Σε μια μορφωμένη κοπέλα για τις πέντε πληγές του Ιησού Χρηστού.
....... Και οι πέντε πληγές του Ιησού δεν είναι λόγια αλλά φοβερή πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να τις γνωρίζουμε και από τα λόγια. Δυο πληγές στα χέρια, δυο πληγές στα πόδια, και μία στα πλευρά. Όλες από μαύρο σίδερο, και ακόμα περισσότερο από την κατάμαυρη ανθρώπινη αμαρτία. Τρυπημένα τα χέρια που ευλόγησαν. Τρυπημένα τα πόδια που περπάτησαν και οδήγησαν στην μόνη ορθή οδό. Τρυπημένο το στήθος, από το οποίο ξεχυνόταν πύρινη ουράνια αγάπη στα παγωμένα ανθρώπινα στήθη.
Επέτρεψε ο Υιός του Θεού, να Του τρυπήσουν τα χέρια εξ αιτίας των αμαρτιών πολλών χεριών –δάση χεριών- τα οποία φόνευσαν, έκλεψαν, άρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Και να Του τρυπήσουν τα πόδια για τις αμαρτίες πολλών ποδιών –δάση ποδιών- που περπάτησαν στο κακό, σύλησαν την αθωότητα, καταπάτησαν το δίκαιο, μόλυναν τα ιερά, και πάτησαν την καλοσύνη. Και Του τρύπησαν το στήθος εξ αιτίας πολλών πετρωμένων καρδιών –νταμάρια καρδιών- στις οποίες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία και κάθε ασέβεια και οι ιερόσυλοι λογισμοί και οι κτηνώδεις επιθυμίες και στις οποίες μέσα από όλους τους αιώνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια αδελφού εναντίον αδελφού, γείτονα εναντίον γείτονα, ανθρώπου εναντίον του Θεού.
Τα χέρια του Θεού τρυπήθηκαν για να θεραπευθούν του καθενός τα χέρια από τα αμαρτωλά έργα. Τα πόδια του Ιησού τρυπήθηκαν για να επιστρέψουν καθενός τα πόδια από τους αμαρτωλούς δρόμους. Το στήθος του Ιησού τρυπήθηκε για να πλυθεί κάθε καρδιά από τις αμαρτωλές επιθυμίες και σκέψεις.
Όταν ο απαίσιος Κρόμπελ, δικτάτορας της Αγγλίας, άρχισε να αρπάζει την περιουσία των μονών και έκλεινε τα μοναστήρια, έγινε σε ολόκληρη την αγγλική χώρα μια θορυβώδης λιτανεία από μερικές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές σε ένδειξη της λαϊκής αποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι με την επιγραφή στις σημαίες: «οι πέντε πληγές του Ιησού» και έψελναν ύμνους εκκλησιαστικούς και τελούσαν λειτουργίες προς το Θεό στους αγρούς. Φοβήθηκε ο απαίσιος δικτάτορας πολύ, και περισσότερο φοβήθηκε εκείνες τις σημαίες παρά οτιδήποτε άλλο και μείωσε την βιαιοπραγία του.
Οι πέντε πληγές του Ιησού ας σου μάθουν, κόρη, να φροντίζεις τις πέντε αισθήσεις σου για τον ζώντα Θεό.
Οι πέντε πληγές του Ιησού είναι πέντε πληγές πεντακάθαρου αίματος, με το οποίο πλύθηκε το ανθρώπινο γένος, και αγιάσθηκε η γη. Απ’ αυτές τις πέντε πληγές χύθηκε όλο το αίμα του Δίκαιου, όλο μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ο Θαυματουργός Κύριος, που ήξερε να πολλαπλασιάσει τους άρτους, και με πέντε άρτους να χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει εκείνο το πεντακάθαρο αίμα Του, και μ’ αυτό τρέφει και ενώνει σε χιλιάδες ναούς πολλά εκατομμύρια πιστών. Αυτό είναι η Θεία Κοινωνία, κόρη του Ιησού.
Τη Μεγάλη Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί με την Παναγία Θεομήτορα κάτω από τον σταυρό, για να σε πλύνει εκείνο το ζωοποιό αίμα από τις πέντε πληγές του Ιησού. Για να μπορείς με την καθαρισμένη και αναζωογονημένη ψυχή να φωνάξεις χαρούμενη την Κυριακή μαζί με τις μυροφόρες: Χριστός Ανέστη!
[ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…, σελ.75-78]
Ήταν ένας φτωχός βεδουίνος, που έδειχνε στα καραβάνια το δρόμο μέσα στην έρημο. Κάποτε όμως, παρασυρμένοι από το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού έβλεπαν οάσεις στον αντίθετο δρόμο. Άρχισαν να τον υποψιάζονται ότι τους παραπλανά. Και σε κάποια στιγμή του επιτέθηκαν και τον αιματοκύλισαν. Πρόλαβε όμως εκείνος, ύψωσε το χέρι κατά τον ορίζοντα και τους έδειξε:
«Αυτός είναι ο δρόμος! Ακολουθήστε τον, γιατί αλλιώς χαθήκατε», είπε και ξεψύχησε…
Κατάπληκτοι εκείνοι από την ύστατη αυτή χειρονομία αναρωτήθηκαν. Ένας, που επιμένει μέχρι θανάτου, μπορεί να λέει ψέματα; Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το δρόμο του… Έπειτα από κάμποσα μίλια έφτασαν στην όαση.
Μετανιωμένοι ξαναγύρισαν στον τόπο του εγκλήματος και έστησαν εκεί μνημείο ευγνωμοσύνης:
Ένα χέρι που τρεμοσβήνοντας δείχνει το δρόμο!
Και η Εκκλησία υψώνει ένα άλλο μνημείο. Δύο χέρια απλωμένα στο Σταυρό, αιμόφυρτα να δείχνουν στον πλανεμένο άνθρωπο το σωστό δρόμο.
- Μέσα στα σκοτάδια της εποχής μας, πολλοί εμφανίζονται σαν σωτήρες και μας απλώνουν το χέρι. Το χέρι όμως, που μπορεί να μας σώσει είναι ένα. Πώς όμως θα μπορέσουμε, Γέροντα, να το ξεχωρίσουμε μέσα στο σκοτάδι από τα άλλα τα ψεύτικα; ρώτησε τον ασκητή.
Κι εκείνος, του απάντησε:
- Αφού το ψηλαφίσεις, παιδί μου, θα δεις ότι είναι τρυπημένο. Το μόνο τρυπημένο χέρι από τους ήλους του Σταυρού…
Αυτό το χέρι μπορείς να το σφίξεις με εμπιστοσύνη στην παλάμη σου και να το ακολουθήσεις χωρίς δισταγμούς
Κύριε! Όσο κακό μπορούσαν να Σου κάνουν οι άνθρωποι, Σου το έκαμαν ήδη. Εκατομμύρια Ιούδες Σε φίλησαν. Λεγεώνες Φαρισαίων Σε βλασφημούν με την υποκρισία τους. Ένας αφρισμένος όχλος μέσα στους αιώνες, ζητά διαρκώς κάτω από το Πραιτώριο της ζωής το θάνατό Σου. Και Πιλάτοι αναρίθμητοι, ντυμένοι μαύρα και κόκκινα, Σε παραδίνουν στο θάνατο, αφού αναγνωρίσουν την αθωότητά Σου.
Σε απωθήσαμε, γιατί ήσουν πολύ αγνός για εμάς.
Σε καταδικάσαμε να πεθάνεις, γιατί ήσουν η καταδίκη της ζωής μας.
Όλες οι γενιές είναι απαράλλαχτες, οι ίδιες με τη γενιά που Σε σταύρωσε.
