Σ’ ευχαριστώ που μου αποκάλυψες τη θλίψη της πληγωμένης καρδιάς σου. Ένα δυνατό, ακτινοβόλο φως με τυλίγει, κάθε φορά που μοιράζομαι με άλλους τη θλίψη τους…
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός μας λέει: «Καταδέχθηκα το Σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και όποιον διαλέγω και θέλω να τραβήξω κοντά Μου, σ’ εκείνον πρώτα-πρώτα στέλνω θλίψεις, και μάλιστα τη μία πίσω από την άλλη. Εκείνου την καρδιά τρυπάω πρώτα με βέλη βουτηγμένα στο πικρό δηλητήριο του πόνου. Αυτό κάνω. Και το κάνω για να πεθάνει. Να πεθάνει για τον κόσμο, να νεκρωθεί απέναντι στην ακαταμάχητη γοητεία, τη γλυκειά έλξη που ασκούν οι εφήμερες απολαύσεις και η κοσμική δύναμη. Η μάστιγα των θλίψεων είναι η σημαία της αγάπης Μου. Μ’ αυτό τον τρόπο πλήγωσα την καρδιά του δούλου μου Δαυίδ. Και όταν η θύελλα των συμφορών τον χώρισε από τον κόσμο, τότε μόνο ο νους του γέμισε με συνταρακτικούς σωτήριους λογισμούς. Μια απροσδόκητη, ευλογημένη μεταστροφή συντελέσθηκε, μέσα του, και πλημμύρισε ολόκληρη την ύπαρξη του..».
("Πνευματικές Νουθεσίες, Οσίου Μακαρίου της Όπτινα", εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σ. 15)
Δίδασκε με λόγια, δίδασκε και με έργα. Το καλοκαίρι του 1975, κατά την επίσκεψη του Γέροντα στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας για την εγγραφή κάποιου υποτακτικού του στο δοκιμολόγιο, ο καθηγητής της φωτογραφικής τέχνης στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον κ. Ντάγκλας Λιτλ του πρότεινε να τον φωτογραφίσει. Ως τότε ο Γέροντας σπάνια φωτογραφιζόταν, κι έτσι δεν δέχτηκε. Μετά την επιστροφή στα Κατουνάκια, σε μία από τις Θείες Λειτουργίες του έγινε κάποια ζημιά. Οπότε αναγκάστηκε να επισκεφθεί αμέσως τον πνευματικό, Ιερομόναχο Διονύσιο Μικραγιαννανίτη. Εκεί συνέβαινε να φιλοξενείται ο κ. Λιτλ, ο οποίος μέσω του πνευματικού κατόρθωσε να τον πείσει και να τον φωτογραφίσει. Έκανε υπακοή.
-------------------
Όταν πήρε τον πρώτο υποτακτικό του, έρχονταν συχνά δυο φτωχά γεροντάκια από τα Καρούλια και ο Γέροντας γέμιζε τους ντορβάδες τους με ό,τι υπήρχε στο σπίτι. Κάποτε ήρθε ένα δέμα από κάποιον ευλαβή χριστιανό με διάφορα τρόφιμα. Ο υποτακτικός τακτοποίησε τα πράγματα στα άδεια ράφια. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε το ένα από τα δύο γεροντάκια. Ο Γέροντας πήρε τον ντορβά του και τον γέμισε πρόθυμα απ’ ό,τι υπήρχε. Φεύγοντας το γεροντάκι έλεγε ως συνήθως με τη βαριά φωνή του: «Η Παναγία να τα πληθαίνει! Η Παναγία να τα πληθαίνει!». Η καρδιά όμως του υποτακτικού σφίχτηκε βλέποντας άδεια τα ράφια, καθώς αναλογιζόταν: «Εμείς τι θα φάμε;». Την άλλη μέρα ήρθαν δύο δέματα, την παράλλη τρία δέματα και έτσι ο Θεός σωφρόνισε τον μοναχό.
--------------------
Είχε στείλει στην Πάτρα μερικές σφραγίδες και ο παραλήπτης έστειλε τα χρήματα με επιταγή. Η επιταγή όμως ουδέποτε παραλήφθηκε από τον Γέροντα. Έγιναν συνεννοήσεις με τον αποστολέα και έπρεπε ο Γέροντας να κάνει αίτηση στο ταχυδρομείο, ώστε να εξιχνιασθεί ποιος παρέλαβε τα χρήματα. Ο Γέροντας με κανέναν τρόπον δεν δέχτηκε. Μας εξηγούσε ότι είναι πολύ μεγαλύτερος ο μισθός από τον Θεό, όταν κάποιος αδικείται και υπομένει, από το να προσφέρει ελεημοσύνη.
----------------------
Ο γερο-Αλέξης ο αγωγιάτης κάποια μέρα πρότεινε στον Γέροντα να του κουβαλήσει λίγη άμμο από τη θάλασσα. Η άμμος αυτή προοριζόταν για το κελλάκι της Παναγίας, στο οποίο διέμενε τότε ο αγαθότατος γέροντας παπα-Αμβρόσιος. Κάποια στιγμή ακούστηκε στεντόρεια φωνή του π. Αγάθωνα, που έμενε μόνος του ψηλά στον βράχο.
─ Παπα –Εφραιαιαιαίμ!!!
