποτικόν˙ έχομεν ορισθή διά την διδασκαλίαν του λόγου και όχι διά εξουσίαν ούτε διά δεσποτισμόν˙ έχομεν θέσιν συμβούλων, οι όποιοι συμβουλεύουν. Εκείνος ο οποίος συμβουλεύει λέγει την γνώμην του, χωρίς να εξαναγκάζη τον ακροατήν, αλλ’ αφήνει αυτόν ελεύθερον να προτιμήση τα λεγάμενα˙ εις τούτο μόνον είναι υπεύθυνος, αν δεν είπη αυτά τα οποία πρέπει να διδάξη. Διά τούτο και εμείς τα λέγομεν αυτά και τα διδάσκομεν, διά να μη είναι δυνατόν εις κανένα από σας την ημέραν της κρίσεως να είπη, 'Κανείς δεν μας είπεν τίποτε, κανείς δεν μας εσυμβούλευσε, δεν τα εγνωρίζαμεν, ενομίζαμεν ότι είναι μηδαμινόν το αμάρτημα’.
Διά τούτο τα λέγω και σας παρακαλώ με επιμονήν, ότι το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν. Ειπέ μου, εάν κάποιος υπηρετεί υπό τας διαταγάς κάποιου βασιλέως, και δεν επήγαινε μεν με το μέρος άλλου, ούτε προσεχώρει εις άλλον βασιλέα, αλλ’ έπαιρνε το πορφυρούν ένδυμά του και το εξήπλωνε καταγής, και ολόκληρον διά περόνης το εξέσχιζεν εις πολλά τεμάχια, άραγε θα ετιμωρείτο ολιγώτερον από εκείνους οι οποίοι προσεχώρησαν εις άλλον; Τί δε, εάν μαζί με αυτό, τον ίδιον τον βασιλέα, κρατών από τον λαιμόν, τον έσφαζε και εξέσχιζεν εις κάθε μέλος το σώμα του, ποία καταδίκη θα ήτο αξία των έργων του; Εάν δε κάμνων αυτά εις τον βασιλέα ο οποίος είναι σύνδουλος, θα ετιμωρείσο με την πιο μεγάλην τιμωρίαν, εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει τον Χριστόν, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος; Άραγε αυτής με την οποίαν απειλείται; Δεν νομίζω, αλλά άλλης πολύ πιο φοβεράς.
Να το ειπήτε αυτό όσαι παρευρίσκεσθε — διότι κυρίως αι γυναίκες έχουν αυτό το ελάττωμα — να διηγηθήτε εις όσας απουσιάζουν αυτό το παράδειγμα, να τας φοβήσετε.
Εάν μερικοί νομίζουν ότι μάς θλίβουν και μάς εκδικούνται με αυτό, ας γνωρίζουν καλώς, ότι άσκοπα τα κάνουν αυτά. Διότι εάν θέλης να μάς εκδικηθής, εγώ σου δίδω τρόπον, με τον όποιον θα ημπορέσης να εκδικηθής χωρίς να ζημιωθής˙ μάλλον δε δεν είναι δυνατόν να εκδηκηθής χωρίς να βλαβής, αλλά με μικροτέραν βλάβην˙ κτύπησέ με, πτύσε με δημοσίως όταν με συναντήσης, πλήγωσέ με. Φρίττεις εις την ακοήν αυτών των πραγμάτων; Εάν φρίττης που σου λέγω να κτυπήσης εμένα, δεν φρίττεις όταν κατασπαράσσης τον Κύριόν σου; τα μέλη του Κυρίου ξεσχίζεις και δεν τρέμεις; Οικία πατρική είναι η Εκκλησία˙ ένα σώμα και ένα Πνεύμα. Αλλά θέλεις να με πολεμήσης. Μέχρι εμένα σταμάτησε. Διατί αντί δι’ εμένα πολεμείς τον Χριστόν; μάλλον δε διατί κτυπάς επάνω εις τας πληγάς του; Βέβαια εις καμμίαν περίπτωσιν δεν είναι καλή η εκδίκησις˙ αλλά το να υβρίζης άλλον από εκείνον ο οποίος σε αδικεί είναι πολύ χειρότερον.