Αλλά εμείς, θέλουμε να έλθεις μέσα στη δόξα Σου το γρηγορότερο. Θα Σε περιμένουμε κάθε μέρα, Θείε Εσταυρωμένε, που υπέφερες αγαπώντας μας και τώρα μας κάνεις να υποφέρουμε αγαπώντας Σε.
Τζοβάνι Παπίνι
Είμαι πράγματι βασιλιάς!
Μα, όπως βλέπεις, στεφανωμένος με αγκάθια.
Γιατί είμαι βασιλιάς του πόνου. Με καλάμι εμπαιχτικό στο χέρι.
Γιατί θα είμαι ο βασιλιάς των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη.
Γιατί είμαι βασιλιάς που θέλω να απορροφήσω και να στεγνώσω σε αυτήν την χλαμύδα όλα τα αίματα των αθώων της γης.
Με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους, μαζεμένους κάτω από τη σκιά του Σταυρού μου.
Με την πλευρά κεντημένη.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που πρόσφερα τη δική μου καρδιά στη λόγχη του στρατιώτη, για να μπορώ να ζητήσω σαν θρόνο μου τις καρδιές όλων των ανθρώπων.
("Στάχυα", Κωνσταντίνου Κούρκουλα, τόμος Β΄)
ΣΤ' Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
69.-. Άν θυμόμασταν, αδελφοί μου, τα λόγια των αγίων Γερόντων, αν τα μελετούσαμε, δύσκολα θα πέφταμε στην αμαρτία, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Γιατί, αν, όπως ακριβώς μας συμβούλευσαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε τα μικρά και όσα θεωρούμε ασήμαντα, δεν θα φθάναμε να πέσουμε στα μεγάλα και βαριά. Πάντοτε σας λέω, ότι από αυτά τα μικρά, δηλαδή από το να λέμε «τι σημασία έχει αυτό, τι σημασία έχει εκείνο;» κακοσυνηθίζει η ψυχή και αρχίζει να μην δίνει σημασία και στα μεγάλα. Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Πραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν και οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτή.
Και όμως λένε ότι απ’ αυτά τα μικροπράγματα φθάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχθεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει «τι σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος;», αρχίζει ο νούς να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και να απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φθάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σε όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτό του, δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να διορθώσει τον εαυτό του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο τον Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.
70. Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον. Π.χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημα κάποιου.
Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια την διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί άλλο είναι να πεί κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πεί ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιό βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φθάσει να πεί: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε κοίταξε να βγάλεις και την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου.» (Λουκ. 6,42). Και παρομοίωσε την μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, την δέ κατάκριση με το δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση, που ξεπερνά σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία. Και εκείνος ο Φαρισαίος της παραβολής, όταν προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό για τα κατορθώματά του, δεν έλεγε ψέματα, αλλά αλήθεια. Δεν κατακρίθηκε βέβαια γιατί ευχαρίστησε τον Θεό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε τον Θεό, αν ποτέ αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, επειδή αυτός συνεργάστηκε μαζί μας και μας βοήθησε. Γι’αυτό, όπως είπα, δεν κατακρίθηκε επειδή είπε: «δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους» - δηλαδή δεν κάνω αυτά που κάνουν οι άλλοι άνθρωποι ή κάνω μερικά πράγματα που οι άλλοι δεν τα κάνουν – (Λουκ. 18,11), αλλά κατακρίθηκε όταν γύρισε το βλέμμα του στον Τελώνη και είπε: «Ούτε σαν αυτόν εδώ τον Τελώνη». Τότε αμάρτησε, γιατί μ’αυτό τον τρόπο τον κατέκρινε ως πρόσωπο, κατέκρινε τη διάθεση της ψυχής του. Και μ’ένα λόγο, κατέκρινε ολόκληρη την ζωή του. Και γι’ αυτό ο τελώνης έφυγε από το Ναό περισσότερο δικαιωμένος απ’ αυτόν.
71.-. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι πιό βαρύ, τίποτα πιό επιζήμιο, όπως πολλές φορές λέω, από το να κατακρίνει κανείς ή να εξουδενώνει τον πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε τους εαυτούς μας και τα ελαττώματα μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στον Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από τον Θεό; Τι ζητάμε από το πλάσμα Του; Αλήθεια! Δεν πρέπει να τρέμουμε όταν ακούμε τι συνέβη στον μεγάλο εκείνον Γέροντα, που, όταν άκουσε ότι κάποιος αδελφός έπεσε σε πορνεία, είπε: «Άχ! Έκανε άσχημα»! Δεν ξέρετε τι φρικτό πράγμα αναφέρει γι’αυτόν το Γεροντικό; Δεν λέει ότι πήγε ο άγιος Άγγελος την ψυχή του αδελφού που αμάρτησε σ’αυτόν και του είπε: «Νά, αυτός που κατέκρινες, “κοιμήθηκε”. Που λοιπόν προστάζεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση»; Υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ’ αυτό το βάρος; Τι άλλο σημαίνει ο λόγος του Αγγέλου στον Γέροντα, παρά σαν να του έλεγε: «Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, πες μου τι προστάζεις γι’ αυτή την ταπεινή ψυχή; Της δίνεις χάρη; Την καταδικάζεις»; Ωστέ να μείνει έκπληκτος ο άγιος εκείνος Γέροντας και να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με αμέτρητους κόπους, παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρέσει γι’ αυτήν του την αμαρτία. Και αυτά συνέβησαν αφού πρόσπεσε στα πόδια του Αγγέλου και πήρε συγχώρεση. Γιατί, λέγοντας ο Άγγελος «νά, ο Θεός σου έδειξε πόσο μεγάλο είναι το βάρος της κατακρίσεως, μην το ξανακάνεις», σημαίνει ότι ο Θεός τον συγχώρεσε. Και όμως δεν επέτρεψε στην ψυχή του να χάσει ποτέ τη συντριβή γι’ αυτό το αμάρτημα, μέχρι που πέθανε.
72.-. Λοιπόν, τι ζητάμε και εμείς από τον πλησίον; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει τον νού του στον εαυτό του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνο μ’όλα αυτά, όπως αυτός μόνο γνωρίζει. Διαφορετικά βέβαια κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, παρά μόνο Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;
73.-. Θυμάμαι ότι άκουσα πως κάποτε συνέβη κάτι σχετικό με το θέμα αυτό. Ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους αγκυροβόλησε κοντά σε μία πόλη. Ζούσε δέ σ’ εκείνη την πόλη μία μοναχή με πολύ άγια ζωή και πολλή προσοχή στον εαυτό της. Όταν έμαθε ότι άραξε το πλοίο εκείνο, χάρηκε, γιατί ήθελε να αγοράσει ένα πολύ-πολύ μικρό κοριτσάκι. Επειδή σκέφτηκε: «Θα την πάρω και θα την αναθρέψω όπως θέλω, για να μη μάθει ποτέ από την κακία του κόσμου». Έστειλε λοιπόν και κάλεσε τον καραβοκύρη του πλοίου εκείνου και έμαθε ότι είχε δύο πολύ μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Και αμέσως με χαρά δίνει το αντίτιμο και παίρνει το ένα κοριτσάκι μαζί της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ο καραβοκύρης από το μέρος που κατοικούσε εκείνη η αγία, μόλις λίγο απομακρύνθηκε, τον συναντά μια κακόφημη και μολυσμένη γυναίκα και βλέπει το άλλο κοριτσάκι που ήταν μαζί του. Της ήρθε τότε η επιθυμία να το αγοράσει και το αγόρασε. Συμφώνησε, έδωσε το αντίτιμο και έφυγε παίρνοντάς το μαζί της.
