Ζ΄ Διδασκαλία: Περί του εαυτού μέμφεσθαι (Για το ότι πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας):
79. Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιός είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς έναν προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μία όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα - πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.
80. Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πως απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιό λογισμό είχε πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.
81. Ώστε συμβαίνει, όπως είπα, και από περιφρόνηση να μην ταραχθεί κάποιος. Αυτό όμως είναι φανερή καταστροφή. Το να ταράζεται όμως κάποιος με τον αδελφό του που τον στενοχωρεί συμβαίνει ή γιατί δεν βρίσκεται εκείνη την ώρα σε καλή ψυχική κατάσταση ή γιατί τρέφει γι’ αυτόν κάποια αντιπάθεια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες αιτίες που το προκαλούν αυτό, που έχουν ήδη αναφερθεί με πολλούς τρόπους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, η αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νοιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκαν ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας; Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του. Ποιά δε χαρά, ποιά ανάπαυση δεν θα έχει, όπου και αν πάει, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ποιμήν («Είπεν ο Αββάς Ποιμήν, ότι είπε ο Αββάς Αντώνιος, ότι: Η μεγάλη δυναστεία του ανθρώπου εστίν, ίνα επάνω αυτού βάλη το ίδιον σφάλμα ενώπιον Κυρίου, και προσδοκήση πειρασμόν εως εσχάτης αναπνοής») , εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του; Γιατί, αν του συμβεί κάποια ζημιά ή κάποια ατίμωση είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;
82. Αλλά μπορεί να πει κάποιος: «Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του έδωσα καμιά αφορμή, πως μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου»; Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε κάποια κίνηση. Κι αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφίσει τη συνείδησή με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.
Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός του κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρισκόταν μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό. Γιατί αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση, όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει. Να καταλάβει δηλαδή ότι οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.
83. Διότι κάθε αγωνιστή δεν τον καταβάλλουν και δεν τον επηρεάζουν στο ίδιο μέτρο πάντοτε οι πειρασμοί, αλλά όσο προοδεύει στην πνευματική ζωή, τόσο ελαφρότεροι του φαίνονται. Πραγματικά, όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο δυναμώνει και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν. Όπως ακριβώς, αν ένα ζώο είναι γερό και του φορτώσει κανείς βαρύ φόρτωμα, το σηκώνει εύκολα. Και αν ακόμα τύχει να σκοντάψει, αμέσως σηκώνεται και δεν καταλαβαίνει σχεδόν καθόλου ότι σκόνταψε. Αν όμως είναι ασθενικό και αδύνατο ζώο, τότε και το παραμικρό το γονατίζει. Και αν τύχει να πέσει, έχει ανάγκη από πολλή βοήθεια για να σηκωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όσο αμαρτάνει, ταλαιπωρείται από την ίδια την αμαρτία. Γιατί η αμαρτία έχει την ιδιότητα να ταλαιπωρεί και να φθείρει αυτόν που την διαπράττει. Επομένως, οτιδήποτε και αν συμβεί, τον καταπονεί. Όταν όμως προκόψει ο άνθρωπος, ξεπερνάει διαρκώς ευκολότερα όλα εκείνα που τον κούραζαν κάποτε. Ώστε το να θεωρούμε αίτιο για όσα μας συμβαίνουν τον εαυτό μας και κανέναν άλλο, μας ευεργετεί πάρα πολύ και μας βοηθά να προκόψουμε και μας αναπαύει. Και πολύ περισσότερο μας βοηθά το να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν παραχωρείται να μας συμβεί χωρίς να είναι κάτω από τη Θεία Πρόνοια.
84. Αλλά λέει κάποιος: «Πώς είναι δυνατόν να μην στενοχωρηθώ αν έχω ανάγκη από ένα πράγμα και δεν μου το δίνουν; Αφού το έχω ανάγκη»; Ούτε τότε δεν δικαιολογείται να κατηγορεί κανέναν ή να θλίβεται. Αλλά, αν πράγματι έχει ανάγκη από κάτι, καθώς λέει, και δεν του το δίνουν, πρέπει να σκέπτεται: Ο Χριστός ξέρει καλύτερα από μένα αν πρέπει να ανακουφισθώ και Αυτός θα συμπληρώσει την έλλειψη αυτού του πράγματος ή αυτής της τροφής». Οι Ισραηλίτες έφαγαν το μάννα στην έρημο σαράντα χρόνια. Και το μεν μάννα ήταν ένα είδος, γινόταν όμως στον καθένα ό,τι είχε ανάγκη. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από γλυκό, γινόταν γλυκό. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από αλμυρό, γινόταν αλμυρό. Και μ’ ένα λόγο, γινόταν για τον καθένα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του (Σοφ. Σολ. 16, 21). Έτσι λοιπόν, αν έχει κάποιος ανάγκη από αυγό, και δεν του δίνουν παρά λάχανο, πρέπει να πει με το λογισμό του: «Αν ήταν για το συμφέρον μου, οπωσδήποτε θα μου το έστελνε ο Θεός. Πλην όμως και το ίδιο αυτό το λάχανο μπορεί να το κάνει για χάρη μου θρεπτικό σαν αυγό ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι στα μάτια του Θεού αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο. Γιατί, πραγματικά, αν κάποιος είναι άξιος να αναπαυθεί, ο Θεός φωτίζει και την καρδιά των Σαρακηνών
(Με την θέση αυτή ο αββάς Δωρόθεος με φυσικότητα και απλότητα υποδηλώνει την πίστη του ότι ο Θεός είναι Κύριος της ιστορίας. Επιμαρτυρεί το «ουδέν απρονόητον και εμελημένον παρά Θεώ» του Μ. Βασιλείου (Έξ. 7, 5) και φανερώνει τη θετική πλευρά της παρεμβάσεως της Θείας Πρόνοιας στη ζωή του ανθρώπου. Αντίθετα, μας θυμίζει το Γραφικό «Εάν πλανηθή ο προφήτης, εγώ επλάνησα αυτόν» (Ιεζ. 14, 9), που φανερώνει ότι και τότε ο Θεός κινείται και πάλι παιδαγωγικά και παρεμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου με τη μορφή της αποκρύψεως της αλήθειας. Πολλές φορές κάνουμε τον εαυτό μας ανάξιο της αλήθειας της αλήθειας και τότε παρεμποδίζονται να μας την αποκαλύψουν ακόμη και όσοι είναι αρμόδιοι να το κάνουν. Όποιος όμως είναι άξιος να τύχει της βοήθειας του Θεού, τότε ακόμη και οι εχθροί του τον εξυπηρετούν.)
