E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Επιστολη 38.

Θεόδωρος, προς τις αδελφότητες τις διασκορπισμένες παντού. Χαίρετε, πολυπόθητοι μου αδελφοί και πατέρες, γιατί έχουμε ευχάριστα νέα. Αξιωθήκαμε και πάλι οι ανάξιοι να ομολογήσουμε την καλή ομολογία. Πάλι βασανιστήκαμε για το όνομα του Κυρίου και οι δύο, γιατί και ο αδελφός Νικόλαος αγωνίστηκε πάρα πολύ καλά και πιστά. Είδαμε οι ταπεινοί να χύνονται από τις σάρκες μας αίματα, είδαμε μελάνιασμα από χτυπήματα, είδαμε πύον, και όσα είναι επακόλουθα αυτών. Δεν είναι αυτά αφορμές χαράς, δεν είναι αφορμή ψυχικής αγαλλίασης;

Αλλά ποιος είμαι εγώ ο ταλαίπωρος, να συνταχθώ μαζί με σας τους άξιους ομολογητές του Χριστού, όντας ο πιο άχρηστος όλων των ανθρώπων; Και το αίτιο του γεγονότος αυτού ήταν η παλιά κατήχηση, την οποία παίρνοντάς την στα χέρια του ο βασιλιάς, την έστειλε στον διοικητή του στρατού, διατάζοντάς τον να έρθει ο κόμης της κόρτης σε μας, ο οποίος, αφού ήρθε μαζί με άρχοντες και στρατιώτες σε ώρα περασμένη, περικυκλώνοντας τον οικίσκο στον οποίο βρισκόμασταν ξαφνικά με κραυγές, σαν να επιτίθονταν σε εύρημα κυνηγιού, γκρέμισαν βιαστικά το ψηλό τείχος με σκαπάνες, και στη συνέχεια μας έβγαλε έξω, μας ανέκρινε, και μας έδειξε την κατήχηση. Ομολογήσαμε ότι εμείς την κάναμε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και αυτός βέβαια ζητούσε ένα πράγμα μονάχα, να συμμορφωθούμε με τη θέληση του βασιλιά. Είπαμε ό,τι απαιτούσε η αλήθεια.

Μη γένοιτο! Δεν αρνούμαστε τον Θεό μας, και όσα άλλα ήταν να απαντήσουμε ακούοντάς τον. Για όλα αυτά μας έδειρε βαρειά˙ και ο αδελφός βέβαια μετά την αμέσως φυλάκιση και μετά την καταγραφή στο βιβλίο, δεν έπαθε κανένα τέτοιο κακό με πόνους, εγώ όμως ο ταπεινός και αδύναμος καταλήφτηκα από δυνατό πυρετό και ανυπόφορους πόνους, και λίγο έλειψε να χάσω και τη ζωή μου. Ο αγαθός Θεός όμως σιγά-σιγά με λυπήθηκε, και με τη βοήθεια του αδελφού σ’ αυτά που έπρεπε, μολονότι οι πληγές παραμένουν ακόμα, και δεν έχουν θεραπευθεί τελείως.

Αυτά είναι τα όσα συνέβησαν, και σας έγραψα το πάθημά μας, γνωρίζοντας ότι επιθυμείτε να μάθετε και να συμπονέσετε μαζί μας. Τι λοιπόν που έγιναν αυτά; Και η απειλή είναι πιο φοβερή, και η ασφάλεια πιο σκληρή. Δαρμοί ακόμα και από τους φύλακες και τον προσωπικό φρουρό, για να μη βγάλουμε λέξη και να μη γράψουμε σε κανέναν.

Θα ζαρώσουμε άραγε και θα σωπάσουμε, πειθαρχώντας από φόβο στους ανθρώπους και όχι στον Θεό; Καθόλου. Αλλά για όσο καιρό θα μας ανοίγει πόρτα ο Κύριος, δεν θα παύσουμε να κάνουμε το καθήκον μας, όσο είναι δυνατό σε μας, φοβούμενοι και τρέμοντας την επικρεμαμένη αμαρτία της σιωπής. «Εάν υποχωρήσει», λέγει, «δεν ευαρεστείται η ψυχή μου σ’ αυτόν». Και πάλι ο Απόστολος λέγει˙ «Εμείς όμως δεν είμαστε από εκείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά άνθρωποι με πίστη και φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής μας». Γι’ αυτό και η παρούσα υποστολή μου απευθύνεται σε όλους βέβαια τους διασκορπισμένους αδελφούς που αντιμετωπίζουν τον διωγμό με στενοχώρια, ιδιαιτέρως όμως σε σας τους ομολογητές του Χριστού.

Ας υπομείνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, με δύναμη ακόμα περισσότερη, και όχι ζαρωμένοι από φόβο για τα παθήματα. Σάρκες είναι, ας μη τις λυπηθούμε. Επειδή βασανιζόμαστε για τον Χριστό, ας δοκιμάζουμε αγαλλίαση. Αυτός που υφίσταται περισσότερους πόνους, ας χαίρεται περισσότερο, γιατί θα έχει μεγαλύτερο μερίδιο στις ανταμοιβές. Αυτός που φοβάται να υποστεί τους πόνους των μαστίγων, γι’ αυτό ας αποτινάξει τον φόβο, σκεπτόμενος τα αιώνια βασανιστήρια. Γιατί τα πλήγματα αυτών, σε σύγκριση με εκείνα, μοιάζουν με όνειρο, με βέλη νηπίων. Ναι, σας παρακαλώ, σας ικετεύω.

Ας αισθανόμαστε ευχαρίστηση με τους πόνους υπέρ του Χριστού, ακόμα κι αν είναι πολύ οδυνηροί για το σώμα. Ας φέρνουμε στη μνήμη μας τα μελλοντικά και τα μόνιμα, και όχι τα παρόντα και αυτά που περνούν και χάνονται. Ας ποθήσουμε να ενώσουμε το αίμα μας με το αίμα των μαρτύρων, το μέρος μας με τη μερίδα των ομολογητών, για να χορέψουμε μαζί μ’ αυτούς αιώνια.

Ποιος συνετός, ποιος σοφός, ποιος καλός έμπορος δεν θα δώσει αίμα για να λάβα πνεύμα, δεν θα περιφρονήσει τη σάρκα και να επιτύχει τη βασιλεία του Θεού; «Αυτός που αγαπά τη ζωή του, θα την χάσει», είπε ο Κύριος˙ «και αυτός που μισεί τη ζωή του στον κόσμο αυτόν, θα φυλάξει την ψυχή του για την αιώνια ζωή». Ας ακούσουμε τα λόγια του. Ας τον ακολουθήσουμε. «Όπου είμαι εγώ», λέγει, «εκεί θα είναι και ο υπηρέτης μου». Που είναι Εκείνος; Επάνω στον σταυρό. Και εμείς οι ταπεινοί, ως μαθητές του, εκεί. Σας παρακαλώ να ανέχεστε τα λόγια της παρηγοριάς. Άλλωστε η επιστολή είναι σύντομη.

Γνωρίζετε ότι εμείς οι αμαρτωλοί χαιρόμαστε και δεν κατεχόμαστε από αθυμία, όσο εσείς μένετε σταθερά προσκολλημένοι στον Κύριο. Σας ασπάζεται ο Νικόλαος, που είναι φυλακισμένος μαζί μου και υποφέρει μαζί μου και είναι συστρατιώτης μου, και δικός σας αδελφός πραγματικός. Ασπασθείτε ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιο, οι αθλητές φιλείστε τους συναθλητές σας, οι διωγμένα τους διωγμένους, όλοι όσους σας αγαπούν ως προς την πίστη. Όποιος δεν ομολογεί ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ζωγραφίζεται σωματικά, ας είναι αναθεματισμένος από την αγία Τριάδα. «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.

(Θεοδωρου Στουδιτου,ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18Β σελ. 439-443)

 

(Το 403 μ.Χ. η παράνομη επί Δρυν σύνοδος καθαιρεί άδικα τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο μετά από συκοφαντικό κατηγορητήριο. Ο άγιος συμβουλεύει τους υποστηρικτές του επισκόπους να μην προκαλέσουν εξαιτίας του σχίσμα στην Εκκλησία. Η συγκινητική σκηνή περιγράφεται παρακάτω). 

"... Καθόμαστε και εμείς σαράντα επίσκοποι μαζί με τον Ιωάννη στην τραπεζαρία της επισκοπής και παραξενευόμαστε πώς ο υπόδικος Θεόφιλος, ενώ διατάχθηκε να παρουσιασθεί μόνος του στην πρωτεύουσα για τα ανόσια εγκλήματά του, ήρθε με τόσους επισκόπους και πώς μετέβαλε αμέσως τη γνώμη των αρχόντων, στρέφοντας προς το χειρότερο τους περισσότερους κληρικούς.
Καθώς βρισκόμαστε σε απορία, φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα, ο Ιωάννης λέγει σ' όλους˙

«Προσευχηθείτε, αδελφοί μου, εάν αγαπάτε το Χριστό, μήπως κάποιος εξ αιτίας μου παραιτηθεί από την εκκλησία του.

Γιατί εγώ τώρα θυσιάζομαι και ο καιρός της αναχωρώσής μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κοντά, όπως είπε ο Παύλος, και αφού υποφέρω πολλές θλίψεις, θα εγκαταλείψω τη ζωή, όπως βλέπω.

Γιατί γνωρίζω τη σκευωρία του Σατανά, επειδή δεν ανέχεται πια την ενόχληση των λόγων μου που στρέφονται εναντίον του.

Και έτσι να έχετε το έλεος του Θεού˙ να με θυμάστε στις προσευχές σας».

Συγκινηθήκαμε πάρα πολύ, και άλλοι δακρύζαμε, ενώ άλλοι έβγαιναν έξω από την αίθουσα της συνόδου και φιλούσαν τον Ιωάννη δακρυσμένοι και περίλυποι στα μάτια και στο σεβαστό κεφάλι του, καθώς και στο εύγλωττο και μακάριο στόμα του. Αφού μας παρακάλεσε να επιστρέψουμε στη σύνοδο, γιατί περιφερόμαστε εδώ και εκεί, όπως οι μέλισσες που βουίζουν γύρω από την κυψέλη, λέγει˙

«Καθίστε, αδελφοί μου, και μην κλαίτε, γιατί με στενοχωρείτε περισσότερο.

Γιατί σε μένα ζωή είναι ο Χριστός, αλλά και το να πεθάνω είναι κέρδος. (Επειδή φημολογούνταν ότι είχε αποκεφαλισθεί εξ αιτίας του υπερβολικού θάρρους του).

Και αν θυμάστε, διατηρήστε στη μνήμη σας, ότι πάντοτε σας έλεγα˙

‘Η παρούσα ζωή είναι δρόμος, και τα καλά της και τα κακά της περνούν˙ και εμπορική πανήγυρη είναι τα παρόντα˙ αγοράσαμε, πουλήσαμε, τελειώνουμε’.

Μήπως είμαστε καλύτεροι από τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους αποστόλους, για να παραμείνει σε μας αθάνατη αυτή ή ζωή;».
Τότε θρηνολογώντας κάποιος από τους παρόντες είπε˙

«Θρηνούμε όμως την ορφάνια μας, τη χηρεία της Εκκλησίας, τη σύγχυση των θεσμών, τη φιλαρχία εκείνων που δε φοβούνται τον Κύριο και αρπάζουν τα αξιώματα, τη στέρηση προστάτη των φτωχών, την έλλειψη της διδασκαλίας».

Αφού χτύπησε με το δείχτη την παλάμη του αριστερού χεριού του (γιατί συνήθιζε να το κάνει αυτό ο φιλόχριστος όταν ήταν στενοχωρημένος), είπε σ' αυτόν που του μιλούσε˙

«Αρκετά, αδελφέ˙ μη λέγεις πολλά, αλλ' όπως είπα, μην εγκαταλείψετε τις εκκλησίες σας.

Γιατί ούτε από μένα άρχισε το κήρυγμα, ούτε σε μένα τελείωσε.

Μήπως δεν πέθανε ο Μωυσής, και δε βρέθηκε ο Ιησούς του Ναυή; Δεν πέθανε ο Σαμουήλ και χρίσθηκε ο Δαυίδ; Άφησε τη ζωή ο Ιερεμίας˙ δεν ήταν ο Βαρούχ; Αναλήφθηκε ο Ηλίας˙ δεν προφήτευσε ο Ελισσαίος; Αποκεφαλίσθηκε ο Παύλος˙ δεν άφησε τον Τιμόθεο, τον Τίτο, τον Απολλώ και πολλούς άλλους;».