Βλέπετε το μυστήριο του Θεού, βλέπετε «ανεξιχνίαστη βουλή»; Ποιός μπορεί να το εξηγήσει; Πήρε λοιπόν η αγία εκείνη μοναχή το κοριτσάκι εκείνο και το ανέθρεψε με φόβο Θεού, συνηθίζοντάς το σε κάθε καλή πράξη, διδάσκοντάς το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής πολιτείας και κάνοντάς το να γνωρίσει το άρωμα που πηγάζει από την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε και η κακόφημη τη δύστυχη εκείνη μικρή και την έκανε όργανο του διαβόλου. Γιατί, τι άλλο μπορούσε να τη διδάξει η ακόλαστη εκείνη, παρά το πως να καταστρέψει την ψυχή της; Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε για τη φοβερή αυτή βουλή του Θεού; Και οι δύο ήταν μικρές και οι δύο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν που πάνε. Και βρέθηκαν η μία στα χέρια του Θεού και η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, αν κάτι απαιτεί από τη μία ο Θεός, το περιμένει και από την άλλη; Πως είναι δυνατόν; Αν λοιπόν πέσουν και οι δύο στην πορνεία ή σε κάποιο άλλο παράπτωμα, είναι ποτέ δυνατόν να πούμε ότι θα κριθούν με το ίδιο μέτρο, έστω και αν ακόμα πέσουν στο ίδιο σφάλμα; Πως είναι δυνατόν; Η μιά έμαθε όλα τα σχετικά με την Κρίση, έμαθε τα πάντα για τη Βασιλεία του Θεού, ζώντας μέρα-νύχτα με το λόγο του Θεού. Η άλλη, η ταλαίπωρη, ποτέ δεν έμαθε ή δεν άκουσε τίποτα καλό, αλλά, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πως λοιπόν μπορεί να απαιτήσει κανείς και από τις δύο την ίδια ακρίβεια;
74.-. Λοιπόν, τίποτε απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνο αυτός είναι εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνο Αυτός γνωρίζει. Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. *(Η «απλότητα», όπως διδάσκει η δογματική, είναι ιδιότητα του Θεού. Ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει την απλότητα, έχει γίνει ήδη θεοειδής. Έχει εδραιωμένη την απάθεια, την αγαθότητα και την αγάπη. Άνθρωπος εγωκεντρικός, δίβουλος και ανειρήνευτος δεν είναι δυνατόν να είναι απλός, αν και, σε ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να μιμείται τις εξωτερικές εκδηλώσεις των απλών. Τότε βέβαια υποκρίνεται και είναι πολύ επικίνδυνος). Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί τον Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Και, αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φθάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; *(Όσο είναι δύσκολο να είναι κανείς δίκαιος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να απονέμει δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτό ο μοναχός (και κάθε πνευματικός άνθρωπος) που αγωνίζεται, οφείλει να αποθέτει την απονομή της δικαιοσύνης είτε στους ανθρώπους που έχουν επιφορτιστεί με αυτό το καθήκον, είτε στον Θεό. Έτσι προσπαθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις του να έχει τη βάση της φιλαδελφίας και του ελέους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος διακήρυξε «δεν ήλθα για να κρίνω, αλλά για να σώσω τον κόσμο» (Ιωάν. 12,47). ) Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μέν Θεός τον ελεεί, ενώ εσύ τον κατακρίνεις και χάνεις την ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό ενώπιον του Θεού; Και συ μέν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως και την μετάνοια.
Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε. Γιατί άλλο είναι, όπως είπα, η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνο κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
75.-. Όσοι όμως θέλουν να σωθούν, δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτό, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί, λέγοντας ότι «οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο», έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του να ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέσθηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτό του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μέν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να αλλάξω ζωή».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί, όχι μόνο κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιό κάτω απ’ αυτόν. Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό, βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Και δεν φοβόμαστε τον προφήτη Αββακούμ που είπε: «Αλλοίμονο σ’ εκείνον που ποτίζει τον αδελφό του με κρασί που θολώνει το μυαλό» (Αβ. 2,15). *(Ανατροπή θολερά (Αββακούμ Β,15). Η αναφορά του χωρίου τούτου στο θέμα της καταλαλιάς από τον αββά Δωρόθεο, φανερώνει την επίδραση της αλληγορικής ερμηνευτικής σχολής. Στην Π. Δ. Ο Προφήτης αποκαλύπτει την εχθρική δραστηριότητα των Ασσυρίων που είχαν ως μέθοδο να μεθούν τους αντιπάλους τους, ώστε να μπορούν ανενόχλητα να τους κατασκοπεύουν. Στην περίπτωση του Πατερικού λόγου, τη θέση των Ασσυρίων την παίρνει ο διάβολος και ο αδελφός που καταλαλεί. Τη θέση του οίνου την παίρνει η καταλαλιά (το περιεχόμενό της) και τη θέση των θυμάτων την έχουν οι αδελφοί της Μονής, που με τον τρόπο αυτό ενεργούν με εμπάθεια και υπονομεύουν την πνευματικότητα και την ασφάλεια της Αδελφότητάς τους.) Αλλά, ενώ κάνουμε διαβολικό έργο, δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον. Γιατί αυτός που βλάπτει μιά ψυχή, βοηθά στο έργο των δαιμόνων. Όπως ακριβώς και αυτός που ωφελεί μιά ψυχή, συνεργάζεται με τους αγίους Αγγέλους.
76.-. Από ποιόν άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί, αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε τον νού μας στα ελαττώματα του πλησίον, όπως ακριβώς λέει ο απόστολος Πέτρος: «Η αγάπη σκεπάζει πλήθος αμαρτιών» (Α’ Πέτρ. 4,8). Και όπως λέει επίσης ο απόστολος Παύλος: «Η αγάπη δεν βάζει στο νού της το κακό, όλα τα σκεπάζει» κ.τ.λ. (Α’ Κορ. 13,5-6). Και εμείς λοιπόν, όπως είπα, αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς κάνουν οι άγιοι όταν βλέπουν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν ως άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Όπως ακριβώς κάνουν οι ψαράδες. Όταν ρίχνουν το αγκίστρι στη θάλασσα και πιάνουν μεγάλο ψάρι και καταλαβαίνουν ότι χτυπιέται δυνατά και κουνιέται πέρα-δώθε, δεν το τραβάνε αμέσως και απότομα – γιατί κόβεται η πετονιά και χάνεται τελείως το ψάρι – αλλά με εξυπνάδα χαλαρώνουν την πετονιά και το αφήνουν να πάει όπου θέλει. Και όταν καταλάβουν ότι εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του και ησύχασε η ορμή του, τότε αρχίζουν πάλι σιγά-σιγά να το τραβούν. Έτσι και οι άγιοι. Με τη μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται. Και όπως η μητέρα που έχει άσχημο παιδί, δεν το σιχαίνεται, ούτε το αποφεύγει, αλλά με ευχαρίστηση το στολίζει και κάνει ό,τι μπορεί για να το ομορφύνει, έτσι κάνουν πάντα και οι άγιοι: Σκεπάζουν, στολίζουν, φροντίζουν, ώστε και αυτόν που αμαρτάνει να διορθώσουν, την κατάλληλη στιγμή, και να μην αφήσουν να πάθει και κανένας άλλος κακό εξαιτίας του, αλλά και οι ίδιο να προκόψουν περισσότερο στην αγάπη του Χριστού.