να τον ελεήσουν κατά την ανάγκη του. Αν όμως δεν είναι άξιος να αναπαυθεί ή δεν είναι για το συμφέρον της ψυχής του, και αν ακόμα δημιουργήσει καινούργιο ουρανό και καινούργια γή, δεν βρίσκει ανάπαυση. Φυσικά, άλλες φορές βρίσκει κανείς περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται, θέλοντας να του δείξει την υπερβολική αγάπη που έχει προς τον άνθρωπο και να τον διδάξει την ευχαριστία. Όταν όμως δεν του δίνει αυτά που του χρειάζονται, καλύπτει με το λόγο Του την ανάγκη που θα κάλυπτε το πράγμα που του λείπει και τον μαθαίνει υπομονή. Ώστε, σε κάθε περίσταση, πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό. Και είτε ευεργετηθούμε, είτε κακοπάθουμε, να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό και να τον ευχαριστούμε για όσα μας συμβαίνουν, προσπαθώντας πάντοτε να διατηρήσουμε την αυτομεμψία. Και να λέμε, όπως έλεγαν και οι Πατέρες, αν μεν συμβεί κάτι καλό, «είναι οικονομία του Θεού», αν δε συμβεί κάτι κακό, «προέρχεται από τις αμαρτίες μας».
Πραγματικά, ό,τι και αν πάθουμε, από τις αμαρτίες μας το παθαίνουμε. Γιατί οι Άγιοι, και όταν ακόμα πάσχουν, υποφέρουν για τη δόξα του Ονόματος του Θεού ή για να φανερωθεί η αρετή τους και να ωφεληθούν πολλοί ή για να πολλαπλασιασθεί η αμοιβή τους από τον Θεό. Για μας όμως τους ταλαίπωρους, πως μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Αμαρτάνουμε κάθε μέρα τόσο πολύ και επιδιώκουμε την ικανοποίηση των παθών μας με κάθε τρόπο. Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο που χάραξαν οι Πατέρες, δηλαδή την αυτομεμψία, και περπατάμε τους στραβούς δρόμους, κατηγορώντας τον πλησίον. Και ο καθένας ζεί με αμέλεια, τίποτα δεν εφαρμόζει και έχει την απαίτηση από τον πλησίον να τηρεί τις εντολές.
85. Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι κι εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες».
(Η αμφιβολία και η αβεβαιότητα, καρπός του μεταπτωτικού ψυχισμού του ανθρώπου, του αφαιρούν κάθε είδους αναπαύσεως της ψυχής του. Τότε μόνο αναπαύεται ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται από την συνείδησή του ότι όλα έχουν καλώς και προς τον Θεό, και προς τον πλησίον και προς τον εαυτό του. Ο διάβολος όμως καλλιεργεί ψευδείς πληροφορίες και πλανά τους άπειρους στην πνευματική ζωή. Γι’αυτό και οι αγωνιζόμενοι νηπτικά, την πληροφόρησή τους δεν την δέχονται από τη συνείδησή τους, αλλά μόνο από τον Γέροντά τους ή από τον ίδιο τον Κύριο. «Πληροφορία» είναι η εσωτερική και συνειδητή βεβαιότητα για την ορθότητα πράξεως ή λογισμού ή γνώσεων κλπ. ή για την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού σε κάθε περίσταση.)
Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δέ άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα». Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πως διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας επάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πεί: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πεί: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πεί: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μού δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε τον σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.
86. Να, γι’ αυτό δεν μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι τις εντολές του Θεού. Γι’αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, κατηγορώντας τον και λέγοντας: «Πρέπει να κάνει αυτό» ή «γιατί αυτό δεν το έκανε έτσι»; Γιατί δεν απαιτούμε καλύτερα από τους εαυτούς μας να εφαρμόζουμε τις εντολές και δεν κατηγορούμε τους εαυτούς μας ως παραβάτες;
Που είναι εκείνος ο Γέροντας, που, όταν τον ρώτησαν «τι περισσότερο βρήκες σ’αυτό τον δρόμο, πάτερ;», απάντησε «έμαθα στο καθετί να κατηγορώ τον εαυτό μου»; Πράγμα που έκανε αυτόν που τον ρώτησε να τον επαινέσει και να του πεί: «Άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει». Όμοια και ο αββάς Ποιμένας είπε αναστενάζοντας: «Όλες οι αρετές μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι, εκτός από μία και χωρίς αυτή δύσκολα στέκεται ο άνθρωπος». Και τον ρώτησαν: «Ποιά είναι αυτή»; Και λέει: «Η αυτομεμψία». Και ο Μέγας Αντώνιος είπε: «Αυτή είναι η σπουδαιότερη πνευματική εργασία, που έχει να κάνει ο άνθρωπος μέσα του. Να επωμίζεται τα λάθη του απέναντι στον Θεό και να προετοιμάζεται για τους πειρασμούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή». Και παντού βλέπουμε ότι αυτό τηρούσαν οι Πατέρες και αναπαύονταν, αναφέροντας τα πάντα στον Θεό, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.
87. Τέτοιος ήταν ο άγιος Γέροντας που, όταν αρρώστησε, του έβαλε ο αδελφός του στο φαγητό αντί για μέλι λιναρόλαδο, πράγμα που είναι βλαπτικότατο. Και όμως δεν είπε τίποτα, αλλά έφαγε σιωπηλός την πρώτη και τη δεύτερη μερίδα που του χρειαζόταν, χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του, λέγοντας: «Με περιφρόνησε». Και όχι μόνο δεν είπε ότι τον περιφρόνησε, αλλά δεν τον λύπησε ούτε με κανέναν άλλο λυπηρό λόγο. Όταν δέ κατάλαβε ο αδελφός τι είχε κάνει, άρχισε να στενοχωριέται και να λέει: «Σε σκότωσα, Γέροντα, κι εσύ μου φόρτωσες την αμαρτία, γιατί δεν είπες τίποτα». Με πόση πραότητα του απάντησε, λέγοντας: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα έβαζες μέλι». Και αμέσως απέδωσε το γεγονός στο θέλημα του Θεού. «Τι ανακατεύεις τον Θεό, καλόγερε; Ο αδελφός έκανε το λάθος και συ λες αν ήθελε ο Θεός; Τι σημαίνει αυτό»; Και απαντάει: «Ναι, αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα μου ’βαζε μέλι ο αδελφός». Και αυτό συνέβη, ενώ ο Γέροντας αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί για πολλές ημέρες να φάει τίποτα. Και όμως, παρόλα αυτά, δεν αγανάκτησε εναντίον του αδελφού, αλλά απέδωσε το λάθος στο θέλημα του Θεού και αναπαύθηκε. Πολύ σωστά έλεγε ο Γέροντας. Γιατί ήξερε καλά ότι, αν ήθελε ο Θεός να φάει μέλι, και το βρωμόλαδο θα το έκανε μέλι.
88. Εμείς όμως για κάθε πράγμα θεωρούμε υπεύθυνο τον αδελφό μας, κατηγορώντας τον ότι μας περιφρονεί και ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση. Και, αν ακούσουμε ένα λόγο, αποδίδοντάς τον αμέσως σε κακή πρόθεση, λέμε: «Αν δεν ήθελε να με πληγώσει, δεν θα το έλεγε». Που να βρεθεί ο άγιος εκείνος προφήτης Δαυίδ που είπε για τον Σεμέι: «Αφήστε τον να καταρασθεί, γιατί ο Θεός του είπε να καταρασθεί τον Δαυίδ» (Βασ. Α’ 16, 10). Τον φονιά πρόσταξε ο Θεός να καταραστεί τον Προφήτη; Ως σοφός και επειδή ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή όπως οι πειρασμοί, και μάλιστα όταν έρχονται επί πλέον σε καιρό δοκιμασίας και δύσκολης περιστάσεως, έλεγε: «Αφήστε τον να καταριέται τον Δαυίδ, γιατί του είπε ο Κύριος να το κάνει». Γιατί; «Μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μου και μού αποδώσει καλό αντί για την κατάρα του». Βλέπεις με πόση σύνεση ενεργούσε ο Προφήτης; Γι’αυτό και διαφωνούσε με όσους ήθελαν να τον υπερασπισθούν, λέγοντας: «Γιατί ασχολείσθε με μένα, παιδιά της Σαρούιας; Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Κύριος τον παρακίνησε».
Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε να πούμε για τον αδελφό μας: «Ο Κύριος τον παρακίνησε». Αλλά, αν ακούσουμε ένα λόγο, αμέσως νιώθουμε όπως οι σκύλοι. Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε και εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρούν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας, και τα βάζουμε με τον αδελφό μας, λέγοντας: «Γιατί μου το ’πε; Γιατί μου το ‘κανε»; Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θεού για το συμφέρον του καθενός. Ο Θεός να μας χαρίσει σύνεση με τις ευχές των Αγίων. Αμήν
(Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Ἔργα Ἀσκητικά, Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)
Κατά τή διάρκεια τού τελευταίου μεγάλου πολέμου στό Ιράκ στό χιτώνιο ενός Αμερικανού στρατιώτη, ο οποίος έπεσε στό πεδίο τής μάχης, βρέθηκε ένα σημείωμα, πού περιείχε μία συγκλονιστική εξομολόγηση, μία συγκλονιστική προσευχή.
Ένας μέχρι τότε άθεος νέος, γνήσιο παιδί τής εποχής μας, εύρισκε στό διάβα τής ζωής του τόν Σωτήρα Χριστό μέσα στήν αντάρα τού πολέμου.
Άς διαβάσουμε, τί έλεγε τό σημείωμα εκείνο:
* * *
«Άκουσε, Θεέ μου.
Ακόμα δέν σού έχω μιλήσει. Όμως τώρα επιθυμώ νά σού πώ φιλικά: Τί κάνεις; Τί γίνεσαι;
Μού είπαν ότι δέν υπάρχεις καί σάν ανόητος τό πίστεψα. Όμως χθές βράδυ, από τό βάθος τού κρατήρα μιάς οβίδας είδα τόν Ουρανό Σου, είδα τό μεγαλείο Σου, καί τότε κατάλαβα ότι μού είχαν πεί ψέματα!
Είναι παράξενο, ότι χρειάσθηκε νά έλθω σ' αυτόν τόν καταχθόνιο τόπο, γιά ν΄ανακαλύψω τό πρόσωπό Σου! Τώρα πού Σέ γνώρισα Σ' αγαπώ τρομερά, Θεέ μου! Αυτό θέλω νά τό ξέρεις!
Σέ λίγο θά γίνει μιά ακόμη απαίσια μάχη. Ποιός ξέρει; Μπορεί καί νά φθάσω στό σπίτι Σου απόψε. Δέν υπήρξαμε όμως ποτέ σύντροφοι μέχρι τώρα κι αναρωτιέμαι,άν θά μέ περιμένεις στήν πόρτα Σου! Καί νά, νά κλαίω! Καί χύνω δάκρυα! Τί παράξενω! Άχ,νά Σέ είχα γνωρίσει πιό νωρίς, Θεέ μου!
Θεέ μου, πού είσαι; Πού κατοικείς;
Σέ αναζητούσα παντού, ακόμη καί μέσα στή δική μου καρδιά, στό σπίτι μου καί στήν οικογένειά μου. Μά δέν σέ εύρισκα πουθενά! Μά συνέχιζα νά σέ αναζητώ καί γύρω μου καί μέσα μου.
Καί ένοιωσα τήν παρουσία Σου καί είδα τήν μορφή Σου καί άκουσα τήν φωνή Σου:
- Είμαι δίπλα σου, είμαι κοντά σου! Άνοιξέ μου τήν καρδιά σου. Θέλω νά περάσω σ' αυτήν, νά στήσω τόν θρόνο Μου καί νά τήν κάνω Βασίλειό Μου...!
- Ώ Κύριε!
Έλα! Σέ περιμένω...
Σέ λαχταρώ...
Θέλω νά είμαι αιώνια μαζί Σου γιά πάντα κοντά Σου!»
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1, σελ. 131-135,
(οι υπογραμμίσεις δικές μας οπως και μια ελαφρά μεταγλώττιση της απόδοσης των εκδόσεων ΕΠΕ)
«Περί της επιβουλής του Ηρώδη κατά των παιδιών και περί του τέλους της ζωής του».
Αξίζει όμως εν προκειμένω να παρατηρήσει κανείς και την τιμωρία της τόλμης του Ηρώδη κατά του Χριστού και των συνομιλήκων του, πόσο γρήγορα, χωρίς την παραμικρή αναβολή, η θεία δίκη τον έδιωξε ζωντανό ακόμη, καταδεικνύοντας τα προοίμια εκείνων τα οποία τον ανέμεναν μετά την από εδώ μετάστασή του.
Πόσο αμαύρωσε αυτός την υποτιθέμενη ευτυχία της βασιλείας του με τις αλλεπάλληλες οικογενειακές του συμφορές, τους φόνους της γυναίκας, των τέκνων και των άλλων, των στενότερων συγγενών και καλύτερων φίλων, δεν είναι δυνατόν ούτε περιληπτικά να εκθέσουμε τώρα. Η περί τούτων υπόθεση, όπως την διαπραγματεύεται εκτενώς στα ιστορικά του συγγράματα ο Ιώσηπος, επισκιάζει όλη την τραγική δραματουργία.
Δεν είναι όμως άσχημο να ακούσουμε τις φωνές του συγγραφέα περί του πώς αμέσως με την επιβουλή κατά του Σωτήρος μας και των άλλων νηπίων, τον κατέλαβε θεόσταλτη μάστιγα και τον οδήγησε σε θάνατο. Αυτός στο δέκατο έβδομο βιβλίο της Ιουδαικής Αρχαιολογίας περιγράφει το τέλος του βίου του με τον εξής τρόπο κατά λέξη.
«Για τον Ηρώδη η νόσος γινόταν πολύ πικρότερη, καθώς ο Θεός επέβαλε τιμωρία για τις παρανομίες του. Πράγματι υπήρχε σ’αυτόν μαλακό πύρωμα, το οποίο σ’ αυτούς που τον πλησίαζαν δεν έδειχνε τόση φλόγωση όση κάκωση προσέθετε εσωτερικά. Είχε δε δεινή επιθυμία να φάει κάτι, και ήταν αδύνατον να μην εξυπηρετηθεί, έλκωση, δεινοί πόνοι των εντέρων και μάλιστα του κόλου, υγρό και διαυγές φλέγμα στα πόδια. Παραπλήσια δε κάκωση υπήρχε στο υπογάστριο, και μάλιστα σήψη του αιδοίου, δημιουργώντας σκουλήκια, ορθόπνοια, και αυτή πολύ αηδιαστική λόγω της δυσάρεστης οσμής και της πυκνής αναπνοής. Συνταρασσόταν δε σε όλα τα μέλη με ανυπόφορη δριμύτητα.