─ Ευλόγησον, απάντησε ο Γέροντας, βγαίνοντας πιο πέρα στο πεζούλι για να τον βλέπει.
─ Να είσι ασυχώρητουουους!!! Η αμμούδα είνι για την Παναγιά, όχι για ισένα.
Ο Γέροντας σιώπησε, δεν ταράχτηκε από τη βαριά κουβέντα που άκουσε, αλλ’ ούτε και περιφρόνησε την παράλογη απαίτηση και την αυθαίρετη παρέμβασή του. Πήρε το μπαστουνάκι του και σιγά-σιγά ανηφόρισε προς τον π. Αγάθωνα. Εκεί έτυχε να βρίσκεται και ο παπα-Αμβρόσιος, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι προσφέρει προθύμως την άμμο στον Γέροντα διότι του περισσεύει. Η παρεξήγηση λύθηκε και ο φωνασκών π. Αγάθων ηρέμησε.
---------------------
Κάποτε καταπιάστηκε με κάποιον από τους υποτακτικούς του να βάλουν τη θερμάστρα πετρελαίου στην εκκλησία. Στην προσπάθειά τους εκνευρίστηκε και απάντησε σε μία παρατήρηση του μοναχού: "Τον κακό σου τον καιρό!", έκφραση που δεν τη συνήθιζε και ουδέποτε την ξαναείπε. Μετά από λίγη ώρα τον βλέπει ο μοναχός να μετανίζει μπροστά του ακουμπώντας τα χέρια του στο έδαφος: «Παιδί μου, να με συγχωρέσεις. Είπα κακό λόγο». «Γέροντα, ευλόγησον! Ούτε που το πρόσεξα!» απάντησε ο μοναχός.
-----------------------
Η ευγένειά του ήταν βαθύτατη, προσεκτική, μελετημένη. Πολλές φορές, ενώ ήταν ώρα αναπαύσεως, συνέχιζε την κοπιαστική εργασία του περιμένοντας να επιστρέψει κάποιος αδελφός απ’ την υπακοή στην οποία τον είχε στείλει, για να ξεκουραστούν μαζί.
------------------
Τη συμβουλή του «μην ανοίγεστε, μην ανοίγεστε» με την οποία εννοούσε την αποφυγή νέων πραγμάτων, ιδεών, μεριμνών από τους μοναχούς διότι διαχέουν το νου και εμποδίζουν την πνευματική εργασία, πρώτος εκείνος την εφάρμοζε με πολλή επιμονή.
Έτσι κάποτε προσπαθούσε με πολλή απλότητα να βρει το πρόβλημα της θερμάστρας πετρελαίου που θορυβούσε με τα πτερύγια εξαερισμού της. Χρόνια έκανε υπομονή στον μικρό θόρυβο και τώρα ενεργούσε χωρίς να προσέχει τις τεχνικές λεπτομέρειες της, αλλά το πού θα τον οδηγήσει η διάνοιά του. «Να, Γέροντα, αυτό είναι το πρόβλημα», είπε ο υποτακτικός και το τακτοποίησε αμέσως. «Βρε παιδί μου, εγώ προσέχω πιο πολύ που θα πει ο λογισμός μου». Με τη μικρή αυτή απλοϊκότητα διέσωζε τον πλούτο της απλότητας της διανοίας του.
Άλλοτε πάλι με κανένα τρόπο δε δεχόταν να μάθει πώς χρησιμοποιείται ο ανελκυστήρας στα πολυόροφα κτίρια.
─Να, Γέροντα, είμαστε στον τρίτο όροφο και το κουμπάκι γράφει τον αριθμό 3. Για να κατέβουμε στο ισόγειο πατάμε τον αριθμό 0. Εντάξει;
─Εντάξει.
─Πατήστε το να κατέβουμε.
─Όχι, πάτησέ το εσύ!
Αν επέμενε κανείς, έλεγε με δυσφορία: «Ωχ, με ζάλισες».
---------------
Αργούσε πολύ να κάνει παρατήρηση. Συχνά για στοιχειώδη πράγματα. Έτσι ο αδερφός που ετοίμαζε το Ιερό για τη Θ. Λειτουργία δεν περιποιόταν σωστά τον δίσκο για τα αντίδωρα. Πέρασαν μήνες. Στο τέλος:
─Παιδί μου, έτσι κι έτσι να κάνεις.
─Γέροντα, γιατί δεν μου το είπατε πρωτύτερα;
─Ε, να… απάντησε με πραότητα στη φωνή.
(Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000)
Καταρχάς, ο πόλεμος είναι συνεχής. Δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν καιρός αναπαύσεως. Και όταν δεν μας πολεμά φανερά ο εχθρός, εργάζεται αθόρυβα και ύπουλα. Και όταν είμαστε εν κινήσει, και όταν κοιμόμαστε, και όταν τρώγουμε, και όταν πίνουμε, και όταν εργαζόμαστε, παντού και πάντοτε ελλοχεύει ο εχθρός, και ο κίνδυνος να συλληφθούμε στα δίχτυα του είναι άμεσος. Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο: «Ο πόλεμος είναι συνεχής και επίσης συνεχής η ανάγκη να φορούν οι στρατιώτες του Χριστού τα πνευματικά τους όπλα».
