Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του.
Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα, με παρεκάλεσε να μη φύγω. Κάθησα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεββάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του.
Με ρώτησε:

- Ξέρεις το τροπάριο που λέει «Θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν...»;
- Ναι, γέροντα, το ξέρω.
- Πες το.

Άρχισα γρήγορα-γρήγορα:
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων Θεόν και υπερένδοξον».

- Το κατάλαβες;
- Ασφαλώς το κατάλαβα.

Νόμισα πως με ρωτάει για την ερμηνεία του.
Έκανε μία απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:

- Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μία άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε ο κόσμος αυτό το Πάσχα, αυτό το πέρασμα.
Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο στη ζωή. Γι' αυτό σήμερα «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «απαρχή» της «άλλης βιοτής, της αιωνίου», της ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
Σιώπησε για λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:

- Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Άδης. Τώρα όλα είναι χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε κι εμείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του... Τι ευτυχία η Ανάσταση!
«Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον».Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι; Να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι εμείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας.
Διέκοψε και πάλι τον λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.

- Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε.

Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου, σε κάθε πόνο σου, να συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου - και στη ζωή του κόσμου όλου - έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου 'σφιξε το χέρι, λέγοντας:

- Σου εύχομαι να «σκιρτάς» από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο μας πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ο μόνος ευλογητός των Πατέρων».

Ψάλλε τώρα και το «Χριστός Ανέστη»...

(Γεώργιος Παπαζάχος, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής, Επιστολή στο περιοδικό “Σύναξη”)

ΥΠΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.

Τοποθέτηση του ζητήματος

Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο τής μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο τής στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος τής γνωριμίας, σε επίπεδο που έχει σχέση με την ψυχική ζωή τόσον των ταγμένων για να σας διδάσκουν μερικές γνώσεις όσον και των φοιτητών που έρχονται εδώ για να αποκτήσουν, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο και γι’ αυτό πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, όσο και σ’ όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση τής μεγάλης μου ευχαριστίας που σκέφθηκαν και μένα και με κάλεσαν εδώ για να σας μιλήσω.

Θα πρέπει να σας πω ότι, ό,τι θα ακούσετε από εδώ και εμπρός δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα, είτε και πρόσφατες παίδεψαν την ψυχή μου, πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής, πράγματα που μπορώ να βεβαιώσω γι’ αυτά με την σφραγίδα τής απολύτου εσωτερικής πληροφορίας, με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και απ’ την παρατήρηση αρκετών δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Και νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή τού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού μας, όχι μονάχα γιατί ευρισκόμαστε στην εποχή εκείνη που έχει τάξει η Εκκλησία μας για τις ψυχές όλων των Χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν στα Πάθη τού Χριστού μας, αλλά και γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας τής καταφάσεως τού Χριστιανισμού και τού αντιλόγου εις τον Χριστιανισμό.

Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση τού Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσο πολλά επιχειρήματα για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση τού Χριστού, έγινε, τότε ο Χριστός είναι: «ο Θεός», τότε όλα όσα λέει ο Χριστός, όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή σύμφωνη με όλα όσα είπε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.

Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

Η μια είναι ότι ο Κύριος δεν απέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν ανεστήθη.

– Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά τής Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.

– Και η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ευρέθηκε κενός ο Τάφος Του.

Το εάν ο Χριστός απέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη τής Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών τού σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση τού οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει. Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση – ότι ο Χριστός δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό – δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα τής γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωσις τού Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε ούτε και κατά την εποχή των διωγμών, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα τού Χριστού και την Ανάστασή Του, δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνον στον 17ον αιώνα.

Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τής Σταυρώσεως. Εάν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την Σταύρωση δεν θα είχε – όπως θα δούμε σε λίγο – παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.

Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Είναι βέβαιο το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό, συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος επάνω στον Σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια τού εσταυρωμένου.

Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση τού θανάτου.

Ο θάνατος τού Σταυρού, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον Σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριός μας, τον οποίον «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώται τής Ρωμ. Αυτοκρατορίας, με όλη την δύναμη η οποία τους χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από έναν τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε.

Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μία φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς τού αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μάς λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν...» (Μάρκ. ιε΄ 15).

Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωσις. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε την φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στην ράχη δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ’ τα πρώτα κτυπήματα εξεσχίζετο το δέρμα τού ανθρώπου που εδέχετο την φραγγέλωση και ύστερα από μερικά κτυπήματα ακόμη έφευγαν και κατεξεσχίζοντο τελείως οι σάρκες του και απεγυμνώνοντο τα κόκαλα τής ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που απέθαναν την ώρα τής φραγγελώσεως.

Σ’ αυτήν τώρα την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ο Χριστός μας τον Σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς ότι λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που τού είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του απ’ τις συνέπειες τής πτώσεως χάρις στο Σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του. Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος τού Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο τον Σταυρό.

Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε ο στέφανος εκείνος που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων τού Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στον Σταυρό.

Ας δούμε τώρα για το θέμα τού καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στον Σταυρό. Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν τις παλάμες.

Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γάλλος χειρουργός ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκαλα τής παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια τής παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημμένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο τού καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από έναν ανατομικόν χώρον, γνωστό στους γιατρούς, που λέγεται ο χώρος τού destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια τού καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρουργός αυτός είναι δύο παρατηρήσεις του, ότι και στα 12 χέρια κανένα κόκαλο δεν τραυματίσθηκε ή δεν έσπασε από την ήλωση τού χεριού, για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάστε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβή κανένα κόκαλο.

Και δεύτερον ότι ακριβώς από τον χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο τού χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί επάνω στον Σταυρό το χέρι τού Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τώρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ’ ένα σημείο εδώ στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα τής ηλεκτρικής εκκενώσεως και τής παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα. Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα τής σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο τής Σταυρώσεως.

Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια ευρέθηκε ότι κι αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.

Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή τού μαρτυρίου τής σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει τον θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία για την συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό.

Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό τού θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο λησταί δεν είχαν καρφωθεί επάνω στον Σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο ότι συνέβη στους δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν: ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί επάνω στον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στον Σταυρό.

Για να το αποδείξουμε αυτό ακόμη καλύτερα δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή που συνήθιζαν να εφαρμόζουν κατά την διάρκεια τού Πρώτου Παγκ. Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό. Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.

Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο ότι καθώς αναφέρεται από το ιστορικό τού Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε και εκεί οι Γερμανοί αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις φρικιαστικές, όπου άνθρωποι απέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο τού Aufbinden. Μάλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόντουσαν δίπλα την ώρα τού μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως τού κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, εδημιουργείτο μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος τού σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιόνων, τής ωμικής ζώνης και τού θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξις βαστάει τον θώρακα σε μία συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις.

Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από τον θώρακά μας, ακριβώς χωρίς καμία δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο τού μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί να συνεχίζει και επιβιώνει. Στην κατάσταση τής εξαρτήσεως και από τα χέρια, στην κατάσταση τής Σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό τής αναπνοής του σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα ή εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι αέρα, ώστε ο θάνατος από την σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθή, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εάν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, εάν δεν εύρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτήν την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στον σταυρό.

Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση τού βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν τού επιτρέπει να καταβάλλει αυτήν την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος τού σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση τής εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.

Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούντο, μέσα σε κείνη την βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα των σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στην Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στους δούλους και στους προδότες.

Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τώρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση τού θανάτου, τι έκανε; με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες τού σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος τού σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει τον θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, τού κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποίαν επεφύλασσαν οι έμπειροι ρωμαίοι εκτελεσταί στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι’ αυτό είδατε ότι τους δύο ληστάς που ζούσαν ακόμη τους εξετέλεσαν με την χαριστική βολή αυτή, τους έσπασαν τα πόδια. Όταν, λέει, επήγαν στον Χριστό, είδαν πώς είχε ήδη αποθάνει. Τώρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.

Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήση ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ’ όσον το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνη μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τους πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ζωή του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο; Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα, που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μία πεισματώδης άρνησις.

Είναι δυνατόν; Ο Κεντυρίων ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα τού Χριστού μας, την άλλη, την κλασσική μορφή τής χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τους καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετελείτο η θανάτωσις, δηλ. την λόγχηση τής πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ένα θανάσιμο κτύπημα με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει. Σχεδόν εξ επαφής με την λόγχη που ήτο εις την άκρη τού δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη που μπορούσε να κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης την έβαλε βαθιά στον θώρακα τού Χριστού μας. Και δεν έβαλε απλώς την λόγχη, αλλά ευθέως έρευσε ύδωρ και αίμα. Τώρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού τού ύδατος και τού αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη ή την καρδιά ή ένα μεγάλο αγγείο.

Και να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προήρχετο αυτό το αίμα, θα ήτανε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία τής ζωής. Όμως μετά από εκείνη τη ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε Καμία αντίδραση. Αντιθέτως επεβεβαίωσε η έλλειψις αυτή τής αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός απέθανε. Δεν είναι λοιπόν δυνατή αυτή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στον θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων τής κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά εξάπαντος προκάλεσε μια κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλ. την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τους πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοικτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγων για την αναπνοή του – όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του – ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα τού αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.

Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση τού θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό. Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τον Πιλάτο και τού ζητεί το σώμα τού Χριστού.

Ο Πιλάτος εθαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν απέθανε και εκάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτήν την πεποίθησή του, δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε τον ηγεμόνα, ότι πράγματι απέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρώτος τού Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος τού αγγελιοφόρου προς τον Κεντιρίωνα, τού Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξανα-ανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς τού θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατον, θετικώς απαράδεκτον, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.

Και τώρα αρχίζει η διαδικασία τής ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους.

Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία τής ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο τής νεκροφανείας περιείχε και το να βάλουν επί 15΄ ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια τού πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή τού ανθρώπου αυτού το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του την σινδόνη ή τα ωθόνια και τον εκάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στους Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έρριψαν 32 κιλά – 100 λίτ. – από μείγμα τής σμύρνας και τής αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται παίρνουν ένα παχύρρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή – όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά – από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό μ’ αυτήν την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε επάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.

Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τους βαριά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.

Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει. Πώς, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγή απ’ αυτόν τον σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων που τον περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε να αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.

Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά ανεστήθη.

Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορεύονταν από αυτό και τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.

Ήταν ψευδαίσθηση;
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε μαρτυρίες. Γι’ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τού Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.

Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η Ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.

Ας αναφέρουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς:

Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησης τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. Στο πρώτο πρέπει λοιπόν να υπάρχει μία προδιάθεση. Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές. Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές.

Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τους βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο.

Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά;

Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ’ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.

Ας πάρουμε τον Τελώνη Ματθαίο. Άνθρωπο που πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.

Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθηταί, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει: «δεν θα πιστέψω, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;

Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.

Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;

Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες τής ημέρας.

Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ’ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.

Οι εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο. Όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.

Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τους είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του να έχουν την διαβεβαιώσει ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, απ’ την κηρύθρα και το κόκαλο απ’ το ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;


Ήταν απάτη;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ. απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά. Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο τής απάτης.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότης. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ’ ένα τόσο χονδροειδές ψέμα;

Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ’ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μία αληθινή παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.

Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς τους οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ’ όλα τα πέρατα τής γης και να το γράψουν σ’ όλα τα Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά και δίνουν μετά από διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την ζωή τους για μια τέτοια απάτη;

Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια να αποφύγει τον διωγμό όχι δια να τον υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα και θάπρεπε να το πούμε ίσως πρώτο απ’ όλα, ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υπεστήριξε.

Και πώς είναι δυνατόν, αυτόν που όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι’ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;

Τώρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.

Η αμφισβήτηση του κενού τάφου
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τους έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τους είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν τι έγινε;» ότι δηλ. έφυγε το σώμα απ’ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν τον Κύριο;»

Τώρα η άλλη σκέψις είναι ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία τού Πέτρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ’ την ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.

Πόσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το Χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν κρύψει! Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι πρόκειται για μια πλάνη.

Ο Αρχιδικαστής τής Αγγλίας, (όπως θα λέγαμε σε μας ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου), λόρδος Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο:

«Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ’ τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διακήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ’ τα γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή. Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό επιχείρημα για μας τους ανθρώπους που ζούμε σε μία εποχή κατ’ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού».


Σύγχρονες μεταστροφές απίστων
Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.

Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.

Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια τής Αναστάσεως.

Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψις εν τούτοις εις τους Αγίους Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τους κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός». Στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.

Ίσως όμως πραγματικά για εκείνον που θέλει να κουράσει την σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τους Κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο.

Λέει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων».

Ο συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος εκύλισε τον λίθο;» που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις διεξόδους τής αμφιβολίας και τους κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ’ αυτές δέχεται να ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.

Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.

Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος που με χωρίζει απ’ αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και να σας πω ότι δέχθηκα, μετά από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή, μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, αν αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, να πάρει την θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε, αν θέλει και να χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ’ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην Ανάσταση τού Χριστού.

Σας ευχαριστώ πολύ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ

Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.

Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.

Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.

Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.

Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.

Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.

Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.

Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!

Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.

Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!

Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.

Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.

Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!

Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.

Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!

Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.

Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.

Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!

Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.

Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;

«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.

«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.

Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.

Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!

Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.

Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.

Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.

Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.

Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.

Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.

Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;

Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.

Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.

Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!

Βερίτης Γεώργιος

 

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:

Λόγος Α΄ - Εις το Άγιον Πάσχα και εις την βραδύτητα

1. Ημέρα αναστάσεως και αρχή δεξιά! Ας λάμψουμε από χαρά για την εορτή, και ας αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλο! Ας πούμε, αδερφοί, όχι μόνο εις εκείνους οι οποίοι από αγάπη μας έχουν ευεργετήσει ή έχουν ευεργετηθεί από εμάς, αλλά και σε εκείνους οι οποίοι μας μισούν. ας συγχωρήσουμε τα πάντα με την ευκαιρία με της αναστάσεως·

ας δώσουμε συγχώρηση ο ένας στον άλλο, και εγώ ο οποίος έχω τυραννηθεί από την καλή τυραννία των επαίνων σας – αυτό σας το ομολογώ τώρα – και σεις οι οποίοι έχετε ασκήσει την καλή αυτή τυραννία, εάν με κατηγορείτε για την βραδυπορία μου, επειδή βεβαίως η βραδυπορία αυτή είναι καλύτερη και πολυτιμότερη για τον Θεό από την βιασύνη άλλων.
Διότι είναι καλό και να διστάζουμε για λίγο να δεχθούμε την κλήση του Θεού, όπως έκανε ο Μωυσής παλαιότερα και ο Ιερεμίας αργότερα, αλλά και να τρέχουμε με προθυμία όταν μας καλεί, όπως ο Ααρών και ο Ησαΐας, αρκεί μόνο να τα κάνουμε με ευσέβεια και τα δύο, να διστάζουμε δηλαδή εξ αιτίας της αδυναμίας της φύσεως μας, και να σπεύδουμε με προθυμία εξ αιτίας της δυνάμεως εκείνου ο οποίος μας καλεί.