Λεγόταν λοιπόν από τους μάντεις και όσους γνωρίζουν να προλέγουν σχετικά, ότι αυτή την ποινή εισπράττει ο Θεός από τον εξόχως δυσσεβή βασιλέα». Αυτά λέει στη δηλωθείσα γραφή ο προαναφερθείς συγγραφέας.
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών παραδίδει (ο Ιώσηπος) περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής.
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Παιρνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη.
Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβωντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».
Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους.
Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέρμα της ζωής του Ηρώδη που υπέστη δίκαια ποινή για τα παιδιά τα οποία φόνευσε στη Βηθλεέμ από επιβουλή κατά του Σωτήρα μας.
Αναδημοσίευση από http://www.sansimera.gr/
Αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς τη νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.
Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει τη διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.
Το γεγονός μαθεύτηκε στη μικρά τότε Αθήνα και εκτός από τους μαθητές, πλήθος ανθρώπων «διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων» συνέρρευσε στην Πνύκα το πρωί της 8ης Οκτωβρίου για να ακούσει τον ηγέτη της Επανάστασης του '21. Ξαφνικά, στον χώρο της ομιλίας εμφανίσθηκε «σμήνος χωροφυλακής», αποφασισμένο να διαλύσει τη συγκέντρωση, επειδή προφανώς, ως βασιλικότερο του βασιλέως Όθωνα, τη θεώρησε αντικαθεστωτική. Όμως, μετά τη διαβεβαίωση του γυμνασιάρχη και των καθηγητών για το «αθώο της πράξεως», οι χωροφύλακες αποχώρησαν και η ομιλία έγινε κανονικά. Άλλωστε, ο Κολοκοτρώνης δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη δυναστεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθωνα και κατείχε μάλιστα το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας, δηλαδή του πολιτικού συμβούλου του βασιλιά. (Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκείνης της εποχής, που ήταν πολιτικό σώμα, δεν πρέπει να συγχέεται με το σημερινό Συμβούλιο της Επικρατείας, που είναι δικαστικός σχηματισμός.)
Η Ομιλία
Παιδιά μου!
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των.
Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα.
Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα.
Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν.
Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος.
Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού.
Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.
Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!
Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν.
Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.
Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας.
Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε.
Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα.
Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.
Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!
Αναδημοσίευση από http://www.sansimera.gr/
(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένου)
Α. Η περί των ιερών εικόνων παράδοση της εκκλησίας
Ο Χριστιανισμός υπό την επίδραση του Ιουδαϊσμού και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες απαγορεύουν την εξεικόνιση του θείου, δεν θεώρησε κατ’ αρχάς αναγκαία τη δημιουργία εικονικής ή γλυπτικής χριστιανικής τέχνης. Περιορίσθηκε μόνο σε απλά σύμβολα και συμβολικές παραστάσεις, τα οποία συνεδέοντο αναγωγικά με θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτές ακόμη οι απλές παραστάσεις από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη είχαν διδακτικό και οπωσδήποτε συμβολικό χαρακτήρα. Οι πρώτοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Χριστού, ήσαν οι Γνωστικοί και ειδικότερα οι Καρποκρατιανοί (Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων,I,25,6).Τη μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνει και ο Επιφάνιος Κωνσταντίας,ο οποίος τις χαρακτηρίζει «εικόνας ενζωγράφους δια χρωμάτων»,αλλά και «εκ χρυσού και αργύρου και λοιπής ύλης». Οι γνωστικοί προέβαλλαν τις εικόνες αυτές ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων Πυθαγόρα,Πλάτωνα,Αριστοτέλη κ.α.(PG 41,373).
Eν τούτοις και παρά την πολεμική, η οποία ασκήθηκε από τους μοντανιστές εναντίον των γνωστικών εικόνων, η Εκκλησία είχε ήδη αρχίσει από τον Γ’ αιώνα να υιοθετεί την ιδέα της εξεικονίσεως του προσώπου του Χριστού. Η χριστιανική όμως εικονογραφία συνδέθηκε κατ’ αρχάς μόνο με τις ακμάζουσες μεγάλες τοπικές εκκλησίες και δεν επεκτάθηκε στις επαρχίες. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται προφανώς και η απαγόρευση της εισαγωγής εικόνων στους ναούς από τη σύνοδο της Ελβίρας (305). Κατά τον Δ΄ αιώνα διαδόθηκε ευρέως η διακόσμηση των ναών με εικόνες, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις.
Ο εκκλ. ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων «εθνική συνηθεία» (Εκκλ. Ιστορία,VII,18). Ο Καισαρείας Ευσέβιος υπήρξε βεβαίως πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, γιατί θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα σώματα, αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική παράδοση (PG 20,1545-1548). H θέση του Ευσεβίου είναι σπουδαιότατη, αφού χρησιμοποιήθηκε από τους εικονομάχους για την ιστορική θεμελίωση της εχθρικής του διαθέσεως έναντι των εικόνων, γι’ αυτό και πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους εικονοφίλους.
Είναι όμως χαρακτηριστικό οτι ο πατριάρχης Κπόλεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως (PG 100,848). Άλλωστε, παρεμφερείς τάσεις αποδόθηκαν και στον Επιφάνιο Κωνσταντίας της Κύπρου.
Κατά τον Δ’ αιώνα οι ι. εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες πολλών χριστιανών, επιβλήθηκαν δε τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση.
Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363) ότι τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετων τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ούκ απηγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημών τούτων ανιστορουμένων» (PG 32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδιδόταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε΄ αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνιση σκηνών από την Π. Και την Κ. Διαθήκη στους ναούς, «όπως άν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ών της γής τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες» (PG 79,577).Την έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του «Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων» (PG 94,1597-1609).O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγ.Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στη ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχθηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων.
Με την επίλυση του δογματικού ζητήματος της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων θεμελιώθηκε σαφέστερα η θεολογία των ι. εικόνων και η προβολή της δυνατότητας ακτινοβολίας του θείου επι των δημιουργημάτων.
Η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού καθιστούσε δυνατή τη θεώρηση καθιερωμένων υλικών αντικειμένων ως συμβόλων, τα οποία ανακλούσαν τη θεία δύναμη. Τόσο η θεολογική, όσο και η παιδαγωγική ερμηνεία της ι. εικόνας ευνόησαν την πλήρη σύνδεση τους με τη χριστιανική ευσέβεια, παρά την εναντίον τους πολεμική των αιρετικών Παυλικιανών, των Ιουδαίων και των Αράβων. Η ευσέβεια αυτή των πιστών ενισχύετο συνήθως από τους μοναχούς, οι δε ι. εικόνες δεν περιορίσθηκαν μόνο στη διακόσμηση των ναών, αλλά συνδέθηκαν και με διάφορα μικρά φορητά αντικείμενα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, μεταλλικά, ξύλινα κ.α. Τα χρησιμοποιούσαν οι πιστοί ώς φυλακτά, καίτοι πολλές φορές οδηγούντο σε απαράδεκτες υπερβολές.