Τι έκανε ο αββάς Αμμωνάς όταν ήλθαν εκείνοι οι αδελφοί ταραγμένοι και του είπαν «έλα να δείς, Γέροντα, ότι βρίσκεται γυναίκα στο κελλί αυτού εδώ του αδελφού»; Πόσο μεγάλη ευσπλαχνία έδειξε! Πόση αγάπη είχε η αγία εκείνη ψυχή! Επειδή βέβαια κατάλαβε ότι έκρυψε ο αδελφός τη γυναίκα μέσα στο πιθάρι, πήγε και κάθισε πάνω απ’ αυτό και τους είπε να ψάξουν σ’ όλο το κελλί. Και αφού δεν την βρήκαν, τους λέει: «Ο Θεός να σας συγχωρέσει». Και τους ντρόπιασε και τους βοήθησε να μην πιστεύουν εύκολα κατηγορίες για τον πλησίον. Και επιπλέον συνέτισε και εκείνον, επειδή όχι μόνο κάλυψε, μετά τον Θεό, την αμαρτία του, αλλά και επειδή τον διόρθωσε, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί μόνο που του κράτησε το χέρι, αφού έβγαλε όλους τους άλλους έξω, και του είπε «φρόντισε για την ψυχή σου, αδελφέ μου», αμέσως ντράπηκε, ήρθε σε συναίσθηση και κατανύχθηκε ο αδελφός. Αμέσως επέδρασε στην ψυχή του η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Γέροντα.
77.-. Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θα αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Ποιός είναι εκείνος που, επειδή έχει μιά πληγή στο χέρι του ή στο πόδι του ή σε κάποιο άλλο μέλος του σώματός του, σιχαίνεται τον εαυτό του ή κόβει το μέλος του, έστω και αν ακόμα σαπίσει, και δεν προσπαθεί μάλλον να το καθαρίσει, να το πλύνει, να βάλει έμπλαστρα, να το σταυρώσει, να το ραντίσει με αγιασμό, να προσευχηθεί, να παρακαλέσει τους Αγίους να μεσιτεύσουν γι’ αυτόν, όπως ακριβώς έλεγε ο αββάς Ζωσιμάς; Και με λίγα λόγια, δεν εγκαταλείπει, δεν σιχαίνεται το μέλος του, ούτε τη βρωμιά του, αλλά κάνει όλα όσα μπορεί για να το γιατρεύσει; Έτσι έχουμε και εμείς χρέος να υποφέρουμε με όσους υποφέρουν, να τους συμπαραστεκόμαστε, όσο μπορούμε – και εμείς οι ίδιοι και με τη βοήθεια άλλων πιο δυνατών στην πνευματική ζωή – να επινοούμε και να μεταχειριζόμαστε όλα τα μέσα, για να βοηθήσουμε και τους εαυτούς μας και τους αδελφούς μας. Γιατί είμαστε ο ένας μέλος του άλλου, όπως λέει ο Απόστολος (Ρωμ. 12,5). Και αφού «είμαστε όλοι ένα σώμα, και καθένας μέλος του άλλου, τότε αν υποφέρει ένα μέλος, υποφέρουν ταυτόχρονα όλοι» (Α’ Κορ. 12,26). Τι νομίζετε ότι είναι τα Κοινόβια; Δεν καταλαβαίνετε ότι είναι ένα σώμα όλοι και ο καθένας μέλος του άλλου; Εκείνοι μέν που ασχολούνται με τη διοίκηση της Μονής, είναι το κεφάλι. Εκείνοι που προσέχουν και διορθώνουν, είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν τους άλλους με το λόγο, είναι το στόμα. Τα αυτιά είναι εκείνοι που κάνουν υπακοή. Τα χέρια είναι αυτοί που εργάζονται. Πόδια είναι οι αποκρισάριοι και όσοι έχουν διακονήματα. Είσαι κεφάλι; Διοίκησε. Είσαι μάτι; Πρόσεχε, κατάλαβε καλά. Είσαι στόμα; Μίλησε, ωφέλησε. Είσαι αυτί; Κάνε υπακοή. Είσαι χέρι; Δούλεψε. Είσαι πόδι; Κάνε το διακόνημά σου. Καθένας ας υπηρετήσει το σώμα ανάλογα με τη δύναμή του. Και φροντίστε πάντοτε να βοηθά ο ένας τον άλλον, είτε διδάσκοντας και βάζοντας το λόγο του Θεού στην καρδιά του αδελφού, είτε παρηγορώντας, όταν ο άλλος είναι λυπημένος, είτε δίνοντας ένα χέρι και βοηθώντας τον αδελφό. Και με λίγα λόγια, όλοι μαζί και καθένας χωριστά, όπως είπα, ανάλογα με τη δύναμή του, φροντίστε να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί, όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο περισσότερο ενώνεται με τον Θεό.
78.-. Θα σας πώ ένα παράδειγμα από τους Πατέρες, για να καταλάβετε καλά τη δύναμη που έχει αυτός ο λόγος. Ας υποθέσουμε ότι είναι ένας κύκλος πάνω στη γή, σαν ένα στρογγυλό χάραγμα, γινωμένο με διαβήτη και έχοντας ένα κέντρο. Κέντρο ονομάζεται το μέσον του κύκλου. Προσέξτε τι εννοώ: Ας υποθέσουμε ότι αυτός ο κύκλος είναι όλος ο κόσμος. Το κεντρικό σημείο του κύκλου είναι ο Θεός, οι δέ ευθείες γραμμές που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου πρός το κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Εφόσον λοιπόν προχωρούν οι άγιοι πρός το κέντρο, θέλοντας να πλησιάσουν τον Θεό, ανάλογα με το πόσο προχωρούν, πλησιάζουν και τον Θεό και μεταξύ τους. Και όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζονται μεταξύ τους και όσο πλησιάζονται, πλησιάζουν τον Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο εννοήστε και τον χωρισμό. Γιατί, όταν απομακρύνονται οι άνθρωποι από τον Θεό και γυρίζουν πίσω, πρός τα έξω, είναι ολοφάνερο ότι, όσο βγαίνουν πρός τα έξω και απομακρύνονται από τον Θεό, τόσο απομακρύνονται και μεταξύ τους. και όσο απομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο απομακρύνονται και από τον Θεό.
Αυτή λοιπόν είναι η φύση της αγάπης. Όσο μέν βρισκόμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, τόσο απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον. Αν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο πλησιάζουμε τον Θεό με την αγάπη μας σ’ Αυτόν, σε ανάλογο βαθμό, ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον. και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό.
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί, όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόσουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.
(Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Ἔργα Ἀσκητικά, Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)
Προς μία γυναίκα για την τρέλα
Γράφεις, πως υπέφερες πολλά από τον άνδρα σου. Σε μάλωνε, σ’ έδιωχνε από το σπίτι, σε έδερνε ακόμα. Όμως με την προσευχή και την ελπίδα στο Θεό είχες την δύναμη να τα αντέξεις όλα. Ποτέ σε κανέναν δεν παραπονιόσουν και δεν έλεγες εκτός σπιτιού το τι συνέβαινε στο σπίτι. Τα πάθη σου μαλάκωσαν την ψυχή, ξερίζωσαν κάθε περηφάνια και ακόμα ισχυρότερα σε έδεσαν με τον ζώντα Θεό. Μια εποχή νόμιζες ότι θα τρελαθείς. Όμως δεν τρελάθηκες εσύ – τρελάθηκε ο άνδρας σου. Τώρα είσαι ανήσυχη για την ψυχή του, και ρωτάς: υπάρχει καθόλου σωτηρία για τους τρελούς;
Εφόσον πιστεύεις στον Θεό και στην πρόνοια του Θεού, πίστευε έως το τέλος και εξ ολοκλήρου. Αφού κατά τον λόγο του Χριστού, «ουχί δυο στρουθία ασσαρίου πωλείται; Και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του πατρός υμών» (Ματθ. 10,29), τότε θα μπορούσε ο άνθρωπος να πέσει στα βάσανα και την αρρώστια και τον θάνατο χωρίς την θέληση Του; Αλλά η κύρια θέληση του Θεού σε σχέση με τους ανθρώπους εκφράζεται στο «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι». (Α΄Τιμ. 2,4). Σημαίνει, ότι και η τρέλα επιτράπηκε επάνω στον βασανιστή άνδρα σου για την σωτηρία του. Εάν ο ελεήμων Δημιουργός δεν θα ήθελε τη σωτηρία του, δεν θα τον χτυπούσε μ’ αυτή τη φοβερή αρρώστια, αλλά θα τον χτυπούσε με τον θάνατο στη μέση της αμαρτίας του. Με κάθε αρρώστια και βάσανο ο ουράνιος Γιατρός θεραπεύει τις ανθρώπινες ψυχές. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λυπούμαστε τόσο εκείνους που αρρωσταίνουν βαριά και πεθαίνουν, όσο εκείνους, τους σωματικά υγιείς, που τους αρπάζει ο θάνατος μέσα στην αμαρτία τους. Έχει λεχθεί ότι σε ό,τι σε βρεί, σ’ εκείνο θα σε κρίνει: «…εις παραληφθήσεται και ο έτερος αφεθήσεται» (Λουκ. 17,34), όποιος βρεθεί μέσα στην αμαρτία θα υποστεί δίκη, όποιος βρεθεί μέσα στη μετάνοια θα πάρει συγχώρεση και βραβείο. Βέβαια θα μου πεις ότι αυτός τώρα δεν μπορεί ούτε να μετανοήσει ούτε να προσευχηθεί στον Θεό! Γι’ αυτό εσύ θα προσεύχεσαι για εκείνον, και θα προσφέρεις τις θυσίες. Αυτός στην τωρινή κατάσταση μπορεί μόνο να ταλαιπωρείται, προς σωτηρία του εαυτού του, και για τον φόβο των άλλων. Κάθε νοσοκομείο δείχνει με το δάχτυλο στον Θεό. Κανένα τόσο πολύ όσο το νοσοκομείο για τους ψυχασθενείς. Τοποθέτησε την ελπίδα σου στον Κύριο και να είσαι ήρεμη.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ 89.