Έπειτα από τους λόγους αυτούς, λέγει ο Ευλύσιος, ο επίσκοπος της Απαμείας της Βιθυνίας˙

«Είναι αναγκαίο όταν διατηρούμε τις επισκοπές μας να υποχρεωθούμε και να επικοινωνήσουμε και να υπογράψουμε».

Είπε ο άγιος Ιωάννης˙

«Κοινωνήσατε μεν ίνα μη σχίσητε την εκκλησίαν, μη υπογράψητε δε. Ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα άξιον καθαιρέσεως

(=Να επικοινωνήσετε [να έχετε εκκλησιαστική κοινωνία], για να μη διαιρέσετε την Εκκλησία, αλλά να μην υπογράψετε, γιατί δεν αναγνωρίζω τίποτε στον εαυτό μου άξιο καθαιρέσεώς μου)».
Ενώ έτσι είχε η κατάσταση, φανερώθηκαν οι αποσταλμένοι του Θεοφίλου.

(αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, τόμος 1, εκδ. ΕΠΕ, σελ. 125-127)

 

 

Επιστολή 144. Στον πατρίκιο Θεόδωρο. 
Άργησα να στείλω το γράμμα, άλλα αυτό οφείλεται στο ότι αργήσαμε να ακούσουμε την απευκταία είδηση της συμφοράς που συνέβη στον δεσπότη μας.

Τί στενόχωρη αλήθεια αγγελία! Μας εγκατέλειψε η αγαπητή κυρία, αποχωρίστηκες από την καλή σύζυγο, αποκόπηκες από την επαινούμενη σάρκα, για την οποία η αγία Γραφή λέγει• «θα γίνουν οι δύο ένα σώμα».

Εφόσον λοιπόν η σάρκα είναι ομολογουμένως μία, είναι φανερό ότι ο διαχωρισμός προκαλεί τέτοια πληγή σ’ αυτούς που χωρίστηκαν, σαν αυτήν που κάνει το μαχαίρι κόβοντας τον ένα άνθρωπο σε δύο. Το κόψιμο είναι πραγματικά οδυνηρό, και το αίμα τρέχει κατά κάποιον τρόπο μπροστά στα μάτια σας, και δεν είναι δυνατόν να βάλει κανείς κατάπλασμα, ούτε επιδέσμους, όσον αφορά την ανθρώπινη βοήθεια.

Εξάλλου αυτή που έφυγε δεν ήταν τυχαία σύζυγος, αλλά πολύ αξιέπαινη και θαυμάσια. Πρώτον βέβαια ότι είχε την ευσέβεια της πίστεως σταθερή, την αγάπη προς τον άνδρα της. περισσότερο από κάθε άλλη, την οποία απαιτεί ο ιερός Απόστολος πριν από όλα στους συζύγους. Γι’ αυτό και έκανε δεήσεις για την κεφαλή της, και προσευχές και επικλήσεις και έμενε ώρες προσηλωμένη στον Θεό, βαδίζοντας ξυπόλητη η μακαρία στις νυχτερινές πορείες, μήπως και με αυτές κάμψει την ευσπλαγχνία του Θεού.

Τί πάλι η φροντίδα της για το σπίτι, η ανατροφή των παιδιών, η περιποίηση των δούλων, το απλό της ήθος, το ανοιχτόκαρδο στους φίλους, το ενωτικό του γένους, η έλλειψη φθόνου προς τις ισότιμες, και η προς όλα σεμνοπρέπεια και κοσμιότητα, τα οποία έκανε αντί για χρυσά εμπλόκια και στολίσματα με μαργαριτάρια, και όταν έκανε εξόδους και όταν εμφανιζόταν στις βασιλικές αυλές;

Αλλ' όμως όλα αυτά έφυγαν, και γίναμε, για να μιλήσω με πάθος, μισοπεθαμένοι και τσακισμένοι, ή καλύτερα, για να μιλήσω ψαλμικά, «σαν νυχτοπούλι που θρηνεί σε έρημο σπίτι, και σπουργίτι που έχασε τον σύντροφό του και μένει μόνο του στη στέγη», βλέποντας το σπίτι άδειο από εκείνην που το φρόντιζε, τα παιδιά μπορστά στα μάτια σας να σας περικυκλώνουν και να περικυκλώνονται, μη έχοντας που να στηρίξουν τα χέρια, από όπου θα πάρουν μητρικό χάδι, γαλουχική εμψύχωση•

το σπίτι σκοτεινό, σαν να το εγκατέλειψε ο ήλιος, κανένας δεν κελαηδεί και στα αυτιά τα δικά σου και των παιδιών και όλων των υποτακτικών, αφού είναι απούσα εκείνη, η πραγματικά καλλίφωνη, που ευχαριστούσε όσους την επισκέπτονταν με την πραγματικά μελωδική συζήτηση και υποδοχή. Όλα αυτά είναι πραγματικά θλιβερά και προκαλούν αναστεναγμούς, και όταν περιγράφονται και όταν τα σκέπτεται κανείς.
Όμως τί να κάνουμε, δέσποτα; Είναι διαταγή του Θεού, ή καλύτερα απόφαση, που μέσω του Δαβίδ ψάλλουμε. «Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος θα ζήσει πάνω στη γη και δεν θα πεθάνει». Έτσι, καθένας, από τον προπάτορά μας Αδάμ μέχρι τώρα, που ήρθε στον κόσμο με γέννηση, θα φύγει πάλι με τη διάλυση στον κόσμο εκείνον τον υψηλότερο και θεομορφώτερο. Γιατί λέγει. «Σπείρεται φθαρτό, ανασταίνεται άφθαρτο. Σπείρεται άδοξο, ανασταίνεται ένδοξο. Σπείρεται σώμα ψυχικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό». Γιατί θα γίνουμε ίσοι με τους αγγέλους και υιοί της ανάστασης, αφού το θνητό καταπωθεί από τη ζωή.

Βλέπεις, δέσποτα, ότι, αν και η κυρία μας εγκατέλειψε, όμως μετέβει από το σκοτάδι στο φως, και από τη φθαρτή ζωή, σε αθάνατη κατάληξη; Εκεί θα την δεις ύστερα από λίγο, πηγαίνοντας και συ εκεί. «Ώστε να μη λυπούμαστε, όπως κάνουν οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα», ελπίζοντας ότι με την ανάσταση θα βελτιωθούμε σε μια μακάρια ζωή.

Σας υπενθυμίζω ότι πρέπει μάλλον να συνελθουμε και να προσηλωθούμε στο σπίτι, να φροντίσουμε τα παιδιά, και πριν από όλα φυσικά την πολύτιμη ψυχή μας, κοσμούμενοι, όπως εκείνη η μακάρια με αρετές, και να χαιρόμαστε γι’ αυτό, ότι προπέμψαμε σύζυγο, η οποία θα ικετεύει τον Θεό για μας, και η οποία άφησε σε μας και σε όλους τους γνωστούς υπόδειγμα καλού βίου.

Επιστολή 149. Στον ύπατο Λύκαστον.
Ο ίδιος ο γραμματοκομιστής που φέρνει στην τιμιότητά σου το γράμμα, μας ανήγγειλε τη συμφορά που σε βρήκε, και πραγματικά η λύπη σου με άγγιξε και εμένα. Γιατί ο ίδιος είμαι και στενός συγγενής σου, και συγχρόνως παλιός φίλος και συνομήλικος, και δεν είναι δυνατόν ο γνήσιος φίλος να μη συμπάσχει μαζί με αυτόν που αγαπά όπως και αντίθετα στη χαρά.

Αλλά η αγγελία που δεν την εύχεται κανείς! Μας εγκατέλειψε η κυρία υπάτισσα, όπως λέγεται, γυναίκα από τις παινεμένες, όπως ακούσαμε και από άλλους, και εγώ ο ίδιος με τα μάτια μου απόλαυσα. Πρώτον βέβαια, ότι αγαπούσε τον άνδρα της, πράγμα που από τον Απόστολο χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο στον γάμο. Φρόνιμη, οικοδέσποινα ευπλησίαστη, ευπροσήγορη, ευσεβής, φίλη των πτχών, και το μεγαλύτερο, στολισμένη με σωφροσύνη και επαργυρωμένη με ορθοδοξία, οι καρποί της οποίας, τα παιδιά αποτελούν απόδειξη της καλής ζωής και των δυο σας. Γιατί, όπως το δένδρο αναγνωρίζεται από τον καρπό του, έτσι και από τα παιδιά φαίνονται ποιοί και πόσο σπουδαίοι είναι οι γονείς τους.

Και επειδή δεν έχω βαθειά γνώση εκείνης της μακαρίτισσας, πώς θα μπορούσα να εκθειάσω τις αρετές της; Αν και μόνο δύο φορές συναντήθηκα και μίλησα μαζί της, κατάλαβα ότι ο Θεός σου χάρισε γυναίκα πραγματικά βοηθόν, όχι σαν την παλιά προμήτορα, αιτία απάτης, αλλά γυναίκα που έγινε για σένα αιτία και στήριγμα σωτηρίας για όλη τη ζωή σου.
Ω, τί συμφορά! Αυτή έφυγε, πέταξε από το μάτια σας, σάς εγκατέλειψε μισοπεθαμένους, αποκομμένους από την καλή σύζυγό σου. Δεν μπορούμε με τα μάτια να βλέπουμε την παρηγοριά που ξεπερνά κάθε παροδική χαρά, ούτε την ενίσχυση στις θλίψεις, ούτε την παρηγοριά στις συμφορές, ούτε την υπόμνηση και βοηθό και σύμπραξη σε όλα τα απαιτούμενα.

Ο ήλιος του σπιτιού έδυσε. Ποιός θα μας προϋπαντήσει, ποιός θα της χαριστεί, ποιός θα μας παρηγορήσει; Ήδη γίναμε σαν πόλη που σκότωσε όλον της τον κόσμο. «Σαν σπουργίτι μόνο πάνω στη στέγη», για να μιλήσω σαν τον Δαβίδ.

Τί λοιπόν; Θα λυπηθούμε πάνω από το μέτρο και θα περιβληθούμε απαρηγόρητο πένθος; Καθόλου βέβαια, καθόλου. ναι καθόλου, πολυπόθητε, αλλά, γνωρίζοντας ότι ο Θεός που μας έδωσε αυτήν από την αρχή να είναι κοινωνός στη ζωή, αυτός τώρα είναι που την παίρνει, ας υπομείνουμε αυτό που συνέβη με ευχαρίστηση, μιμούμενοι εκείνα τα μακάρια λόγια που είπε εκείνος, όχι για την απώλεια γυναίκας, αλλά για τον θάνατο συγχρόνως των δέκα παιδιών του, μαζί με την απώλεια τις προηγούμενες μέρες όλων των υπαρχόντων του, και εκείνη την τελευταία πληγή του σώματος, κατά την οποία ο πρώην βασιλιάς, καθισμένος πάνω στην κοπριά και ξύνοντας το πύο των πληγών του σώματός του με σβώλους από χώμα, είπε τα εξής. «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος τα αφήρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε».
Εάν λοιπόν, φίλε, τα εφαρμόσουμε αυτά στον εαυτό μας και τα πούμε, δεν θα βρεθούμε μακριά από τη μερίδα εκείνων, αλλά και στη μακάρια εκείνη θα το κάνουμε αυτό καλό επιτάφιο, και σ’ αυτά τα βλαστάρια που μας δόθηκαν από τον Θεό θα αποτυπώσουμε μέσω του εαυτού μας εικόνα ζωής τέτοιας που ευχαριστεί τον Θεό.

Γιατί αυτά που ο αιώνιος Θεός, ο Δεσπότης των όλων, κάμνει σε μας, αν δει ότι τα δεχόμαστε με ευχαρίστηση, πώς δεν θα ρυθμίσει και τα παρόντα σε μας καλώς με την παράκληση του αγίου Πνεύματος, και δεν θα κάνει απολαυστικά τα μελλοντικά στους άπειρους αιώνες; Αυτά εγώ, αν και με συντομία, όμως, σαν δικός σου, τα έγραψα με αγάπη και σε παρηγόρησα. Και συ, δέσποτα, δέξου να χαιρετήσεις εκ μέρους μου τα εξαίρετα τέκνα σου.

(οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου Έργα, εκδ. ΕΠΕ, Φιλοκαλία τόμος 18Δ σελ. 243-245 και 259-263)

«Ακούσατε, χριστιανοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει.