Στη Δύση ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας (590-604) επέπληξε τον επίσκοπο Μασσαλίας Σηρήνο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή εικόνων ένεκα της κακοτεχνίας ή και της αποδιδόμενης σε αυτές υπερβολικής τιμής από τους πιστούς. Υπήρχαν λοιπόν και στη Ν. Γαλλία εικονομαχικές τάσεις ήδη κατά τον ΣΤ’ αιώνα, οι οποίες δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετες και προς την απήχηση της αρειανικής αιρέσεως των Βησιγότθων της Ισπανίας. Ο πάπας Γρηγόριος υπεραμύνθηκε της τιμής των ι. εικόνων για παιδαγωγικούς κυρίως λόγους.
Η ορθή αξιολόγηση των προδρομικών αυτών εικονομαχικών τάσεων οδηγεί στο γενικότερο συμπέρασμα, ότι η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δέ στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού,Απολιναρισμού,Νεστοριανισμού και Μονοφυσιτισμού).
Πράγματι, ο Αρειανισμός δεν δεχόταν την πληρότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού («άψυχον σώμα») και απέρριπτε τη δυνατότητα εξεικονίσεως του, όπως άλλωστε και ο Απολιναρισμός. Ο Νεστοριανισμός απέρριπτε την πραγματική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και απέκλειε την εξεικόνιση του, ενώ ο Μονοφυσιτισμός δεχόταν την απορρόφηση της ανθρώπινης από τη θεία φύση και αποσυνδέθηκε από την ισχυρή εικονογραφική παράδοση της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τις εικονομαχικές ιδέες και των μετριοπαθών ακόμη εκπροσώπων του Μονοφυσιτισμού (Φιλόξενος Ιεραπόλεως, Σεβήρος Αντιοχείας κ.α).
Β΄. Αίτια της εικονομαχίας
Τα αίτια των εικονομαχικών ερίδων, οι οποίες συντάραξαν την εκκλησία και την αυτοκρατορία επί ένα και πλέον αιώνα (727-843), δεν είναι σαφή, γι’ αυτό και διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις, οι οποίες υποπίπτουν πολλές φορές σε μία σύγχυση αιτίων και συνεπειών. Η σύγχυση αυτή οφείλεται σαφώς στην πενιχρότητα των εικονομαχικών πηγών.
Ορισμένοι είδαν στην εικονομαχία τάσεις κοινωνικής μεταρρυθμίσεως και αποκάλεσαν τον εισηγητή της αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο (717-741) φιλελεύθερο και τολμηρό οραματιστή μιας θρησκευτικής και πολιτικής αναμορφώσεως ή και Λούθηρο του Η’ αιώνα.
Άλλοι υποστήριξαν τη γνώμη ότι η εικονομαχία αποτελούσε μία απλή αναζήτηση πνευματικότερης εκφράσεως της λατρευτικής ζωής των χριστιανών με την καταπολέμηση κάθε παγανιστικής τάσεως.
Άλλοι υποστήριξαν με προφανή ιδεολογικά κριτήρια ότι η εικονομαχία υποκρύπτει ταξικό αγώνα, ένεκα των τάσεων των ισχυρών της εποχής να σφετερισθούν την εκκλησιαστική περιουσία.
Άλλοι συνέδεσαν την εικονομαχία προς την τάση μιας ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με κριτήριο τις θεοκρατικές αντιλήψεις του Λέοντα Γ’, οι οποίες διακηρύχθηκαν με την επίσημη δήλωση του προς τον πάπα Γρηγόριο Β’ ότι ήταν φορέας τόσο της βασιλικής, όσο και της ιερατικής εξουσίας («Βασιλεύς ειμί και ιερεύς»). Άλλοι περιορίζουν τις τάσεις αυτές σε μια απλή αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία έπληττε κυρίως τη μοναστηριακή περιουσία, χαρακτηρίζουν δε την εικονομαχία ώς μια μορφή «Μοναχομαχίας».
Άλλοι υποστήριξαν την άποψη ότι η σταθερή απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ για την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε απλώς και στην Εκκλησία.
Άλλοι διείδαν στην εικονομαχία μια προσπάθεια περιορισμού των θρησκειακών αντιθέσεων ή μια τάση συνδιαλλαγής μεταξύ των τριών μεγάλων βιβλικών θρησκειών, ήτοι του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού.
Άλλοι θεώρησαν την εικονομαχία ως μια προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού του ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου με την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η οποία είχε διαμορφωθεί κυρίως επί τη βάσει του ελληνικού πνεύματος.
Τέλος, άλλοι, για να περιορισθούμε στις κυριότερες μόνο απόψεις, τόνισαν τον ακραιφνή θεολογικό χαρακτήρα της εικονομαχικής ερίδας.
Όλες όμως οι υποθέσεις αυτές δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς την αιφνίδια κήρυξη της εικονομαχίας από τον Λέοντα Γ’, ούτε να ερμηνεύσουν μεμονωμένως τους επιθυμητούς στόχους, αφού όλες οι ανωτέρω τάσεις συνδέθηκαν πράγματι με την εικονομαχία, αλλά δεν υπήρξαν και τα πρωταρχικά ή τα γενεσιουργά αίτια της αιφνίδιας εκρήξεως της.
Νομίζουμε ότι στην αναζήτηση των αιτίων της εικονομαχίας πρέπει να απομονωθεί η προσωπικότητα του εισηγητή της εικονομαχίας αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ και να αναζητηθούν μόνο τα αίτια των πρώτων αποφάσεων του εναντίον των ι. εικόνων. Μετά τις διακρίσεις αυτές είναι δυνατόν να αναζητηθούν και τα αίτια, ένεκα των οποίων οι εικονομαχικές ιδέες βρήκαν ταχεία απήχηση σε σημαντικές εκκλησιαστικές και κοινωνικές ομάδες.
Ο Λέων Γ΄ γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της Συρίας, αλλά καταγόταν από την Ισαυρία και είχε χρηματίσει στρατηγός του θέματος των Ανατολικών. Τα σχετικά γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο Λέων Γ΄ ήταν οπωσδήποτε γνώστης των οξυτάτων αντιπαραθέσεων μεταξύ της εκκλησίας και των αιρετικών Παυλικιανών στη Σύρια και στη Μ. Ασία για το ζήτημα της τιμής των ι. εικόνων. Οι Παυλικιανοί, διασκορπισμένοι από την Αρμενία μέχρι την Αλβανία του Καυκάσου, όχι μόνο δεν απέκρυπταν τις εικονομαχικές ιδέες τους, αλλά και επιδίωκαν τις δημόσιες συζητήσεις. Η διαλεκτική αυτή για τις ι. εικόνες δεν προσέκρουε στην εκκλησιαστική παράδοση, οι δέ Παυλικιανοί θα χρησιμοποιούσαν αναμφιβόλως υπέρ των θέσεων τους και τις καινοτομίες, οι οποίες είχαν εισαχθή στην τιμή των ι. εικόνων. Θα επικαλούντο πιθανότατα και τις γνωστές μαρτυρίες της πράξεως των πρώτων αιώνων ,όπως του Ευσεβίου Καισαρείας, του Επιφανίου Κωνσταντίας κ.α. Βεβαίως, οι Παυλικιανοί δεν ήσαν κατ’ εξοχήν εικονομάχοι, αλλά οπωσδήποτε ηρνούντο την τιμή των ι. εικόνων και των αγίων. Παραλλήλως είχαν ταχθεί εναντίον των ι. εικόνων στις ανατολικές επαρχίες και οι πολυπληθείς αιρετικοί Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες, οι οποίοι οπωσδήποτε θεμελίωναν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα στοιχεία της σχετικής εκκλησιαστικής παραδόσεως του Δ’ αιώνα.