2. Μυστήριο με έχει καλέσει, και ενώπιον του μυστηρίου δίστασα για λίγο, για να εξετάσω τον εαυτό μου. Με την ευκαιρία μυστηρίου παρουσιάζομαι πάλι, χρησιμοποιώντας ως καλή σύμμαχο της δειλίας και της αδυναμίας μου την εορτή, για να ανακαινίσει και εμένα με το πνεύμα εκείνος ο οποίος αναστήθηκε σήμερα από τους νεκρούς και αφού με ενδύσει με τον νέο άνθρωπο να με παραδώσει στην νέα δημιουργία, σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν γεννηθεί από τον Θεό, ως καλό δημιουργό και διδάσκαλο, ο οποίος με προθυμία αποθνήσκει και ανίσταται μαζί με τον Χριστό.

3. Χθες σφαζόταν το αρνίο και αλείφονταν οι παραστάτες των θυρών και θρήνησε η Αίγυπτος τα πρωτότοκα και πέρασε από κοντά μας ο εξολοθρευτής χωρίς να μας πειράξει, επειδή η σφραγίδα ήταν φοβερή και σεβαστή, και είχαμε περιτειχισθεί από το τίμιο αίμα. Σήμερα έχουμε φύγει ολότελα από την Αίγυπτο και έχουμε απαλλαγεί από τον Φαραώ, τον φοβερό ηγεμόνα, και από τους σκληρούς επιστάτες, και από τον πηλό και την κατασκευή πλίνθων, και δεν θα μας εμποδίσει κανείς να πανηγυρίσουμε στον Θεό μας εορτή για την έξοδο και να εορτάσουμε «όχι με την παλαιά ζύμη της κακίας και της πονηρίας αλλά με τα άζυμα της ειλικρινείας και της αληθείας», χωρίς να φέρουμε μαζί μας ούτε ίχνος από το άθεο αιγυπτιακό προζύμι.

4. Χθες σταυρωνόμουν μαζί με τον Χριστό και σήμερα δοξάζομαι μαζί του. Χθες νεκρωνόμουν, και σήμερα ζωοποιούμαι μαζί του. Χθες θαπτόμουν, και σήμερα ανίσταμαι μαζί του. Εμπρός ας προσφέρουμε καρπούς σ’ εκείνον ο οποίος έπαθε χάριν ημών και ανεστήθη. Ίσως νομίσετε ότι εννοώ χρυσό ή άργυρο ή υφάσματα ή διαφανείς και πολύτιμους λίθους, την ρευστή δηλαδή ύλη της γης, η οποία μένει κάτω, και της οποίας το μεγαλύτερο μέρος κατέχουν οι κακοί, οι οποίοι είναι δούλοι στα γήινα και στον κοσμοκράτορα διάβολο. Ας προσφέρουμε ως καρπούς τους εαυτούς μας, το πολυτιμότατο και το αγαπητότατο κτήμα του Θεού. Ας αποδώσουμε στην εικόνα το κατ’ εικόνα, ας κατανοήσουμε την αξία μας, ας τιμήσουμε το πρωτότυπο της εικόνας μας, ας γνωρίσουμε την δύναμη του μυστηρίου, και ας μάθουμε προς χάριν ποίου απέθανε ο Χριστός.

5. Ας γίνουμε όπως είναι ο Χριστός, επειδή και ο Χριστός έγινε όμοιος με εμάς. Ας γίνουμε Θεοί γι’ αυτόν, επειδή και εκείνος έγινε άνθρωπος προς χάριν μας. Έλαβε το χειρότερο για να μας δώσει το καλύτερο. Έγινε πτωχός για να πλουτίσουμε εμείς από την πτωχεία του. Έλαβε μορφή δούλου για να απολαύσουμε εμείς την ελευθερία. Κατέβηκε για να υψωθούμε. Υπέμεινε τους πειρασμούς για να νικήσουμε. Υπέμεινε την ατίμωση, για να μας δοξάσει. Απέθανε, για να μας σώσει, και ανέβηκε για να μας σύρει κοντά του από κάτω, όπου βρισκόμαστε ξαπλωμένοι και απονεκρωμένοι από την αμαρτία. Ας δώσει έκαστος τα πάντα! Ας προσφέρει τα πάντα σ’ εκείνον ο οποίος έδωσε τον εαυτόν Του ως λύτρον και αντάλλαγμα χάριν ημών! Δεν μπορεί δε να προσφέρει τίποτε καλύτερο από τον εαυτόν του, αφού θα έχει εννοήσει το μυστήριο και θα έχει γίνει όλα όσα έγινε εκείνος προς χάριν μας.

6. Και σε σας μεν, όπως βλέπετε, προσφέρει ποιμένα. Διότι τούτο ελπίζει και εύχεται και ζητεί από σας, οι οποίοι ποιμαίνεσθε, ο καλός ποιμήν, ο οποίος δίνει την ψυχή του για τα πρόβατα. Και σας δίνει τον εαυτό του όχι μία φορά αλλά δύο. Την ράβδο, η οποία στηρίζει το γήρας, την κάνει ράβδο του πνεύματος, και προσθέτει στον άψυχο ναό, τον έμψυχο, στον δε περικαλλή και ουράνιο τον οιονδήποτε, ο οποίος, όσο μικρός κι αν είναι, είναι γι’ αυτόν το πολυτιμότατο πράγμα και έχει συντελεσθεί με πολύ ιδρώτα και κόπους, θα μπορούσαμε δε να πούμε ότι αξίζει τους κόπους αυτούς. Και σας προσφέρει όλα τα δικά του (ω! πόσο μεγάλη είναι η μεγαλοψυχία του, ή για να το πούμε ορθότερα, η αγάπη του προς τα τέκνα!), το γήρας, τη νεότητα, τον ναό, τον αρχιερέα, τον κληροδότη και τους λόγους, τους οποίους ποθείτε. Και από τους λόγους αυτούς, όχι τους μάταιους, οι οποίοι πετούν στον αέρα και σταματούν στ’ αυτιά, αλλά εκείνους τους οποίους γράφει το πνεύμα και εντυπώνει σε λίθινες πλάκες, δηλαδή σε σαρκικές, και οι οποίοι δεν χαράσσονται στην επιφάνεια ούτε απαλείφονται εύκολα, αλλά εγχαράσσονται βαθιά μέσα με την χάρη και όχι με μελάνη.