Από εμάς ηδικήθης; Διατί λυπείς εκείνον ο οποίος δεν σε ηδίκησεν; αυτό είναι δείγμα μεγίστης παραφροσύνης. Δεν θα το ειπώ ειρωνευόμενος αυτό το όποιον πρόκειται να είπω, ούτε τυχαίως, αλλ’ όπως το σκέπτομαι και όπως το αισθάνομαι. Διά τον καθένα από σας οι οποίοι θλίβεσθε από εμένα και εξ αιτίας αυτής της λύπης βλάπτετε τους εαυτούς σας και πορεύεσθε αλλού, θα ήθελον να πληγώσω το πρόσωπόν μου ή και να απογυμνώσω το σώμα μου διά να βασανισθή διά ράβδου, είτε δικαίως είτε αδίκως με κατηγορείτε, και εις εμένα ας επιτρέψη την οργήν να πέση, παρά να τολμούν αυτά τα οποία τολμούν. Εαν ημπορούσε να γίνη αυτό, τίποτε δεν θα ήτο, το να πάσχη τέτοια ένας μηδαμινός και ανάξιος λόγου άνθρωπος. Άλλωστε θα ημπορούσα να παρακαλέσω εγώ, ο οποίος ηδικήθην και εξυβρίσθην, τον Θεόν, και θα συνεχώρει τας αμαρτίας σας˙ όχι διότι εισακούομαι τόσον πολύ ως να είμαι άγιος, αλλ’ επειδή ο ηδικημένος, όταν παρακαλή υπέρ εκείνου ο οποίος τον ηδίκησεν, εισακούεται πολύ. «Αν αμαρτήση άνθρωπος εναντίον ανθρώπου», λέγει, «ο Θεός θα δεχθή μεσιτείαν δι’ αυτόν». Εάν δε δεν ημπορούσα να το κάνω εγώ, θα ημπορούσα να ζητήσω και να παρακαλέσω αγίους ανθρώπους και θα το έκαμνον. Τώρα όμως ποίον να παρακαλέσωμεν, αφού υβρίζομεν τον Θεόν;
Πρόσεχε ανωμαλίαν. Διότι από όσους ανήκουν εις αυτήν την εκκλησίαν, άλλοι μεν ουδέποτε προσέρχονται ή μίαν φοράν κατ’ έτος, και τότε όπως τύχη˙ άλλοι δε τακτικώτερον μεν, αλλά και αυτοί όπως τύχη, ομιλούντες και αστειευόμενοι διά το τίποτε˙ άλλοι δε, οι οποίοι φαίνονται ότι δήθεν ενδιαφέρονται, αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι προκαλούν αυτήν την συμφοράν. Εάν λοιπόν ενδιαφέρεσθε και φροντίζετε δι’ αυτά, καλύτερον να ταχθήτε και σεις μαζί με τους αδιαφόρους˙ μάλλον δε το καλύτερον είναι ούτε εκείνοι να είναι αμελείς, ούτε σεις τέτοιοι˙ δεν λέγω δι’ εσάς που παρευρίσκεσθε εδώ, αλλά δι’ εκείνους οι οποίοι αποσκιρτούν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς αυτά δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμάς˙ διότι το ένα από τα δύο κατ’ ανάγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτά δι’ εμέ, είμαι έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει.
Αυτά τα είπον, όχι ως προστάσσων, αλλά διά να στερεώσω και να διαφυλάξω εσάς. Επειδή ο καθένας έχει ηλικίαν και ευθύνεται διά τας πράξεις του, παρακαλώ να μη νομίζετε ανευθύνους τους εαυτούς σας, ρίπτοντες το πάν εις εμάς, διά να μη καταστρέφετε τους εαυτούς σας αυταπατώμενοι εις μάτην. Διότι θα δώσωμεν λόγον διά τας ψυχάς σας, αλλ’ όταν εμείς δεν τας επιμελούμεθα πλήρως, όταν δεν παρακαλέσωμεν, όταν δεν νουθετήσωμεν, όταν δεν ικετεύσωμεν. Μετά δε από αυτά, επιτρέψατε και εις εμέ να είπω, «είμαι αθώος από το αίμα όλων σας», και˙ «ο Θεός θα σώση την ψυχήν μου».