Οι βυζαντινοί χρονογράφοι είχαν σαφή συνείδηση της αφετηριακής συνδέσεως της εικονομαχίας προς τα κηρύγματα των Παυλικιανών και των άλλων αιρετικών παραφυάδων των ανατολικών επαρχιών.
Ο Λέων Γ’ γνώριζε τις εικονομαχικές αυτές ιδέες από την περίοδο της διαμονής του στις επαρχίες της Ανατολής, όταν αγωνιζόταν με εξαιρετική επιτυχία εναντίον των Αράβων. Άλλωστε, δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματικό το γεγονός, ότι όλοι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προήρχοντο από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ οι αυτοκράτειρες, οι οποίες αποκατέστησαν την τιμή των ι. εικόνων, κατήγοντο αντίστοιχα από την Αθήνα και την Παφλαγονία της Μ. Ασίας.
Η θέση όμως του Λέοντα Γ΄ είναι ιδιάζουσα έναντι των άλλων εικονομάχων αυτοκρατόρων, αφού αυτός υπήρξε ο πρώτος εισηγητής και ο θεμελιωτής της εικονομαχίας. Ο χρονογράφος Θεοφάνης κατηγόρησε τον Λέοντα Γ΄ ως «σαρακηνόφρονα»,υποστηρίζοντας την εξάρτηση του από την κατά των χριστιανικών εικόνων πολεμική του χαλίφη Ιζίδ (Υazid B’ 720-724). Οι μουσουλμάνοι υπό την επίδραση του Κορανίου θεωρούσαν τις εικόνες σατανική βδελυγμία και ειδωλολατρία, αλλά η θέση του Λέοντα έναντι των εικόνων δεν είναι δυνατόν να συνδεθή άμεσα ή έμμεσα προς τη θέση των άσπονδων εχθρών της αυτοκρατορίας.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Λέων Γ’ κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ήταν εικονόφιλος και οπωσδήποτε δεν υπήρξε πολέμιος των ι. εικόνων. Στην Κπολη όμως του δόθηκε η ευκαιρία να αξιολογήσει με διαφορετικά κριτήρια τις γνωστές αντιθέσεις μεταξύ των αιρετικών και των ορθοδόξων των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Η τιμή των ι. εικόνων είχε εκτραπεί σε υπερβολές, οι οποίες εφαίνοντο πλέον οξύτερες στον γνώστη των αντιθέσεων της Ανατολής. Την κριτική αυτή διάθεση είχαν ή δέχθηκαν και οι συνεργάτες του στρατιωτικοί αξιωματούχοι, πολλοί από τους οποίους συνεδέοντο με τον Λέοντα Γ΄πρίν από την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο και είχαν συνυπηρετήσει μαζί του στις ανατολικές επαρχίες. Αυτό προφανώς απηχεί και η πολεμική εναντίον των ι. εικόνων του πατρικίου Βίσηρα κ.α.
Πράγματι, οι υπερβολές των πιστών της Κπόλεως δημιουργούσαν ιδιαίτερη και αναμφιβόλως όχι θετική εντύπωση στον κύκλο αυτό των ισχυρών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μια εντελώς άλλη εμπειρία στις ανατολικές επαρχίες, όπου η εκκλησία θα πρέπει να ήταν περισσότερο εφεκτική ή τουλάχιστον περισσότερο προσεκτική έναντι των τυχόν υπερβολικών εκδηλώσεων της λαϊκής ευσέβειας. Είναι προφανές στις πηγές ότι πολλές φορές η τιμή των ι. εικόνων από τους πιστούς δεν διέβαινε «επί το πρωτότυπον», αλλά γινόταν προσκύνηση ή και λατρεία της ίδιας εικόνας, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνων των εικόνων, οι οποίες εθεωρούντο από τη λαϊκή ευσέβεια ή την παράδοση ώς «αχειροποίητες». Είναι γνωστό ότι πολλοί πιστοί χρησιμοποιούσαν τις εικόνες ακόμη και ως αναδόχους κατά τη βάπτιση των τέκνων τους, ενώ άλλοι μετεχειρίζοντο τα χρώματα των εικόνων ως φάρμακα. Ορισμένοι μάλιστα τοποθετούσαν τον άρτο της θ. Ευχαριστίας στις ι. εικόνες και κοινωνούσαν, ενώ ακόμη και ορισμένοι πρεσβύτεροι αναμίγνυαν τα χρώματα της εικόνας με τα τίμια δώρα για να ενισχύσουν τη δύναμη της θ. ευχαριστίας.
Έτσι εξηγούνται οι συνήθεις υπερβολικές κατηγορίες των εικονομάχων εναντίον των εικονοφίλων για ειδωλολατρία.
Πράγματι, ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β΄ (715-731) στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ αποκρούει τις επίσημες κατηγορίες του βυζαντινού αυτοκράτορα, ότι δηλαδή οι ι. εικόνες «ειδώλων τύπον αναπληρούσι και οτι οι προσκυνούντες αυτάς ειδωλολάτραι» (Μansi,XII,959)
Εν τούτοις, ο Λέων Γ΄ δεν αποφάσισε να επέμβη στο ζήτημα των ι. εικόνων χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, διεπίστωσε δέ ότι τις αντιρρήσεις του συνεμερίζοντο όχι μόνο οι έμπιστοι του αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αλλά και ορισμένοι αρχιερείς και κληρικοί. Τρείς επίσκοποι της Μ. Ασίας, οι Νακωλείας της Φρυγίας Κωνσταντίνος, Εφέσου Θεοδόσιος και Κλαυδιουπόλεως Θωμάς, εκδηλώθηκαν ανεπιφυλάκτως υπέρ των εικονομαχικών θέσεων του Λέοντα Γ΄, τις ενίσχυσαν δε προφανώς και με θεολογικά επιχειρήματα. Οι τρείς αυτοί αρχιερείς εκπροσωπούσαν αναμφιβόλως μια μετριοπαθέστατη, αλλά οπωσδήποτε ευρύτερη εκκλησιαστική τάση.