7. Αυτά λοιπόν όλα σας τα προσφέρει ο σεμνός αυτός Αβραάμ, ο πατριάρχης, η τίμια και σεβάσμια κεφαλή, ο κάτοχος όλων των καλών, το υπόδειγμα της αρετής, η εκπλήρωση της ιεροσύνης, ο οποίος προσφέρει σήμερα ως εθελοντική θυσία στον Κύριο τον μονογενή υιόν του, τον οποίο είχε αποκτήσει κατόπιν της υποσχέσεως του Θεού. Σεις δε προσφέρετε στον Θεό και σε μας το ότι ποιμαίνεσθε καλώς με το να έχετε κατασκηνώσει σε τόπο δροσερό και να τρέφεστε με ύδωρ αναπαύσεως, να γνωρίζετε καλώς τον ποιμένα και να γνωρίζεστε από αυτόν, και να τον ακολουθείτε με την ελεύθερη θέλησή σας και να εισέρχεστε από την θύρα όταν σας καλεί ως ποιμένας, να μην ακολουθείτε δε ξένους, οι οποίοι έχουν πηδήσει και έχουν μπει στην αυλή κατά τρόπο ληστρικό και ύπουλο. Ούτε να ακούτε ξένη φωνή, η οποία σας παρασύρει το νου και σας απομακρύνει από την αλήθεια στα όρη και στις ερημιές και στα βάραθρα και στους τόπους τους οποίους δεν τους επισκέπτεται ο Κύριος, και η οποία απομακρύνει μεν από την υγιή πίστη στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, στην μία δύναμη και Θεότητα (φωνή την οποία άκουγα πάντοτε και ακούν τα πρόβατά μου), και με λόγους ψευδείς και διεφθαρμένους κλέπτει και απομακρύνει από τον αληθινό και πρώτο ποιμένα. Είθε όλοι εμείς, και οι ποιμένες και το ποίμνιο, να βοσκώμεθα και να βόσκουμε μακριά από τους λόγους αυτούς, σαν να ήσαν δηλητηριώδες και θανάσιμο φυτό, με τρόπο ώστε να είμαστε όλοι ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων, και τώρα και στην μετά θάνατο ζωή. Αμήν.

Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν

Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.

1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.

2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.

3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.

4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.

5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.

6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.

Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr

Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν

Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

1. Εἶναι κατάλληλη στιγμή σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ.«Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστός συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες καί ἐξαφάνισε τόν ἴδιο τό θάνατο.

Καί γιατί λέγω τόν ἴδιο τό θάνατο; Ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέ λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος. Γιατί πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τή φροντίδα του γιά τόν ἄνθρωπο μέ τή σταύρωσή Του, ἦταν φοβερό καί τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σάν μιά κάποια μεγάλη τιμωρία.«Τήν ἡμέρα πού θά φάγεις, θά πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γέν. 2, 17). Καί ὁ μακάριος Ἰώβ μ᾿ αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνόμασε, λέγοντας.«Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στόν ἄνθρωπο» (Ἰώβ 3, 23). Καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ἔλεγε.«Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καί ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τόν πατριάρχη Ἰακώβ πού λέγει.«Θά κατεβάσετε τά γηρατειά μου μέ λύπη στόν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τόν προφήτη.«Ἄνοιξε πολύ τό στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καί ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη πού λέγει.«Θά μέ σώσει ἀπό τόν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καί σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά βρεῖς νά ὀνομάζεται θάνατος καί ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας. Γιατί ἀντί γιά θάνατος λέγεται στό ἑξῆς κοίμηση καί ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή.

Καί ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο τό Χριστό πού λέγει.«Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νά ξυπνήσουμε καί νά σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον πού κοιμᾶται, ἔτσι καί στόν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τό νά ἀναστήσει νεκρό. Καί ἐπειδή ἦταν καινούρια καί παράξενα τά λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τά κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τους τά εἶπε πιό καθαρά. Καί ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, λέγει.«Δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια γιά ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ πάλι.«Συνεπῶς καί ἐκεῖνοι πού κοιμήθηκαν μέ τήν πίστη στό Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καί πάλι.«Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού ἀπομείναμε στή ζωή, δέ θά προφθάσουμε ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει.«Γιατί ἄν πιστεύουμε καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά φέρει μαζί του ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).

2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπό τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καί ὕπνος; καί ὅτι ἐκεῖνος πού πρίν εἶχε φοβερό ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετά τήν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μέ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά, μέ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μέ αὐτήν περιγελοῦμε τό θάνατο. Μέ τήν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παρούσα ζωή, μέ αὐτήν ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε. Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τό τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καί διέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του τό δρόμο γιά τή σωτηρία μας. Ἄς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἄς χορεύουμε, ἄς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἄν καί ὁ Κύριός μας νίκησε καί ἔστησε τό τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά. Γιατί ὅλα τά ἔκαμε γιά τήν δική μας σωτηρία, καί μέ ἐκεῖνα τά μέσα πού μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μέ τά ἴδια τόν νίκησε ὁ Χριστός.

Τά ἴδια τά ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτά τόν νίκησε. Καί ἄκουσε μέ ποιό τρόπο. Ἡ παρθένος καί τό ξύλο καί ὁ θάνατος ἦταν τά σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καί πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δέ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τό δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στόν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τά σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καί ξύλο καί θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτά ἔγιναν πάλι τά σύνεργα τῆς νίκης μας. Στή θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στή θέση τοῦ ξύλου γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, εἶναι τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτά πού μας νίκησε, μέ τά ἴδια νικήθηκε; Κοντά στό δένδρο νίκησε τόν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντά στό σταυρό νίκησε τό διάβολο ὁ Χριστός. Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στόν ἅδη, τό ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδή τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπό τόν ἅδη καί αὐτούς πού πέθαναν. Καί ἐκεῖνο ἔκρυβε τόν νικημένο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό, αὐτό ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τόν νικητή γυμνό, καρφωμένο στά ψηλά. Καί ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καί αὐτούς πού ἔζησαν ὕστερα ἀπό αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικά καί αὐτούς πού ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν. «Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;». Ἀπό θνητοί ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπό νεκροί ἀναστηθήκαμε, ἀπό νικημένοι γίναμε νικητές.

3. Αὐτά εἶναι τά κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτά ἀποτελοῦν τήν πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδή χαίρονται γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἄν γίνεται χαρά στόν οὐρανό καί τή γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολύ περισσότερο θά γίνεται γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τό ξανάφερε στήν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτή προσφορά μας νίκησε τόσο πολύ τό θάνατο, δέ φοβοῦμαι πιά, δέν τρέμω πιά τόν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στήν ἀδυναμία μου, ἀλλά προσέχω στήν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου πού πρόκειται νά γίνει σύμμαχός μου. Γιατί ἐκεῖνος πού νίκησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τή δύναμη, τί δέ θά κάμνει στό ἑξῆς γιά τό γένος πού εἶναι ὅμοιό του, τή μορφή τοῦ ὁποίου ἀπό τή μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νά πάρει, καί μ᾿ αὐτήν νά παλέψει μέ τό διάβολο; Σήμερα παντοῦ στήν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατί χαίρονται μαζί μας γιά τά δικά μας ἀγαθά. Γιατί ἄν καί εἶναι δική μας ἡ χάρη πού ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καί δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτό δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας. Καί γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι δικός τους καί δικός μας, δέν ντρέπεται νά ἑορτάσει μαζί μας. Καί γιατί εἶπα, δέν ντρέπεται; Αὐτός μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο πού λέγει.«Ἐπιθύμησα πολύ νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νά φάγει τό Πάσχα, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ καί νά ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τί σοῦ λείπει πιά γιά νά χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἄς μήν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατί σήμερα εἶναι ἑορτή πνευματική.