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι οι δαίμονες στον πόλεμο αυτό είναι αδίστακτοι. «Τολμηροί δε εισί και λίαν αναιδείς» όπως λέγει ο Μ. Αντώνιος (ΒΕΠΕΣ 33,23). Δεν ντρέπονται, δεν λυπούνται. Είναι ικανοί για τα πάντα. Δεν διστάζουν πουθενά. Αυτό σημαίνει ότι ρίχνονται με ασυγκράτητη μανία στη μάχη, πολεμούν με πολλές δυνάμεις που αφειδώς διαθέτουν όργανα του δαίμονα, στρατιώτες δηλ. αφοσιωμένοι σ’ αυτόν είναι το πλήθος των πονηρών πνευμάτων που υπακούουν στις διαταγές του και τις εκτελούν με προσοχή. Ο Ευσέβιος γράφει ότι «όπλα διαβόλου (είναι) οι πανταχού γης ιδρυμένοι δαίμονες συνεργούντες αυτού τη κατά των ανθρώπων τυραννίδι» (ΒΕΠΕΣ 23,269).
Ωστόσο όμως πρέπει να μη μας διαφεύγει και μία άλλη αλήθεια. Ότι ο διάβολος έχει εξουσία να μας πολεμά, αλλά όχι και να μας νικά, εάν δεν του το επιτρέψουμε. Σ’ ένα πολύ αρχαίο κείμενο της Εκκλησίας μας, που ονομάζεται Ποιμήν του Ερμά, γίνεται λόγος για το θέμα αυτό και από εκεί πληροφορούμεθα ότι «δύναται ο διάβολος αντιπαλαίσαι, καταπαλαίσαι δε ου δύναται» (P.G. 2, 949). Αυτό σημαίνει πώς όταν αγωνισθούμε εναντίον του μπορούμε να εξέλθουμε νικητές.
Άλλωστε ο ίδιος ο Απ. Παύλος μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός «ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α’ Κορ. 10, 13). Δεν είναι ποτέ δυνατόν να επιτρέψει ο Θεός να μας πολεμά ο διάβολος με μεγαλύτερη δύναμη από τις δικές μας δυνάμεις. Γιατί τότε θα ήταν άνισος ο αγώνας και άδικος ο Θεός. Εάν ο διάβολος τελικά ήταν ισχυρότερός μας, κάθε αγώνας θα ήταν περιττός και το αποτέλεσμα εκ των προτέρων γνωστό. Εκείνος θα ήταν ο νικητής και εμείς οι ηττημένοι. Αλλ’ όχι «εάν κάποιος δεν παραδώσει με τη θέλησή του τον εαυτό του, ως δούλο στον διάβολο, αυτός δεν έχει καμμία εξουσία εναντίον του» (Κλημέντια ομιλ. Θ. ΒΕΠΕΣ 1, 40). Κι αυτό είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό για όλους μας.
Τέλος και τούτο ας γνωρίζουμε, ότι δηλ. από μας εξαρτάται να εκμεταλλευθούμε αυτόν τον πόλεμο για να εξασφαλίσουμε ουράνια βραβεία. Όπως οι ήρωες αναδεικνύονται στις μάχες και τα αριστεία απονέμονται στους γενναίους των πολεμικών συγκρούσεων, έτσι και ο πνευματικός πόλεμος παρέχει την ευκαιρία να αναδεικνύονται οι πνευματικοί αγωνιστές και ήρωες. Ο άγ. Ιωάννης της Κλίμακος επιβεβαιώνει αυτά όταν γράφει ότι «πληθυνθέντων πολέμων επληθύνθησαν και στέφανοι. Ο μη πληττόμενος υπό πολεμίων ου πάντως στεφανωθήσεται» (Λόγος κστ΄ περί διακρίσεως P.G. 88, 1068-1069). Κι έτσι πολλές φορές γίνεται αυτό: ο διάβολος, χωρίς να το θέλει μας κάνει προσεκτικότερους και αγιώτερους. Ο πόλεμός του μας ενισχύει στο δρόμο της και χαλυβδώνει τη θέλησή μας.