Μας λέγει το άγιον Ευαγγέλιον πως η αγία Τριάς, ο Θεός, δοξάζεται εις τον ουρανόν περισσότερον από τους αγγέλους. Τι πρέπει να κάμης και εσύ;

Σμίγεις τα τρία σου δάκτυλα με το δεξιόν το χέρι σου και, μην ημπορώντας να ανεβής εις τον ουρανόν να προσκύνησης, βάνεις το χέρι σου εις το κεφά­λι σου, διότι το κεφάλι σου είναι στρογγυλό και φανερώνει τον ουρανόν, και λέγεις με το στόμα:

Καθώς εσείς οι άγγελοι δοξάζετε την αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ, ως δούλος ανάξιος, δοξάζω και προσκυνώ την αγίαν Τριάδα.

Και καθώς αυτά τα δάκτυλα είναι τρία -είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί- έτσι είναι και η αγία Τριάς, ο Θεός, τρία πρόσωπα και ένας μόνος Θεός.

Κατεβάζεις το χέρι σου από το κεφάλι σου και το βάνεις εις την κοιλίαν σου και λέγεις:

Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, Κύριέ μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου δια τας αμαρτίας μας.

Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις:

Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά με τους δικαίους.

Βάνοντάς το πάλι εις τον αριστερόν ώμον, λέγεις:

Σε παρακαλώ, Κύριε μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς.

Έπειτα, κύπτοντας κάτω εις την γην:

Σε δοξάζω, Θεέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω ότι, καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ.

Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνεις την Ανάστασιν, και λέγεις:

Σε δοξάζω, Κύριε μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, πως αναστήθηκες από τους νεκρούς, δια να μας χαρίσης την ζωήν την αιώνιον.

Αυτό σημαίνει ο πανάγιος σταυρός».

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός († 24 Αυγούστου)

Ο ίδιος ο Κύριος, με υπερφυσικά γεγονότα και θαυμαστές αποκαλύψεις, φανέρωσε με τρόπο κραυγαλέο, πως το σημείο του σταυρού αποτελεί το σύμβολό Του και το αήττητο τρόπαιο των πιστών.

Το σημείο του Σταυρού θαυματουργεί

Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου όταν του φόρεσαν ένα ζευγάρι πυρακτωμένα σιδερένια παπούτσια, γεμάτα μυτερά καρφιά, τον πρόσταξαν να πάει τρέχοντας έως την φυλακή.Θωρακίζεται με το Άγιο Σημείο του Σταυρού ο Άγιος, και ξεκινάει. Φλεγόμενος τον νούν και την καρδίαν του, από το πυρ της θείας αγάπης Του. Μόλις έφθασε στην κατασκότεινη φυλακή, φως ουράνιον τον κάλυψε. Μιά γλυκύτατη ευωδία απλώθηκε γύρω και μελωδίες αγγελικές έφθαναν από ψηλά. Καί τότε ακούστηκε η γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ο διάπυρος εμού εραστής, μετά σού γαρ ειμί. Καί είδε ο λαμπρός αριστεύς, την γλυκύτατη μορφή του Ιησού, που άστραφτε σαν ήλιος.

Και πάλι, ο αλάστωρ τύραννος ζητεί από τον ξακουστό μάγο Αθανάσιο να παρασκευάσει το πιο δυνατό δηλητήριο. Επικαλούμενος ο μάγος τα ακάθαρτα πνεύματα το ετοίμασε. Το δίνει πρώτα σε έναν κατάδικο κι αμέσως τα σπλάγχνα του έσπασαν, βγάζοντας αφρούς και αίμα από το στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας με φρικτούς πόνους ο ταλαίπωρος. Αγαλλόμενος ο Διοκλητιανός, με αυτό το γεγονός, συγχάρηκε τον Αθανάσιο, γιατί επιτέλους θα απαλλάσσονταν από αυτόν που του βασάνιζε και του τυραννούσε τόσο την ζωή.

Ο Άγιος έκανε το σημείο του Σταυρού, και σαν το ελάφι το διψασμένο που τρέχει στο νερό, το ήπιε με πίστη ακράδαντη. Μέσα του αντηχούσε ο θείος λόγος: Καν θανάσιμόν τι πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη. Καί έμεινε αβλαβής και από αυτήν την βάσανο. Το πλήθος κραύγαζε θριαμβικά, Μέγας ο Θεός, του Γεωργίου. Μέγας ο Θεός, των χριστιανών! Ενώ πολλοί, ομολογούσαν την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Και ο μάγος Αθανάσιος πρόθυμα εγκατέλειψε την πλάνη του για να πιστέψη στον Χριστό. Ζήτησε την συγχώρεση και την ευλογία του Αγίου, και ευτυχής θανατώθηκε με ξίφος.

Όταν ο άγιος Επιφάνιος, αρχιεπίσκοπος Κύπρου (12 Μαΐου) ήταν ακόμα μικρό δεκάχρονο παιδί, ένα ατίθασο μοσχάρι τον τραυμάτισε σοβαρά στον μηρό και τον έριξε χάμω, ανίκανο πια να σηκωθεί. Τότε ένας ευσεβής χριστιανός, ο Κλεόβιος, τον σταύρωσε τρεις φορές στο χτυπημένο μέλος, και αμέσως ο μικρός Επιφάνιος γιατρεύτηκε και σηκώθηκε. Ο ίδιος ο άγιος, πολύ αργότερα, σταύρωσε τρεις φορές επίσης τη θυγατέρα του βασιλιά της Περσίας, και την απάλλαξε αυτοστιγμεί από το δαιμόνιο, που τη βασάνιζε.

Η αγία Βασίλισσα (3 Σεπτεμβρίου), όταν ο ηγεμόνας της Νικομηδείας Αλέξανδρος την έριξε μέσα σ’ ένα καμίνι, σφραγίστηκε με το σημείο του σταυρού, και δεν πειράχτηκε καθόλου από τη φωτιά.

Με το σημείο του σταυρού γιάτρευε όλους τους αρρώστους, που έτρεχαν κοντά του, για να βρουν την υγεία τους, ο άγιος Θαλλέλαιος (20 Μαΐου).

Κάποια ημέρα,ο Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός (28 Μαΐου), κατά την συνήθειά του,να προσεύχεται στους προθαλάμους των εκκλησιών,πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου. Έτυχε δε κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο ενώ ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο, έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού. Βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να αιωρείται στον αέρα και να προσεύχεται. . Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων. Συνάντησε το παιδί και είπε: “Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού”.

Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του σημείου του σταυρού, σημείου του παντοδυνάμου Υιού του Θεού. Τόσο μεγάλη η χάρη, που περικλείει μυστικά μέσα του! Όπως συνοπτικά και παραστατικά διατυπώνει ο άγιος Μακάριος Μόσχας († 1563), «πολλές φορές ένα και μόνο σημείο του σταυρού, που γίνεται με πίστη και έντονα βιώματα, είναι ισχυρότερο από πολλά λόγια προσευχής μπροστά στον θρόνο του Υψίστου. Σ’ αυτό υπάρχει το φως, που καταυγάζει την ψυχή, η ιαματική δύναμη, που θεραπεύει τα ασθενήματα των ψυχών και των σωμάτων, η μυστική δύναμη, που αντιδρά σε κάθε βλάβη. Ταράζουν την ψυχή σου ακάθαρτοι λογισμοί και επιθυμίες; Περιτειχίσου με το σημείο του σταυρού, διπλασίασε και τριπλασίασε αυτό το τείχος, και οι ακάθαρτοι λογισμοί θα δαμαστούν. Κατατυραννιέται η καρδία σου από τη μελαγχολία και τη θλίψη; Σε κυριεύει ο φόβος ή σε περιστοιχίζουν οι πειρασμοί; Αισθάνεσαι τις πονηρίες των αοράτων εχθρών; Κατάφυγε σ’ αυτή τη δύναμη του σταυρού, και η ειρήνη της ψυχής θα ξαναγυρίσει, οι πειρασμοί θα απομακρυνθούν, η παρηγορία της χάριτος του Θεού και η πνευματική ευφροσύνη θα πλημμυρίσουν την καρδία σου.»

Αποσπάσματα και από το φυλλάδιο, Το σημείο του Σταυρού, Ι. Μ. Παρακλήτου (Ωρωπός-Αττικής)


π. Ανδρέας Κονάνος. 

Ο Αγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στην «Κλίμακα» λέει: Οταν ακουμπάς ένα φυσικό σώμα, σου μεταδίδει την ψυχρότητα ή τη θερμότητά του. Ακουμπάς, ας πούμε, ένα κρύο τζάμι και αισθάνεσαι ότι κρυώνεις κι εσύ. Παίρνεις από την ψυχρότητά του. Ακουμπάς ένα ζεστό σώμα, ένα ζεστό καλοριφέρ. Και ζεσταίνεσαι κι εσύ.

Οταν, λοιπόν, λες «ακουμπάω τον Θεό» -διότι αυτό είναι η προσευχή, είναι άγγιγμα του Θεού-, δεν είναι δυνατόν να Τον ακουμπάς και να συνεχίζεις να είσαι ίδιος! Δεν είναι παράξενο; Ακούμπησες Αυτόν που είναι ειρήνη, τον Θεό. Κι όμως εσύ δεν έχεις ειρήνη. Ακούμπησες την αγάπη, μα εσύ δεν έχεις αγάπη. Συνεχίζεις να εκδικείσαι. Θυμώνεις, αντιπαθείς ανθρώπους. Ζηλεύεις, φθονείς, μισείς, βγαίνουν από μέσα σου κακίες. Και, ζώντας σε ένα διαρκές κλίμα εμπάθειας, λέμε ότι μιλάμε στον Θεό. Η αληθινή προσευχή έχει αποδείξεις. Αποδείξεις της είναι η ευτυχία μας, η μακαριότητά μας, η λαμπρότητα του προσώπου μας, η ανάπαυση της καρδιάς μας. Δεν μπορεί να λες ότι προσεύχεσαι και να συνεχίζεις να 'σαι τόσο ταραγμένος. Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Τα παιδιά λένε αλήθειες:

«Η μάνα μου πάει εκκλησία και λέει ότι προσεύχεται, μα εγώ δεν βλέπω αλλαγή στη ζωή της. Ούτε μεταμόρφωση στη συμπεριφορά της. Ούτε ηρεμία στο βλέμμα της».

Αγγιγμα Χριστού! Αυτό είναι η προσευχή. Το άγγιγμα που μεταμορφώνει. Είναι ταξίδι σε χώρους υπερατλαντικούς, υπεργήινους και υπεργαλαξιακούς. Δηλαδή, ξεπερνάς, όπως λέει ο Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τα όρια αυτού του κόσμου. Πας πέρα απ' τα αστέρια, τους γαλαξίες, όλα τα στρώματα, τη στρατόσφαιρα κι όλα τα ουράνια επίπεδα. Και αγγίζεις τον Θεό. Και έπειτα επιστρέφεις στον κόσμο αυτό, στην καθημερινότητα και στις δουλειές σου, στην επαφή σου με τους ανθρώπους, φέρνοντας πλέον κάτι διαφορετικό. Οπως ο Χριστός μας όταν βγήκε από το Ορος των Ελαιών. Πώς ήταν; Μεταμορφωμένος. Διότι τόση ώρα προσευχόταν.

Οταν ρώτησε τους στρατιώτες που Τον έψαχναν «ποιον ζητάτε;», εκείνοι απάντησαν «τον Ιησού». Τότε ο Χριστός τούς είπε: «Εγώ είμαι». Και οι στρατιώτες έπεσαν κάτω! Γιατί; Γιατί ο Χριστός μας ήταν όλος μες στην προσευχή. Ηταν όλος μέσα στην παράδοση και την εμπιστοσύνη στον Ουράνιο Πατέρα Του. Και στο όρος της Μεταμόρφωσης, στο Θαβώρ, ακριβώς μια τέτοια ώρα έγινε η μεταμόρφωση: Την ώρα που ο Χριστός προσευχόταν. Λέει στην Αγία Γραφή: «Ἐγένετο δὲ αὐτοῦ προσευχομένου καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». Προσευχόταν και μεταμορφώθηκε. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που μεταμορφώθηκαν ήταν οι μαθητές! Και είδαν τη λαμπρότητα του προσώπου Του, μα και τη δική τους ομορφιά. Προσευχή... (Κλείσε τα μάτια σου τώρα μόνο για ένα λεπτό και νιώσε ότι αναπνέεις την αγάπη του Θεού. Και συνέχισε το διάβασμα...)