Αναδημοσίευση από anakalypsi στις 18.4.13
Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι είμαι ευγνώμων στο Θεό για την από νηπιακή ηλικία πορεία μου μέσα στην διαμαρτυρόμενη ευαγγελική εκκλησία καθώς πήρα πολλά μαθήματα και ευλογίες και είδα πολλές φορές το χέρι του Θεού στη ζωή μου.
Ως μεταστραφής διαμαρτυρόμενος θα ήθελα να σας πω ότι όταν με τη χάρη του Θεοί έγινα ορθόδοξος- μπαίνω με τη χάρη του Θεού στον έβδομο χρόνο - το έκανα επειδή κατάλαβα ότι η Εκκλησία του Χριστού θα μπορούσε να διασφαλίσει τη σωτηρία μου κάτι που ο προηγούμενος χώρος αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι δεν είχε ούτε τον τρόπο ούτε τα εφόδια για να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω ριζικά τα προσωπικά μου πνευματικά αδιέξοδα. Και αυτό δεν το λέω για να καταφρονήσω το χώρο τον οποίο για τόσα χρόνια κινιόμουνα αλλά για να τονίσω ότι μια τέτοια ανάγκη με ώθησε να ψάξω ακόμα και εκεί που δεν πίστευα ότι υπήρχε περίπτωση να βρω βοήθεια.
Παρακαταθήκη για να γίνω ορθόδοξος ήταν η επαφή που είχα με ορθόδοξους που μπορεί να απέρριπτα τα πιστεύω τους - ακόμα και τη σωτηρία τους- αλλά δεν μπορούσα να παραγνωρίσω το χριστιανικό τους χαρακτήρα και το παράδειγμα που μου έδιναν. Η αποδοχή τους ήταν δεδομένη από την αρχή αρκεί να μην αρχίζαμε να δογματίζουμε.
Η αποδοχή λοιπόν αυτών των ανθρώπων και το δικαίωμα που μας έδωσαν να μιλάμε για αυτά που συμφωνούμε και να αφήσουμε στην άκρη τα υπόλοιπα, μας οδήγησε στην ορθοδοξία μετά από χρόνια σοβαρού ψαξίματος της πατερικής θεραπευτικής κατ' αρχάς, και τη σοφίας των πατέρων κατ' επέκταση. Να σημειώσω ότι πολλές φορές αγανακτούσα μέσα μου με τις πρακτικές τους (κεριά, άγιοι, προσκύνηση λειψάνων, θεία κοινωνία κτλ) αλλά και για την άκαμπτη στάση τους σε πολλά δογματικά θέματα. Η αγάπη όμως που έδειχναν στο πρόσωπό μας κάλυπτε τα ανωτέρω "ελαττώματα" τους.
Ως διαμαρτυρόμενος δεν μπορούσα να προσεγγιστώ με λογικά επιχειρήματα διότι αυτό είναι κάτι με το οποίο ασχολούμουν συνεχώς αφού έπρεπε να τεκμηριώσω το κάθε τι που πίστευα και στον εαυτό μου αλλά και στις άλλες ομολογίες που ερχόμουν σε επαφή. Έτρωγα συνέχεια από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Ο τρόπος που χρειαζόμουν να προσεγγιστώ είναι δια του αγαθού δηλαδή χωρίς πολλά επιχειρήματα αλλά με την προσέγγιση στο βίωμα και τη χάρη της εκκλησίας, πράγματα βέβαια τα οποία βιώνονται μόνο αν σε φωτίσει η χάρις του θεού.
Όποιοι λοιπόν κατηγορούν τους διαμαρτυρόμενους ως αιρετικούς ουσιαστικά τους κατηγορούν για κάτι που ο Θεός δεν έκανε στη ζωή τους ακόμα. Αν και μόνο αν φωτιστούν, καταλάβουν , και απορρίψουν τότε βέβαια θα είναι αιρετικοί γιατί απέρριψαν κάτι που ο θεός τους το έδειξε καθαρά. Οι υπόλοιποι είναι απλά πλανεμένοι οι οποίοι βρήκαν κάπου κάποιον να τους μιλήσει για το Θεό και να τους δώσει μία ελπίδα και ένα νόημα στη ζωή τους. Το γεγονός ότι ζουν χωρίς ολόκληρη την αλήθεια τους κάνει θέσει αιρετικούς αλλά όχι φύσει αιρετικούς αφού δεν έχουν επίγνωση του τι απορρίπτουν. Και αυτά τα λέω όχι θεωρητικά αλλά πρακτικά έχοντας βιώσει τι σημαίνει να μπαίνεις στην ορθοδοξία και να προσπαθείς να τη ζήσεις εν μετανοία, μετά από δεκαετίες στη διαμαρτύρηση.
Όταν η καρδιά μας γεμίσει αγάπη θα δείτε πόσο διαφορετικά θα σας δεχθούν και θα σας ακούσουν. Και αυτό το λέω γιατί είμαι μάρτυρας ενός ολοένα αυξανόμενου ρεύματος προβληματισμού στους κόλπους των διαμαρτυρόμενων οι οποίοι φαίνεται να οδηγούνται στην ορθοδοξία από μια αόρατη δύναμη.
ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΤΟΥ SOLA SCRIPTURA
(μόνο η αγία γραφή)
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είχα τέτοια προσκόλληση στην αποκλειστικότητα της Αγίας Γραφής ως μόνη πηγή θείας αποκάλυψης και το πως κατάλαβα τη σωστή διάσταση της.
Το sola scriptura είναι ένα από τα πιστεύω που όλοι οι προτεστάντες συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Λόγω της χαμηλής εκτίμησης που είχα στην Εκκλησία του Χριστού και στην λειτουργία της ως υποστηρικτή της πνευματικής πορείας του πιστού αναγκαστικά περιορίστηκα στο προϊόν της Εκκλησίας που είναι η Αγία Γραφή.
Έτσι αφού ήρθα σε επαφή με το Λόγο του Θεού και ελλείψει αναλόγων εκκλησιαστικών παραστάσεων κατέληξα να θαυμάσω το"δημιούργημα" μάλλον παρά τον Δημιουργό. Και αυτό γιατί δεν έβλεπα ότι ο Χριστός δεν χωρίζεται από την Εκκλησία Του όπως το κεφάλι δεν χωρίζεται από το σώμα.
Γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι όπως μέσα στη Μητέρα του Κυρίου ενσαρκώθηκε διΑγίου πνεύματος ο αιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού έτσι και μεσώ της εκκλησίας ενσαρκώθηκε ο γραπτός Λόγος που δεν είναι άλλος από την Αγία Γραφή.
Γιατί έλεγα ότι το εδραίωμα της εκκλησίας είναι η αλήθεια -όπως είχα το "δικαίωμα" να αντιλαμβάνομαι- και δεν καταλάβαινα τι σημαίνει ότι η εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας.
Έτσι χωρίς να χάσει μέσα μου την αξία του ο Λόγος του Θεού κατάφερα να παραιτηθώ από το "δικαίωμα" του ατομικού αλάθητου στην ερμηνεία της Γραφής, η οποία είχε αλλάξει αρκετές φορές με την πάροδο των ετών, και συν Θεώ να γνωρίσω τον παράγοντα Εκκλησία να υποταχθώ σ' αυτήν με ταπείνωση και να γνωρίσω τον απίστευτο πλούτο σοφίας και πνευματικότητας που κρύβει μέσα της.
Κοιτάζοντας πίσω αναρωτιέμαι πως μπορούσα να ζω την πνευματική μου ζωή χωρίς το σύστημα υποστήριξης που άφησε πίσω ο Χριστός μέσα στην απίστευτη σοφία του και αγάπη για το ποίμνιο Του που είναι η Εκκλησία Του και τα μυστήρια αυτής. Ένιωθα σαν τον αθλητή που ήθελε να αθληθεί και που αγαπούσε το άθλημά του αλλά προσπαθούσε να τα καταφέρει χωρίς προπονητή δηλαδή υποβίβαζα την προσπάθειά μου στο επίπεδο του ερασιτέχνη.
Γιατί μόνο εδώ υπάρχει ένα θεραπευτικό σύστημα που έχει παραδοθεί από τον Χριστό στους μαθητές του και απο αυτούς στους δικούς τους μαθητές κ.ο.κ. Ιδού λοιπόν τι σημαίνει Ιερά Παράδοση. Να γιατί ο άνευ διδασκάλου χριστιανισμός οδηγεί σε ατομική και περιορισμένη κατανόηση της Βίβλου που με τη σειρά της οδηγεί σε πλάνες και ατερμονους κατακερματισμούς των προτεσταντικών συναθροίσεων. Ο Απόστολος Παύλος άραγε στους Κορίνθιους με τους οποίους έμεινε τρία χρόνια τους έγραφε επιστολές ή τους παρέδινε αυτά που είχε παραλάβει από τον Κύριο; Γιατί η θεραπεία των παθών, θέμα για το οποίο δεν είχα λάβει καμιά μαθητεία και όσους, είναι κάτι που πίσω από την οποία πνευματική μου βιτρίνα κατάλαβα και καταλαβαίνω ότι έχω απόλυτη ανάγκη μέσω της συνεχούς μετάνοιας δηλ. ανακαίνισης του νου, και της ταπείνωσης για την οποία ελάχιστα κηρύγματα είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της περιήγησης μου σε ουκ ολίγες προτεσταντικές συναθροίσεις. Πώς λοιπόν θα μπορούσα πρακτικά να βιώσω τη σωτηρία δια της χάριτος αφού τη χάρη ο θεός τη δίνει στους ταπεινούς; Και τι αξία έχει μια πίστη η οποία πηγάζει από μια υπερήφανη καρδιά; Γιατί η ταπείνωση είναι η συχνότητα στην οποία εκπέμπει ο Θεός και μόνο οι καθαροί στην καρδιά μπορούν να καταλάβουν τα σήματά Του.
Έτσι αντί να εστιάζω στις προϋποθέσεις για να λάβει κάποιος το δώρο της σωτηριας που είναι η αναγέννηση μέσω του αίματος του Ιησού Χριστού κατάλαβα ότι πιο σπουδαίο είναι η διατήρηση αυτού του δώρου που συναισθάνομαι ότι ο μόνος χώρος που μου το διασφαλίζει είναι η θεραπευτική των πάτερων της εκκλησίας μας.
Κλείνοντας θα ήθελα να καλέσω όλους τους καλοπροαίρετους χριστιανούς να πάνε στο Θεό με ταπείνωση και να ζητήσουν να τους δείξει αν υπάρχει κάτι σε σχέση με την Εκκλησία Του που δεν το έχουν καταλάβει, να τους το αποκαλύψει και να τους βοηθήσει τα όποια προσκόμματα θεωρούν ότι υπάρχουν να τους εξηγηθούν.
Επίσης να τονίσω ότι βασική ανάγκη κάθε ανθρώπου είναι να μετατραπεί όχι σε εργαλείο του Θεού -κάτι που είχα εκπαιδευτεί αρκετά- αλλά σε κατοικητήριο του Θεού -κάτι που θα χρειαστώ μια ζωή για να το μάθω, και με τη χάρη Του μία αιωνιότητα να το ζήσω.
Αναρτήθηκε από anakalypsi στις 18.4.13
Σ’ έναν μπακάλη για το σωστό ζύγισμα
...... Σ’ έκλεψαν οι νεαροί υπάλληλοι σου, ο ένας μετά τον άλλον, και όλοι με τη σειρά. Και απέλυες τον έναν μετά τον άλλον, με τη σειρά, και τους άλλαζες με άλλους και αυτούς με επόμενους. Προσελάμβανες τους νέους με τις καλύτερες συστάσεις ως έντιμους και σωστούς, και όλοι απεδείχθησαν κλέφτες. Αυτό μερικές φορές σε εξόργιζε και άλλες σε έθλιβε. Ασταμάτητα παραπονιόσουν στους φίλους σου στην αγορά και κανείς δεν μπορούσε να σε συμβουλεύσει κάτι. Συνήθως σου απαντούσαν: «Τι τα θες, έτσι είναι ο κόσμος σήμερα!». Ώσπου ο Θεός σου έστειλε τον σωστό σύμβουλο. Έφθασαν στην πόλη σας κάποιοι Ρώσοι καλόγεροι ζητώντας ελεημοσύνη για το μοναστήρι τους. Ένα πρωί μπήκαν στο κατάστημα σου. Συζήτησες αρκετά μαζί τους. Τελικά παραπονέθηκες για τους νεαρούς βοηθούς σου και ο γέροντας καλόγερος διαρκώς κοιτούσε το πρόσωπο σου και σιωπούσε. Όταν ολοκλήρωσες τον παραπονετικό λόγο σου, είπε ο γέρων: « Υπάρχει φάρμακο γι’ αυτό!».
« Πώς; Πού;»
«Το φάρμακο βρίσκεται μέσα σου», απάντησε ο γέροντας. «Πρόσεχε από εδώ και μπρος, πως ζυγίζεις εσύ ο ίδιος τα προϊόντα. Βάζε περισσότερο στο ζύγισμα, πάντα γέμιζε το! Και οι κλέφτες θα πάψουν να σε κλέβουν».