Ο Ιερός Χρυσόστομος, τονίζων αυτό το ενδεχόμενο αποτέλεσμα σημειώνει ότι: «εμείς, αν θα θέλαμε, πολλά καλά θα κερδίζαμε δια του διαβόλου, χωρίς αυτός να το θέλει. Φοβούμενοι την ωμότητά του, τις συνεχείς επιβουλές του και τις μηχανεύσεις του, ας διώξουμε τον πνευματικό ύπνο, ας είμαστε προσεκτικοί και ας θυμόμαστε συνέχεια τον Κύριο». Και αυτό επιβεβαιώνει η πράξη. Στον καιρό του πειρασμού αισθανόμαστε επιτακτικώτερα την ανάγκη να βρισκόμαστε συνεχώς κοντά στο Θεό. Κι όπως τα μικρά παιδιά, όταν αντιμετωπίζουν κάποιο κίνδυνο, τρέχουν και καταφεύγουν στην αγκαλιά της μητέρας τους για να σωθούν, έτσι και όταν μας πολεμά ο διάβολος, νιώθουμε την ανάγκη να προσκολληθούμε στο Θεό «Όταν γάρ ημάς ο πονηρός φοβή και ταράττη τότε σωφρονιζόμεθα. Τότε εαυτούς επιγινώσκομεν, τότε μετά πολλής σπουδής τω Θεώ προστρέχομεν». (Χρυσόστομος). Έτσι κάθε πειρασμός μπορεί να γίνει στέφανος εάν το θελήσουμε. Και μακάρι να γινόταν για όλους μας αυτό.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Όσο ο διάβολος μας πολεμά και αστοχεί, τόσο εξαγριώνεται και θυμώνει. Το πολεμικό του μένος εξάπτεται και συνεχώς κινείται για να αποσπάσει μια νίκη. Ας μην απατώμαστε. Από τη στιγμή που ο διάβολος, ο φοβερός αυτός δράκων, έχασε το παιγνίδι στον ουρανό, έβαλε πείσμα να μας κάνει δικούς του. «Και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής (της γυναίκας) των τηρούντων τας εντολάς του Θεού και εχόντων την μαρτυρίαν Ιησού» (Αποκ. 12, 17). Οι άνθρωποι του Θεού θα πολεμώνται απ’ αυτόν με λυσσώδη μανία, όσο θα διαρκεί η ζωή τους, εφ’ όσον, εννοείται, θα ανθίστανται και θα αντιμάχονται.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος μας βεβαιώνει ότι «ο Σατανάς ουδέποτε ησυχάζει πολεμών· έως αν ζη τις εις τον αιώνα τούτον και φορή την σάρκα, πολεμείται». (Ομιλίες πνευματικές, ΒΕΠΕΣ 41, 277). Και ο απ. Πέτρος τον παρομοιάζει με λέοντα ωρυόμενο και εχθρό βδελυρό, που δεν ασχολείται με τίποτε άλλο, εκτός από την καταστροφή μας. «Ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πετρ. 5, 8).
Ο πόλεμος αυτός είναι επίμονος και επίπονος. Δεν έχει ανακωχή, ούτε ανάπαυλα. Συνεχίζεται ακατάπαυστα, έως ότου επιτευχθεί ο τελικός σκοπός. Για τούτο ο διάβολος μετέρχεται όλη του την πονηρία. Θέτει σε εφαρμογή τα όπλα του, και τις πλεκτάνες του. Η αγία Συγκλητική μας πληροφορεί ότι «πολλάς έχει (ο διάβολος) παγίδας και δεινός εστί θηρευτής (κυνηγός) (ΒΕΠΕΣ 35, 246). Επειδή ο πόλεμος αυτός είναι υπέρ πάντων, ο διάβολος αγωνίζεται να κερδίσει. Μηχανεύεται τρόπους για να επιβουλευθεί την ενάρετη ζωή μας. Χαρά του είναι να μας κάνει να πέσουμε και να αμαρτήσουμε. Το λέγει καθαρά ο Ωριγένης: «οι δαίμονες επί τοις αμαρτάνουσιν αγάλλονται» (εις Ψαλμούς ΒΗΠΕΣ 15, 320) και πάλι «επί μεν τοις μετανοούσιν οι άγγελοι χαίρουσι, επί δε τοις σαλευομένοις οι δαίμονες» (ΒΗΠΕΣ 15, 380).
Ο Μ. Αντώνιος διαβεβαιώνει ότι των δαιμόνων τα στρατηγικά σχέδια για την κατάκτηση των ψυχών είναι πάμπολλα. «Πολλά γαρ αυτών εστί τα πανουργεύματα και τα της επιβουλής κινήματα» (ΒΕΠΕΣ 33, 23). Σαν στρατηγός εμπειρότατος ο διάβολος κατευθύνει τη μάχη. Πότε επιτίθεται και πότε υποχωρεί. Δεν ησυχάζει εάν δεν κατορθώσει, να επιτύχει στα σχέδιά του. Περιφέρεται δεξιά και αριστερά ως θηρίο ανήμερο. Και δεν ικανοποιείται με μια μικρή νίκη, με μία πτώση του θύματός του. Επιδιώκει την τελική νίκη, την πτώση της ψυχής. Γι’ αυτό και επιμένει. Επιμένει και μάχεται. Μάχεται μέχρι τέλους. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει: «Ο αντίδικος (ο διάβολος) σαν λυσσασμένο λιοντάρι περιπατεί ζητώντας κάποιον να καταπιεί, κάποιον να συλλάβει σαν θήραμα είτε μερικώς, είτε εξ ολοκλήρου. Δεν αρκείται να καταλάβει ένα μέρος, αλλά προχωρεί στο χειρότερο, μέχρις ότου επιφέρει τον θάνατο της αμαρτίας» (P.G. 99, 1681).
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Ανησυχείς και θλίβεσαι κάθε φορά που εξετάζεις τη συνείδησή σου, γιατί τώρα βρίσκεις τον εαυτό σου πολύ κακό. Ενώ πριν, όταν ήσουν νέος, μια τέτοια εξέταση σου έδειχνε πώς ήσουν, λίγο-πολύ, καλός μάλλον παρά κακός. Τι ασυνήθιστος λόγος ανησυχίας!
Είναι χίλιες φορές καλύτερο να βλέπουμε τον εαυτό μας κακό παρά καλό. Στην πρώτη περίπτωση γινόμαστε πιο ταπεινοί, και μας ανοίγεται έτσι η θύρα της αφέσεως, η θύρα του θείου ελέους, η θύρα της χάριτος. Στη δεύτερη περίπτωση γινόμαστε υπερήφανοι. Και η υπερηφάνεια κλείνει το δρόμο της χάριτος.