Η ατμόσφαιρα της προσευχής αλλάζει την όλη κατάσταση του ανθρώπου. Διότι είναι επαφή με τον πυρήνα της ύπαρξής μας! Εκεί που είναι η Χάρη του Θεού και η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, και η εικόνα του Χριστού. Λέμε ότι είμαστε πλασμένοι «κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ». Αυτή η θεϊκή εικόνα και η γαλήνη είναι στον πυρήνα της ψυχής μας. Στο βάθος του είναι μας. Οταν προσεύχεσαι, τι κάνεις; Φεύγεις από τα γύρω. Σταματάς κάθε επαφή με τις φασαρίες αυτού του κόσμου: θορύβους, τηλεόραση, μουσική, εφημερίδες, ακούσματα. Βρίσκεις κάποια ήσυχη ώρα και κάνεις την προσευχούλα σου.

Από το βιβλίο του π. Ανδρέα Κονάνου «Ολα του γάμου δύσκολα...» των εκδόσεων Αθως

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).

Ιωάννου. 1,35 Τῇ ἐπαύριον(1) πάλιν εἱστήκει(2) ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(3) δύο(4),
Ιω. 1,35 Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του (Κολιτσάρα Ι.
(1)   Την επόμενη από την ημέρα για την οποία μίλησε στο σ. 29. «Αυτή είναι η τρίτη ημέρα, από τότε που οι Φαρισαίοι έκαναν τη συνάντηση με τον Ιωάννη, κατά την οποία ρωτούσαν «ποιος είναι»» (αμ).
(2)   Στη συνηθισμένη θέση στην οποία κήρυττε.
(3)   Είχε σχηματιστεί λοιπόν γύρω από τον Ιωάννη κύκλος μαθητών.
(4)   Από αυτούς ο ένας σύμφωνα με το σ. 40 ήταν ο Ανδρέας. Ο δεύτερος, όπως φαίνεται από τις λεπτομέρειες της αφήγησης, οι οποίες έχουν σπουδαιότητα μόνο για εκείνον, στον οποίο υπενθυμίζουν την κρισιμότερη και ευτυχέστερη ώρα της ζωής του, είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του ευαγγελίου (g).
Το εδώ αναφερόμενο επεισόδιο δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τα περιστατικά της κλήσης των πρώτων μαθητών την οποία αναφέρουν οι συνοπτικοί (Ματθ. δ 18-22,Μάρκ. α 16-20,Λουκ. ε 1-11). Εδώ δεν πρόκειται για την οριστική κλήση, την οποία αναφέρουν οι συνοπτικοί και η οποία έγινε κατόπιν. Πρόκειται για την πρώτη γνωριμία του Ιησού με τους πρώτους μαθητές του.

Ιω. 1,36 καὶ ἐμβλέψας(1) τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι(2) λέγει· ἴδε(3) ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,36 Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει• “ιδού ο αμνός του Θεού”.
(1)   Εμβλέπω εδώ σημαίνει παρατηρώ με προσοχή και θαυμασμό (δ). «Δεν έδινε μαρτυρία μόνο με τη φωνή αλλά και με τα μάτια» (Χ).
(2)   Τώρα ο Ιησούς δεν έρχεται προς τον Ιωάννη, όπως έπραξε αυτό την προηγούμενη ημέρα, αλλά περπατά.
(3)   Σύμφωνα με κάποιους από τους ερμηνευτές οι δύο αυτοί μαθητές δεν ήταν παρόντες την προηγούμενη ημέρα, όταν ο Ιωάννης δείχνοντας τον Ιησού μαρτυρούσε, ότι ήταν ο αμνός του Θεού, και για αυτό επαναλαμβάνει την μαρτυρία τώρα και παρόντων αυτών. Σύμφωνα με άλλους, ανάμεσα στους οποίους και ο g, οι μαθητές αυτοί ήταν παρόντες και την προηγούμενη, τώρα όμως με την επανάληψη της μαρτυρίας ο Ιωάννης είναι σαν να τους λέει: Σας είπα και χθες, σας επαναλαμβάνω και τώρα, ότι αυτός είναι ο αμνός του Θεού. Ακολουθήστε τον λοιπόν.
Επανέλαβε τη μαρτυρία του για τους δύο μαθητές, παρακινώντας έτσι αυτούς, να ακολουθήσουν το Χριστό. Δεν θεωρούσε ως απώλεια το ότι οι δύο μαθητές του θα εγκατέλειπαν αυτόν και θα προσκολλούνταν στον Ιησού, όπως ακριβώς και οποιοσδήποτε διδάσκαλος δεν χάνει εκείνους από τους μαθητές του τους οποίους στέλνει στο Πανεπιστήμιο. Μακριά από το να ζηλεύει το Χριστό, τελείως αντιθέτως επιθυμούσε να αυξηθεί το υπέρ αυτού ρεύμα. Ταπεινές και γενναίες ψυχές αποδίδουν στους άλλους τις οφειλόμενες σε αυτούς τιμές χωρίς να φοβούνται, μήπως μειωθούν αυτοί, διότι θα τιμηθούν εκείνοι.

Ιω. 1,37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ(1) οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ(2).
Ιω. 1,37 Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και ηκολούθησαν τον Ιησούν.
(1)   Το άκουσαν με γενική πτώση, δεν λέγεται μόνο για κάποιον που είναι αυτήκοος, αλλά στον Ιωάννη και με την έννοια του κατανοώ την έννοια των λεγομένων και εκτιμώ δεόντως αυτά (δες γ 8, όπου συντάσσεται με αιτιατική, μολονότι πρόκειται για αυτηκοΐα, αλλά όχι και για κατανόηση)(β).
(2)   «Ακολούθησαν αυτόν όχι επειδή περιφρόνησαν τον διδάσκαλό τους, αλλά επειδή κατεξοχήν υπάκουσαν σε αυτόν» (Χ).
«Ακολούθησαν λοιπόν επειδή ήθελαν να τον γνωρίσουν» (Ζ).
«Δεν απομακρύνθηκαν λοιπόν από το δάσκαλό τους, αλλά θέλησαν να μάθουν τι παραπάνω έχει από τον Ιωάννη» (Χ).
Παρ’ όλα αυτά σημειώθηκαν τώρα οι πρώτες αρχές της χριστιανικής εκκλησίας (b). Με πόσο ευλαβικό ενδιαφέρον πρέπει να προσέξουμε την απλή αυτή είδηση για τις αρχές της μεγάλης αυτής βασιλείας, η οποία έκανε αισθητό το κράτος της σε όλες τις βασιλείες του κόσμου. Επηρέασε τη σταθερότητα ων αυτοκρατοριών, ανέτρεψε παλαιές ειδωλολατρίες, καταρράκωσε φιλοσοφίες και παρά τα εμπόδια που προβλήθηκαν σε αυτήν, κατέκτησε ολόκληρη σχεδόν την οικουμένη. Και αρχίζει εδώ με όλη εκείνη την ησυχία, η οποία είναι χαρακτηριστική των ισχυρότατων έργων του Θεού. Δεν έχουμε εδώ κανέναν ορατό σε πομπή βασιλιά, κανέναν ενθουσιώδη προφήτη, κανένα γραμματέα να καταγράψει επί τόπου το γεγονός. Το μόνο χαρτί είναι η καρδιά των απλών ψαράδων, και ο μόνος γραφέας το αόρατο Πνεύμα του Θεού.

Ιω. 1,38 στραφεὶς(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας(2) λέγει αὐτοῖς(3)·
Ιω. 1,38 Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον ακολουθούν, λέγει εις αυτούς.
(1)   Ακούγοντας το βηματισμό τους γύρισε (β). Αναμφίβολα ο Κύριος θέλησε να ενθαρρύνει τους δύο μαθητές στα πρώτα δειλά τους βήματα. Η ιδέα αυτή της θείας πρωτοβουλίας τονίζεται σταθερά στο δ΄ ευαγγέλιο. Δες Ιω. α 48 και ειδικά, ιε 16 (μ). Ο Χριστός γνωρίζει αμέσως τις πρώτες κινήσεις κάθε ψυχής που ποθεί αυτόν και ακούει αμέσως τα πρώτα βήματα εκείνων, οι οποίοι εισέρχονται στο δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Δεν περιμένει να του μιλήσουν αυτοί που θέλουν να έλθουν προς αυτόν, αλλά μιλά αυτός πρώτος σε αυτούς.
(2)   Ακολουθούσαν σιωπηλοί ποθώντας να τον πλησιάσουν, αλλά μη τολμώντας να του απευθύνουν λόγο (g).
«Δες με πόση συστολή δείχνουν το ενδιαφέρον τους· διότι δεν πλησίασαν αμέσως και ρώτησαν τον Ιησού» (Χ).
(3)   Όταν ακολούθησαν, τότε ρωτά αυτούς ο Κύριος.
«Από εδώ διδασκόμαστε ότι ο Θεός δεν προλαβαίνει τις θελήσεις μας στις δωρεές του, αλλά όταν εμείς αρχίσουμε, όταν δείξουμε ότι θέλουμε, τότε και εκείνος μας δίνει πολλές αφορμές σωτηρίας» (Χ).

Ιω. 1,39 τί ζητεῖτε(1); οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί(2)· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε(3)· ποῦ μένεις(4);
Ιω. 1,39 “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν• “ραββί-που σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;”
(1)   Όχι ποιον ζητάτε, αλλά τι θέλετε, τι ζητάτε από εμένα; «Τοποθέτησε την ερώτηση ως αρχή και θεμέλιο του διαλόγου» (Κ), «έτσι ώστε με την ερώτηση να τους φέρει πιο κοντά του και να τους δώσει θάρρος» (Ζ). Δίνει σε αυτούς την ευκαιρία να ζητήσουν, ό,τι ήθελαν (b).
«Λέει σε αυτούς: Τι ζητάτε; Όχι επειδή αγνοεί (διότι πώς θα μπορούσε αυτός που γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων;), αλλά για να προσκαλέσει αυτούς με την ερώτηση να πουν αυτό που θέλουν» (Θφ).
(2)   Επίκαιρα αποδίδουν τον τίτλο αυτόν στον Ιησού (b).
«Τον ονομάζουν διδάσκαλο, δηλώνοντας με αυτήν την ονομασία την αιτία για την οποία ήλθαν… σπρώχνοντας τους εαυτούς τους στο να γίνουν μαθητές» (Ζ). «Φανέρωσαν τον πόθο όχι μόνο με το να τον ακολουθήσουν, αλλά και με την ερώτηση. Διότι χωρίς να έχουν ακόμα μάθει τίποτα από αυτόν, ούτε να άκουσαν, τον αποκαλούν διδάσκαλο» (Χ).
Το Ραββί σημαίνει αρχικά τον πολύ, τον μέγα και έπειτα αυτόν που γνωρίζει κάποια τέχνη, τον διδάσκαλο κάποιας τέχνης. Στην εποχή του Σωτήρα ήταν τίτλος, τον οποίο σε κάθε διδάσκαλο απένεμαν οι μαθητές του (δ). Με αυτόν τον τίτλο προσφωνούσαν και τον Ιωάννη οι μαθητές του (Ιω. γ 26), και όπως φαίνεται από το ιγ 13 και οι μαθητές του Ιησού χρησιμοποιούσαν, απευθυνόμενοι σε αυτόν, είτε τον τίτλο αυτό «ραββί», είτε τον τίτλο Κύριος. Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών τίτλων φαίνεται να είναι μόνο, ότι το αντίθετο του μεν ραββί είναι ο μαθητής, ενώ του Κύριος ο δούλος (δες Ιω. ιε 15). Διαφορετικά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως, ενώ στην αφήγηση των Συνοπτικών συναντιέται το «Κύριε» στον έναν ευαγγελιστή σε περίσταση κατά την οποία ο άλλος χρησιμοποιεί αντί για το Κύριε, το επιστάτα ή το διδάσκαλε ή το Ραββί (δες Μάρκ. θ 5,Λουκ. θ 33,Ματθ. ιζ 4 κατά το γεγονός της Μεταμόρφωσης· και Ματθ. η 25,Μάρκ. δ 38,Λουκ. η 24 στο περιστατικό της τρικυμίας).
Στον Ιωάννη και οι δύο τίτλοι εκφράζουν το σεβασμό των αποστόλων προς τον Ιησού. Περιέργως όμως κατά μεν τον πρώτο καιρό της συναναστροφής τους με τον Διδάσκαλο χρησιμοποιούν οι απόστολοι τον τίτλο Ραββί, μετέπειτα όμως, όταν ο σεβασμός αυτός αυξήθηκε, προτιμούν τον τίτλο Κύριε (κυρίως από το Ιω. στ 68), ενώ μετά την ανάσταση πάντοτε προσφωνούν αυτόν με τον τίτλο Κύριος (β).
(3)   Η μετάφραση του όρου, που έγινε από τον ίδιο τον ευαγγελιστή, αποδεικνύει, ότι ο συγγραφέας γράφει προς αναγνώστες Έλληνες (g). Περιέργως και ο Λουκάς, ο οποίος προς Έλληνες αναγνώστες απευθύνει το Ευαγγέλιό του, είναι ο μόνος από τους ευαγγελιστές, ο οποίος δεν χρησιμοποιεί τον τίτλο Ραββί (β).
(4)   Απευθύνουν το ερώτημα αυτό «θέλοντας να τον συναντήσουν ιδιαιτέρως και με ησυχία» (Ζ). «Ζητούν να μάθουν το σπίτι… διότι βέβαια, όπως ήταν σωστό, δεν επιχειρούσαν τον λόγο, που αναφερόταν σε αναγκαία πράγματα, να τον κάνουν πάρεργο στο δρόμο» (Κ).