Η ανάμιξη όμως πολιτειακών και εκκλησιαστικών κινήτρων καθιστά δυσχερή τη σαφή διάκριση των αντιστοίχων στόχων, γιατί ήταν πράγματι δυνατόν στο ζήτημα των καταχρήσεων των μοναχών να συνέπιπταν ορισμένες ετερογενείς δυσφορίες, επιφυλάξεις και ανησυχίες του Λέοντα Γ’ και πολλών των επισκόπων έναντι των υπερβολών του μοναχισμού, αλλά όχι και στη γενικότερη καταδίκη της τιμής των ι. εικόνων. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή η ανάπτυξη της συνειδήσεως της αυτοτέλειας των διαφόρων μοναστικών κέντρων, ένεκα κυρίως της αυξήσεως του αριθμού των μοναχών και της μεγάλης επιρροής τους στη λαική ευσέβεια, συνοδευόταν από μία συνεχώς αύξουσα οικονομική ανθηρότητα ή και από μία προοδευτική χαλάρωση του μοναχικού ιδεώδους. Πολλοί επίσκοποι θεωρούσαν προκλητική την οικονομική δραστηριότητα των μοναχών, ο δέ αυτοκράτορας, ο οποίος αγωνιζόταν να διευθετήση την οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας με αντιδημοτικά φορολογικά μέτρα («δικέρατον»), δεν μπορούσε να παραθεωρήση το φαινόμενο αυτό.
Οπωσδήποτε όμως τα πολιτικά και τα κοινωνικά κίνητρα αναφάνηκαν μετά την κήρυξη της εικονομαχίας, η οποία κατ’ αρχήν υπήρξες μια απλή θρησκευτική έριδα, καίτοι εξελίχθηκε αργότερα σε θεολογική διαμάχη και τελικά συνδέθηκε με πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερες εκκλησιαστικές τάσεις, ώστε να μεταβληθεί σε προσπάθεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πνεύματος της Ανατολής στην ελληνοχριστιανική παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Είναι γεγονός ότι όλες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των αιτιών της εικονομαχίας έχουν ορισμένα ισχυρά επιχειρήματα για τη θεμελίωση τους.
Τα κίνητρα όμως αυτά δεν υπήρχαν βεβαίως στη μονοσήμαντη αφετηριακή σκέψη του στρατιωτικού αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.
Νομίζουμε ότι ο αυτοκράτορας επιθυμούσε αρχικώς να περιορίση τις ακραίες εκδηλώσεις της λαϊκής ευσεβείας, η οποία μετέθετε τη λύση όλων των προβλημάτων στη θαυματουργική επέμβαση των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή ο Λέων επιχείρησε κατ’ αρχήν να απομακρύνει τους πιστούς από τις εικόνες και όχι να επιβάλλει μια γενική απαγόρευση της τιμής των ι. εικόνων. Η απογοήτευση από τη μαζική αντίδραση του λαού ερέθισε τη στρατιωτική του ευαισθησία και τον οδήγησε στην απόφαση να απομακρύνει πλέον τις εικόνες από τους πιστούς, δηλαδή να αφαιρέση τις εικόνες από τους ναούς.
Η πρώτη επιλογή του είχε πρακτικό κυρίως χαρακτήρα και ήταν κατά βάση ορθή, αλλά η δεύτερη επιλογή του ήταν θεολογικά εσφαλμένη, γιατί αφαιρούσε ουσιαστικό στοιχείο του λατρευτικού βίου της Εκκλησίας. Ο Λέων δεν κατανοούσε βεβαίως με την πρακτική σκέψη του την τεράστια διαφορά των δύο διαδοχικών επιλογών του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να ερμηνεύσει του λόγους της εκρηκτικής αντιδράσεως της Εκκλησίας ή του λαού. Η διαφορά όμως ήταν περισσότερο κατανοητή στην εκλησιαστική συνείδηση, η οποία ομόφωνα απέκρουσε τα εικονομαχικά μέτρα του Λέοντα. Υπό το πνεύμα αυτό χαρακτηρίσαμε ήδη την έκρηξη της εικονομαχίας ως ένα «ιστορικό ατύχημα», οι συνέπειες του οποίου δεν είχαν προβλεφθεί από τους εισηγητές της και οπωσδήποτε διαπιστώθηκαν στις ανεξέλεγκτες συνέπειες της έριδας. Πράγματι, κατά την εξέλιξη της ήταν αναπόφευκτες ορισμένες ευνόητες πολιτικές,κοινωνικές,θεσμικές,εκκλησιαστικές,θεολογικές και άλλες συνέπειες της εικονομαχίας, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και ως αίτια για την κήρυξη της.
(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένο
"το αίμα αυτού (του Χριστού) ας έλθει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!" (Ματθ. 27,25)
(Ευσεβίου Καισαρείας,Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1 σελ.257-273,
το κείμενο της απόδοσης είναι μεταγλωττισμένο και οι υπογραμμίσεις δικές μας)
«Περί του λιμού ο οποίος κατεπίεσε τους Ιουδαίους»
Γι’αυτό, παραλείποντας τις λεπτομέρειες όσων συνέβησαν σ’αυτούς, όσων επιχειρήθηκαν δηλαδή δια του ξίφους ή κατ’ άλλον τρόπο, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω μόνο τις δια του λιμού συμφορές, έτσι ώστε οι αναγιγνώσκοντες το παρόν σύγγραμμα να έχουν μερική γνώση περί του πώς η εκ Θεού τιμωρία για την παρανομία τους προς τον Χριστό του Θεού δεν άργησε να πέσει εναντίον τους.
Πάρε λοιπόν στα χέρια σου το πέμπτο βιβλίο των ιστοριών του Ιώσηπου και ανάγνωσε την τραγωδία των γεγονότων.
«Πράγματι για τους εύπορους», λέει, «και μόνο το γεγονός της παραμονής ισούταν με θάνατο – διότι ο καθένας απ’ αυτούς φονευόταν για την περιουσία του με την πρόφαση μελετουμένης αυτομολήσεως τους.
Συναυξανόταν δε με την πείνα η μανία των συμμοριτών και καθημερινά εξάπτονταν και τα δύο δεινά. Πουθενά πλέον δεν φαινόταν σίτος, εισορμώντες δε ερευνούσαν τις οικίες – έπειτα, εάν εύρισκαν κακοποιούσαν τους ενοίκους επειδή αρνήθηκαν την ύπαρξη του, εάν δεν εύρισκαν τούς βασάνιζαν επειδή τον απέκρυπταν πιο προσεκτικά. Απόδειξη δε της κατοχής ή μη σίτου ήταν η κατάσταση των σωμάτων των αθλίων – οι μεν εύρωστοι ακόμη απ’ αυτούς έδειχναν ότι διαθέτουν τρόφιμα, οι δε ήδη αφανισμένοι αφήνονταν ήσυχοι, γιατί τους φαινόταν παράλογο να φονεύσουν αυτούς οι οποίοι εντός ολίγου θα πέθαιναν από στέρηση.
Πολλοί δε αντάλλασαν κρυφά τα περιουσιακά τους στοιχεία με ένα μετρητή σίτου αν ήταν πλούσιοι, κριθαριού δε αν ήταν φτωχότεροι. Έπειτα αυτοεγκλειόμενοι στα εσώτερα των οικιών τους, μερικοί έτρωγαν ακατέργαστο το σίτο από την άκρα στέρηση, άλλοι τον έψηναν όπως υπαγόρευε η ανάγκη και ο φόβος. Πουθενά δεν παρατιθόταν τράπεζα, κατακομμάτιαζαν τις τροφές ανασύροντας αυτές ωμές ακόμα από τη φωτιά. Ήταν δε ελεεινή η τροφή και αξιοδάκρυτη η θέα, αφού οι μεν δυνατοί πλεονεκτούσαν, οι δε ασθενείς οδύρονταν.