Όσο για την πραγματική αξία των έργων και των κατορθωμάτων μας, γι’ αυτά μόνο ο Θεός είναι ο κριτής. Εκείνος, που γνωρίζει τις πιο κρυφές σκέψεις, προθέσεις και ροπές της ανθρώπινης καρδιάς.
("Πνευματικές Νουθεσίες, Οσίου Μακαρίου της Όπτινα", εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σ. 8)
Ο Κύριος ονόμασε το διάβολο «ανθρωποκτόνο», φονιά δηλαδή της ανθρώπινης ψυχής. Γιατί τι άλλο σημαίνει η αμαρτία; Είναι η απώλεια του ανθρώπου και η απομάκρυνσή του από το Θεό. Μισεί τον άνθρωπο ο διάβολος και εργάζεται ακατάπαυστα για την απώλειά του. Αυτό είναι το μοναδικό του έργο. Αυτό το νόημα έχει και η παραβολή των ζιζανίων που είπε ο Κύριος όπως μας τη διέσωσε ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο ιγ’ κεφάλαιό του. «Ήλθεν ο εχθρός και έσπειρε ζιζάνια» (Ματθ. 13, 25) τόνισε ο Κύριος. Και αυτός ο εχθρός είναι ο διάβολος. «Ο δε εχθρός ο σπείρας αυτά εστίν ο διάβολος» (Ματθ. 13, 39) που σκοπό έχει να μολύνει το ψυχικό μας έδαφος και να καθιστά χέρσο τον αγρό της ψυχής μας.
Σπείρει ο Θεός, ο καλός γεωργός, στον αγρό μας τα σωτηριώδη σπέρματα του καλού. Έρχεται και ο διάβολος και σπέρνει και αυτός τα ζιζάνια του, τα σπέρματα του κακού. Έτσι η κάθε μια ψυχή γίνεται το πεδίο ενός πυρετώδους πολέμου μεταξύ του καλού και του κακού, του φωτός και του σκότους. Κατά τον Ωριγένη, «δαίμονων (γνώρισμα είναι) το δια παντός την ανομίαν εργάζεσθαι» (εις ψαλμούς ΒΕΠΕΣ 15, 306), πράγμα που επιβεβαιώνει όσα μέχρι τώρα είπαμε.
Το έργο του δε αυτό ο διάβολος το επιτελεί με πολλή όρεξη, χωρίς να αποκάμνει. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμφιλιωθεί με το καλό και να υπογράψει ειρήνη. Ασταμάτητη και ανελέητη είναι η μανία του να καταστρέψει την εικόνα του Θεού και να μας υποδουλώσει. Για την ορμή του αυτή ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς τον ονομάζει «ληστήν» και «κλέπτην» (Στρωματείς Α’ ΒΕΠΕΣ 7, 269) που συνεχώς επιδιώκει να μας αφαιρέσει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε, την καθαρότητα της ψυχής μας. Έτσι οι «θηρώντες τας ψυχάς» δαίμονες κατά τον Ωριγένη (ΒΕΠΕΣ 14, 329) δεν αφήνουν ευκαιρία ανεκμετάλλευτη «προς την των ανθρώπων απώλειαν». Αλλά και αυτή ακόμα η λέξη διάβολος σημαίνει το ον εκείνο, το οποίο συκοφαντεί και διαβάλλει. Ποιον συκοφαντεί ο διάβολος; Συκοφαντεί τον άνθρωπο προς το Θεό, το Θεό προς τον άνθρωπο και τον άνθρωπο προς τον πλησίον συνάνθρωπό του. Στην Αποκάλυψη έχουμε τη μαρτυρία του θεόπνευστου Ευαγγελιστού γι’ αυτό. Εκεί γίνεται λόγος για τον πόλεμο, ο οποίος έγινε στον ουρανό μεταξύ του επαναστάτη Εωσφόρου και των άλλων αγγέλων κι ακόμη για την έκπτωση του εωσφορικού τάγματος που όχι μόνο το Θεό πίκρανε αλλά και τους ανθρώπους διέβαλε. Να πως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αποκαλύπτει αυτή την αλήθεια:
«Και έγινε πόλεμος στον ουρανό. Και ο Μιχαήλ και οι υπό τας διαταγάς του άγγελοι ήλθαν να πολεμήσουν με τον δράκοντα. Και ο δράκων πολέμησε και οι άγγελοί του μαζί με αυτόν. Και δεν υπερίσχυσε, αλλά η ήττα του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν ευρέθη πλέον θέση γι’ αυτόν στον ουρανό. Και ερρίφθη ο δράκων ο μεγάλος, ο παλαιός όφις, που παρέσυρε στην παράβαση τους πρωτοπλάστους, ο ονομαζόμενος διάβολος και ο Σατανάς, ο οποίος πλανά όλη την οικουμένη, ερρίφθη στη γη και οι σκοτεινοί άγγελοί του ερρίφθησαν και αυτοί μαζί του. Και άκουσα μεγάλη φωνή στον ουρανό να λέγει: τώρα η αναμενόμενη σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία του Θεού μας και η εξουσία και κυριαρχία του Χριστού του, γιατί έπεσε ο κατήγορος των επί γης αδελφών μας, αυτός που τους κατηγορούσε και τους διεκδικούσε ως δικούς του μπροστά στο Θεό ημέρα και νύχτα» (Αποκ. 12, 7-10).