Ιω. 1,40 λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε(1) καὶ ἴδετε(2). ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει(3) καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην(4)· ὥρα ἦν(5) ὡς δεκάτη(6).
Ιω. 1,40 Είπεν εις αυτούς• “ελάτε και ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα.
(1)   Οι μαθητές ρωτούν, που μένει, έχοντας σκοπό αργότερα να τον επισκεφτούν. Αλλά ο Ιησούς «δεν λέει τα σημάδια της κατοικίας, ούτε τον τόπο, αλλά τους ελκύει περισσότερο στο να τον ακολουθήσουν, δείχνοντας ότι τους δέχτηκε» (Χ). Το άμεσο της πρόσκλησης δείχνει και η χρήση του ενεστώτα έρχεσθε, το οποίο απευθυνόμενο σε ανθρώπους που ήδη ακολουθούν, αποτελεί προτροπή να συνεχίσουν την πορεία τους (g). Ο Χριστός καλεί αυτούς αμέσως. Ο καλύτερος και καταλληλότερος καιρός για σωτηρία είναι όσο λέγεται το «τώρα». Ας αρπάζουμε λοιπόν πάντοτε και χωρίς αναβολή τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται.
(2)   Υπάρχει και η γραφή όψεσθε. Όμως η συνηθισμένη φράση είναι: έλα και δες. Δες α 47,ια 35.
(3)   Ίσως θα είδαν αποδείξεις για τον Μεσσία και στο σπίτι του, το οποίο ήταν απλό, ήσυχο, λιτό, χωρίς δαπανηρό στολισμό σκευών και βιβλίων, με μία λέξη άξιο αυτού και μόνο αυτού (b).
«Πώς λοιπόν αλλού λέει: Ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει που να γύρει το κεφάλι;… Το δεν έχει που να γύρει το κεφάλι, φανερώνει ότι δεν είχε δικό του σπίτι, όχι ότι δεν έμενε σε σπίτι» (Χ).
«Αν έμενε λοιπόν σε σπίτι, δεν έμενε σε δικό του, αλλά σε ξένο» (Θφ).
Πού έμενε ο Κύριος, εάν σε κάποιο πανδοχείο ή σε σπίτι ή σκηνή, δεν λέει ο ευαγγελιστής (g). Πάντως η παραμονή του πλήθους στην έρημο θα δημιούργησε την ανάγκη της ανέγερσης πρόχειρων καλυβών ή παραπηγμάτων ή σκηνών (ο). Ήλθαν οι δύο μαθητές αμέσως. Οι δεκτικές ψυχές δέχονται αμέσως και πρόθυμα τις σωτήριες προσκλήσεις του Κυρίου.
«Δεν ανέβαλλαν, ούτε είπαν· Θα έλθουμε οπωσδήποτε αύριο…, αλλά τον πολύ ζήλο που είχαν για να ακούσουν, τον δείχνουν με το να μην τους αποτρέψει ούτε η ώρα. Διότι έτυχε λοιπόν ο ήλιος να είναι στη δύση του. Διότι ήταν ώρα τέσσερεις το απόγευμα» (Χ).
(4)   =Την βαρυσήμαντη εκείνη ημέρα. Ω ευτυχισμένη ημέρα! (b).
«Ότι μεν έμειναν λοιπόν μαζί του εκείνη την ημέρα, το είπε ο ευαγγελιστής· για ποιο λόγο όμως δεν το πρόσθεσε, αφού ήταν φανερή η αιτία. Διότι δεν τον ακολούθησαν για κάποιον άλλο λόγο… παρά μόνο για τη διδασκαλία, την οποία τόσο πλούσια και πρόθυμα απόλαυσαν» (Χ).
(5)   Η προσθήκη αυτή αποτελεί αναμφίβολα προσωπική ανάμνηση του ευαγγελιστή (β). Η ώρα αυτή υπήρξε κρίσιμη και αποφασιστική για ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του. Για αυτό και αναφέρει αυτήν (F).
(6)   Μολονότι δεν ήταν άγνωστη και η σημερινή αρίθμηση της ώρας, που αρχίζει από τα μεσάνυχτα, διότι είχε ήδη εισαχθεί στη ρωμαϊκή αγορά (Forum), όμως πιθανότερο είναι, ότι ο Ιωάννης ακολουθεί τον καθολικά τότε επικρατούντα υπολογισμό της ώρας, σύμφωνα με τον οποίο έμπαινε ως βάση η ανατολή του ηλίου. Δεκάτη ώρα λοιπόν είναι η τετάρτη απογευματινή. Υπέρ της πρώτης εκδοχής φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνηγορεί το «και έμειναν σε αυτόν εκείνη την ημέρα», το οποίο εξηγείται καλύτερα, αν θεωρήσουμε ως ώρα δεκάτη την δική μας αντίστοιχη. Όμως και με τη δεύτερη εκδοχή συμβιβάζεται πλήρως η φράση αυτή, διότι με αυτήν δηλώνεται, ότι η επίσκεψη δεν υπήρξε κάποια τυπική, που κράτησε μόνο κάποιες στιγμές, αλλά ενώ συνέπεσε γύρω στην τετάρτη απογευματινή, παρατάθηκε για ώρες ολόκληρες, δύο ή και τρεις. Πρώτη επίσκεψη σε πρόσωπο, με το οποίο μόλις προ ολίγων στιγμών γνωρίστηκαν οι δύο μαθητές, να παραταθεί για τρίωρο, αποτελούσε σπανιότατη περίπτωση (g).

Ιω. 1,41 ἦν Ἀνδρέας(1) ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου(2) εἷς ἐκ τῶν δύο(3) τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου(4) καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.
Ιω. 1,41 Ενας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου.
(1)   Από το Ανδρεύς, Ανδρέως και Ανδρέω στον Ηρόδοτο (δ).
(2)   Μολονότι δεν έγινε ακόμα λόγος για Πέτρο στο δ΄ ευαγγέλιο παρουσιάζεται εδώ ως πρόσωπο πολύ γνωστό στους αναγνώστες, ώστε με αυτό να γίνεται γνωστότερος και ο Ανδρέας. Αυτό προϋποθέτει γνώση της ευαγγελικής ιστορίας στους αναγνώστες (g,β).
(3)   Ο άλλος από τους δύο δεν αναφέρεται «ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, διότι δεν ήταν εκείνος από τους επίσημους και γνωστούς, ή, διότι ήταν αυτός ο ίδιος που γράφει αυτά» (Ζ).
(4)   Τα στο σ. 36. Ο Ανδρέας υπήρξε ο πρώτος που επέστρεψε, ο πρωτόκλητος των αποστόλων. Απολάμβανε την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη του Κυρίου και επανειλημμένα αναφέρεται ότι εισάγει άλλους και γνωρίζει αυτούς στον Κύριο. Είναι παρ’ όλα αυτά όχι πολύ γνωστός στην ευαγγελική ιστορία, ενώ ο Πέτρος, τον οποίο αυτός έφερε στον Κύριο, αναδείχτηκε κορυφαίος των αποστόλων. Από αυτό διδασκόμαστε, ότι οι χρησιμότεροι στη γενιά τους άνθρωποι και οι εξόχως ευνοούμενοι από το Θεό δεν είναι πάντοτε και αναγκαστικά εκείνοι, οι οποίοι δημιουργούν μεγάλο θόρυβο στην ιστορία και οι οποίοι παρουσιάζονται ως κύριοι παράγοντες στις μεγάλες μεταβολές και στα σοβαρά γεγονότα της ιστορίας.
Για αυτό δεν πρέπει να νιώθουμε κατάπληξη από τους κατά κόσμον ισχυρούς και διακεκριμένους, ούτε να παρασυρόμαστε από τις γνώμες της κοινωνίας, αλλά να στρέφουμε τα μάτια μας στη ζωή μερικών αφανών ανθρώπων, οι οποίοι όσο και αν φαίνονται αδύναμοι μπροστά στους ανθρώπους, είναι ισχυροί στο Θεό και χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα της Προνοίας του σε γεγονότα, τα οποία στην αρχή τους δεν έκαναν μεγάλη εντύπωση, τα αποτελέσματά τους όμως υπερβαίνουν τη δύναμη των φυσικών ανθρώπων, οσοδήποτε μεγάλοι και αν φαίνονται αυτοί στους πολλούς. Πόσοι αφανείς και άγνωστοι σε εμάς θα εμφανιστούν μπροστά στο βήμα του Χριστού ένδοξοι και περιφανείς, την ώρα που πολλοί από εκείνους, τους οποίους εκθείασε ο κόσμος, θα στέκονται γυμνοί και θα τρέμουν!