Είπατε ό,τι θέλετε και αναφέρατε δικαιολογημένην αιτίαν διά την οποίαν έχετε αποχωρήσει, και θα απολογηθώ. Αλλά δεν έχετε τίποτε να είπητε. Διά τούτο και παρακαλώ έστω και σάς να σταθήτε με γενναιότητα και να επαναφέρετε όσους επλανήθησαν και απεχώρησαν, διά να αναπέμψωμεν μαζί ευχαριστίαν εις τον Θεόν, διότι εις αυτόν ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 20, σελ. 705-715)
Ο Άγιος Παΐσιος που ήταν ένα διάστημα στην Μονή του αγίου Φιλοθέου γράφει για τον γερο-Αυγουστίνο:
«Η μορφή του Γέροντα ήταν φωτεινή, γιατί τον είχε επισκιάσει η Χάρις του Θεού. Την ώρα που θα έφευγε η ψυχή του Γερο-Αυγουστίνου το πρόσωπο του άστραψε τρεις φορές!».
Ήταν Ρώσος στην καταγωγή, μιλούσε σπαστά ελληνικά και έλεγε:
«Καρδιά Πάσχα, νους λάμπα, μάτια δάκρυα».
Είναι καταπληκτικό! ενθουσιάσθηκα, γιατί αυτό είναι το απόσταγμα μιας ζωής...
Αν το αναστρέψουμε, «στα μάτια δάκρυα-μετάνοια, στο νου φως-λάμπα, και στην καρδιά Πάσχα», τότε καταλαβαίνουμε πώς προχωρεί κανείς στην πνευματική ζωή.
Ποιος δεν θέλει να ζήση το Πάσχα στην καρδιά του; Ποιος δεν θέλει να έχη φωτισμένο νου και να μην έχη σύγχυση; Ναι, αυτό αρχίζει από τα δάκρυα της μετανοίας...
Διαβάζοντας το Κατά Ιωάννη στέκομαι πάντα σε μια μικρή πρόταση, την μικρότερη του ιερού κειμένου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς» (Ιω. ΙΑ,35). Από την περικοπή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου όπου περιγράφεται το θαυμαστό γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου. Σ' αυτή τη φράση πάντα στέκομαι αρκετή ώρα. Η πιο μικρή πρόταση του Ευαγγελίου. «Εδάκρυσεν ο Ιησούς». Εμπρός στο τρομερό και μέγα μυστήριο του θανάτου δακρύζει ο Θεάνθρωπος. Όταν οι οικείοι του Λαζάρου έδειξαν τον τόπο ταφής στο Χριστό, Εκείνος δάκρυσε. Παρόλο που μετά από λίγο Ανέστησε τον αγαπημένο του φίλο εκ νεκρών, προτυπώνοντας με δύναμη κι ενάργεια τη δική Του Αγία Ανάσταση, εκείνη τη χρονική στιγμή δάκρυσε.
Αυτός που έγινε πλήρης μέτοχος της ανθρώπινης τραγωδίας, του πόνου και του θανάτου στο μέγιστο βαθμό, δακρύζει.
Ο Θεάνθρωπος Κύριος της ζωής και του θανάτου, δεν αποδέχεται την εξαφάνιση και τον εκμηδενισμό του ανθρώπινου προσώπου, του πιο λαμπρού Του δημιουργήματος που το στόλισε με τη δυνατότητα και το προορισμό μια αθάνατης ζωής.