Βλέπεις λοιπόν, πόσο απύθμενο βάθος κακίας έχει ο διάβολος, ώστε να μην περιορίζεται στο να πειράζει τον άνθρωπο, αλλά και να τον διαβάλλει ενώπιον του Θεού; Το μίσος του εναντίον μας είναι όντως πρωτοφανές και παράφορο. Και να σκεφθεί κανείς πόσες φορές εμείς οι ίδιοι τείνουμε χείρα φιλίας και αγαθών σχέσεων μαζί του!
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Κάθε φορά που ανασυντάσσουμε τις πνευματικές μας δυνάμεις και κάνουμε σταθερά και αποφασιστικά ένα νέο ξεκίνημα στο δρόμο της εσωτερικής ζωής, μία θύελλα από κάθε είδους εμπόδια και πειρασμούς μας αναχαιτίζει. Αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού του δαιμονικού πολέμου, ο πνευματικός αγώνας μας αποφέρει καρπούς. Τι λέω! Αυτός ο πόλεμος μας είναι απόλυτα αναγκαίος είτε μοναχοί είτε λαϊκοί είμαστε.
Εκείνοι όμως που, ζώντας μέσα στην απατηλή μακαριότητά τους αγνοούν τα βαθύτερα προβλήματα και τις δυσκολίες της πνευματικής ζωής, εκείνοι που αισθάνονται αυτάρκεις και ικανοποιημένοι χωρίς να νοιάζονται και να χολοσκάνε για τίποτα, αυτοί ίσως να ζήσουν βέβαια πάνω από 100 χρόνια σε αυτή την προσωρινή γη, δεν πρόκειται όμως ποτέ να γευθούν την ειρήνη που εμείς αναζητούμε, την ειρήνη που αρχίσαμε ήδη από τώρα να γευόμαστε.
Είναι η ειρήνη η «πάντα νουν υπερέχουσα» που τη χαρίζει στην ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Είναι η Ειρήνη που αποκτάται μόνο με κόπο και αγώνα. Είναι η Ειρήνη που μετά από πολλές μάχες με τον εαυτό μας και τα δαιμόνια, μας δίνεται σαν δώρο από το Θεό. Σήμερα μία μικρή μόνο σταγόνα, αργότερα μία ολόκληρη γουλιά. Μετά από καιρό κάτι περισσότερο. Και αυτό συνεχίζεται σε όλη μας τη ζωή, σε όλη τη διάρκεια της γεμάτης πολέμους, μπόρες, εμπόδια και πίκρες πνευματικής μας πορείας.
("Πνευματικές Νουθεσίες, Οσίου Μακαρίου της Όπτινα", εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σ. 6)
Θέλοντας να δείξει ο Γέροντας ότι η υπακοή δεν είναι κάποια τυπική διαδικασία, αλλά ουσιαστικά συνώνυμη της αγάπης, διηγείτο την εξής ιστορία: «Ένας γέροντας συνήθιζε να δέχεται τους λογισμούς του υποτακτικού του μετά το Απόδειπνο. Έπειτα έδινε την ευλογία του στον υποτακτικό και πήγαιναν να ξεκουραστούν. Κάποτε, ενώ έλεγε τους λογισμούς του ο μοναχός, ο γέροντας κουρασμένος από τις εργασίες της ημέρας αποκοιμήθηκε. Ο μοναχός με σεβασμό σιώπησε και περίμενε να ξυπνήσει ο γέροντας, να του δώσει την ευχή του και να πάει και ο ίδιος για ξεκούραση. Οι ώρες όμως περνούσαν, ο ίδιος αισθανόταν όλο και περισσότερο την κούρασή του, αλλά ο γέροντας δεν ξυπνούσε. Στις ώρες που πέρασαν, εφτά φορές ο μοναχός πιέσθηκε από τους λογισμούς του να ξυπνήσει τον γέροντα, να πάρει την ευχή του και να πάει για ύπνο. Αλλά η αγάπη του τον εμπόδισε και τον έπειθε να περιμένει ακόμη λίγο.
Τελικά ο γέροντας ξύπνησε και του έδωσε την ευλογία του. Την άλλη μέρα τον κάλεσε κι άρχισε να εξετάζει τους λογισμούς που είχε την προηγούμενη νύχτα. Ο μοναχός του εξήγησε την αδημονία του και την προσπάθεια που κατέβαλε να μην τον ενοχλήσει. Τότε ο γέροντας του είπε ότι, όταν κοιμήθηκε για δεύτερη φορά, είδε ένα όραμα. Είδε έναν θρόνο και πάνω στον θρόνο εφτά στεφάνια. Κι άκουσε φωνή: Ο θρόνος αυτός ανήκει στον υποτακτικό σου και τα εφτά στεφάνια τα κέρδισε αυτήν τη νύχτα».