Ιω. 1,42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτος(1) τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον(2) Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν(3) τὸν Μεσσίαν(4)· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον(5) Χριστός(6)·
Ιω. 1,42 Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει• “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”.
(1)   Υπάρχει και η γραφή πρώτον=Ή, πριν ακόμα πράξει κάτι άλλο συνάντησε τον Πέτρο. Ή, πιο πιθανή ερμηνεία, πριν ακόμα αργότερα ο Φίλιππος βρει τον Ναθαναήλ. Η γραφή πρώτος=Ή, και οι δύο αναζήτησαν τον Πέτρο και πρώτος τον βρήκε ο Ανδρέας. Ή, πιο πιθανή ερμην.: ο καθένας από τους δύο έσπευσε να συναντήσει το δικό του αδελφό, δηλαδή ο Ανδρέας τον Πέτρο και ο Ιωάννης τον Ιάκωβο, και πρώτος ο Ανδρέας… (g).
(2)   «Ο Ανδρέας… δεν κράτησε για τον εαυτό του το θησαυρό, αλλά βιάζεται και τρέχει γρήγορα στον αδελφό, για να του μεταδώσει τα αγαθά που πήρε» (Χ). «Αυτοί που πήραν πρόσφατα το τάλαντο, προσθέτουν αμέσως την εργασία του ταλάντου και την προσφέρουν στο Δεσπότη» (Κ).
Δεν γνωρίζουμε όπως είπαμε ήδη, πάρα πολλά για τον Ανδρέα. Γνωρίζουμε όμως πολλά για τον αδελφό του, τον οποίο ο Ανδρέας οδήγησε στο Χριστό. Ποιος θα μπορούσε να πει, ότι ο Πέτρος έκανε για το Χριστό περισσότερα από όσα έκανε ο Ανδρέας, ο οποίος έφερε τον Πέτρο στο Χριστό; Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πότε, ποιος πράττει το μεγαλύτερο έργο για το Χριστό. Ένα κορίτσι, φτωχό και αγράμματο, στο οποίο κανείς δεν θα πρόσεχε, επειδή είναι ευλαβές και αφοσιωμένο, σπείρει τον σπόρο της ζωής σε παιδί, το οποίο έχουν εμπιστευτεί στη φροντίδα της και το οποίο αναδεικνύεται μετά από κάποιο χρόνο μέγας ιεραπόστολος ή Χριστιανός πολιτικός ή βαθύς θεολόγος! (τ).
Εκτίθεται στους ακόλουθους σ. μία από τις μεθόδους, τις οποίες χρησιμοποιεί ο Θεός για διάδοση της σωστικής αλήθειας και για πολλαπλασιασμό του αριθμού των μαθητών. Σκόπιμα γίνεται αναφορά με κάποια λεπτομέρεια στην εύρεση του ενός μαθητή από τον άλλο και στην προσαγωγή του στο Χριστό, τον οποίο μέχρι τότε αγνοούσε. Σαν το Πνεύμα το Άγιο στην αρχή της Νέας Διαθήκης να βάζει μπροστά στα μάτια μας ολοφάνερα έναν από τους μεγάλους νόμους, κατά τους οποίους η νέα ζωή εκτείνεται ολοένα σε ευρύτερα όρια.
Αυτός που με οποιονδήποτε τρόπο γνώρισε τη νέα αυτή ζωή, ζητά να την γνωρίσουν και άλλοι, να αισθανθούν αυτήν και οι πλησίον του, που την αγνοούν και να την εγκολπωθούν, όπως την εγκολπώθηκε και αυτός. Είναι αλήθεια ότι αυτός δεν είναι ο μόνος νόμος της επέκτασης της βασιλείας του Χριστού. Αυτή διαδίδεται με πολλά μέσα· με τις συγγραφές, με το κήρυγμα, με την ειρηνική ζωή, με τους διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο. Με όλα όμως αυτά κυριαρχεί η επίδραση, την οποία ασκεί στο περιβάλλον, η ζωή και η ακτινοβολία της αγάπης και της αρετής εκείνων, οι οποίοι γνώρισαν τον Ιησού και γνωστοποιούν αυτόν και στους άλλους.
(3)   «Βρήκαμε σαν θησαυρό κρυμμένο στον αγρό ή σαν ένα πολύτιμο μαργαριτάρι» (Κ).
«Ο λόγος αυτός δείχνει ψυχή η οποία κυοφορούσε με αγωνία την παρουσία του Σωτήρα και περίμενε από καιρό τον ερχομό του και γέμισε από χαρά όταν φανερώθηκε αυτό που αναμενόταν και βιάζεται να μεταδώσει και σε άλλους τα ευχάριστα νέα. Αυτό θα πει αδελφική συμπάθεια και αγάπη συγγενική, και διάθεση ειλικρινής, να βιάζεστε να απλώσετε το χέρι ο ένας προς τον άλλο στα πνευματικά ζητήματα» (Χ).
«Ο λόγος φανερώνει άνθρωπο που χαίρεται πάρα πολύ» (Ζ).
«Διότι όπως φαίνεται, από πολύ χρόνο ποθούσαν και προσδοκούσαν την αναζήτηση» (Θφ). Μεγάλο και χαρμόσυνο εύρημα, θησαυρός που βρέθηκε, αναμενόμενος από τον κόσμο γύρω στους 40 αιώνες (b).
«Βρήκαμε αυτόν που ζητούσαμε, αυτόν που προσδοκούσαμε να έλθει, τον οποίο οι Γραφές ανάγγελλαν» (Ζ).
(4)   Εξελληνισμένος τύπος του αραμαϊκού μασίαχ.
«Μαζί με την προσθήκη του άρθρου… έτσι λοιπόν περίμεναν έναν μοναδικό Χριστό, ο οποίος δεν είχε τίποτα το κοινό με τους άλλους» (Χ).
(5)   Η μετάφραση του τίτλου αποδεικνύει πάλι, ότι ο ευαγγελιστής απευθύνεται προς Έλληνες αναγνώστες.
(6)   «Μεσσίας στα εβραϊκά· Χριστός στα ελληνικά. Ο Χριστός λοιπόν έχει χριστεί. Έχει χριστεί κατά τρόπο ιδιαίτερο, ανώτερο· για αυτό όλοι οι Χριστιανοί είναι χρισμένοι, αλλά αυτός είναι κατεξοχήν χρισμένος. Άκουσε πώς μιλά στον Ψαλμό. Για αυτό σε έχρισε, ω Θεέ, ο Θεός σου με λάδι αγαλλίασης παραπάνω από αυτούς που μετέχουν μαζί με εσένα στην χρίση αυτή (Ψαλμ. 44,8). Διότι όλοι οι άγιοι είναι μέτοχοί του, αλλά αυτός με ξεχωριστή έννοια είναι ο Άγιος των αγίων, ο ιδιαιτέρως χρισμένος, ο κατά τρόπο ξεχωριστό Χριστός» (Αυ).

Ιω. 1,43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν(1). ἐμβλέψας(2) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε(3)· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ(4), σὺ κληθήσῃ(5) Κηφᾶς(6), ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος(7).
Ιω. 1,43 Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε• “συ είσαι Σιμων, ο υιός του Ιωνά• συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Πετρος”.
(1)   Την ίδια ημέρα και σε απογευματινές ώρες. «Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, την από την αρχή υπάκουη και ευνοϊκή διάθεση του Πέτρου· διότι έτρεξε αμέσως χωρίς να ενδιαφερθεί για τίποτα» (Χ), «λόγω της θερμότητας και του καλού του ζήλου, τα οποία από την αρχή είχε ο Πέτρος» (Σχ).
(2)   «Τον ατενίζει με τρόπο που πρέπει σε Θεό, αυτός που βλέπει τις καρδιές και τους νεφρούς» (Κ).
(3)   Τα ακόλουθα λόγια εκφράζουν γνώση για τον Πέτρο που αποκτήθηκε υπερφυσικά. Διότι ναι μεν το όνομα Σίμων υιός Ιωνά είναι πιθανόν να γνωστοποιήθηκε από τον Ανδρέα που παρουσιάζει τον αδελφό του, αλλά το νέο όνομα Πέτρος, δίνεται με πρόγνωση και προαναγγελία προφητική (g).
«Από την προφητεία σχετικά με αυτόν, αρχίζει να αποκαλύπτει τον εαυτό του σε αυτόν» (Θφ).
«Αρχίζει εδώ να αποκαλύπτει τη θεότητά του και να την φανερώνει λίγο λίγο με τις προφητείες… Από το παρόν επιβεβαιώνει και το μέλλον… και η προφητεία γίνεται με εγκώμιο» (Χ).
(4)   Υπάρχει και η γραφή Ιωάννου. Ίσως με συγκοπή αυτής προήλθε η γραφή Ιωνά.
(5)   «Δεν είπε εγώ θα σε μετονομάσω Πέτρο… αλλά εσύ θα ονομαστείς Κηφάς. Διότι εκείνο θα φανέρωνε αυθεντία και μεγαλύτερη εξουσία. Ο Χριστός όμως δεν φανερώνει αμέσως ούτε από την αρχή όλα τα σχετικά με την εξουσία του, αλλά στην αρχή μιλά ταπεινότερα» (Χ).
Στην Π.Δ. η αλλαγή του ονόματος γίνεται για να δηλώσει την αρχή κάποιας νέας σχέσης με το Θεό και συνοδεύεται από κάποια αλλαγή στη ζωή ή τη θέση. Έτσι ο Ιακώβ ονομάστηκε Ισραήλ (Γεν. λβ 28) και ο Άβραμ μετονομάστηκε σε Αβραάμ (ο.π. ιζ 5)(β).
«Αυτόν μεν λοιπόν έτσι τον ονόμασε, τους άλλους όμως γύρω από τον Ιάκωβο, τους ονόμασε γιους της βροντής… δείχνοντας ότι αυτός είναι που έδωσε και την Παλαιά Διαθήκη και αλλάζει τα ονόματα, αυτός που ονόμασε τον Άβραμ Αβραάμ και τη Σάρα Σάρρα και τον Ιακώβ Ισραήλ. Σε πολλούς μεν έδωσε ονόματα κατά τη γέννησή τους… ενώ σε άλλους μετά από την ονοματοδοσία των γονέων τους… για να τους υπενθυμίζει το όνομα την ευεργεσία του Θεού, για να γίνεται διαρκής υπενθύμιση της προφητείας, η οποία εκφράστηκε με τα ονόματα, σε εκείνους που τα ακούνε» (Χ).
(6)   Λέξη αραμαϊκή που σημαίνει τεμάχιο βράχου, πέτρα. Με το όνομα αυτό ο Κύριος χαρακτηρίζει τον Πέτρο ως άνθρωπο αρκετά θαρραλέο και αποφασιστικό, και καθιερώνει τον Σίμωνα με όλες τις φυσικές του δυνάμεις και τα προσόντα στο έργο, στο οποίο μετά από κάποιο χρόνο τον κάλεσε οριστικά (g). Η ονομασία Κηφάς προτιμάται από τον Παύλο στην Α΄ Κορ. (α 12,γ 22,θ 5,ιε 5) και στην προς Γαλάτας (β 9), χωρίς να είναι άγνωστο σε αυτόν και το όνομα Πέτρος (Γαλ. β 7,8)(β).
(7)   Ο πέτρος=ο λίθος, στον Όμηρο πρώτα και στους ποιητές, και έπειτα και στους πεζογράφους. Είναι ο λίθος και στους εθνικούς συγγραφείς (Οδυσ. Ρ 463) σύμβολο της στερεότητας, και ο Σωτήρας του δίνει το όνομα αυτό αποβλέποντας στο ότι θα εδραιωθεί στην πίστη και θα γίνει το στήριγμα των αδελφών. Δες Ματθ. ιστ 18,Λουκ. κβ 32(δ).

Ιω. 1,44 Τῇ ἐπαύριον(1) ἠθέλησεν(2) ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(3)· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον(4) καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(5).
Ιω. 1,44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει• “έλα κοντά μου”.
(1)   Την επόμενη ημέρα από την κλήση του Σίμωνα.
(2)   Σημαίνει θέληση στην οδό της εκτέλεσης=Τη στιγμή που αποφάσισε να αναχωρήσει (g).
(3)   Για τη φράση δες δ 43. Ήδη ο Ιησούς βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη (β).
(4)   Δεν είναι αυτό ασυμβίβαστο με αυτό που υπαινίσσεται ο σ. 45, ότι ο Φίλιππος οδηγήθηκε στον Ιησού μέσω του Ανδρέα και του Πέτρου. Διότι κατά τη στιγμή της αναχώρησης πιθανώς ο Ιησούς βρίσκει το Φίλιππο να συζητά με τους δύο αδελφούς (g).
Όμως ο Ιησούς καλεί άμεσα και κατ’ ευθείαν τον Φίλιππο και όχι όπως ο Πέτρος κλήθηκε έμμεσα μέσω του αδελφού του Ανδρέα. Ο Θεός, όπως είπαμε, έχει ποικίλες μεθόδους και πολλούς δρόμους για να προσελκύει στον εαυτό του τους ανθρώπους. Και από την περίπτωση του Φιλίππου διδασκόμαστε, ότι ο Κύριος μας ζητά και μας βρίσκει, πριν ακόμα πάρουμε αρκετές πληροφορίες για αυτόν.
(5)   «Λέει σε αυτόν ο Ιησούς «ακολούθησέ με», ξέροντας, ότι ποθεί μεν να ακολουθήσει και αυτός, επειδή άκουσε για αυτόν από αυτούς που τον ακολούθησαν· αλλά ντρέπεται από ευλάβεια. Διαλύει λοιπόν την ντροπή του» (Ζ). Ο Φίλιππος δεν ήταν τελείως απροειδοποίητος, αλλά πιθανώς ήταν μαθητής και αυτός του Προδρόμου «είδε και τον Πέτρο και άκουσε από τον Ιωάννη να ακολουθήσει» (Χ).
«Φαίνεται όμως ότι και η φωνή του Κυρίου προκάλεσε κάποιο κέντρισμα αγάπης στην ψυχή του. Διότι δεν λεγόταν απλώς η φωνή του Σωτήρα, αλλά στους άξιους αμέσως έκαιγε το εσωτερικό τους ώστε να τον αγαπήσουν· όπως ακριβώς και ο Κλεόπας με τον συνοδοιπόρο του λένε: Δεν καιγόταν η καρδιά μας μέσα μας;» (Θφ).
Η φράση «ακολούθησέ με» μάλλον φαίνεται να μην έχει την έννοια, με την οποία απηύθυνε αυτήν έπειτα ο Ιησούς στους μαθητές το «ακολούθησέ με» και το «ελάτε από πίσω μου» όταν τους καλούσε οριστικά στο αποστολικό αξίωμα (Ματθ. δ 18, η 22, Μάρκ. α 17, β 14), αλλά την έννοια του ακολούθησέ με στο ταξίδι. Αλλά ο Ιησούς γνώριζε τι επρόκειτο να προέλθει από το δεσμό που τώρα συναπτόταν (g).

Ιω. 1,45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά(1), ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου(2).
Ιω. 1,45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου.
(1)   Μικρή πόλη στη δυτική όχθη της Τιβεριάδας και στο βορειοανατολικό άκρο της. Η πόλη αυτή είχε χτιστεί πάλι από τον Φίλιππο τετράρχη της Ιτουραίας (Λουκ. γ 1), όπως αναφέρει ο Ιώσηπος (Ιουδ. Αρχ. ιη 2,1), και πιθανώς ο απόστολος Φίλιππος είχε ονομαστεί από το όνομα του κυβερνήτη αυτής της περιφέρειας (β).
(2)   Το σπίτι του Ανδρέα και του Πέτρου ήταν στην Καπερναούμ (Μάρκ. α 21,29), η οποία ήταν κοντά στη Βηθσαϊδά. Συμβιβάζεται η διαφωνία, εάν δεχτούμε, ότι γενέτειρα μεν των δύο αποστόλων ήταν η Βηθσαϊδά, ενώ πόλη κατοικίας, στην οποία είχαν εγκατασταθεί, η Καπερναούμ. Και οι 3 απόστολοι είχαν πατρίδα τη Βηθσαϊδά και δεν τιμήθηκαν αυτοί από τον τόπο της καταγωγής τους, αλλά η πατρίδα τους τιμήθηκε από αυτούς. Φαίνεται να ήταν οι κάτοικοί της κακοί. Δες Ματθ. ια 21. Και εκεί όμως ο Θεός είχε τους δικούς του και υπήρχε και στην πόλη αυτή υπόλειμμα ανθρώπων σύμφωνα με την εκλογή της χάρης.
«Αναφέρει όμως και το χωριό του ο Ιωάννης, για να μάθεις ότι τα ασθενή του κόσμου διάλεξε ο Θεός» (Χ) «και ότι από αυτούς που δεν παρήγαγαν κανέναν καρπό, διάλεξε τους επίλεκτους από τους μαθητές» (Θφ).

Ιω. 1,46 εὑρίσκει Φίλιππος(1) τὸν Ναθαναὴλ(2) καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε(3) Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ(4) καὶ οἱ προφῆται(5), εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ(6) τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ(7).
Ιω. 1,46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει• “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν• είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”.
(1)   Ο Φίλιππος αμέσως μόλις κλήθηκε, έσπευσε να κερδίσει και έναν άλλον (b). «Αφού τον γνώρισε εξ’ ιδίας πείρας, γίνεται αμέσως κήρυκάς του» (Ζ). Λαμπάδα που άναψε χρησιμεύει για μετάδοση της φλόγας και σε άλλη (g). Όταν μας δοθούν περιστάσεις, από τις οποίες οι ψυχές μας αποκομίζουν ωφέλειες, οφείλουμε να αναζητούμε ευκαιρίες, ώστε και άλλοι να μετάσχουν σε αυτές τις ωφέλειες.
(2)   Όνομα εβραϊκό που σημαίνει ό,τι και το ελληνικό Θεόδωρος. Από την όλη αφήγηση μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Ναθαναήλ έγινε έπειτα και απόστολος. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το Ιω. κα 2, όπου ο Ναθαναήλ καταγράφεται στη μέση των αποστόλων, αμέσως μετά το Θωμά (b).
Παρ’ όλα αυτά σε όλους τους καταλόγους των αποστόλων που παραθέτουν οι Συνοπτικοί (Ματθ. ι 2, Μάρκ. γ 16,Λουκ. στ 14,Πράξ. α 13) δεν αναφέρεται το όνομα Ναθαναήλ. Έγινε όμως γενικά δεκτό, ότι ο Ναθαναήλ είναι ο ίδιος με τον Βαρθολομαίο τον οποίο οι Συνοπτικοί σχεδόν πάντοτε κατονομάζουν μαζί με το Φίλιππο αχώριστα. Δεδομένου μάλιστα ότι το όνομα αυτό είναι πατρωνυμικό (Βαρ-Θολμαί=υιός του Τολομαίου, ή Πτολεμαίου), και όχι προσωπικό όπως το Ναθαναήλ, τίποτα δεν εμποδίζει να δεχτούμε την υπόθεση αυτή (g).
(3)   Ο όμιλος των πρώτων μαθητών παρουσιάζεται να μελετά τις Γραφές. Όπως ο Ανδρέας είπε «Ευρήκαμεν τον Μεσσία, έτσι και ο Φίλιππος, επειδή ήξερε ότι ο Ναθαναήλ ήταν ακριβέστατος γνώστης των νομικών και προφητικών γραφών… τον παραπέμπει στο Μωϋσή και τους προφήτες, κάνοντας από εκεί αξιόπιστη τη μαρτυρία του σχετικά με το Χριστό» (Ζ).
(4) Παραλείπεται από τη συριακή μετάφραση του Σινά. Υπαινίσσεται ιδιαίτερα το Δευτ. ιη 15. Δες ε 46 (κ). Στην Πεντάτευχο όμως περιλαμβάνονται τα Γεν. μθ 10,Αρ. κδ 17 και οι υποσχέσεις προς τους πατριάρχες (Γεν. ιβ 3,κβ 18,κστ 4,κη 14)(ο).
(5)   Δες Ησ. ζ 14,θ 6,μ 10,11,νγ 1-12,Ιερεμ. κγ 5,Δαν. θ 24,Μιχ. ε 2,Ζαχ. στ 12 (ο).
(6)   Μιλά για τον Ιησού σύμφωνα με τη γνώμη που επικρατεί στους πολλούς για αυτόν.
«Αν όμως τον ονομάζει γιο του Ιωσήφ, μη θορυβηθείς· διότι τότε ακόμα θεωρούνταν γιος του Ιωσήφ» (Χ). «Ακολουθώντας ο Φίλιππος την άποψη των Ιουδαίων λέει «τον Ιησού από τη Ναζαρέτ»» (Κ).
(7)   =τον άνθρωπο από τη Ναζαρέτ, ή τον από τη Ναζαρέτ καταγόμενο. Εκείνοι, οι οποίοι γνώριζαν για τον Ιησού μόνο και μόνο που κατοικούσε, ήταν φυσικό έτσι να προσδιορίζουν αυτόν (β). Υπάρχουν και οι γραφές Ναζαρέθ, Ναζαράθ, Ναζαρά.

Ιω. 1,47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ(1) δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι(2); λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε(3).
Ιω. 1,47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν• “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος• “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”.
(1)   Ή, «από την τόσο κακή και περιφρονημένη» (Ζ). «Διότι η Ναζαρέτ από παλιά δεν είχε καθόλου καλή φήμη στους Ιουδαίους, επειδή δηλαδή το χωριό κατοικούνταν από εθνικούς περισσότερο και ουδέποτε μπορούσε να βγάλει κάτι καλό» (Θμ).
Ή, πιθανότερη ερμηνεία, «έλεγε αυτό επειδή ήταν πληροφορημένος, ότι ο προσδοκώμενος δεν είναι από τη Ναζαρέτ, αλλά από τη Βηθλεέμ», «οπότε δεν έβρισκε ότι η προφητεία συμβαδίζει με το λόγο του Φιλίππου» (Ζ). «Τα λόγια δεν προέρχονταν από απιστία, αλλά από ακρίβεια και διάνοια που ήξερε καλά το νόμο» (Θφ).
Πράγματι για το ότι η Ναζαρέτ είχε κακή φήμη, δεν έχουμε από αλλού κάποια πληροφορία. Ο Ναθαναήλ λοιπόν μη ενθυμούμενος κάποια προφητεία, η οποία να εξαίρει τη Ναζαρέτ, και για πρώτη φορά ακούγοντας, ότι η Ναζαρέτ ήταν η πατρίδα του Μεσσία, καταπλήσσεται και απορεί, πώς η πόλη αυτή η γειτονική με την πατρίδα του Κανά, ανυψώνεται σε τόσο υψηλό προορισμό. Πάντως στην ερώτηση αυτή κρύβεται και κάποιος βαθμός περιφρόνησης προς τη Ναζαρέτ, ο οποίος όμως εξηγείται και από τον ανταγωνισμό των γειτονικών χωριών ή πόλεων, ο οποίος τότε θα εκδηλωνόταν ζωηρότερα (g).
Όταν ο Ναθαναήλ λέει, ότι κανένα καλό δεν ήταν δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ, προδίδει άγνοια της δύναμης και του έργου της θείας χάρης. Η θεία χάρη δεν εμποδίζεται από τόπους και δεν δεσμεύεται από την άγνοια ή και τη δυστροπία των πολλών. Ενεργεί το ίδιο και με την ίδια δύναμη παντού και δημιουργεί έργα θαυμαστά και εκεί, όπου κανείς δεν θα περίμενε αυτά.
(2)   Η ερώτηση του Ναθαναήλ είναι συνετότερη και προσεκτικότερη παρά εάν αρνούνταν κατηγορηματικά (b). «Με επιείκεια αρνείται, όχι ότι βρέθηκε αυτός (ο Μεσσίας), αλλά το ότι είναι από τη Ναζαρέτ, και κάπως ομαλά, με ερωτηματικό τρόπο, αποκρούει αυτό» (Ζ).
(3)   Το άριστο φάρμακο εναντίον των ιδεών που προέρχονται από προκατάληψη (b).
«Τον τραβά προς τον Ιησού, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να φύγει πλέον, αν γευτεί τα λόγια και τη διδασκαλία εκείνου» (Χ). «Θα είναι αρκετή, λέει, η θέα για να πιστέψεις, και συζητώντας μόνο μαζί του θα συμφωνήσεις πιο γρήγορα… ότι αυτός είναι όντως ο προσδοκώμενος» (Κ).
Η εντύπωση που προκαλείται από την προσωπικότητα του Ιησού, είναι η ισχυρότερη δύναμη που ελκύει προς αυτόν μαθητές. Ο χαρακτήρας του Ιησού είναι το κέντρο και η μεγαλύτερη απόδειξη και το ισχυρότερο των πιστοποιητικών για την αλήθεια του Χριστιανισμού. Όσοι λοιπόν λάβουν πείρα της χάρης και της γλυκύτητας αυτού του Σωτήρα, δένονται με αυτόν όσο με κανέναν άλλον.

Ιω. 1,48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ(1)· ἴδε ἀληθῶς(2) Ἰσραηλίτης(3) ἐν ᾧ δόλος(4) οὐκ ἔστι.
Ιω. 1,48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού• “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”.
(1)   Λέει για αυτόν, όχι αμέσως προς αυτόν (b). Είπε αυτά στους μαθητές που τον περιστοίχιζαν, έτσι ώστε και αυτός άκουσε αυτά.
(2)   Ή, θα συνδέσουμε το ἀληθῶς με το ίδε=πράγματι, κύτταξε ένας Ισραηλίτης. Ή, πιο σωστά, με το Ισραηλίτης. «Επομένως υπάρχει και ψευδής Ισραηλίτης» (Χ). «Διότι οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι όμοιοι με εκείνους, ήταν ψεύτικοι στο όνομα Ισραηλίτες» (Ζ).
Για αυτό αν και ήταν ειδικοί στο νόμο και διδάσκαλοί του, παρέμειναν τυφλοί μπροστά στη δόξα του Ιησού. Ενώ οι απλοί και αγράμματοι ψαράδες της Γαλιλαίας, αληθινοί Ισραηλίτες, αμέσως σχημάτισαν την πεποίθηση, ότι ο Ιησούς ήταν εκείνος, για τον οποίο είχαν γράψει ο Μωϋσής και οι προφήτες.
(3)   Η φράση ἀληθῶς Ισραηλίτης έχει την ίδια έννοια με το αληθινός Ισραηλίτης· άξιος να βλέπει τους αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, όπως άλλοτε ο Ιακώβ (b). Ισραηλίτης όχι μόνο από καταγωγή, αλλά και λόγω της ειλικρίνειάς του. Η ονομασία Ισραηλίτης χρησιμοποιείται εδώ ως τίτλος τιμής όπως στα Ρωμ. ια 1 και Β Κορ. ια 22. Ο Ιωάννης κάνει διάκριση ανάμεσα στην αληθινή κοινότητα του Ισραήλ, που ενσωματώθηκε στην εκκλησία και στους Ιουδαίους ως μερίδας που αντιτίθεται στην εκκλησία. Στο Αποκ. β 9 έχουμε ακριβές παράδειγμα αυτής της διάκρισης (μ).
(4)   Δόλος από το δέλω, δελεάζω, λέγεται κυρίως το δέλεαρ, με το οποίο συλλαμβάνουν τα ψάρια και γενικά κάθε παγίδα, με την οποία ζητά κάποιος να εξαπατήσει τον άλλο, και εδώ λέγεται για τη διάθεση για εξαπάτηση του πλησίον (δ).
«Δόλο λέει την επικάλυψη της αλήθειας, την πονηρία» (Ζ). «Όταν κάποιος αποκρύπτει κάτι στην καρδιά του και λέει άλλο, αυτό είναι δόλος και έχει αυτός δύο καρδιές» (Αυ).
Ισραηλίτης ευθύς, ειλικρινής, που ποθεί την αλήθεια και δεν συγκαλύπτει και παραποιεί αυτήν. Ειλικρινής και χωρίς δόλο απέναντι στους ανθρώπους, άνθρωπος χωρίς υστεροβουλία και ιδιοτέλεια, στον οποίο καθένας μπορεί να βασιστεί και να δώσει κάθε εμπιστοσύνη. Ειλικρινής και απέναντι στο Θεό, ειλικρινής στη μετάνοιά του για κάθε αμαρτία του, ειλικρινής στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις, τις οποίες ανέλαβε και έχει απέναντι στο Θεό. Δεν λέει χωρίς αμαρτία και ενοχή, αλλά μόνο χωρίς δόλο. Από αδυναμία, λησμοσύνη και επειδή παρασύρθηκε μπορεί να γλιστρά. Αλλά αμέσως μετανοεί ειλικρινά και με ευθύτητα διάθεσης επιστρέφει στο Θεό.