Μας διδάσκει το δάκρυ του Κυρίου, την ασυμβίβαστη στάση ημών των Χριστιανών, απέναντι στον όλεθρο του θανάτου και του φθοροποιού κυκλικού χρόνου. Κανένας συμβιβασμός με το θάνατο, τη φθορά, την αμαρτία και τα τέκνα τους.
Η Ανάσταση του Χριστού κατενίκησε το θάνατο και εσκύλευσε τον Άδη, εξασφαλίζοντας στο γένος μας, τη δυνατότητα της Αναστάσιμης ζωής του Χριστού κι έναν ολότελα Νέο τρόπο ύπαρξης.
Δε θέλω να κάνω εκτενέστερη θεολογική ανάλυση παρά μόνο μια ευχή: η Ανάσταση να γίνει σε όλους μας τρόπος κι ουσία ζωής. Μιάς ζωής με αυθεντικότητα κι αλήθεια, ενάντια στους μικρούς και μεγάλους θανάτους που μας καταδιώκουν. Ταυτόχρονα μου ρχεται στο μυαλό ο στίχος του Ν. Καββαδία «της θάλασσας κατανικώντας του θανάτους...»
Προσδοκούμε λοιπόν «Ανάστασιν Νεκρών»
όντες μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού.
Καλή Ανάσταση!
Φαίδων Χριστοδουλάκης, ΜΑ Θεολογίας
«Το επιχείρημά μου κατά του Θεού συνίστατο στην άποψη ότι το σύμπαν έμοιαζε φοβερά σκληρό και άδικο.
Πώς, όμως, είχε γεννηθεί μέσα μου αυτή η ιδέα του δικαίου και του αδίκου;
Κανείς δεν ονομάζει μια γραμμή τεθλασμένη, παρά μόνο εάν έχει κάποια ιδέα για το πώς μοιάζει μια ευθεία γραμμή. Με τι σύγκρινα αυτό το σύμπαν όταν το χαρακτήριζα άδικο;
Αν όλο το παιχνίδι ήταν κακό και ανόητο από το Α μέχρι το Ω, για να το πω απλά, γιατί τότε εγώ, που υποτίθεται ότι ήμουν κομμάτι του παιχνιδιού, αντιδρούσα απέναντί του τόσο βίαια; Κάποιος αισθάνεται βρεγμένος όταν πέφτει στο νερό, κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ζώο του νερού: ένα ψάρι δεν θα αισθανόταν ποτέ βρεγμένο.
Βέβαια, θα μπορούσα να είχα παρατήσει την όλη ιδέα μου περί δικαιοσύνης λέγοντας ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ατομική μου άποψη. Αν, όμως, έκανα κάτι τέτοιο, τότε θα κατέρρεε και το επιχείρημά μου κατά του Θεού, μιας και το επιχείρημα στηριζόταν στο γεγονός ότι έλεγα πως ο κόσμος ήταν πραγματικά άδικος, όχι ότι απλώς δεν ικανοποιούσε το προσωπικό μου γούστο.
Έτσι, προσπαθώντας ακριβώς να αποδείξω ότι ο Θεός δεν υπάρχει —με άλλα λόγια, ότι όλη η πραγματικότητα ήταν παράλογη—, διαπίστωσα ότι έπρεπε να υποθέσω πως ένα τμήμα της πραγματικότητας - συγκεκριμένα, η ιδέα την οποία είχα περί δικαιοσύνης- ήταν γεμάτο από νόημα. Συνεπώς ο αθεϊσμός αποδεικνύεται πολύ απλοϊκός.
Αν το σύμπαν στο σύνολό του δεν έχει κανένα νόημα δεν θα διαπιστώναμε ποτέ ότι δεν έχει κανένα νόημα:
όπως ακριβώς, εάν δεν υπήρχε φως στο σύμπαν κι ως εκ τούτου πλάσματα με μάτια, ποτέ δεν θα ξέραμε ότι είναι σκοτάδι.
Το σκοτάδι θα ήταν λέξη δίχως κανένα νόημα». (C. S. Lewis)
(στο: αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, "Πιστεύω στο Θεό", εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, σ. 207-208)