----------------
Πλησίον των Δανιηλαίων, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ζούσε ο γερο-Διονύσιος με τους υποτακτικούς του, Αρσένιο και Αθανάσιο. Κάποτε ο Αθανάσιος άρχισε να μην υπακούει στον γέροντά του και να πηγαίνει ‘‘τήδε κακείσε’’. Συνέπεσε η εορτή του Ευαγγελισμού και γιόρταζε η γειτονική καλύβη. Ο γερο-Διονύσιος μαζί με τους υποτακτικούς του πήγε στην αγρυπνία. Όταν όμως έφτασαν στην καλύβη που γιόρταζε, ο μοναχός Αθανάσιος τους εγκατέλειψε, για να κάνει αλλού τη γιορτή. «Παιδί μου, έλα μαζί μας στη γιορτή», του είπε ο γέροντάς του. Όμως εκείνος δεν πειθόταν. Και ο γέροντας του υπενθύμισε: «Σε παρήκοους υποτακτικούς ο Θεός στέλνει ανελεήμονας αγγέλους» (Παροιμ. 17,11). «Να έρθουν, να έρθουν», είπε εκνευρισμένος ο μοναχός Αθανάσιος κι έφυγε.
Την άλλη μέρα το πρωί οι πατέρες τον είδαν με αλλοιωμένο το πρόσωπο, άρρωστο. Αμέσως τον συμβούλευσαν να επισκεφθεί τον γιατρό στην Αγία Άννα. Ο γιατρός, όταν τον είδε, τα έχασε. Δεν ήξερε τι να του κάνει∙ τόσο άσχημα ήταν. Τελικά, η κατάστασή του επιδεινώθηκε ραγδαία και σε λίγες ώρες πέθανε βογγώντας και χτυπώντας με τις γροθιές του το στήθος. Τον μετέφεραν νεκρό από την Αγία Άννα στη Μικρή Αγία Άννα και από ‘κει στα Κατουνάκια, στο σπίτι του. Ο γέροντάς του, νεκρό πλέον, τον συγχώρεσε. Ο παπα-Εφραίμ, θαυμάζοντας την τιμωρία του παρήκοου μοναχού, διηγείτο ότι περνώντας τον δρόμο που πέρασε και ο νεκρός από τη Μικρή Αγία Άννα ως τα Κατουνάκια, αισθανόταν ταραχή.
--------------------
Εκείνον τον πρώτο καιρό (1975-1976) τον επισκέφθηκε ένας μοναχός ο οποίος ταρασσόταν από τους λογισμούς του. Ο γέροντας του είχε κάποιες κακές συνήθειες και ο μοναχός προσπαθώντας να τις αποφύγει τον εγκατέλειψε. Αλλά αισθανόταν μπερδεμένος, δεν μπορούσε να κάνει τα πνευματικά του. Βάσει των μοναχικών κανόνων τυπικά είχε δίκιο που έφυγε. Όμως ο Γέροντας ήταν ‘‘σπαθί’’, όταν άκουσε την υπόθεση: «Να γυρίσεις στον γέροντά σου! Τίποτε! Να γυρίσεις και να προσέχεις!»
Και το αποτέλεσμα: Πολύ σύντομα το γεροντάκι αρρώστησε, ο μοναχός τον υπηρέτησε με όλη του την καρδιά και δεν άργησε να του κλείσει εν ειρήνη τα μάτια. Και ο γέροντας κοιμήθηκε ειρηνικός, και ο μοναχός συνέχισε χαρούμενος και πληροφορημένος τη ζωή του.
-----------------
Ένας υποτακτικός του τον πλησίασε και του είπε τον λογισμό του. Διέκρινε στον Γέροντα λάθη, παραλήψεις, ελαττώματα. «Παιδί μου», του είπε εκείνος, «όταν βλέπεις ελαττώματα στους άλλους, και ιδίως στον γέροντα, να ξέρεις ότι η πνευματική σου κατάσταση υποβιβάστηκε». Ο μοναχός συνέχισε ζητώντας τη γνώμη του Γέροντα για τις περιπτώσεις εκείνες που οι άνθρωποι είναι όντως δύστροποι και πονηροί, και μας φέρονται με κακό τρόπο. Και είπε ο Γέροντας: «Παιδί μου, ο καρπός της ησυχίας είναι να βλέπεις τους άλλους σαν αγγέλους».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η Αγ. Γραφή και η ιερή μας παράδοση πολλές ονομασίες έχουν αποδώσει στον διάβολο. Μισόκαλος, φθονερός, πονηρός, δόλιος, πανούργος, εχθρός, αντίδικος, ανθρωποκτόνος, λέων ωρυόμενος, δράκων, πειράζων, βεελζεβούλ κ.α. Σε όλες αυτές τις ονομασίες, δεσπόζει η έννοια της κακότητος και της εχθρότητος. Είναι η κακότητα και η εχθρότητα του διαβόλου εναντίον του ανθρώπου. Με κάθε μέσο επιδιώκει ο διάβολος το κακό μας. Θέλει -όπως μας είπε ήδη ο Μέγας Αντώνιος- να μην ανέλθουμε εμείς εκεί από όπου αυτός εξέπεσε δηλ. στον ουρανό. Κύριο έργο του είναι να ματαιώσει τη σωτηρία μας.