Κεραυνοβολημένος σάστισες! Αυτό ούτε καν το υπαινίχθηκε ποτέ κανείς, δηλαδή ότι σε κλέβουν επειδή εσύ κλέβεις τους άλλους. Έκλεβες τους πελάτες σου στο ζύγισμα, γι’ αυτό οι νεαροί έκλεβαν εσένα. Αμέσως ξεκίνησες διαφορετικά. Έβαζες περισσότερο στο ζύγισμα. Λίγη ζάχαρη παραπάνω, λίγους κόκκους καφέ περισσότερους, ή ρύζι ή όποιο άλλο προϊόν. Έτσι ακριβώς όπως έκαναν οι παλιοί έμποροι. Και από τότε ποτέ πια δεν αντελήφθης ότι κάποιος σε έκλεψε. Οι ίδιοι εκείνοι νεαροί βοηθοί σου, που κάποτε σε έκλεβαν, εδώ και πολλά χρόνια είναι μαζί σου. Όλοι εργάζονται έντιμα, και κανείς δεν κλέβει. Και το κατάστημα σου πηγαίνει καλύτερα. Απλά από εκείνη τη μέρα αισθάνεσαι την ευλογία του Θεού, όταν ο πνευματικός γέροντας σου άνοιξε τα μάτια και είδες την αλήθεια.
Έτσι και εσύ τώρα ως κάποιος κήρυκας του Ευαγγελίου, δίνεις μάθημα σε όλη την αγορά και αντί να παίρνεις συμβουλές, δίνεις εσύ. Ακόμα τοποθέτησες πινακίδα στον τοίχο του μαγαζιού σου με φαρδιά γράμματα: « Εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν».
Ο Θεός να σου χαρίζει ζωή και να σε ευλογεί.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ 33.
Ένας άνδρας βρήκε το κουκούλι μιας πεταλούδας.
Μια μέρα εμφανίστηκε ένα μικρό άνοιγμα.Κάθισε και παρακολουθούσε την πεταλούδα για αρκετές ώρες, καθώς εκείνη προσπαθούσε να περάσει το σώμα της μέσα από το μικρό άνοιγμα.Ύστερα σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Έτσι ο άνδρας απόφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε τα κομμάτια από το κουκούλι.Η πεταλούδα βγήκε εύκολα, αλλά είχε πρησμένο σώμα και...καχεκτικά φτερά.
Ο άνδρας συνέχισε να την παρακολουθεί, περιμένοντας ότι όπου να 'ναι τα φτερά της θα μεγαλώσουν και θα απλωθούν αρκετά για να στηρίξουν το σώμα.Τίποτα δεν έγινε.
Στην πραγματικότητα η πεταλούδα πέρασε την υπολοιπη ζωή της μπουσουλώντας εδώ κι εκεί δίχως να μπορέσει να πετάξει.
Εκείνο που δεν κατάλαβε ο άνδρας μέσα στην καλοσύνη και τη βιασύνη του ήταν αυτό: Το κουκούλι που αντιστεκόταν και η προσπάθεια που χρειαζόταν από την πεταλούδα να περάσει μέσα από το μικρό άνοιγμα ήταν ο τρόπος που θα την μεταμόφωνε. (Θα πίεζε το υγρό από το σώμα της να πάει μέσα στα φτερά της ώστε αυτά να δυναμώσουν).
Όταν λοιπόν θα ήταν έτοιμη για να πετάξει θα έσχιζε το κουκούλι και θα χανόταν στον καθάριο αέρα.
Μερικές φορές η προσπάθεια που θα καταβάλουμε στις δυσκολίες είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε στη ζωή μας.
Περνώντας μια ζωή δίχως δοκιμασίες και πειρασμούς τα πνευματικά μας φτερά θα έμεναν ατροφικά με αποτέλεσμα ποτέ μας να μην μπορούσαμε να πετάξουμε.
Οι δοκιμασίες μας μεταμορφώνουν από κάμπιες σε πεταλούδες αρκεί να τις αντιμετωπίζουμε με θάρρος, με πίστη και ελπίδα στον Πανάγαθο Θεό.
Τι είναι η μέση κατάσταση των ψυχών;
Όσοι λένε ότι η ψυχή μετά τον θάνατο του σώματος πλανάται στον αέρα, εμφανίζεται όπου θέλει ή μπαίνει σε άλλα σώματα για να εμφανισθεί πάλι και να ξαναζήσει στον κόσμο, κάνουν λάθος. Οι ψυχές μετά θάνατο βρίσκονται κάπου, θα λέγαμε σ’ ένα ιδιότυπο χώρο, του οποίου δεν γνωρίζουμε τη φύση. Είναι συγκεντρωμένες όλες μαζί, στερούμενες της δυνατότητας για αυτοδιάθεση. Φυλάσσονται για τη μεγάλη ημέρα του Κυρίου, περιμένοντας την κρίση του Δεσπότη. Ότι οι ψυχές μετά θάνατο πηγαίνουν σε ορισμένο τόπο όπου φυλάσσονται, βλέπουμε στην παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου (Λουκ. 16,19-31). Ο πλούσιος πέθανε και πήγε στον τόπο των βασανιστηρίων, ενώ ο φτωχός Λάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο του Αβραάμ (Λουκ. 16,22). Μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων ανοίγεται χάσμα μέγα και αγεφύρωτο. Ο πλούσιος είναι ριγμένος στη φωτιά, ζητώντας λίγες σταγόνες νερού να δροσίσει την καιόμενη γλώσσα του. Θα ήθελε να γυρίσει στον κόσμο για να βάλει μυαλό στ’ αδέλφια του για να μην καταλήξουν, όπως κι αυτός, στα μεταθανάτια βασανιστήρια. Όμως δεν μπορούσε. Ζητούσε βοήθεια από τον Λάζαρο, ο οποίος ζούσε ευτυχισμένος στην ηρεμία και τη χαρά του Παραδείσου.
Το διάστημα ζωής που μεσολαβεί μεταξύ του θανάτου κάθε ανθρώπου και της δευτέρας παρουσίας και της καθολικής κρίσης λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Είναι το μεσοδιάστημα μέχρι τον δεύτερο ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Η μερική κρίση δεν είναι λόγος κενός, κάτι που λέμε ρητορικά και σχηματικά, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Είναι κατάσταση πραγματικής ζωής, που εμείς που ζούμε εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Αλήθεια, πως ζει η ψυχή απαλλαγμένη από το σύνοικο σώμα με το οποίο πλάστηκε κι έζησε τόσα χρόνια στη γη; Αυτή μονάχα το γνωρίζει και ο Θεός. Θα το μάθουμε βέβαια κι εμείς, όταν έρθει η ώρα μας. Να μη βιαζόμαστε λοιπόν.
Εν πάση περιπτώσει η ζωή δεν θα είναι ίδια για όλες τις ψυχές. Όσες έζησαν καλά στην κάτω ζωή, αγάπησαν τον Θεό και τον συνάνθρωπο και πέθαναν ειρηνικά στους κόλπους της Εκκλησίας, θα πάνε στο φωτεινό μέρος της μέσης κατάστασης, τον παράδεισο, κοντά στον θεό, απολαμβάνοντας ένα μέρος της χαράς της θείας ευλογίας και περιμένοντας με λαχτάρα τη δεύτερη παρουσία του Χριστού για να λάβουν το πλήρες μέτρο της ευτυχίας του ουρανού, για το οποίο έζησαν στον μοχθηρό τόπο της επίγειας ζωής.