Ἄς μήν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του, γιατί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τίποτε στήν ἑορτή αὐτή ἀπό τά χρήματά του. Στίς ἑορτές βέβαια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τίς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καί τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καί τῆς πολυτέλειας στά τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θά εἶναι ὁ φτωχός στενοχωρημένος καί θλιμμένος, καί ὁ πλούσιος χαρούμενος καί εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατί ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρά ροῦχα καί προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχός ὅμως ἐμποδίζεται ἀπό τή φτώχεια του νά δείξει τήν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δέ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλά λείπει κάθε τέτοια διάκριση καί ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καί γιά τόν πλούσιο καί γιά τό φτωχό, καί γιά τό δοῦλο καί γιά τόν ἐλεύθερο. Καί ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπό τό φτωχό. Καί ἄν εἶσαι φτωχός, δέν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπό τόν πλούσιο, οὔτε θά ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατί ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ξεχωρίζει τά πρόσωπα. Καί γιατί λέγω, ὅτι τό ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστά στόν πλούσιο καί στό φτωχό; Καί σ᾿ αὐτόν πού ἔχει τό βασιλικό στέμμα καί φορᾶ τή βασιλική πορφύρα, πού ἔχει ἀναλάβει τήν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καί στό φτωχό πού κάθεται γιά ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τό ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπόν εἶναι τά πνευματικά δῶρα. Δέ διαιροῦν τήν κοινωνία ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τίς σκέψεις τοῦ καθενός. Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια τιμή ὁρμοῦν καί ὁ βασιλιάς καί ὁ φτωχός γιά ν᾿ ἀπολαύσουν καί νά κοινωνήσουν τά θεῖα αὐτά μυστήρια. Καί γιατί λέγω, μέ τήν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχός ἔρχεται μέ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατί τό βασιλιά, πού εἶναι κυκλωμένος ἀπό φροντίδες καί περιστοιχισμένος ἀπό πολλά ζητήματα, σάν νά εἶναι μέσα σέ πέλαγος, ἔτσι ἀπό παντοῦ τόν κτυποῦν τά κύματα συνεχῶς καί τόν καταστρέφουν τά πολλά ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχός ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί φροντίζοντας μόνο γιά τήν ἀπαραίτητη τροφή του, καί κάμνοντας μιά ἀμέριμνη καί ἥσυχη ζωή, σάν νά κάθεται σέ λιμάνι καί γαλήνη, πλησιάζει μέ πολλή εὐλάβεια τό τραπέζι.

4. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς κοσμικές ἑορτές. Γιατί ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχός εἶναι στενοχωρημένος καί ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιά τό τραπέζι καί τήν πολυτέλεια, ἀλλά καί γιά τά πολυτελή ροῦχα καί τή φανταστική ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν πού παθαίνουν στό τραπέζι, αὐτό παθαίνουν καί στά ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τόν πλούσιο ὁ φτωχός νά φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τόν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καί αὐτή ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατί ἕνα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιά ὅλους. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό» (Γαλ. 3, 27).

Ἄς μήν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτήν τήν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλά ἄς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων πού μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μήν παραδοθοῦμε στή μέθη καί στήν πολυφαγία, ἀλλ᾿, ἀφοῦ κατανοήσουμε τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καί ὅτι τίμησε τό ἴδιο καί τούς πλούσιους καί τούς φτωχούς καί τούς δούλους καί τούς ἐλεύθερους, καί ἔστειλε σ᾿ ὅλους τήν ἴδια χάρη, ἄς ἀμείψουμε τόν εὐεργέτη γιά τήν ἀγάπη του πού δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἀμοιβή ἱκανοποιητική εἶναι συμπεριφορά πού ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν καί ψυχή νηφάλια καί ἄγρυπνη. Αὐτή ἡ ἑορτή καί πανήγυρη δέ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλά διάθεση μόνο καί καθαρή σκέψη. Τίποτε τό ὑλικό δέν μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τά πνευματικά, τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν πατέρων, τίς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τήν κοινωνία τῶν θείων καί ἀπόρρητων μυστηρίων, τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια, καί δῶρα πνευματικά καί ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου πού τά δωρίζει.
Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε καί ἀνέστησε μαζί του τήν οἰκουμένη. Καί αὐτός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί πέθανε, δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός καί πέθανε. Καινούριο καί παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καί πέθανε, αὐτός δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Γιά ποιό λόγο καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά μπορέσει ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε καί πέθανε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου μέ τή βοήθεια ἐκείνου πού δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καί σ᾿ ἐκείνους πού ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σέ κάποιον καί δέν μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, καί γι᾿ αὐτό φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος πού δέν ὀφείλει, ἀλλά πού μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τά δώσει ἐλευθερώνει τόν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καί στόν Ἀδάμ καί στό Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδάμ τό θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τό θάνατό του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;

Ἄς μή γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρός αὐτόν τόν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδή πέρασε ἡ νηστεία νά γίνουμε πιό ἀδιάφοροι. Ἀλλά τώρα ἄς φροντίζουμε τήν ψυχή μας περισσότερο ἀπό προηγουμένως, γιά νά μή γίνει πιό ἀδύνατη, ἐπειδή παχαίνει τό σῶμα μας, γιά νά μή παραμελοῦμε τήν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τή δούλη. Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφειλος, πές μου, νά σκάνουμε ἀπό τήν πολυφαγία καί νά ξεπερνᾶμε τό μέτρο; Αὐτό καί τό σῶμα καταστρέφει καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλά ἄς μᾶς ἱκανοποιοῦν τά λίγα καί τά ἀπαραίτητα, γιά νά ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο πού πρέπει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, γιά νά μή σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα πού συγκεντρώσαμε ἀπό τή νηστεία. Μήπως λοιπόν σᾶς ἐμποδίζω νά ἀπολαμβάνετε τά φαγητά καί νά διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλά συμβουλεύω νά γίνονται τά ἀπαραίτητα, καί νά σταματήσουμε τήν πολλή διασκέδαση καί νά μή καταστρέφουμε τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τό μέτρο. Γιατί ἐκεῖνος πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνάγκης δέ θά ἀπολαύσει καμιά εὐχαρίστηση, καί τό γνωρίζουν αὐτό πολύ καλά ἐκεῖνοι πού τό δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπό αὐτό πολλές ἀρρώστιες στόν ἑαυτό τους καί ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλά τό ὅτι θά ὑπακούσετε στίς παραινέσεις μου, δέν ἀμφιβάλλω, γιατί γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.

5. Καί γι᾿ αὐτό ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τίς παραινέσεις γιά τό ζήτημα αὐτό, θέλω νά μεταφέρω τό λόγο πρός αὐτούς πού ἀξιώθηκαν τή λαμπρή αὐτή νύχτα νά πάρουν τή χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τά καλά αὐτά φυτά τῆς Ἐκκλησίας, τά πνευματικά ἄνθη, τούς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στό σταυρό, ἀλλά ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καί αὐτοί, προχθές τούς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλά τώρα ἀναστήθηκαν μαζί μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνος μέ τό σῶμα του πέθανε καί ἀναστήθηκε, αὐτοί ἦταν μέ τίς ἁμαρτίες τους νεκροί, καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπόν τήν ἐποχή αὐτή τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καί μηνεξέδες καί ἄλλα λουλούδια. Τά νερά ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιό ὄμορφο ἀπό τό τῆς γῆς.