Όλα μεν τα κακά υπερβάλλει η πείνα, αλλά δεν καταστρέφει τίποτα τόσο πολύ όσο την αιδώ. Διότι το άλλως άξιο σεβασμού, σε κατάσταση πείνας καταφρονείται. Άρπαζαν λοιπόν τις τροφές μέσα από τα στόματα οι γυναίκες των ανδρών, τα παιδιά των πατέρων και, το ελεεινότερο, οι μητέρες των νηπίων – ενώ δε τα φίλτατα πρόσωπα μαραίνονταν ενώπιον τους, δε δίσταζαν να τους αφαιρέσουν τους τελευταίους σταλαγμούς της ζωής. Και έτσι όμως τρώγοντας, δεν διέφευγαν της προσοχής, παντού δε επιτίθονταν οι συμμορίτες για να αρπάξουν και αυτά. Πράγματι όποτε αντιλαμβάνονταν οικία κατάκλειστη, αυτό ήταν σημείο ότι οι ένοικοι λάμβαναν τροφή, αμέσως δε, σπάζοντας τις πόρτες, εισορμούσαν και σχεδόν έβγαζαν τα κομμάτια τροφής από τους φάρυγγες. Γέροντες χτυπιόντουσαν επειδή συγκρατούσαν τις τροφές, γυναίκες συνταράζονταν από την κόμη επειδή τα απέκρυπταν στα χέρια τους, και δεν υπήρχε οίκτος για γηρατειά ή νήπια, αλλά οι συμμορίτες έσερναν τα παιδιά τα κρεμασμένα από τα ψωμιά και τα κατέρριπταν στο έδαφος. Σ’ αυτούς που πρόφθασαν να καταπιούν τα μέλλοντα να αρπαγούν προ της εισβολής αυτών ήταν ωμότεροι σαν να είχαν αδικηθεί από αυτούς. Επινοούσαν δε τρομερούς τρόπους βασάνων για ανακάλυψη τροφής – έφρασσαν τους πόρους των αιδοίων των δύστυχων ανθρώπων με ορόβιο και διατρυπούσαν τα οπίσθια τους με μυτερές ράβδους.
Πάθαινε κανείς τα φρικτά και στο άκουσμα, για να ομολογήσει έναν άρτο, για να φανερώσει μια δράκα κρυμμένου κριθαριού. Οι βασανιστές όμως δεν έκαναν αυτά από πείνα – διότι αυτό που γινόταν από ανάγκη θα ήταν λιγότερο σκληρό - , αλλά για να ασκούν τη μανία τους και να προμηθεύουν στους εαυτούς τους εφόδια για τις επόμενες μέρες. Συναντώντας δε όσους διολίσθαιναν προς τη ρωμαϊκή φρουρά τη νύχτα για συλλογή άγριων λάχανων και χόρτων, όταν αυτοί νόμιζαν ότι είχαν διαφύγει ήδη των εχθρών, τους άρπαζαν τα μεταφερόμενα και όταν αυτοί πολλάκις ικέτευαν, επικαλούμενοι το φρικτότατο όνομα του Θεού, να τους δώσουν μέρος από αυτά τα οποία είχαν με κίνδυνο της ζωής τους, δεν έδιναν τίποτα, ήταν δε τυχερός ο ληστευμένος αν δεν έχανε και τη ζωή του».
Έπειτα από άλλα προσθέτει σε αυτά τα εξής.
«Για τους Ιουδαίους με τον αποκλεισμό των εξόδων της πόλης αποκόπηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας, και ο λιμός επεκτεινόμενος από οίκο σε οίκο και από οικογένεια σε οικογένεια κατάτρωγε το λαό – οι οικίες ήταν γεμάτες νεκρές γυναίκες και βρέφη, τα στενά γεμάτα νεκρούς γέροντες, παιδιά δε και νέοι πρησμένοι περιφέρονταν στις αγορές σαν είδωλα και κατέπεφταν όπου τους κατελάμβανε το πάθος. Οι ασθενείς δεν είχαν δύναμη να θάβουν τους συγγενείς τους και οι υγιείς δίσταζαν εξαιτίας του πλήθους των νεκρών και για την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Πράγματι πολλοί πέθαιναν πάνω σ’ εκείνους τους οποίους έθαβαν, πολλοί δε έρχονταν στους τάφους πριν το επιβάλλει η ανάγκη. Δεν υπήρχε ούτε θρήνος στις συμφορές ούτε ολοφυρμός, αλλά ο λιμός κυριαρχούσε των συγκινήσεων – οι ψυχομαχούντες παρατηρούσαν με ξηρούς οφθαλμούς αυτούς που πρόφθασαν να αναπαυθούν, βαθειά δε σιγή συνείχε την πόλη και νύχτα γεμάτη θάνατο. Και οι ληστές ήταν χειρότεροι από αυτά. Πράγματι διαρρηγνύοντας τις οικίες σαν τάφους, απογύμνωναν τους νεκρούς και, αφού αποσπούσαν τα καλύμματα των πτωμάτων, έβγαιναν έξω με γέλια – δοκίμαζαν επίσης τις αιχμές των ξιφών στα πτώματα και τρυπούσαν μερικούς, πεσμένους μεν ζωντανούς δε ακόμη, για δοκιμή του σιδήρου, ενώ εκείνους, οι οποίοι τους ικέτευαν να χρησιμοποιήσουν το χέρι και το ξίφος τους, εγκατέλειπαν υπερήφανα στο λιμό – και καθένας από αυτούς που εξέπνεε κοίταζε ατενώς προς το ναό, χωρίς να ασχολείται με τους ζωντανούς συμμορίτες. Αυτοί δε κατά πρώτον όρισαν να θάβονται οι νεκροί με έξοδα του δημόσιου ταμείου, μην υποφέροντας την οσμή – έπειτα, καθώς δεν επαρκούσαν, τους έριχναν από τα τείχη στα φαράγγια.
Περιερχόμενος δε αυτά ο Τίτος, όταν τα είδε γεμάτα νεκρούς και βαθύ ιχώρα να ρέει από τα αποσυντιθέμενα πτώματα, στέναξε και αφού ύψωσε τα χέρια κάλεσε μάρτυρα το Θεό, ότι το έργο αυτό δεν ήταν δικό του».
Έπειτα από μερικά άλλα ενδιάμεσα προσθέτει.
«Δεν θα δίσταζα να πω όσα μου επιβάλλει ο πόνος – νομίζω ότι, εάν οι Ρωμαίοι καθυστερούσαν την επίθεση τους κατά των αλιτήριων η πόλη ή θα καταπινόταν από χάσμα της γης ή θα κατακλυζόταν από ύδατα ή θα δεχόταν τους κεραυνούς των Σοδόμων – διότι γέννησε γενεά πολύ πιο άθεη από αυτούς που έπαθαν εκείνα. Πράγματι λόγω της μανίας αυτών συγκαταστράφηκε όλος ο λαός».