Αντίθετα, όσες έζησαν μακριά από τον Θεό, κομμένες από τη σωστική χάρη του, αδιάφορες για το τι έκανε ο Χριστός με το λυτρωτικό έργο της θείας του ενανθρώπισης, όσες έζησαν για την σάρκα μόνο και τις ορέξεις της και ήσαν σκληρές και απάνθρωπες για τον συνάνθρωπο, θα ριφθούν στην κόλαση, στο μέρος των κολαστηρίων (πάντοτε στην μέση κατάσταση), όπου θα τιμωρούνται μερικώς για την αντίθετη και απάνθρωπη διαγωγή τους, τρέμοντας την έλευση της δευτέρας παρουσίας του Κριτή.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Σωτηριολογικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 224
Τα μνημόσυνα που κάνει η Εκκλησίας μας σχετίζονται με τη σωτηρία των ψυχών στη μέση κατάσταση;
Ναι, σχετίζονται, όχι φυσικά για όλες, αλλά για ορισμένες απ΄αυτές. Οι δίκαιες και οι άδικες ψυχές δεν έχουν ανάγκη από τα μνημόσυνα, που είναι οι προσευχές της Εκκλησίας για την ανάπαυση των κεκοιμημένων. Οι μεν δίκαιες, γιατί είναι ήδη στην χαρά του Κυρίου τους και δεν τις αγγίζουν τα μνημόσυνα, οι δε άδικες, γιατί είναι παραδομένες στο πυρ το εξώτερο (στη μερική φυσική του διάσταση) και όλα τα μνημόσυνα της Εκκλησίας δεν μπορούν ν’ αφαιρέσουν τίποτε από το μέγεθος της θλίψης και της κακοδαιμονίας τους. Τώρα, γιατί η Εκκλησία κάνει σε όλους ανεξαίρετα τους πεθαμένους τα ιερά της μνημόσυνα, είναι άλλη υπόθεση. Η Εκκλησία δεν γνωρίζει τι συντελέστηκε στην ψυχή κατά την ώρα του θανάτου, αν μετάνιωσε για τα αμαρτήματα της και ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, οπότε τα μνημόσυνα θα την ωφελήσουν. Αυτά τα γνωρίζει μόνο ο Θεός. Η Εκκλησία του απλώς δέεται για τη συγχώρεση όλων των τέκνων της σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται. Είναι υποχρέωση μας, λοιπόν, να τελούμε τα ιερά μνημόσυνα. Μερικοί αστήρικτοι χριστιανοί τα βλέπουν με απάθεια, καμιά φορά δε τα ειρωνεύονται. Τόσο άσχετοι είναι με το μυστήριο της Εκκλησίας και τις σημαντικές και κρίσιμες ώρες της ανθρώπινης ύπαρξης!
Μεταξύ όμως αυτών των δύο κατηγοριών υπάρχει και μια άλλη, η οποία δεν ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτές, οι ψυχές που δεν είναι αμιγώς δίκαιες ούτε άδικες. Είναι οι ψυχές που έζησαν στη γη σε κοινωνία με τον Χριστό και την Εκκλησία, όμως από αμέλεια και αδιαφορία δεν φρόντιζαν να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα πνευματική και ξαφνικά ο θάνατος τις μετέθεσε στη μέση κατάσταση. Έφεραν μαζί τους κηλίδες συγγνωστών αμαρτημάτων, για τις οποίες δεν εξομολογήθηκαν για να πάρουν συγχώρεση. Οι ψυχές αυτές δεν μπορούν να καταταχθούν στο μέρος τους παραδείσου στη μέση κατάσταση, όπου κατατάσσονται οι καθαρές και άγιες ψυχές. Ούτε όμως και στο τμήμα των κολαστηρίων, αφού δεν διέπραξαν χοντρά και θανάσιμα αμαρτήματα. Έτσι βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση, εξαρτώμενες από το έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού. Εδώ ακριβώς παρεμβαίνει η δέηση της Εκκλησίας, η οποία παρακαλεί τον Θεό να συγχωρήσει τα πλάσματα του αυτά, να μετριάσει και ν’ ανακουφίσει τον πόνο τους και να τους παράσχει «όνησιν» (ωφέλεια), όπως ο ίδιος γνωρίζει. Το έργο αυτό της Εκκλησίας είναι απλή προσευχή και τίποτε περισσότερο. Ότι δια των μνημόσυνων παρέχεται ωφέλεια στις ψυχές είναι βέβαιο. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι η φύση της όνησης αυτής και σε ποιες ψυχές μπορεί να χορηγηθεί. Αυτά είναι ζητήματα του Θεού, τα οποία δεν μπορούμε εμείς να εξιχνιάσουμε. Να μπορεί άραγε να μεταπηδήσει μια τέτοια ψυχή στον χώρο των δικαίων ψυχών;
Το δόγμα της μέσης κατάστασης, παρά το αδιερεύνητο του χαρακτήρα του, είναι πολύ σημαντικό για την πίστη και την ευσέβεια των μελών της Εκκλησίας. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το απορρίπτει. Κατ’ αυτήν μετά θάνατο οι ψυχές έρχονται στο λεγόμενο «καθαρτήριο πυρ», για να καθαρθούν και να εισέλθουν οι μεν καθαρές και δίκαιες στον Παράδεισο οι δε αμαρτωλές και φαύλες στη κόλαση. Οι Ορθόδοξοι δεν γνωρίζουμε τα πράγματα αυτά. Η μέση κατάσταση, όπως τη διδάσκει η Εκκλησία μας, έχει ζωτική και άμεση σχέση με τη σωτηρία μας.
Δυστυχώς οι περισσότεροι χριστιανοί αδιαφορούμε σχετικά. Ζούμε σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε. Παραδινόμαστε στις υποθέσεις του βίου και τα ηδονικά θέλγητρα της ζωής, χωρίς να περιμένουμε τέλος. Και ξαφνικά έρχεται αυτό και μας παραδίδει στο μυστήριο της μεταθανάτιας ζωής. Τι όμως γίνεται τότε; Που θα πάμε; Τι θ’ αντιμετωπίσουμε; Αδύναμοι, όπως είμαστε, βρισκόμαστε κάτω από το άπειρο έλεος και τη συμπάθεια του ουράνιου Πατέρα! Και στη δικαιοσύνη και δικαιοκρισία Του φυσικά.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Σωτηριολογικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 226
Μια μεγάλη αλήθεια
με ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα
από τον επιστημονικό λόγο,
που επιβεβαιώνει και τα περί της αξίας της εξομολόγησης...
Ένα ποτήρι νερό!
Μία ψυχολόγος βρισκόταν μέσα σε μία αίθουσα διδασκαλίας, και μιλούσε για τη διαχείριση του άγχους σε ένα ακροατήριο. Κάποια στιγμή σήκωσε ένα ποτήρι νερό, και όλοι υπέθεσαν ότι θα τους απευθύνει την κλασική ερώτηση "μισοάδειο ή μισογεμάτο". Αντ’ αυτού, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της, ρώτησε: «Πόσο βαρύ είναι αυτό το ποτήρι νερό;"
Οι απαντήσεις που ακούστηκαν κυμαίνονταν από 250 σε 600 γραμμάρια.
Εκείνη όμως απάντησε: «Το απόλυτο βάρος δεν έχει σημασία. Εξαρτάται από το πόσο διάστημα το κρατάω. Εάν το κρατήσω για ένα λεπτό, δεν είναι ένα πρόβλημα. Εάν το κρατήσω για μια ώρα, θα έχω έναν πόνο στον βραχίονά μου. Αν το κρατήσω για μία μέρα, το χέρι μου θα μουδιάσει και θα αρχίσει να παραλύει. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος του γυαλιού δεν αλλάζει, αλλά όσο πιο πολύ το κρατάω, τόσο πιο βαρύ γίνεται.»
Η ψυχολόγος συνέχισε λέγοντας, "Τα άγχη και οι ανησυχίες της ζωής είναι σαν το ποτήρι του νερού. Αν τα σκέφτεστε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, δεν συμβαίνει τίποτα κακό. Αν τα σκεφτείτε λίγο περισσότερο, αρχίζουν να σας βλάπτουν. Και αν τα σκέφτεστε όλη την ημέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να αισθανθείτε ότι σας παραλύουν και ότι σας καθιστούν ανίκανους να κάνετε οτιδήποτε άλλο".
Είναι σημαντικό να θυμάστε να διώχνετε τα άγχη και τους φόβους σας. Όσο πιο νωρίς μέσα στην ημέρα, αφήστε όλα τα βάρη σας κάτω. Μην τα κουβαλάτε όλο το απόγευμα και όλο το βράδυ μαζί σας. Θυμηθείτε να αφήσετε το ποτήρι!