Καί μήν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἄν βγῆκαν ἀπό τά νερά λιβάδια μέ λουλούδια. Γιατί οὔτε ἡ γῆ ἀπό τήν ἀρχή ἔβγαλε τά εἴδη τῶν φυτῶν γιατί τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλά γιατί ὑπάκουσε στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καί τά νερά ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μέ ζωή, ἐπειδή ἄκουσαν.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καί ἡ προσταγή πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανά ζῶα. Ἔτσι καί τώρα ἡ ἴδια προσταγή ἔκαμε τά πάντα. Τότε εἶπε.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά», τώρα ὅμως δέ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλά πνευματικά χαρίσματα. Τότε τά νερά ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικά καί πνευματικά πού τά ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατί λέγει. «Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτός ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατί αὐτοί πού ψαρεύουν βγάζουν ἀπό τά νερά τά ψάρια, καί ὅσα ψαρέψουν τά νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τούς ρίχνουμε μέσα στά νερά καί παίρνουν ζωή ἐκεῖνοι πού ψαρεύονται.

Ὑπῆρχε κάποτε καί στούς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μέ νερό. Ἀλλά μάθε ποιά δύναμη εἶχε, γιά νά γνωρίσεις καλά τή φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καί νά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τό δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καί τάραζε τό νερό, καί ἐκεῖνος πού θά ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπό τό κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, καί ἀφοῦ ἁγίασε τά νερά θεράπευσε ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖ ἐκεῖνος πού κατέβαινε ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο δέ θεραπευόταν πιά, γιατί στούς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στούς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους πού σύρονταν στό ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπό τό δεύτερο ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος. Καί ἄν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καί ἄν ἀκόμη ὅλη τήν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτά τά πνευματικά νερά, δέν ξοδεύεται ἡ χάρη, δέν τελειώνει ἡ δωρεά, δέ μολύνονται τά νερά, δέν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.

Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτά ἐσεῖς πού σήμερα καί αὐτή τή νύχτα γίνατε πολίτες στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, καί φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στίς πολλές δωρεές, γιά ν᾿ ἀποσπάσετε πιό ἄφθονη τή χάρη. Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτά πού μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νά ζεῖς ἀδιάφορα στό ἑξῆς, ἀλλά ὅρισε στόν ἑαυτό σου νόμους καί κανόνες, ὥστε νά κάνεις τά πάντα στήν ἐντέλεια καί νά φυλάγεσαι πολύ καί ἀπό ἐκεῖνα πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατί ὅλη ἡ παρούσα ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί πρέπει ἐκεῖνοι πού μπαίνουν μιά γιά πάντα στό στάδιο αὐτό τῆς ἀρετῆς νά εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατί καθένας πού ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατής σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δέ βλέπεις στούς γυμνικούς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολύ γιά τόν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι πού δέχονται νά παλέψουν μέ ἀνθρώπους, καί μέ πόση ἐγκράτεια κάνουν τήν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καί ἐδῶ πρέπει νά γίνεται. Ἐπειδή ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτειά μας ἄς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καί τά ὅπλα μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.

Ἄς ἔχουν λοιπόν καί τά μάτια περιορισμούς καί κανόνες, ὥστε νά μήν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα πού συναντοῦν. Καί ἡ γλώσσα ἄς ἔχει φράχτη, ὥστε νά μή τρέχει πρίν ἀπό τό νοῦ. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί τά δόντια καί τά χείλη δημιουργήθηκαν γιά τήν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιά νά μή βγεῖ ποτέ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλά τά δικά της, τότε μέ κάθε σεμνότητα νά προχωρήσει καί νά προφέρει τέτοια λόγια, γιά νά ὠφελεῖ ἐκείνους πού ἀκούουν καί νά λέγει ἐκεῖνα πού συντελοῦν στήν οἰκοδομή τῶν ἀκροατῶν. Καί πρέπει νά ἀποφεύγει ἐντελῶς τά ἄπρεπα γέλια, νά ἔχει ἤρεμο καί ἥσυχο βάδισμα νά ἔχει σεμνό ντύσιμο, καί γενικά πρέπει νά ρυθμίζει τά πάντα ἐκεῖνος πού διάλεξε τό στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἡ καλή διαγωγή τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης πού ἐπικρατεῖ στήν ψυχή μας.

6. Ἑάν φέρουμε ἀπό τήν ἀρχή τούς ἑαυτούς μας σέ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στό ἑξῆς μέ εὐκολία τό δρόμο μας, θά κατορθώσουμε ὅλη τήν ἀρετή, καί δέ θά χρειασθοῦμε πολύ κόπο καί θά προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τό Θεό. Ἔτσι λοιπόν θά μπορέσουμε καί τά κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νά περάσουμε μέ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, νά ἐπιτύχουμε τά αἰώνια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ - Ποίημα Γ. Βερίτη

Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.

Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.

Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.

Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.

Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι! 
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.

Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.

Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.

Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!

Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.

Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!

Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.

Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.

Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!

Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.

Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!

Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.

Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.

Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!

Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.

Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;

«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.

«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.

Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.

Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!

Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.

Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.

Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.

Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.

Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.

Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.

Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;

Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.

Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.

Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!

Βερίτης Γεώργιος

Oμιλία τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου μέ θέμα

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι
Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου
καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ
καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας,
καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν,
μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως
γεγενημένην.(ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 139-157)
῾Ο ἅγιος Πατέρας μας ᾿Επιφάνιος, ᾿Επίσκοπος Κωνσταντίας (παλαιᾶς Σαλαμῖνος) τῆς Κύπρου, ἔχει γράψει ἕνα ὑπέροχο λόγο γι’ αὐτή τήν κατάβασι τοῦ Κυρίου στόν ῞ᾼδη καί τό κήρυγμά Του.


Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.

Β. Πού είναι τώρα, οι πριν από λίγο ταραχές και οι φωνές και οι θόρυβοι, που ξεσηκώνατε, παράνομοι, εναντίον του Χριστού; Πού είναι οι συγκεντρώσεις σας και οι αντιρρήσεις σας, και οι φρουρές, και τα όπλα και τα δόρατα; Πού είναι οι βασιλείς και οι ιερείς και οι καταδικασμένοι δικαστές; Πού είναι οι λαμπάδες και τα μαχαίρια και οι άτακτες κραυγές; Πού είναι οι όχλοι και η λύσσα και η αδιάντροπη φρουρά; Στ’αλήθεια χάθηκαν γιατί στ’αλήθεια αυτοί οι όχλοι έκαναν σχέδια ανόητα και μάταια. Έπεσαν με ορμή επάνω στον ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό, αλλά συντρίφθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Χτύπησαν με δύναμη στη στερεά πέτρα, αλλά αυτοί τσακίστηκαν, και τα κύματά τους διαλύθηκαν στον αφρό. Χτύπησαν επάνω στο σκληρό αμόνι, και οι ίδιοι κομματιάστηκαν. Ύψωσαν επάνω στο ξύλο – του Σταυρού- την πέτρα της ζωής, κι αυτή κατρακυλώντας τους θανάτωσε. Έδεσαν τον πανίσχυρο Σαμψών, δηλαδή τον Ήλιο Θεό, αλλά Αυτός αφού έλυσε τα παμπάλαια δεσμά εξόντωσε τους εχθρούς και τους παρανόμους. Έδυσε ο Θεός, ο Ήλιος Χριστός κάτω από τη γη, και βαθύ σκοτάδι έπεσε πάνω στους Ιουδαίους.

Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. ῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.

Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.

Το νόημα του σταυρού…
Όταν ενθρονίστηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Αλέξιος Κομνηνός, ζήτησε να του φέρουν τον κατάλογο των αυλικών, που είχαν υπηρετήσει επί του προκατόχου του. Πλάι δε στα ονόματα εκείνων που είχαν σταθεί εχθροί του σημείωσε κι από ένα σταυρό.
Αυτοί το έμαθαν και φανταζόμενοι ότι εκείνος ο σταυρός σήμαινε την προσεχή καταστροφή τους, άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν σε άλλες χώρες. Άλλα ο αυτοκράτορας τους κάλεσε και τους είπε:
- Κάνετε λάθος. Ο σταυρός, που έβαλα δίπλα στο όνομα του καθενός σας, έχει το ίδιο νόημα που έχει κι ο σταυρός του Χριστού. Σημαίνει ότι σας συγχωρώ...

Τι κάνει η αγάπη
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ένας νεαρός βασιλιάς, του παρουσίασαν μια αίτηση χάριτος κάποιου καταδικασμένου σε ισόβια δεσμά. Ο δύστυχος είχε κάνει πολλά χρόνια στη φυλακή και ζητούσε τώρα χάρη. Ο υπουργός όμως, είχε γράψει στο περιθώριο:
«Χάρις αποκλείεται, να μείνει στη φυλακή».
Ο βασιλιάς τότε μετέφερε το κόμμα πλάι στη λέξη «χάρις». Έτσι η υπόδειξη του υπουργού έγινε:
«Χάρις, αποκλείεται να μείνει στη φυλακή».
Κι ο βασιλιάς υπέγραψε την απόλυση.
Και ο Θεός μετέφερε το βάρος της αμαρτίας, από την ανθρωπότητα στον Σταυρό, και τώρα προσφέρει χάρη στον κάθε αμαρτωλό.

Το παράδειγμα της θυσίας
Στη μάχη του Λούτσεν, ο βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος (1595-1632), βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν πανικόβλητοι, κατέβηκε από το άλογό του και τους φώναζε:
Σταθείτε, τουλάχιστον για να δείτε πως πεθαίνει ο βασιλιάς σας!
Τα λόγια αυτά τους φιλοτίμησαν και ο Γουσταύος έπεφτε εναντίον των εχθρών επικεφαλής τους και σε λίγη ώρα σκοτωνόταν.
Το παράδειγμα της θυσίας μας το έδωσε ο Θείος Βασιλεύς μας, που πέθανε στο σταυρό για μας. Μονάχα οι δειλοί κι αναίσθητοι δε συγκινούνται απ’ αυτό το θέαμα.

Ο ιδεώδης άνθρωπος
Ανέκαθεν το ανθρώπινο πνεύμα ζήτησε εναγώνια τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου, το κλασσικό πρότυπο, που θα έπρεπε ν’ αντιγράψει στη ζωή.
Κι έτσι η Αρχαιότητα δόξασε τον Ήρωα.
Ο Μεσαίων τραγούδησε τον Ιππότη.
Η Χθες θεοποίησε την Υπεράνθρωπο.
Η Σήμερον αναζητεί μέσα στους καπνούς και τα χαλάσματα τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου.
Τον ιδεώδη όμως τύπο του ανθρώπου δεν θα τον βρούμε ούτε στη δάφνη της Ολυμπίας, μήτε στους ρεμβασμούς υποθετικών μυθιστορημάτων, ούτε στις παρακρούσεις του Νίτσε. Θα τον βρούμε στο πραιτόριο του υποδίκου, που τον έφερε η άρνηση μας.
Εκεί θα δούμε τον πράο και ανεξίκακο Ιησού να προπηλακίζεται και θα ακούσουμε τη φωνή της Ιστορίας να κραυγάζει:
«Ίδε ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»

Πέθανε για σένα
Στην Ελβετία, πωλούνται καθρεφτάκια που στο πίσω μέρος τους γράφουν τα εξής λόγια: «Ξέρεις για ποιόν πέθανε ο Χριστός; Γύρισε με από το άλλο μέρος και θα δεις για ποιόν».
Γυρίζει, λοιπόν, κανείς το καθρεφτάκι και βλέπει τον… εαυτό του: Μ’ αυτόν τον ωραίο τρόπο, χιλιάδες άνθρωποι θυμούνται τη μεγάλη αλήθεια, ότι ο Κύριος σταυρώθηκε πάνω στο Γολγοθά κι έχυσε το πανάγιο αίμα του για να σωθεί ο καθένας μας προσωπικά.

Ο Δικαστής
Ένας δικαστής έπρεπε να δικάσει ένα παιδικό του φίλο. Ως ευσυνείδητος δικαστής καταδίκασε το φίλο του σε καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού προς κατάπληξη του κοινού. Αλλά η κατάπληξη μετετράπη σε θαυμασμό, όταν μετά το τέλος της δίκης ο δικαστής σηκώθηκε και κατέθεσε από το δικό του ταμείο το ποσόν.
Μήπως το ίδιο δεν κάνει ο Μεγάλος Δικαστής, ο Θεός; Πληρώνει Εκείνος το χρέος του αμαρτωλού. (Α’ Ιωάν. β’ 2).
(Από το βιβλίο: Ψιχία από της τραπέζης, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)

 

Στη μοναχή Βαρβάρα στα Ιεροσόλυμα για τους τρεις χιτώνες του Χριστού.

Με ρωτάς, σεβαστή αδερφή, για τους τρεις χιτώνες με τους οποίους ήταν ντυμένος και σκεπασμένος ο Κύριος κατά το διάστημα αρκετών ωρών τη Μεγάλη Παρασκευή. Γιατί ο Πιλάτος Τον έντυσε με πορφυρό χιτώνα; Γιατί ο Ηρώδης Τον έντυσε με λευκό χιτώνα; Και γιατί οι εκτελεστές λίγο πριν Τον θανατώσουν Τον έντυσαν πάλι με τον δικό Του χιτώνα;

Όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού έχουν μεγάλη σημασία, όλα αποκαλύπτουν κάποια αλήθεια και χρησιμεύουν ως δίδαγμα στους ανθρώπους. Κάποια από αυτά τα διδάγματα είναι άμεσα και εμφανώς αντιληπτά, ενώ κάποια άλλα είναι έμμεσα και με παραστάσεις που χρίζουν ερμηνείας. Το σκέπασμα του Χρίστου με τρεις χιτώνες ανήκει σ’ αυτήν τη δεύτερη κατηγορία διδαγμάτων.