Κατά τον απολογητή Ιουστίνο «ου γαρ άλλο τι αγωνίζονται οι λεγόμενοι δαίμονες ή απάγειν τους ανθρώπους από του ποιήσαντος Θεού και του πρωτογόνου αυτού Χριστού» (Απολογία, ΒΕΠΕΣ, 3, 193). Γεμάτοι από φθόνο και κακία για τον άνθρωπο οι δαίμονες, αγωνίζονται να απομακρύνουν τον άνθρωπο από το Θεό, γιατί δεν ανέχονται να βλέπουν να υπάρχουν αγαθές σχέσεις μεταξύ τους. Πολύ χαρακτηριστικά είναι, εν προκειμένω τα λόγια του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που αποκαλύπτουν τα αίτια αυτής της διαγωγής των δαιμόνων: «Οι δαίμονες λιώνουν από φθόνο και ζήλεια όταν βλέπουν ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν το Θεό, ενώ εκείνοι έχουν τόσο απομακρυνθεί από Αυτόν». Είναι επομένως φανερό ότι οι δαίμονες «εισί κακοθελείς και προς το βλάπτειν έτοιμοι» καθώς ο Μ. Αντώνιος δίδασκε, αφού δεν ανέχονται να βλέπουν τους ανθρώπους να σώζονται από τη χάρη του Θεού.
Κάθε επιτυχία μας στην πνευματική ζωή κάνει τους αγγέλους να χαίρονται και τους δαίμονες να πενθούν και να λυπούνται. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι το να γινόμαστε καλύτεροι από άποψη πνευματική, δαγκώνει, τσιμπά ενοχλητικά τρόπον τινά τον διάβολο, που ακριβώς το αντίθετο επιθυμεί διακαώς και επιδιώκει. «Το γαρ βελτίους γίνεσθαι τους ανθρώπους δάκνει αυτόν (τον διάβολον) και αυτό καθ’ εαυτό και λυπεί».
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Ένα ζήτημα το οποίο γεννάται είναι εάν ο διάβολος μόνος του επινόησε το κακό και την αμαρτία ή εάν, αντίθετα, το κακό υπήρχε πριν απ’ αυτόν. Δηλαδή το πρόβλημα είναι εάν ο διάβολος είναι ή όχι η αιτία του κακού. Η απάντηση στο πρόβλημα αυτό είναι τόσο απλή, έχει δε δοθεί τόσο από την Αγ. Γραφή όσο και από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Θεός είναι αγαθός. Ό,τι δημιούργησε υπήρξεν «καλόν λίαν». Επομένως δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε, ότι εκτός του καλού ο Θεός δημιούργησε και το κακό. Κατά ένα αρχαίο κείμενο της Εκκλησίας μας, ο «Θεός... καλών μόνος εστίν αίτιος» (Κλημέντια ομιλ. Ιθ΄, ΒΕΠΕΣ 1, 215). Εάν ο Θεός ήταν ο αίτιος του κακού, θα έπαυε να είναι αγαθός, πράγμα άτοπο. Εάν πάλι το κακό ήταν αυθύπαρκτο, δηλαδή υπήρχε ανεξάρτητο από το Θεό, τότε θα έπρεπε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο Θεών. Ενός καλού και ενός κακού.
Αλλά εμείς αποκρούομε αυτή τη διαρχία, όταν ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι πιστεύουμε «εις ένα Θεόν». Έτσι μόνη λύση παραμένει ότι το κακό το επινόησε ο διάβολος. Στη β΄ κατήχησή του ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων αποδίδει με τρόπο σαφή αυτή τη διδασκαλία, όταν λέγει τα εξής κατατοπιστικά: «Αρχηγός της αμαρτίας είναι ο διάβολος και πατέρας των κακών, αυτό έχει πει ο Κύριος, ουκ εγώ ότι απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει. Πριν απ’ αυτόν κανένας δεν αμάρτησε. Αμάρτησε όχι διότι είχε τη ροπή προς την αμαρτία από τη φύση του (επειδή πάλι η αιτία της αμαρτίας θα αποδιδόταν στον κατασκευάσαντα), αλλά αν και δημιουργήθηκε αγαθός έγινε διάβολος από δική του προαίρεση απολαμβάνοντας ο ίδιος το αποτέλεσμα της πράξεως. Όντας Αρχάγγελος ύστερα ονομάστηκε διάβολος και όντας αγαθός υπηρέτης Θεού έγινε αποστάτης και ονομάστηκε Σατανάς» (P.G. 33, 381, 408).
Γίνεται λοιπόν σαφές από τους λόγους του αγίου Πατρός ότι αίτιος του κακού και αρχηγός της αμαρτίας είναι ο ίδιος ο διάβολος, πράγμα που και ο Κύριος δίδαξε όταν είπε ότι «απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει» (Α΄ Ιωάν. 3, 8). Η πτώση του οφείλεται στη δική του ελεύθερη απόφαση για τούτο και η τιμωρία του υπήρξε αυστηρή και παραδειγματική. Την ίδια διδασκαλία βρίσκουμε και στον Μ. Αντώνιο, ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον είχε γνώση του διαβόλου. Λέγει λοιπόν ο Μ. Αντώνιος ότι «οι δαίμονες δεν αποκαλούνται έτσι γιατί έτσι δημιουργήθηκαν. Ο Θεός δεν δημιούργησε τίποτε το κακό. Και αυτοί καλοί δημιουργήθηκαν, αλλά, έπεσαν από την ουράνια δόξα και όλα τα κινούν επιθυμώντας να μας εμποδίσουν ν’ ανέβουμε στον ουρανό απ’ όπου αυτοί έπεσαν» (ΒΕΠΕΣ 33, 23).
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή