(επιστολές Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Στον νεαρό κληρονόμο για την τελευταία επιθυμία
Γράφεις για τον θάνατο του πατέρα σου. Ως διακεκριμένος και ευκατάστατος άνθρωπος είχε πολλούς φίλους με εξουσία και πλούτο. Όμως προ του θανάτου δεν ενδιαφέρονταν να δει κανέναν. Μόνο συχνά παράγγελνε, να του έρθει ο Σταύρος ο υποδηματοποιός.
Και αυτός ο Σταύρος τίποτα δεν έχει εκτός από την πίστη και την καλοσύνη. Και όταν ερχόταν ο Σταύρος, ο μελλοθάνατος δεν του έλεγε τίποτα, αλλά έπαιρνε μόνο το χέρι του και το κρατούσε έτσι και σώπαινε. Ενώ όταν ερχόταν κάποιος από τους ισχυρούς φίλους του και συνεταίρους, αυτός μόνο κούναγε το χέρι, για να απομακρυνθούν. Ρωτάς, τι σημαίνουν αυτά;
Αυτό σημαίνει, παιδί μου, ότι ο άνθρωπος που πεθαίνει είναι ειλικρινής άνθρωπος. Δεν θέλει να τον αγγίξει η προσποίηση. Κατά τον αποχωρισμό από τον κόσμο η ψυχή ζητά μόνο εκείνο που είναι το κάλλιστο σ’ αυτόν τον κόσμο. Και αυτό είναι η πίστη και η καλοσύνη. «΄Ότι κρείσσον το έλεος σου υπέρ ζωάς», λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 62,4). Αυτός το λέει στον Θεό. Αλλά η καλοσύνη του Θεού λάμπει μέσω του καλού ανθρώπου.
Σκύψε πάνω από την κλίνη του μελλοθανάτου και ανέφερε τα ονόματα των μεγάλων βασιλιάδων της γης, των κατακτητών, των εξουσιαστών, των πλουσίων, των επιστημόνων, των καλλιτεχνών…Τίποτα! Αυτά τα ονόματα δεν του λένε απολύτως τίποτα. Όλα αυτά είναι μακριά από την ψυχή του σαν ξεχασμένο όνειρο.
Όταν σ’ έναν εξουσιαστή που πέθαινε μιλούσαν περί μεγάλων ανδρών, όμοιων του, αυτός με αναστεναγμό είπε: «Μη μου μιλάτε περί εκείνων που αφήνω, αλλά μιλήστε μου περί εκείνων που πηγαίνω».
Όταν πάλι έναν Ρώσο ηγεμόνα κολάκευαν οι κόλακες και την ώρα του θανάτου του, αυτός θυμωμένα φώναξε: «Πέρασε ο καιρός γι’ αυτά! Μιλήστε μου τώρα για τον καλύτερο από μένα!».
Ο μελλοθάνατος, λοιπόν, είναι ειλικρινής, και ζητά πάνω από όλα την φλόγα της καλοσύνης, για να τον ζεστάνει, να τον φωτίσει και να τον ενθαρρύνει.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 139
Στον οινοποιό Σ.: Περί αδελφού χωρίς αδελφοσύνη.
[….]
Πρόσφατα κρέμασαν έναν άνθρωπο στον τόπο μας για ένα έγκλημα. Εκείνος, πριν πεθάνει, μετάνιωσε βαθιά και ειλικρινά! Έκλαιγε και οδυρόταν για την κακή του πράξη. Τόσο πολύ προσευχόταν στον Θεό κατά την διαδρομή προς την κρεμάλα, υποκλινόταν στους ανθρώπους γύρω του φωνάζοντας: «Συγχωρέστε με, αδέλφια συγχωρέστε με»!
Όλοι δάκρυσαν. Φίλησε πολλές φορές το χέρι του ιερέα και τον σταυρό και τρεμάμενος ολόκληρος παρακαλούσε: «Πάτερ, προσευχηθείτε στον Θεό να με συγχωρήσει»!
Κάποιος από τους παριστάμενους μας διηγιόταν μετά ότι αισθανόταν, σαν να αποχαιρετούσαν προς τον άλλο κόσμο όχι έναν εγκληματία αλλά έναν άγιο! Τόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου μέσω της μετάνοιας!
[…..]
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 166
Στον μαθητή του σχολείου για το ποιος είναι ο Νέος Άνθρωπος.
[….]
Υπάρχουν ακόμα πολλά χωρία παρόμοια με αυτά, όμως είναι αρκετά και τόσα. Και όλα αυτά τα αποστολικά λόγια συμφωνούν με τα λόγια του Χριστού: «’Εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ού δύναται ιδείν την βασιλεία του Θεού» (‘Ιωαν. 3,3).
Όταν το βασιλόπουλο της Ινδίας Ιωάσαφ ρώτησε τον δάσκαλο του, τον γέροντα Βαρλαάμ, την ηλικία του, έλαβε την απάντηση «σαράντα πέντε ετών». Έκπληκτο το βασιλόπουλο δήλωσε, ότι εκείνο υπολόγιζε γεμάτα εβδομήντα χρόνια . Σ’ αυτό του απάντησε ο γέροντας, ότι και οι δυο τους ορθά μίλησαν: «Αλλά εγώ δεν υπολογίζω καθόλου εκείνον τον χρόνο, που έζησα στην κοσμική ματαιοδοξία! Διότι δεν μπορώ τα χρόνια που ήμουν «νεκρός» να τα υπολογίζω στα χρόνια της ζωής μου.
Ιδού τι είναι αυτός ο νέος άνθρωπος, και τι θα έπρεπε να κηρύττει ο Νέος Άνθρωπος σας.
[…..]
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 170
Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:
«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα».
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα. Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του. Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα.
Το είπαν και το έκαναν: τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη.
Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!».
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του.
Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε:
«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του».
Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ
Στον οικονόμο Βλάνταν Τσ.: «Όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου». (επιστολή Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Είναι κακός ο γείτονας σου. Στους άλλου έκανε κακό μα στον εαυτό του μεγαλύτερο. Απαγόρευσε σ΄αυτούς που μετέφεραν νερό να περάσουν από τη συνηθισμένη διαδρομή μέσα από τα δικά του οικόπεδα.
Όταν είδε ότι αυτό δεν βοηθά έφτιαξε περίφραξη. Αλλά οι άνθρωποι που μετέφεραν το νερό πηδούσαν πάνω από την περίφραξη, επειδή ο άλλος δρόμος ήταν πολύ μακρύς.
Τότε αυτός βάζει μεταλλική παγίδα στον φράκτη της εισόδου και τη σκεπάζει με ξερά χόρτα και καλάμια. Αλλά στην παγίδα έπεσε η κόρη του. Τώρα το κοριτσάκι νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Του είπαν πως θα μείνει ανάπηρο για πάντα.
Στην απελπισία του αποφάσισε να βγάλει την περίφραξη και έτσι άφησε τους ανθρώπους που μετέφεραν το νερό να περνούν ελεύθερα από το οικόπεδο του. Να λοιπόν: «Όποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα»!
Έχει γραφτεί μια φοβερή ιστορία από την παλιά εποχή. Ο βασιλιάς Λέων ο Αρμένιος θερμός εικονομάχος, είχε ένα φίλο, τον Μιχαήλ, γνωστό και ως «Ζαΐκη». Σ’αυτό τον Μιχαήλ ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος ακόμα και για τον θρόνο του.
Αλλά ο Μιχαήλ εναντιώθηκε στην πολιτική που ακολούθησε ο βασιλιάς έναντι της ορθοδοξίας. Ο βασιλιάς συνέλαβε τον Μιχαήλ και τον έριξε στην φυλακή του παλατιού, με σκοπό να τον αποκεφαλίσει ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων. Έτσι έκρινε ο βασιλιάς, σε αντίθεση με το δικαστήριο.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων κατέβηκε ο βασιλιάς στη φυλακή να δει τον φυλακισμένο του. Και βρίσκεται μπροστά στην εξής σκηνή: Ο αρχηγός της φρουράς, αξιωματικός, από σεβασμό στον Μιχαήλ του έδωσε τα σκεπάσματα του και ο ίδιος κοιμόταν στο πάτωμα. Ο αξιωματικός ξύπνησε, βλέπει τον βασιλιά και τον πιάνει πανικός, επειδή ο βασιλιάς τον βρήκε να κοιμάται. Φοβούμενος για την ζωή του, ξυπνάει τον Μιχαήλ και συνωμοτούν να σκοτώσουν τον βασιλιά Λέοντα.
Την αυγή όταν οι ιερείς με λιτανεία άρχισαν να κατευθύνονται προς τον ναό του παλατιού, μπαίνουν μαζί τους και οι συνωμότες οπλισμένοι. Σκοτώνουν τον βασιλιά Λέοντα τον Αρμένιο τον εικονομάχο. Και έτσι τα Χριστούγεννα δεν εκτελέστηκε ο κατάδικος αλλά ο δικαστής. Και πάλι λοιπόν:
«Όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου, πέφτει μέσα ο ίδιος»!
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ 308
Στον κλειδαρά Τ.Τ. για την ζωή του αμαρτωλού (επιστολή αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Κάποιος άνθρωπος κληρονόμησε μεγάλο πλούτο από τον πατέρα του. Όμως χρησιμοποίησε όλο τον κληρονομημένο πλούτο για το χτίσιμο, τη στερέωση και τη διακόσμηση ενός σπιτιού. Και ζούσε μόνος σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε πήγαινε σε κανέναν ούτε δεχόταν κανέναν από τους καλούς ανθρώπους. Για τον εαυτό του δεν έδινε τίποτα· όλα για το σπίτι. Άπλυτος, αχτένιστος, με κουρέλια, άσιτος, τσιγκούνης για τον εαυτό του και τους άλλους, τα έδινε όλα για το σπίτι, στο οποίο έμενε.
Χρόνια οι γείτονες δεν μπόρεσαν να δουν το πρόσωπο του. Αλλά το σπίτι του απ’ έξω ήταν τόσο στολισμένο, ώστε ο καθένας από τους ξένους και τους περαστικούς αναφωνούσε από θαυμασμό. Άκουγε εκείνος ο άνθρωπος κάθε λόγο θαυμασμού για το σπίτι του, και αυτό ήταν η μόνη του ευχαρίστηση. «Πώς να ‘ναι εκείνος που κατοικεί σε τέτοιο παλάτι!», αναρωτιόντουσαν οι περαστικοί. Αλλά το πρόσωπο του νοικοκύρη κανένας δεν είδε.
Τελικά, όταν αυτός σκόρπισε για το σπίτι ότι είχε και δεν είχε, έφερε τον ίδιο του τον εαυτό μέχρι απελπισίας από την πείνα. Όμως μια μέρα χτύπησε κεραυνός το σπίτι του, και το έκαψε. Και το σπίτι κάηκε από τις φλόγες, και εκείνος με δυσκολία σώθηκε βγαίνοντας στον δρόμο. Βλέποντας τον ο λαός στην πόλη, φοβήθηκε, αφού ήταν σαν σκιάχτρο: μαύρος, ξερός, κουρελιασμένος, ακάθαρτος. Και ο καθένας τον απέφευγε σαν κάποιο τέρας.
Στην απελπισία του πήρε τον δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη, ούτε ξέροντας και ο ίδιος που πάει. Στον δρόμο τον συνάντησαν κάποιοι τσιγγάνοι, και είπαν μεταξύ τους: αυτός είναι ταιριαστός για το εμπόριο μας! Και έτσι οι τσιγγάνοι τον έπιασαν, τον παραμόρφωσαν ακόμα περισσότερο, του έβγαλαν τα μάτια, του έσπασαν τα χέρια και τα πόδια, και έφυγαν μαζί του για να ζητιανεύουν ανά τον κόσμο.
Εκείνος ο άνθρωπος παριστάνει την ψυχή του αμαρτωλού.
Ο μεγάλος πλούτος είναι τα δώρα του Θεού.
Το χτίσιμο, το στερέωμα και το στόλισμα ενός σπιτιού σημαίνει τη φροντίδα αποκλειστικά για το σώμα και τη σαρκική ζωή.
Αφρόντιστος, κουρελιασμένος και άσιτος άνθρωπος είναι η παραμελημένη, γυμνή και άσιτη ψυχή μέσα στο σώμα.
Ο κεραυνός είναι ο ξαφνικός θάνατος.
Οι άνθρωποι στην πόλη, οι οποίοι τον αποστρέφονταν σαν κάποιο τέρας, είναι οι άγγελοι του Θεού, οι οποίοι αποστρέφονται τη σιχαμερή ψυχή του αμαρτωλού.
Οι τσιγγάνοι σημαίνουν τα μαύρα δαιμόνια, που αγαπούν και πιάνουν όμοιους τους.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’», σ. 92)
Αναδημοσίευση από: proskynitis.blog
“Μνήσθητί μου, Κύριε”, του είπε, “όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου”. Θυμήσου και μένα, Χριστέ μου, όταν πας στη βασιλεία Σου!”. Τι γλυκός λόγος!
Όλα τα σιρόπια, όλα τα πανευφρόσυνα, όλα τα ευχάριστα του κόσμου τα υπερνικά ο λόγος αυτός. Αμέσως εκτύπησαν αυτά μέσα στην καρδιά του Χριστού και έγινεν αντανάκλασις της χάριτος. Του απήντησε λοιπόν: “αλήθεια σου λέγω και εγώ, ότι σήμερα θα έλθης μαζί μου στον παράδεισο”.
Για την μετάνοια αυτής της στιγμής που δείχνεις, ξεχνώ όλους τους φόνους και τα κακουργήματα που είχες καμωμένα και η ευσπλαχνία μου με παρακινεί να σου ειπώ αυτόν τον λόγον: έλα μαζί μου στην βασιλεία μου.
Μήπως και εμείς, αδελφές, δεν μοιάζωμεν καμμιά φορά με τον ληστήν; Είμεθα όλο στολισμένοι με χάριτας;
Δεν έχομεν ακάθαρτα και αμαρτίες; Δεν μολύνομεν κάθε λίγο τας ψυχάς μας; Δεν βλέπομεν τον πλησίον μας με κακία; Δεν κρίνομεν και κατακρίνομεν; Δεν οργιζόμεθα, δεν φθονούμεν, δεν συκοφαντούμεν;
Αλλά μήπως ο Θεός για όλα αυτά μας παραπέμπει; Μήπως εάν ημείς είμεθα ακάθαρτοι, εάν είμεθα μοχθηροί και κακότροποι, εκείνος μας οργίζεται; Μας μισεί; Όχι.
Με αυτά τα ακάθαρτα χείλη που έχομεν, δέχεται και τον δοξολογούμεν.
Μ’ αυτά τα ρερυπωμένα μας εντόσθια, δέχεται και τον γευόμεθα, με αυτά τα αμαρτωλά μας χέρια και πόδια μας κρατεί στη ζωή. Τέτοια αγάπη μας έχει, τέτοια συμπάθεια έχει για τον άνθρωπoν, τέτοια μακροθυμία για όλους μας.
Μήτε Εβραίο ξεχωρίζει μήτε Έλληνα μήτε Οθωμανό. Για όλους την ίδια στοργή αισθάνεται.
Και όπως τον καιρόν της σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στο μαύρο ξύλο εφώναζε γλυκά-γλυκά: πάτερ μου, μη συνορισθής τους σταυρωτάς μου, γιατί δεν ξεύρουν τι κάνουν, δεν με κατάλαβαν ποιος είμαι, δεν καταλαβαίνουν. Τα ίδια εξακολουθεί να φωνάζη ακόμα μέχρι σήμερα για όλους μας ο Χριστός.
Πόσα σφάλλει κάθε ημέραν η ανθρωπότης εις τον Θεόν!
Και όμως εκείνος ποτέ δεν μας οργίζεται, ποτέ δεν μας ρίχνει κακία ποτέ! Ποτέ! Τον βλασφημούμεν, τον παροργίζομεν, τον μουτζώνομεν, τον ξανασταυρώνομεν και εκείνος πάλι μας υπομένει, πάλι μας αγαπά.
Διότι είναι ο Θεός ελέους, είναι Θεός αγάπης, Θεός της ευσπλαχνίας. Για όλα αυτά τα ακάθαρτα, τα οποία του προσφέρoμεν ημείς, εκείνος μας προσφέρει έλεος και παρηγοριά.
Ποτέ δεν σιχαίνεται ο Θεός κανένα μας. Μόνο ο άνθρωπος είναι σκληρός, μόνον ο άνθρωπος δεν υπομένει ο ένας τον άλλον, παρά κρίνει και κατακρίνει και συκοφαντεί και κατηγορεί και ζητεί να βλάψει και να καταστρέψει και να αδικήση τον άλλον.
Ο Θεός όμως δεν κάμνει έτσι - όλο φροντίζει πως να βοηθήσει τον άνθρωπoν, όλο ζητεί να του δίδη χείρα βοηθείας. Πότε έναν πνευματικόν φανερώνει να τον συμβουλέψη, πότε κανέναν άγγελoν να τον φώτιση, πότε κανένα λογισμό καλό του βάζει, πότε μια έμπνευση θεϊκή του φέρνει, άλλοτε κανέναν άνθρωπoν καλόν του παρουσιάζει και του δίνει μια παρηγοριά.
Μη λησμονάτε, αδελφές, ότι τυχαίνομεν και μεις σε ώρες και σε στιγμές που λυπάται ο ένας τον άλλον. Να λυπούμαι εγώ εσάς και σεις εμένα, να λυπάται η μία την άλλην σας. Δεν έχομεν ανάγκη να λέμε για τον άλλον κόσμον. Όταν βλέπετε τα λάθη μου να λέτε: στιγμή είναι και ας συμπαθήσωμεν, και να δείχνετε συμπάθεια, αδελφές, όπως έδειξε ο Παύλος για τους Εβραίους και έλεγε: “Πάτερ, μη στήσης αυτoίς την αμαρτίαν ταύτην”. Έτσι να λέτε εσείς για μένα και εγώ για σας. Εγώ μπορεί να δείξω καμμιά φορά ότι στενοχωρούμαι μαζί σας και να σας μαλώνω καμμιά φορά, πάλι για το καλό σας. Έπειτα όμως πηγαίνω πιο εκεί και ο Θεός το γνωρίζει τι λέγω. Αoράτως ακούει ο Θεός τι λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μου, άνθρωπος είναι και αυτή, πλασμένη από το ίδιο πλάσμα που είναι πλασμένος όλος ο κόσμος και σύρεται και αυτή από τα ίδια πάθη και τυραννιέται και βασανίζεται, μην της συνορισθής - συγχώρεσέ την”. Και σεις, αδελφές, συμπάθεια να έχετε η μία για την άλλη σας. Όχι με μίσος και έχθρα, όχι με φθόνον και κακία, όχι με πονηρία και σκληρότητα ψυχής και απανθρωπιά. Παρά με συμπάθεια, με μακροθυμία, με καρτερία, με σπλάγχνα οικτιρμών και φιλανθρωπίας ο ένας για τον άλλον μας. Σήμερα είσαι συ, αύριο εγώ, τώρα σφάλλει ο ένας, σε λίγο ο άλλος.
Kάθε στιγμή μας συγχωρεί ο Θεός. Kαι μεις να συγχωρούμεν αλλήλους μας, και μεις να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθούμεν και να συμπονέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν για το σφάλμα του αδελφού μας. Αυτή είναι η μεγαλυτέρα αρετή. Όσες αρετές και αν έχης, όσα καλά έργα και προσευχές και αγαθοεργίες και αν κάμης, όλα τα υπερβαίνει, εάν πης ένα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τον αδελφόν μου για ό,τι μου έκαμε.
Όσιος Άνθιμος της Χίου
Στον έμπορο των ζώων για την καθυστέρηση
Μιλάς για ένα παράξενο γεγονός στη ζωή σου, που σε συγκράτησε να μην πνιγείς στο ποτάμι. Ταξίδευες με άμαξα με δύο συγγενείς σου, πηγαίνοντας σε ένα πανηγύρι των ζώων. Βιαζόσασταν να μην χάσετε την σχεδία που θα σας περνούσε απέναντι κάποια συγκεκριμένη ώρα. Όμως ξαφνικά συναντήσατε ένα αυτοκίνητο, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Γρήγορα τραβήξατε το χαλινάρι και τα άλογα προς τα δεξιά, αλλά το αυτοκίνητο χτύπησε σε έναν τροχό της άμαξας σας και τον έσπασε. Θυμωμένα φωνάζατε στον οδηγό με ύβρεις και κατάρες. Απελπισμένοι επειδή θα χάνατε τη σχεδία τη συγκεκριμένη ώρα· ξεκινήσατε να φτιάξετε τον τροχό. Ταλαιπωρηθήκατε πολλή ώρα μέχρι να δέσετε τον σπασμένο τροχό κάπως και να τον κάνετε να γυρίζει. Όμως όταν φτάσατε στο ποτάμι τι να δείτε; Δυστυχία! Η σχεδία, παραγεμισμένη με ανθρώπους και ζώα, είχε βυθιστεί. Μόνο λίγα ζώα και μερικοί άνθρωποι κολύμπησαν στην ακτή. Όλα τ' άλλα χάθηκαν κάτω από το νερό. Τότε εσείς ευχαριστήσατε τον Θεό και αρχίσατε από την καρδιά σας να ευλογείτε εκείνο τον οδηγό που έσπασε τον τροχό και μ’ αυτό έγινε αιτία να αργήσετε.
Έτσι συμβαίνει καθημερινά με τους ανθρώπους. Θυμώνουν για τα συμβάντα που τους καθυστερούν από τα σχέδια τους, αλλά λίγο αργότερα κατανοούν, ότι αυτή η καθυστέρηση ήταν μέρος της μυστηριώδους πρόνοιας του Θεού για δικό τους όφελος. Διάβασε τι έχει γραφεί περί του αποστόλου Παύλου και του Τιμόθεου: «ἐλθόντες δὲ κατὰ τὴν Μυσίαν ἐπείραζον εἰς τὴν Βιθυνίαν πορευθῆναι, καὶ οὐκ εἴασεν αὐτοὺς τὸ πνεῦμα» (Πραξ. 16,7). Και αυτό ήταν καλό.
Η περίπτωση που σου συνέβη σ’ έμαθε να μη θυμώνεις ποτέ πια για την καθυστέρηση, όταν αυτό δεν είναι υπό την εξουσία σου. Και περισσότερες φορές αργότερα είχες την εμπειρία ότι τέτοιες καθυστερήσεις ήταν πάντα για το καλό σου. Ας διδαχτούν από σένα αυτόβουλοι, που θα ήθελαν να γίνονται όλα σ’ αυτόν τον κόσμο κατά την δική τους θέληση.
Σε σένα ειρήνη και υγεία από τον Κύριο.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνο η πίστη…" Ιεραποστολικές Επιστολές Β’, σελ. 278)
Στον έφεδρο αξιωματικό σχετικά πώς ο Θεός δεν επιτρέπει
Περιγράφετε την αληθινή ιστορία των παθών σας στην αιχμαλωσία, η οποία είναι πράγματι διδακτική. Τρεις φορές οι εχθροί σας οδήγησαν στο απόσπασμα και τις τρεις φορές σας γύρισαν χωρίς κάποιον ορατό λόγο. Είναι αόρατος ο λόγος από εσάς αλλά όχι από Εκείνον που σας δημιούργησε. Μόνος λέτε πως εκείνες τις φοβερές ώρες ασταμάτητα προσευχόσαστε με όλη σας την καρδιά στον Θεό· «ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα οὐ φοβηθήσομαι τὶ ποιήσει μοι ἄνθρωπος», λέει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 55,2).
Ο Αρειανός βασιλιάς Βαλέντιος τρεις φορές πήρε καλαμάρι να υπογράψει την απόφαση δίωξης κατά του Μεγάλου Βασιλείου και τις τρεις φορές του έσπασε. Έκπληκτος ο βασιλιάς σκίζει την απόφαση του και αφήνει τον άγιο στην ησυχία του.
Διαβάστε το Ευαγγέλιο, διαβάστε αυτό το μοναδικό και άγιο βιβλίο της ζωής, και μάθετε την αλήθεια και θα γνωρίσετε πολλά μυστικά. Εκεί ερμηνεύεται και η δική σας περίπτωση. Κάποτε κακεντρεχείς Εβραίοι ήθελαν να συλλάβουν και να σκοτώσουν τον Κύριο Χριστό. Αλλά δεν τους επετράπη. Γιατί;… «αὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτὸν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ» (Ιωαν. 8,20). Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος σε άνθρωπο αν ο τα πάντα ορών Κύριος δεν επιτρέψει ή δεν αφήσει; Τίποτα. Γι αυτό οι δεσμοφύλακες σας και δήμιοι σας, τρεις φορές προσπάθησαν και τις τρεις απέτυχαν, αν και τίποτα στον κόσμο δεν φάνηκε να εναντιώνεται στην εξουσία που είχαν πάνω σας. Αλλά εναντιώθηκε Εκείνος που είχε την εξουσία πάνω στον κόσμο και τους ανθρώπους. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσετε τι έκανε ο Ύψιστος για σας. Αλλά μιλήστε στον περίγυρο σας γι' αυτό, ώστε και οι άλλοι να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ’ Αυτόν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δεν φτάνει μόνο η πίστη…" Ιεραποστολικές Επιστολές Β’, σελ. 310)
Προς μια φτωχή γυναίκα για την επιτυχημένη προσευχή
Ζείτε σε μεγάλη ανέχεια, με τον άνδρα και τον μικρότερο γιό. Ο μεγαλύτερος γιος είναι ήδη προ πολλού υπάλληλος. Αλλά αυτός έχει εντελώς αποκοπεί από τους γονείς του. Χρόνια δεν ήθελε να φανεί ούτε με γράμμα ούτε με κάποιο δώρο για σάς, τους φτωχούς και στοργικούς γονείς. Ο πατέρας δεν ήθελε πια ούτε να ακούσει για αυτόν. Όμως εσείς τον ησυχάζατε υπερασπιζόμενη τον γιο, και βρίσκατε συγχώρεση για την αμέλεια του προς εσάς. Κρυφά όμως, χύνατε δάκρυα και προσευχόσασταν στον Θεό για τον απομακρυσμένο γιό. Κι αυτό διήρκεσε μερικά χρόνια. Τη μητρική ψυχή σας γέμιζε ο φόβος και η ντροπή. Ο φόβος να μην καταραστεί ο πατέρας τον γιο, αλλά και η ντροπή να μην τον αποκηρύξει δημόσια. Εξαιτίας αυτού, όλο και πιο εγκάρδια, όλο και πιο συχνά υψώνονταν οι προσευχές σας σε Εκείνον, που είναι ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει. Προσευχόσασταν, νηστεύατε, ανάβατε κεριά, δίδατε ελεημοσύνη και όλα τα άλλα που καθορίζει η πίστη. Ασταμάτητα, από μέρα σε νύχτα, πέρασαν επτά χρόνια. Ούτε σταματούσατε, ούτε αμφιβάλλατε!
Τελικά, μετά από επτά χρόνια, λάβατε εκείνο που ζητούσατε από τον Θεό. Λάβατε τον γιό. Η καρδιά του σκληρού γιου γύρισε προς τους γονείς. Την προηγούμενη Ανάσταση λάβατε απ’ αυτόν ένα μετανιωμένο γράμμα και μια επιταγή. Παρακαλεί για συγχώρεση. Παραξενεύεται με τον εαυτό του, πως μπόρεσε πολύ καιρό να είναι οξύς απέναντι στους γονείς του. Σαν κάποια σκληρή πέτσα να πιάστηκε γύρω από την καρδιά του. Υπόσχεται να γράφει τακτικά και να στέλνει βοήθεια. Την υπόσχεση την εκπλήρωσε. Κάθε βδομάδα σας έρχεται γράμμα τώρα απ’ αυτόν και κάθε μήνα επιταγή. Η μητρική χαρά δεν τελειώνει πουθενά. Η ευγνωμοσύνη σας στον Θεό υπερβαίνει τα λόγια και ξεσπάτε σε λυγμούς.
Κι εγώ χαίρομαι για την χαρά σας και ευγνωμονώ τον Θεό, σεβαστή κυρία. Εγώ με κάθε σοβαρότητα σας προσφωνώ κυρία. Η αρχοντιά σας δεν είναι στο πλήθος των γήινων πραγμάτων, ούτε στον εφήμερο πλούτο, ούτε στην ανθρώπινη ματαιοδοξία. Ούτε η αρχοντιά σας είναι βασισμένη στο αρχοντικό αίμα, αλλά στο αρχοντικό πνεύμα. Εσείς υψώσατε την ψυχή σας έως τον Βασιλέα των Βασιλέων και τον Άρχοντα των Αρχόντων. Με τις σκέψεις σας επικοινωνείτε μαζί Του, με τις προσευχές σας μιλάτε με Αυτόν. Αυτός είναι ο αέρας και το φώς της ψυχής σας, πάντα παρών μπροστά στην πνευματική όραση σας. Μ’ όποιον και να μιλάτε, μιλάτε σαν σε τρίτο. Αφού ο Θεός είναι ο δεύτερος, ανάμεσα σε εσάς και σε κάθε συνομιλητή σας. Μιλάτε μέσω του Θεού σ’ όποιον και να μιλάτε, όπως σκέπτεστε πριν από την ομιλία μέσω του Θεού. Είστε δούλη του Θεού, γι’ αυτό και κόρη του Θεού. Από εκεί προέρχεται η αρχοντιά και η ευγένεια σας. Τούτη είναι η μόνη αρχοντιά, η οποία δεν χάνεται, η μόνη αριστοκρατικότητα, που είναι αιώνια. Αυτές αποκτώνται με την πίστη· τις διατηρείτε με τις δακρυσμένες προσευχές.
Στις προσευχές σας απάντησε ο Κύριος μυστικά στην καρδιά σας όποτε κάποτε στην Χαναναία γυναίκα : « Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστης! Γενηθήτω ως θέλεις!» (Ματθ. 15,28). Και έτσι έγινε όπως θέλατε. Τον πλανεμένο ο γιό ο Κύριος σας τον έστρεψε στον ορθό δρόμο, τον έσωσε από την κατάρα του πατέρα και τον πατέρα από την απελπισία. Εσάς όμως ο Ύψιστος θα επιβραβεύσει για την πίστη σας ακόμα και μ’ αυτό, που όλο και πιο ισχυρά θα στερεώνει την πνευματική αρχοντιά σας και την ευγένεια, ώσπου να περάσετε στο αιώνιο βασίλειο, όπου άρχουν οι ευγενείς του Χριστού.
Ειρήνη σε εσάς και ευλογία από τον Χριστό.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 61
Στην μοναχική κυρία για την προσευχή.
Είστε πικραμένη επειδή ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές σας! Μη πικραίνεστε μ’ Εκείνον, από τον οποίο έχουμε και το είναι και τη ζωή και την αναπνοή και το λογικό, και όλα. Σας παρακαλώ, μην παραπονιέστε για Εκείνον, που έχει χιλιάδες φορές περισσότερο δίκαιο να παραπονεθεί για εμάς μπροστά στους αγγέλους και τους αγίους Του. Ακόμα και αν ο Κύριος δεν εκπληρώνει όλες τις προσευχές μας, εκείνες φέρνουν στην ψυχή μας καρπό, κάνοντας τις ψυχές μας πλουσιότερες και πιο ώριμες. Αυτό είναι το μυστήριο, που γνώρισαν οι πνευματικοί εξερευνητές του εαυτούς τους. Ας πούμε ότι κάποιος σπέρνει το σιτάρι και προσεύχεται ο σπόρος να φέρει καρπό. Αντί καρπού φυτρώνει χορτάρι. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό. Αλλά αντί του καρπού από το χόρτο μεγαλώνει καλάμι και στάχυ. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό, και τελικά, τα καλάμια, γεμίζουν σιτάρι, και ωριμάζει, και πέφτει στην ποδιά του προσευχόμενου. Όλες οι πραγματικές μας προσευχές εν καιρώ θα φέρουν τον καρπό τους. Όπως λέει ο Ρώσος ποιητής Βγιαζέμσκι:
και την αίθρια ημέρα και κάτω από την καταιγίδα,
κατά την συνάντηση της ευτυχίας ή της ανάγκης
να περάσει πάνω σου η σκιά του σύννεφου
ή το φώς των αστέρων,
προσευχήσου! Προσευχήσου από την άγια προσευχή
Ωριμάζουν μέσα μας οι μυστικοί καρποί.
Ο Θεός μας όρισε την προσευχή όχι προκειμένου να μάθει τι χρειαζόμαστε- αφού γνωρίζει και πριν την σύλληψη μας, τι θα χρειαστούμε σε κάθε λεπτό της ζωής- αλλά προκειμένου οι ψυχές μας, υπό τις ακτίνες της προσευχής, να μεγαλώνουν, να ευρύνονται, να υψώνονται και να ωριμάζουν. Εάν, προς στιγμή, δεν απαντά στις προσευχές, σημαίνει, ότι δεν επιθυμεί να γίνει σε εμάς εκείνο που εμείς θέλουμε αλλά εκείνο που Αυτός θέλει. Σ’ αυτήν την περίπτωση επιθυμεί για εμάς και μας προετοιμάζει για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο από εκείνο που εμείς στην προσευχή Του ζητάμε. Γι’ αυτό πρέπει με ταπεινοφροσύνη να ολοκληρώνουμε κάθε προσευχή με την φράση: « Πατέρα ας γίνει το θέλημα σου, και όχι το δικό μου».
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 79
Σε έναν άγνωστο άνθρωπο για την βοήθεια του Θεού.
Μου γράφετε από τη Γαλλία. Ταξιδεύατε στη θάλασσα και στη στεριά, σας έπιασε κάποια αρρώστια, και ήσασταν κοντά στην απελπισία. «Ταξίδευα μόνος», γράφετε «δεν μπορούσα να απευθυνθώ σε κανέναν, ούτε ήθελα, αφού ήμουν πεπεισμένος για την αδυναμία των ανθρώπων. Η μόνη μου ελπίδα ήταν ο Θεός. Σ’ Αυτόν απευθύνθηκα, και Αυτός με βοήθησε. Άκουσε την σύντομη αλλά από καρδιάς προσευχή μου μέσα στη νύχτα. Σαν έκφραση ευγνωμοσύνης στέλνω τριακόσια δηνάρια για τους φτωχούς ή για την εκκλησία. Μοιράστε τα, όπως Εσείς θεωρείτε σκόπιμο.»
Επειδή δεν έχω άλλο τρόπο να σας πληροφορήσω, το κάνω μ’ αυτόν τον τρόπο. Έλαβα, λοιπόν, και το γράμμα και τα χρήματα, και έπραξα σύμφωνα με την επιθυμία σας. Ο Θεός να σας είναι πάντοτε αρωγός.
Ποτέ μην αφήσετε την προσευχή, και ο Θεός δεν θα σας εγκαταλείψει. Με την προσευχή παραδεχόμαστε δύο πράγματα: την αδυναμία μας και την παντοδυναμία του Θεού. Με την προσευχή υψώνουμε τον Θεό στην θέση που Του αρμόζει, και κατεβάζουμε τον άνθρωπο στην θέση που του αναλογεί. Οι άνθρωποι που δεν ξέρουν την προσευχή, τα ανακατεύουν όλα, έτσι ώστε να υψώνουν τον εαυτό τους και να κατεβάζουν τον Θεό. Φθάνει μια συζήτηση με αυτούς, για να δείτε, σε ποιο ύψος κρατούν τον εαυτό τους και πόσο χαμηλά τον Δημιουργό τους. Όπου απουσιάζει η προσευχή είναι παρούσα η υπερηφάνεια. Και η υπερηφάνεια είναι σαν φουσκωμένο μπαλόνι, που σπάει με ένα τρύπημα της βελόνας. Έτσι και η υπερηφάνεια με ένα ελάχιστο τρύπημα της μοίρας μεταμορφώνεται σε απελπισία. Ο λογικός άνθρωπος είναι πάντα ταπεινόφρων, ενώ ο ταπεινόφρων μέσω της ταπεινοφροσύνης γίνεται πολύ λογικός. Όταν ο ταπεινόφρων άνθρωπος ζητά την βοήθεια από τους ανθρώπους, αυτός στην πραγματικότητα προσδοκά την βοήθεια από τον Θεό. Και όταν πηγαίνει στα ιαματικά λουτρά, προσεύχεται στον Θεό για βοήθεια. Αφού γνωρίζει ότι ο Θεός βοηθά είτε άμεσα, χωρίς την μεσιτεία των ανθρώπων και των πραγμάτων, είτε έμμεσα, μέσω των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Εσάς σας βοήθησε άμεσα. Τον Ιωσήφ τον έσωσε μέσω των ανθρώπων, των Αιγύπτιων εμπόρων. Σε κάθε περίπτωση μόνο ο Θεός βοηθά και κανείς άλλος. «Η βοήθεια μου παρά Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Ψαλμ.120,2), λέει ο ψαλμωδός.
Από τον Θεό υγεία σε σας και σωτηρία.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 120
Στη δασκάλα Γ.Ζ. για την προσευχή
[…..]
Ρώτησα μια συγγενή από το Βελιγράδι: «Τι γιορτάζετε;»
«Γιορτάζουμε τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Λουκά».
«Και γιατί δύο γιορτές;»
«Τον Άγιο Γεώργιο τον γιορτάζουμε επειδή είναι η σλάβα μας από τους προγόνους μας. Τον Άγιο Λουκά τον γιορτάζουμε επειδή έσωσε τον άντρα μου από τη δουλεία. Κατά την περίοδο της αυστριακής κατοχής, οδήγησαν τον άντρα μου στη φυλακή και μετά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έπεσα στη γη κλαίγοντας και επί τρείς ώρες προσευχόμουν στον Άγιο Λουκά υποσχόμενη ότι θα τον τιμώ στην σλάβα μου μαζί με τον Άγιο Γεώργιο, αν ελευθερώσει τον άντρα μου. Και ενώ εγώ ακόμα συνέχιζα τις μετάνοιες στην προσευχή, στο τρίωρο περίπου απάνω, ο άντρας μου επέστρεψε στο σπίτι ελεύθερος».
Βλέπεις πως ο ζωντανός Θεός μας βοηθά εκείνους που προσεύχονται σ’ Αυτόν; Προσπάθησε και εσύ με πίστη και ελπίδα.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 300
Αναδημοσίευση από: http://anazhthseis-elena.blogspot.gr
Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
Σιωπή στα χείλη και σιωπή στην καρδιά
«Η σιωπή σου να είναι μυστική, στην καρδιά σου. Εξωτερικά να μην φαίνεται ότι σιωπάς και το αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Ευθύς ως ειπείς δύο τρία λόγια, συνεχίζεις μέσα σου μυστικά να στέλνεις προσευχή για όλους στον Κύριο. Να αγκαλιάζεις μυστικά στην καρδιά σου, με αγάπη, όλο το κοινόβιο. Όλη την Εκκλησία… Να αγιάζεις τη σιωπή σου με την προσευχή, να μην είναι στείρα και άγονη» (Γέροντος Πορφυρίου Ανθολόγιο Συμβουλών σελ. 281)
«Σε άλλο σημείο των Αποφθεγμάτων των πατέρων της Ερήμου, αναφέρεται πως «ο Θεός επέλεξε την ησυχία πάνω από όλες τις άλλες αρετές». Σύμφωνα με τον άγιο Νείλο Αγκύρας «είναι αδύνατον να καθαρίσει το λασπόνερο, όταν αναδεύεται συνεχώς· και είναι αδύνατον να γίνει κάποιος μοναχός χωρίς ησυχία» (Καλλίστου Γουέρ, Η εντός ημων βασιλεία σελ. 12)
«Ένας αρχάριος μοναχός πήγε να συμβουλευτεί τον αββά Ποιμένα. Ήταν το μέσο περίπου της Σαρακοστής. Αφού εξομολογήθηκε τους λογισμούς του κι η ψυχή του αναπαύτηκε, είπε στον Όσιο: - Παρ’ ολίγο δεν θα αποφάσιζα να έλθω ως εδώ σήμερα και θα έχανα τόση ωφέλεια.
- Γιατί τέκνο μου; ρώτησε ο όσιος. – Μου έλεγε ο λογισμός πως δεν θα με δεχόσουν, αββά, επειδή είναι Τεσσαρακοστή. – Εμείς εδώ, τέκνον, είπε ο αββάς Ποιμήν, δεν συνηθίζουμε την Τεσσαρακοστή να κλείνουμε εκείνη τη μικρή ξύλινη εξώπορτα, αλλά τούτη. Κι έβαλε το δάκτυλο στα χείλη» (Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 82-83)
«Έχεις κακές αναμνήσεις; Μην τις λες σε κανέναν. Άφησέ τις στο βυθό της ψυχής σου και γρήγορα θα εξαφανιστούν. Ας μην αφήσουμε τις σκέψεις μας να γίνουν λόγια. Ας τις καταπιέζουμε εντός μας και θα χαθούν. Όταν κλείσεις σε ένα λάκκο διάφορα θηρία, και φράξεις το λάκκο από πάνω, τα θηρία θα σκάσουν από ασφυξία. Όταν όμως από κάποια τρυπούλα μπει λίγος αέρας, τότε όχι μόνο δεν θα ψοφήσουν, αλλά και θα εξαγριωθούν! Έτσι γίνεται και με τις πονηρές μας σκέψεις. Όταν εμφανιστούν μέσα μας, ας κλείσουμε την έξοδο (=στόμα) και θα τις εξαφανίσουμε αμέσως. Αν τις εξωτερικεύσουμε με τα λόγια, θα αναπνεύσουν με τη γλώσσα και θα γίνουν δυνατές. Και έτσι γρήγορα θα κατρακυλίσουμε στα βάραθρα των παραλόγων πράξεων». (Ιωάννου Χρυσοστόμου στο αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Τέρμα δε σε χωνεύω» σελ67-68)
«Ο αββάς Διάδοχος είπε: - Όπως συμβαίνει με τις πόρτες των λουτρών, που όταν ανοίγουν συχνά διώχνουν τη θέρμανση προς τα έξω, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή: όταν θέλει πολύ συχνά να ανοίγει διάλογο με πολλούς για διάφορα θέματα, έστω και να για όλα λέει σωστά πράγματα, χάνει ωστόσο τη θέρμη της, η οποία εξαφανίζεται από την πύλη των λόγων. Για αυτό και είναι πολύ ωφέλιμη η σιωπή, όταν χρειάζεται, που δεν είναι βέβαια τίποτα άλλο από μητέρα σοφωτάτων εννοιών» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 36)
Σιωπή κακή, ένοχη…
«Όταν η ελευθερία διατρέχει κίνδυνο ή όταν το δίκαιο στραγγαλίζεται, τότε η σιωπή δεν είναι χρυσός, είναι κάρβουνο που μουντζουρώνει. Γιατί, όπως είμαστε υπόλογοι για κάθε βλαβερό μας λόγο, έτσι είμαστε υπόλογοι και για κάθε ένοχη σιωπή μας» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 182)
«Μη διακινδυνεύεις την ζωή σου. Γίνε επιφυλακτικός», τον συμβουλεύουν οι φίλοι του. – «Μα, αγαπητοί μου, δεν πρόκειται περί τόλμης!» απαντούσε ο Κόνων. «Κάνω το καθήκον μου. Αν βλέπατε έναν να πνίγεται δεν θα πέφτατε στη θάλασσα να τον σώσετε; Αυτό κάνω! Διακηρύσσω την αλήθεια για να σώσω όχι πλέον σώματα, αλλά ψυχές. Η σιωπή είναι ένοχος, αλλά και η βραδύτητα είναι ένοχος».
Οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και η τρικυμία εμαίνετο. Νόμισαν δε πως καταπόντισαν και το κήρυγμά του στην άβυσσο των κυμάτων. – Αλλά το κήρυγμα το Κώνονος διδάσκει και σήμερα: «Η σιωπή είναι ένοχος. Πρέπει να μιλάς για την αλήθεια παντού» (Κων/νου Κούρκουλα, Ψιχία από της τραπέζης Νο 487)
«Είναι χαρακτηριστικό δούλου το να μην λες αυτά που σκέφτεσαι, όταν μάλιστα υπάρχει ανάγκη να μιλήσεις» (Μουσωνίου, Ανθ. Στοβ., Μ,9)
«Συχνά πλανιόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι είμαστε υπομονετικοί και πράοι, επειδή δεν καταδεχόμαστε να απαντήσουμε στην πρόκληση του αδελφού μας. Πρέπει να ξέρουμε όμως, ότι την ώρα που κρατάμε αυτήν την πικρόχολη σιωπή ή όταν κάνουμε μια κοροϊδευτική χειρονομία, τότε ουσιαστικά χλευάζουμε τους ταραγμένους αδελφούς μας και με αυτό το απαθές προσωπείο τούς εξοργίζουμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει η οργισμένη αντίδρασή μας. Νομίζουμε ότι δεν είμαστε διόλου ένοχοι απέναντι στο Θεό, επειδή δεν απαντήσαμε άσχημα και δεν πέσαμε στα μάτια των ανθρώπων. Στα μάτια του Θεού όμως δεν μετράνε μόνο τα λόγια, αλλά κυρίως και πρωταρχικά αξιολογείται η προαίρεση… Κατά τον ίδιο τρόπο, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί η σιωπή μας την ώρα της αντιδικίας, αν αυτή παίρνει τη θέση της βρισιάς και της αντιλογίας ή αν την συνδυάζουμε με κάποιες χειρονομίες, οι οποίες θα εξοργίσουν ασφαλώς περισσότερο αυτόν που προσπαθούμε να κατευνάσουμε και έτσι θα γίνουμε αιτία της καταστροφής του. Γινόμαστε μεγαλύτεροι εγκληματίες και μόνο από το γεγονός ότι φροντίζουμε να καλύψουμε φίλαυτα την αδιαφορία μας, θέλοντας να δικαιωθούμε. Και αυτό το κάνουμε τη στιγμή που βλέπουμε πως ο αδελφός μας κινδυνεύει άμεσα και εμείς θα μπορούσαμε ασφαλώς να του συμπαρασταθούμε. Μια τέτοια σιωπή θα είναι ασφαλώς για όλους ολέθρια… Συχνά, μια προσποιητή υπομονή εξωθεί πιο βίαια προς την οργή από ό,τι θα έκαναν τα υβριστικά λόγια. Μια μοχθηρή σιωπή ξεπερνά σε πίκρα και τις πιο δυνατές βρισιές. Επιπλέον, υπομένουμε πιο εύκολα τα χτυπήματα από ένα δηλωμένο εχθρό, παρά τα ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου υποκριτή. (αββά Κασσιανού, εκδ. Ετοιμασία τόμος Β σελ. 30-32)
Πότε να μιλώ, πότε να σιωπώ; Η αρετή της διάκρισης
«Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τι είναι καλύτερο, να μιλήσει κάποιος ή να σιωπήσει;». Του λέει ο γέρων: «Όποιος μιλά για χάρη του Θεού, καλά κάνει. Και όποιος σιωπά για χάρη του Θεού, πάλι καλά κάνει». (Γεροντικό, αββάς Ποιμήν ρμστ΄)
«Ο αββάς Ιωσήφ λέει στον αββά Νισθερώο: «Τι να κάνω με τη γλώσσα μου, που δεν μπορώ να τη συγκρατήσω;». Και του λέει ο γέρων: «Αν λοιπόν μιλήσεις έχεις ανάπαυση;» Του απαντά: «Όχι». Και είπε ο γέρων: «Αν δεν έχεις ανάπαυση, γιατί μιλάς; Καλύτερα να σιωπάς. Και αν γίνεται ομιλία, πιο πολλά να ακούς παρά να λες» (Γεροντικόν αββάς Νισθερώος γ΄)
«Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα: «Αν δω κάτι, εγκρίνεις να το πω;». Του λέει ο γέρων: «Είναι γραμμένο: Όποιος αποκρίνεται λόγον πριν ακούσει, αφροσύνη αυτω εστί και όνειδος. Αν ρωτηθείς, πες. Αλλιώς, ας σιωπάς». (Γεροντικόν αββάς Ποιμήν με΄)
«Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο καθηγητής του λόγου και της σιωπής, θα μας πει και πάλι: «Φθέγγου μεν, ει τι κρείττον σιωπής έχεις». «Τότε μόνο να μιλάς, όταν έχεις να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή. Διαφορετικά, «σιωπή, λόγου τιμιωτέρα». (Μιχαήλ Μιχαηλίδη, Διάκριση σελ. 125)
«Ή να λες κάτι καλύτερο από τη σιωπή ή να σωπαίνεις» (Ευριπίδης,Ανθ.Στοβ., ΛΔ1)
Ο πιο δύσκολος αγώνας
«Άλλοτε, καθώς έγινε συνέδριο στη Σκήτη, θέλοντας οι πατέρες να δοκιμάσουν τον αββά Μωϋσή τον Αιθίοπα, τού φέρθηκαν πολύ περιφρονητικά, λέγοντας: «Τι θέση έχει ανάμεσά μας αυτός ο αράπης;». Και εκείνος, ακούοντας, σιώπησε. Όταν δε διαλύθηκε η σύναξη, τού λέγουν: «Αββά, δεν ταράχτηκες;». Και τους λέει: «Ταράχτηκα, αλλά δεν μίλησα». (Γεροντικόν, αββάς Μωϋσής γ΄)
«Είπε κάποτε ο αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω όπου δεν παρακαλώ πλέον το Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξαιτίας της πέφτω και αμαρτάνω». (Γεροντικόν αββά Σισώη ε΄)
Καθολική Επιστολή αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου
Ιακ. 3,2 πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. (=Διότι όλοι μας βέβαια πταίομεν πολύ απέναντι του Θεού και πολύ περισσότερον μάλιστα και ευκολώτερα πταίομεν με τα λόγια μας. Εάν κανείς δεν πταίη εις τα λόγια του και ομιλή πάντοτε τα ορθά, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, έχων την ικανότητα να συγκρατήση και κυβερνήση ολόκληρον τον ευατόν του.
Ιακ. 3,3 ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν. (=Ιδετε τι συμβαίνει με τους ίππους. Εις τα στόματα των ίππων βάζομεν το χαλινάρι, δια να υποτάσσωνται αυτοί εις ημάς και έτσι διευθύνομεν και καθοδηγούμεν, όπου θέλομεν, όλο το σώμα των.
Ιακ. 3,4 ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται. (=Ιδού και τα πλοία, καίτοι είναι τόσον μεγάλα και ωθούνται ισχυρώς από ορμητικούς ανέμους, κυβερνώνται εν τούτοις και διευθύνονται όπου η επιθυμία του πηδαλιούχου θέλει, από ένα μικρότατον πηδάλιον.
Ιακ. 3,5 οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! (=Ετσι και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος στο σώμα του ανθρώπου και εν τούτοις καυχάται με αλαζονείαν και με τας ακρισίας και δολιότητάς της προκαλεί μεγάλα κακα. Ιδού πως λίγη φωτιά ανάπτει τεραστίαν πυρκαϊάν εις απέραντα δάση.
Ιακ. 3,6 καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης. (=Και η γλώσσα είναι φωτιά, αιτία αναριθμήτων κακών, κόσμος ολόκληρος αδικίας και πάσης κακίας. Ετσι και η γλώσσα γίνεται μεταξύ των μελών μας η κατ' εξοχήν επικίνδυνος, η οποία μολύνει όλον το σώμα και ανάπτει πυρκαϊάν, που καταφλογίζει όλον τον κύκλον της ζωής, και καταφλέγεται έπειτα και αυτή από το πυρ της γεέννης δια τας παρεκτροπάς της.
Ιακ. 3,7 πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, (=Μεγα κακόν η γλώσσα. Διότι κάθε φυσική αγριότης και θηρίων και πτηνών και ερπετών και θαλασσίων ζώων δαμάζεται από την θεόσδοτον επινοητικότητα και κυριαρχίαν του ανθρώπου.
Ιακ. 3,8 τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου. (=Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς).
Η αξία και η απαξία της…
«Είναι χαρακτηριστικό:
Το να λες πολλά και καλά: του έξυπνου.
Το να λες λίγα και καλά: του φρόνιμου.
Το να λες πολλά και άτοπα: του επιπόλαιου.
Το να λες λίγα και σαχλά: του ανόητου.
Το να σιωπάς: του σοφού
(Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 29)
«Σε κάποιον σοφιστή που είπε: «Ο λόγος είναι το πιο δυνατό πράγμα από όλα», αποκρίθηκε: «Εσύ, επομένως, αν δεν μιλάς, δεν αξίζεις τίποτα». (Πλούταρχος,Αποφθέγματα Λακωνικά, Αγις ο Αρχιδάμου,7)
«Η σιωπή είναι η αρετή των ηλιθίων» (Φράνσις Μπέικον)
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωφέλιμο από τη σιωπή» (Μένανδρος)
«Την σιωπή αγαπούσαν όλα τα μεγάλα πνεύματα, διότι βαθέως ησθάνοντο την αλήθεια της λαϊκής παροιμίας: η ομιλία είναι άργυρος, η σιωπή είναι χρυσός. Εκαστος σκεπτόμενος άνθρωπος εξ ιδίας του εμπειρίας γνωρίζει ότι ο εαυτός του δεν είναι εκείνος περί του οποίου ομιλεί, παρά ο εαυτός τον οποίο αποσιωπά. Όχι εκείνο το οποίο αποσιωπά εκουσίως, αλλά εκείνο το οποίο αποσιωπά αναγκαίως, διότι αδυνατεί να το εκφράσει. Οι συζητήσεις μας στον κόσμο είναι σαν τα ψιλά κέρματα με τα οποία εξαγοράζουμε τον εαυτό μας, ενώ το μέγα νόμισμα παραμένει εντός μας μη φανερούμενο… Εξάλλου όλα τα μεγάλα στοιχεία είναι πολύ σιωπηλά, και ο ίδιος ο Θεός ο πλέον σιωπηλός των πάντων, ενώ όλα τα μικρά πράγματα είναι ομιλητικά. Τι περίεργο, λοιπόν, το ότι όλα τα μεγάλα πνεύματα είναι σιωπηλά;» (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Πέτρου Μπότση σελ. 149-150)
Ο λόγος
Σκυλί ο λόγος,
Δάγκωσε τη σιωπή
Και τού σπασαν τα δόντια. (Ελευθέριος Μάινας, Τα Ποιήματα σελ. 153)
«Ο ίδιος ο αββάς Θεόφιλος ο Αρχιεπίσκοπος πήγε κάποτε στη Σκήτη. Συνάχθηκαν λοιπόν οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ: «Πές ένα λόγο στον πάπα, για να ωφεληθεί». Τούς αποκρίνεται ο γέρων: «Αν δεν ωφελείται με τη σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου δεν πρόκειται να ωφεληθεί» (Γεροντικόν, του αρχιεπισκόπου Θεοφίλου β΄)
«Πώς νάσαι ακριβομίλητος
τ’ αηδόνι σε μαθαίνει·
τον ένα μήνα κελαηδεί
τους έντεκα σωπαίνει» (Δροσίνης)
«Κανένας δεν διδάσκει καλύτερα από το μυρμήγκι που δεν λέει τίποτα» (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 28)
Χορικό
Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει,
Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει ο ήλιος.
Ορη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη. Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες.
Τα μάτια δε λένε. Δεν υπάρχουν σκάλες τόσο μεγάλες να κατέβει κανείς
ως εκεί που ταράζεται του ανθρώπου ο πυρήνας.
Αν μιλούσε η σιωπή, αν φυσούσε, αν ξέσπαγε - θα ξερίζωνεν όλα τα δέντρα του κόσμου. (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Η σιωπή! Το πιο δύσκολο κατόρθωμα
«Όταν ο Αριστοτέλης ρωτήθηκε ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή, απάντησε: «Το να σωπαίνεις για όσα δεν πρέπει να μιλάς». (Αριστοτέλης,Ανθ. Στοβ., ΜΑ,8)
«Όταν επιπλήχθηκε ο Αισχίνης ο Σωκρατικός, επειδή σιωπούσε, ενώ υπήρξε μαθητής του Σωκράτη, είπε: «Κοντά στο Σωκράτη δεν έμαθα μόνο να μιλώ, αλλά και να σιωπώ» (Αισχίνης, Ανθ. Στοβ., ΛΔ,10)
«Ο Ιπποκράτης, ένας από τους δέκα σπουδαίους ρήτορες, ζήτησε από τον Κάρφωνα, που ήταν φλύαρος και ήθελε να σπουδάσει κοντά του, διπλό μισθό. Όταν ρωτήθηκε από τον μαθητή του γιατί ζητά διπλό μισθό, είπε: «Ένα μισθό για να μάθεις να ομιλείς και ένα για να μάθεις να σιωπάς». (Κων/νου Κούρκουλα, Στάχυα τόμ Β σελ. 302)
«Μερικοί φιλόσοφοι και ρήτορες του κόσμου επισκέφτηκαν κάποτε το κελί ενός φημισμένου για την αρετή του Γέροντα. Μετά τη συνήθη προσευχή της συναντήσεως, ο Γέροντας συνέχισε να πλέκει το εργόχειρό του, σιωπώντας, και μη σηκώνοντας καν το κεφάλι προς εκείνους. Αφού πέρασε λίγη ώρα, εκείνοι τον παρακάλεσαν: - Γέροντα, πές μας κάποιο λόγο. Εκείνος πάλι συνέχιζε να σιωπά. Και εκείνοι επιμένουν:
- Εμείς, Γέροντα, για αυτό ήρθαμε σε σένα, να ακούσουμε κάποια λόγια σου και να ωφεληθούμε. Και τότε ο γέροντας τους είπε: - Εσείς ξοδέψατε πολλά χρήματα, για να μάθετε να μιλάτε· εγώ, όμως, εγκατέλειψα τον κόσμο για να μάθω να σιωπώ. Εκείνοι, ακούγοντας τούτα τα λόγια, εθαύμασαν τη σοφία του γέροντα, και αναχώρησαν με την ψυχή ωφελημένη» (Ερως Ερήμου,Π.Β.Πάσχου σελ. 85-86)
«Χρειάζεται δύο χρόνια σχεδόν ο άνθρωπος, για να μάθει να μιλάει και πολλές φορές περισσότερο από εξήντα χρόνια για να μάθει, πότε να μιλάει»
«Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι πέρασε τρία χρόνια έχοντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του ώσπου κατόρθωσε να σιωπά» (Γεροντικόν, αββάς Αγάθων ιε΄)
Η σιωπή του Ιησού
Κατά Ματθαίον. 27,12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. (=Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν).
Ματθ. 27,13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; (=Τοτε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούεις πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”)
Ματθ. 27,14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. (=Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζη παρά πολύ την γαλήνην και το ηθικόν μεγαλείον του δεσμώτου)
«Και διέφυγε την προσοχή του άρχοντα του παρόντος κόσμου η παρθενία της Μαρίας και ο τοκετός της, καθώς και ο θάνατος του Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγαλέα, που έγιναν με ησυχία Θεού» (Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου προς Εφεσίους εκδ. ΕΠΕ σελ. 89)
«Η σιωπή είναι μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, ενώ οι λόγοι είναι όργανο του κόσμου τούτου» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος εκδ. ΕΠΕ τομ. Γ σελ. 333)
Η σιωπή στις σχέσεις μας
«Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ» (Γεροντικόν, αββάς Αρσένιος μ΄)
Η σιωπής της Αγίας Μόνικας μητέρας του ιερού Αυγουστίνου.
«Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος κατά βάθος πολύ καλός, αλλά τρομερά οξύθυμος. Εκείνη ήξερε πως έπρεπε όχι μόνο να υπομένει καρτερικά τα ξεσπάσματα του άντρα της, αλλά και να κρατά το στόμα κλειστό. Όταν πια τον έβλεπε ήρεμο και χαλαρωμένο κι έκρινε τη στιγμή κατάλληλη, τότε μόνο θα του έδινε εξηγήσεις, να τα νεύρα του είχαν ξεσπάσει αδικαιολόγητα. Ένα σωρό γυναίκες είχαν άντρες πολύ πιο ήρεμους, και όμως είχαν σημάδια από το ξύλο και παραμορφωμένα πρόσωπα. Ωστόσο, όταν τα συζητούσαν, έριχναν πάντοτε το φταίξιμο στον άντρα. Τότε η μάνα μου τις μάλωνε για τη γλώσσα τους… Εκείνες πάλι, επειδή γνώριζαν πως έπρεπε να υπομένει έναν άνδρα τόσο οξύθυμο, έμεναν κατάπληκτες που ουδέποτε ακούστηκε κι ούτε ποτέ υπήρξε ένδειξη ότι ο Πατρίκιος χτύπησε τη γυναίκα του, ή ότι το ζευγάρι λογόφερε, έστω και για μια μέρα, για τα οικογενειακά του. Όταν τα λέγανε αναμεταξύ τους και ψάχναν την αιτία, εκείνη τους εξηγούσε τη μέθοδο της, την οποία ανέφερα παραπάνω…» (αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις, εκδ. Πατάκη σελ. 66-67)
«Κάποτε, πήγε στον άγιο Βικέντιο Φερρέρ μια κυρία, η οποία παραπονιόταν πως ο άντρας της ήταν πάντα κακόκεφος και θυμωμένος ώστε να κάνει ανυπόφορη τη συμβίωσή τους. – Πήγαινε στο μοναστήρι, απάντησε ο άγιος και πες στο θυρωρό να σου δώσει λίγο νερό από τη βρύση. Όταν ο άνδρας σου επιστρέψει στο σπίτι, πιες μια γουλιά, χωρίς όμως να την καταπιείς και κράτησε το νερό μέσα στο στόμα σου. Θα δεις τι θαύματα θα γίνουν.
Η γυναίκα έκανε όπως ακριβώς της είχε πει ο άγιος. Το βράδυ, όταν ο άνδρας της, νευρικός ως συνήθως, γύρισε στο σπίτι, εκείνη ήπιε μια γουλιά από το θαυματουργό νερό και έκλεισε τα χείλη της. Πράγματι το θαύμα έγινε. Ύστερα από λίγα λεπτά, ο άνδρας της σώπασε κι έτσι η οικογενειακή τρικυμία πέρασε. Και τις επόμενες ημέρες, η γυναίκα κατέφυγε σε αυτό το ίδιο φάρμακο και κάθε φορά το νερό εκείνο είχε το ίδιο θαυματουργό αποτέλεσμα. Ο άνδρας της δεν ήταν πια νευρικός, αντιθέτως είχε γίνει ξανά όπως άλλοτε: της ψιθύριζε τρυφερά και στοργικά λόγια και την επαινούσε για την υπομονή και την πραότητά της. Η γυναίκα ήταν τόσο ευτυχής για την αλλαγή του άνδρα της, που έτρεξε πάλι στον άγιο για να του αναφέρει το θαύμα που είχε γίνει με αυτό το ιδιαίτερο νερό. Ο άγιος Βικέντιος χαμογέλασε και της είπε: - Όχι! Δεν ήταν το νερό της βρύσης που προκάλεσε αυτό το θαύμα, αλλά μόνον η δική σου σιωπή. Άλλοτε οι συνεχείς αντιρρήσεις σου, έκαναν τον άνδρα σου να οργίζεται, ενώ τώρα η σιωπή σου τον κάνει να είναι πάλι στοργικός και τρυφερός. Ακόμη σήμερα στην Ισπανία, κυκλοφορεί το ρητό: Πιες λίγο νερό του αγίου Βικεντίου.» (Στοχασμοί και Αποφθέγματα, π. Rosario Scognamiglio σελ. 153-154)