Ο πορφυρός χιτώνας είναι ο χιτώνας του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Όταν ο Κύριος είπε στον Πιλάτο ότι το βασίλειό Του «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»(Ιωάν. 18,36) αυτό φάνηκε στο υλιστικό πνεύμα του Ρωμαίου αξιωματούχου ως ανοησία και ως εμπαιγμός της αυτοκρατορικής αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό οι στρατιώτες του Πιλάτου έντυσαν τον Χριστό με πορφυρό χιτώνα –εξυπακούεται με τον πιο ευτελή που μπορούσαν να βρουν- για να Τον χλευάσουν αποκαλώντας Τον βασιλιά. Αλλά και μόνον αυτός ο χιτώνας αυτοκρατορικού χρώματος μαρτυρεί για τον Κύριο, ότι ο Χριστός είναι πράγματι Βασιλιάς. Οι παλικαράδες του Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στην πραγματικότητα ανακήρυξαν τον Κύριο σ’ αυτό που πράγματι ήταν! Κανείς απ’ όλους αυτούς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το βασίλειο του Χριστού θα κυριαρχήσει πάνω στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και σε κάθε άλλη αυτοκρατορία του κόσμου.

Ο βρώμικος βασιλιάς Ηρώδης, περίμενε πως ο Χριστός θα κάνει κάποιο θαύμα μπροστά του. Δεν επιθυμούσε βέβαια κάποιο χρήσιμο και φιλάνθρωπο θαύμα, αλλά ένα βάρβαρο θαύμα το οποίο θα χρησίμευε μόνο για την ικανοποίηση των οφθαλμών του. Εν τω μεταξύ, μπροστά του στεκόταν το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου: άνθρωπος καθαρός και αναμάρτητος. Η ακριβής αντίθεση του βασιλιά της γενοκτονίας και του δολοφόνου του Ιωάννου του Προδρόμου. Εγώ κρατώ ότι αυτός ο νέος ακάθαρτος απόγονος του Ησαύ μπορούσε να πιστέψει σ’ όλα τα θαύματα του κόσμου, αλλά με τίποτα και ποτέ στο θαύμα της αγνότητας και του αναμάρτητου ενός ανθρώπου. Και ακριβώς αυτό το μέγιστο και σπάνιο θαύμα στάθηκε μπροστά του. Αλλά αυτός βρώμικος στην ψυχή δεν μπορούσε να το δει. Όπως όταν ο Πιλάτος βυθιζόταν στο ψεύδος των ειδωλολατρών κοιτώντας την Αλήθεια κατά πρόσωπο δεν μπορούσε να την δει. Έτσι και ο Ηρώδης τυφλός από τα κατάμαυρα άρρωστα αμαρτήματά του, κοιτά την Αθωότητα και την Αγνότητα κατά πρόσωπο και δεν μπορεί να την δει. Απογοητευμένος από τις προσδοκίες του ο Ηρώδης έντυσε με λευκό χιτώνα τον Χριστό. Το λευκό είναι η εικόνα της καθαρότητας και της αθωότητας. Θα διάβασες βέβαια ότι οι άγγελοι του Θεού εμφανίζονται με λευκούς χιτώνες. Κι έτσι λοιπόν, ο ακάθαρτος Ηρώδης που σκέφθηκε ότι ο Χριστός δεν είναι καθαρός όπως και αυτός και οι άλλοι, Του φόρεσε λευκό χιτώνα, σύμβολο της καθαρότητας και της αγνότητας. Και όπως οι στρατιώτες του Πιλάτου για να χλευάσουν, αναγνώρισαν τον Κύριο ως βασιλιά, έτσι και ο Ηρώδης τον αναγνώρισε ως άνθρωπο της αγνότητας. Αυτό αποτελεί και στις δύο περιπτώσεις αναγνώριση του Χριστού από τους εχθρούς Του, έστω κι αν αυτό έγινε άθελά τους και ασυνείδητα.

Τέλος, μόνο πριν τη σταύρωση ο Κύριος ντύθηκε με τον δικό Του χιτώνα. Ήταν ο χιτώνας που του είχε υφάνει η δική Του Αγία Μητέρα, η Θεοτόκος. Είναι ο ίδιος χιτώνας με τον οποίο περπάτησε στη γη και πάνω στον οποίο οι στρατιώτες στον Γολγοθά ρίχνουν τα ζάρια.

Αλλά δεν βλέπεις σ’ όλα αυτά ένα μεγάλο δίδαγμα για μας; Οι άνθρωποι συχνά αποφαίνονται για το αν είμαστε καλοί ή κακοί. Ανάλογα με την απόφαση τους μας εκτιμούν, μας θαυμάζουν ή μας κατακρίνουν. Οι διάφορες κρίσεις των ανθρώπων δεν μοιάζουν για μας με χιτώνες; Τη μια μας ντύνουν με τον χιτώνα του σοφού, την άλλη με τον μανδύα του τρελού. Τη μια μας περιβάλλουν με τον μανδύα της ανδρείας, την άλλη μας σκεπάζουν με τα κουρέλια της απαξίωσης. Αλλά όλοι οι χιτώνες γρήγορα βγαίνουν και αλλάζουν ανάλογα με τις ασταθείς και συχνά εναλλασσόμενες κρίσεις των ανθρώπων. Όμως εν τέλει την ώρα του θανάτου ο καθένας από μας θα φανεί με το δικό του χρώμα, με τον δικό του χιτώνα.

Ειρήνη σε σένα σεβαστή αδερφή και ευλογία Θεού.

 

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (607) Αγάπη Θεού (348) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (167) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (231) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (98) Άγιο Φως (1) άγιοι (179) άγιος (198) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (105) αγώνας πνευματικός (275) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (128) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (15) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (119) αμαρτία (345) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (146) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (324) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (11) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (201) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (110) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (149) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (10) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (32) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (34) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (42) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (2) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (15) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (26) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (10) γυναίκα (37) δάκρυα (58) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (29) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (235) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (148) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (39) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (71) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (20) εγωισμός (250) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (56) εκκλησία (240) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (17) ελεημοσύνη (115) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (59) εντολές (13) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (168) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (186) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (195) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (16) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (54) Εφραίμ Άγιος Νέας Μάκρης (1) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (42) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (40) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (310) θάρρος (100) θαύμα (260) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (130) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (57) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (333) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (6) θέωση (6) θλίψεις (282) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (15) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (7) ιεραποστολή (49) ιερέας (177) ιερωσύνη (17) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουλιανός Παραβάτης (2) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (65) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (12) Ιστορία Παγκόσμια (16) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (332) Ιωάννης Χρυσόστομος (401) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (7) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (120) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (26) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (49) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Κωνσταντίνος Άγιος (2) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (117) λόγος Θεού (22) Λουκάς Ευαγγελιστής Άγιος (1) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (103) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (372) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (3) μίσος (12) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (20) μοναχισμός (115) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (11) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (3) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (3) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (55) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) όραμα (26) οράματα (33) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (295) όρκος (1) πάθη (270) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (381) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (336) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (28) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (548) πλησἰον (69) πλούτος (75) Πνευματικές Νουθεσίες (93) πνευματική ζωή (279) πνευματικός πατέρας (121) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (29) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (273) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (91) προορισμός (16) προσευχή (816) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (12) Σιλουανός Άγιος (3) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (86) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (97) συκοφαντία (3) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (24) συναξάρι (2) συνείδηση (27) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (57) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (37) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (271) ταπείνωση (197) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (21) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (130) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (27) υπομονή (230) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (11) φιλία (31) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (55) φὀβος Θεοὐ (26) φύση (1) φως (47) Φώτιος άγιος (1) χαρά (124) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (122) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (366) Χριστούγεννα (70) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (24) ψυχαγωγία (10) ψυχή (278) ψυχολογία (25)