Ιω. 1,49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι(2), ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε(3).
Ιω. 1,49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ• “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε• “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.
(1)   Ο Ιησούς δεν απαντά στο ερώτημα που τέθηκε, αλλά δείχνει, ότι γνωρίζει πολύ περισσότερα για το Ναθαναήλ (b).
(2)   Το ρήμα φωνέω χρησιμοποιείται στον Ιωάννη με την έννοια του φωνάζω κάποιον με το δικό του όνομα ή τον συνηθισμένο του τίτλο (δες ι 3,ια 28,ιβ 17,ιγ 13,η 33)(β).
Η φράση «πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι» μπορει να συνδεθεί ή με το ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν που ακολουθεί αμέσως= «Πριν ο Φίλιππος έλθει σε εσένα, σε είδα» (Χ). (Σύμφωνα με τη σύνδεση αυτή ο Φίλιππος συνάντησε το Ναθαναήλ ενώ ήταν κάτω από τη συκιά. Και ο Ιησούς καθορίζει «τον τόπο, στον οποίο ήταν ο Ναθαναήλ όταν τον φώναξε ο Φίλιππος» Χ).
Ή, πιο σωστά, συνδέεται με το «σε είδα»= Προτού να σε φωνάξει ο Φίλιππος σε είδα, όταν ήσουν ακόμη κάτω από τη συκιά. Σύμφωνα με τη σύνδεση αυτή, η συνάντηση Φιλίππου και Ναθαναήλ δεν έγινε κάτω από τη συκιά. Ο χρόνος που πέρασε ο Ναθαναήλ κάτω από τη συκιά ήταν γεγονός προηγούμενο από τη συνάντησή του με το Φίλιππο (g). Και ο Ιησούς «απαντά σε αυτόν ως Θεός· διότι λέει ότι είδε, αυτό που κανείς δεν είδε. Διότι πριν συναντηθεί αυτός με το Φίλιππο, ήταν κάτω από τη συκιά χωρίς κανείς να είναι παρών ή να τον βλέπει» (Ζ).
(3)   Με το θείο μάτι. Ο Ναθαναήλ θυμήθηκε τις σκέψεις, τις οποίες είχε εκείνη την ώρα, πράγματι άξιες ενός Ισραηλίτη και απαλλαγμένες από δόλο (b). Η εξαιρετική εντύπωση, που προκλήθηκε από τα λόγια αυτά στο Ναθαναήλ, φανερώνει, ότι η απάντηση αυτή του Ιησού έδωσε στο Ναθαναήλ «τεκμήριο αναμφισβήτητο της πρόγνωσης» (Χ) και της υπερφυσικής γνώσης, χάρις στην οποία ο Ιησούς ήταν σε θέση «να βλέπει τα αόρατα στους ανθρώπους» (Ζ).
Ο Ναθαναήλ όταν ήταν κάτω από τη συκιά, δεν βρισκόταν μόνο εκεί κάτω από περιστάσεις, οι οποίες τον έκαναν αθέατο σε κάθε ανθρώπινο μάτι, αλλά και σκέψεις ευσεβείς, σοβαρές, ευλαβικές, επίκλησης και εξομολόγησης προς το Θεό γέμιζαν κατά τις στιγμές εκείνες την καρδιά του. Ίσως ο Ναθαναήλ είχε αποχωρήσει κάτω από τη συκιά για να προσευχηθεί (g). Οπότε με την απάντηση αυτή ο Ναθαναήλ πληροφορούνταν, ότι ο Ιησούς «γνώριζε και όσα είχε στο νου του» (Χ). Ο Χριστός γνωρίζει εμάς πολύ πριν εμείς γνωρίσουμε αυτόν. Και όταν ακόμα έχουμε αποχωρήσει σε τόπο απομονωμένο, όπου κανένα μάτι ανθρώπινο δεν μας βλέπει, το μάτι του Κυρίου μας παρακολουθεί.

Ιω. 1,50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί(1), σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(2), σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ(3).
Ιω. 1,50 Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε• “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.
(1)   Τώρα ο Ναθαναήλ ομολογεί περισσότερα από όσα είχε ακούσει από τον Φίλιππο (b).
(2)   Ή, το Υιός του Θεού έχει ως προσδιορισμό το ακόλουθο «ο βασιλιάς του Ισραήλ» και η έννοιά του καθορίζεται από αυτόν τον προσδιορισμό, οπότε «τα μεν λόγια τα ίδια είπε και ο Πέτρος [στο Ματθ. ιστ 16,17] και ο Ναθαναήλ, αλλά όχι με το ίδιο νόημα ο καθένας από τους δύο, αλλά ο μεν Πέτρος τον ομολόγησε υιό του Θεού, ως Θεό αληθινό, ενώ ο Ναθαναήλ ως άνθρωπο απλό» (Χ).
«Ο Πέτρος μεν ομολόγησε αυτόν ότι είναι υιός του Θεού από τη φύση του, ενώ ο Ναθαναήλ τον ομολόγησε υιό του Θεού από υιοθεσία» (Ζ).
«Αυτά δηλαδή προσδοκούσαν για το Χριστό, ότι δηλαδή αυτός έχει πιο κοντινή από όλους σχέση με το Θεό, ότι είναι βασιλιάς του Ισραήλ, παρόλο που αυτά μέχρι τότε τα προσδοκούσαν με τρόπο πιο αμυδρό και σωματικό· διότι δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν τότε οι Ιουδαίοι ούτε με ποιο τρόπο ήταν Υιός του Θεού, αλλά ούτε και με ποιο τρόπο ήταν βασιλιάς· αλλά ούτε και ο Ναθαναήλ μπορούσε αμέσως να καταλάβει εκείνο, το οποίο θα βρούμε ότι και οι απόστολοι ύστερα από πολύ χρόνο κατάλαβαν» (Θμ).
Όχι λιγότερο η προσωπική πείρα η προσωπική πείρα της γνώσης του Ιησού και η πίστη που αναγνωρίζει ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και έχει βασιλική εξουσία αποτελούν το θεμέλιο και το έδαφος, πάνω στο οποίο εύκολα μπορεί να αποκτηθεί και περαιτέρω γνώση, η οποία οδηγεί στην πλήρη αλήθεια (χ).
Ή, το βασιλιάς του Ισραήλ δεν είναι προσδιορισμός του «υιός του Θεού», αλλά εκφράζει ξεχωριστή έννοια, όπως φαίνεται και από την επανάληψη του «Εσύ είσαι». Ο Ναθαναήλ αναφέρεται στην απόδειξη της υπερφυσικής γνώσης, η οποία δόθηκε σε αυτόν από τον Ιησού και με τη φράση «ο υιός του Θεού» ομολογεί πίστη στη θεία προσωπικότητα του Ιησού, δεν πρόκειται όμως η πίστη του αυτή στο μέλλον να περιλάβει κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο ήδη κατέχει, αλλά μάλλον πρόκειται να διασαφηνιστεί. Συμβαίνει τώρα και με το Ναθαναήλ ό,τι και με τον χρυσοθήρα, ο οποίος βάζει το χέρι σε ένα τεμάχιο χρυσού· όταν το τεμάχιο αυτό αυτούσιο κοπεί σε νόμισμα, κατέχει πλέον αυτός καλύτερο αλλά όχι και περισσότερο σε ποσότητα (g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
(3)   Άρα και δικός μου βασιλιάς, αφού με γνωρίζεις ότι είμαι γνήσιος Ισραηλίτης (b). Εάν ο τίτλος Υιός του Θεού καθορίζει τη σχέση του Ιησού με το Θεό, ο τίτλος βασιλιάς του Ισραήλ καθορίζει τη σχέση του με τον εκλεκτό λαό του Θεού. Με αυτόν λοιπόν απαντά ο Ναθαναήλ στον τίτλο αληθινός Ισραηλίτης, με τον οποίο ο Κύριος τον προσφώνησε. Ο πιστός υπήκοος αναγνωρίζει τον βασιλιά του και τον χαιρετά (g).

Ιω. 1,51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν(1) σε ὑποκάτω τῆς συκῆς(2), πιστεύεις(3); μείζω τούτων ὄψει(4).
Ιω. 1,51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς• “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”.
(1)   Υπάρχει και η γραφή: «ὅτι εἶπόν σοι, ὅτι εἶδόν», στην οποία το δεύτερο «ότι» είναι ειδικό.
(2)   Η φράση έχει μεγαλύτερη έμφαση από τη φράση στο σ. 48 ὑπὸ τὴν συκῆν. Μπορεί το υποκάτω να σημαίνει και την πλήρη απόκρυψη από τη συκιά. Παρ’ όλα αυτά είναι συνήθεια του Ιωάννη, όταν πρόκειται να επαναλάβει σύντομα την ίδια φράση, να μεταβάλλει αυτήν ελαφρώς κατά την επανάληψη. Έτσι και εδώ, αφού είπε πρώτα «ὑπὸ τὴν συκῆν» μεταβάλλει αυτό τώρα σε «ὑποκάτω τῆς συκῆς» (β).
(3)   Άλλοι διαβάζουν χωρίς ερωτηματικό στο τέλος, πράγμα το οποίο ταιριάζει και στην πρόταση που ακολουθεί, η οποία είναι χωρίς το οὖν (=λοιπόν) ή κάποιον άλλο παρόμοιο σύνδεσμο (b). Πάντως το ερωτηματικό εκφράζει το θαυμασμό του Κυρίου για την πρόθυμη πίστη του Ναθαναήλ (b).
(4)   Πιθανώς το «θα δεις» λέγεται με κάποιο υπαινιγμό και σχέση με την ονομασία «αληθινός Ισραηλίτης», με την οποία προσφώνησε ο Κύριος τον Ναθαναήλ. Ο Ιακώβ, στον οποίο δόθηκε το όνομα Ισραήλ, ήτα άνθρωπος που έβλεπε, ο οποίος είδε οπτασίες. Και ο Ναθαναήλ ως αληθινός Ισραηλίτης θα είναι άνθρωπος θείων οπτασιών. Και εκείνα, των οποίων θα γίνει θεατής, θα είναι μεγαλύτερα από εκείνα, τα οποία οδήγησαν αυτόν στο να ομολογήσει τον Ιησού βασιλιά του Ισραήλ (β).
Ο πατριάρχης Ιακώβ είχε δει σκάλα που οδηγούσε στον ουρανό και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν σε αυτήν. Μετέφεραν τις προσευχές και ικεσίες των ανθρώπων προς τον Κύριο, ο οποίος βρισκόταν πάνω από τη σκάλα. Ο Θεός ήταν μακριά από τους ανθρώπους και άγγελοι ήταν οι μεσάζοντες μεταξύ αυτού και των ανθρώπων. Τώρα όμως οι πιστοί έρχονται σε άμεση επαφή με τον ίδιο το Μεσσία, στον οποίο συναντιούνται οι ανθρώπινες ανάγκες και οι θείες ευλογίες (τ).
Το «θα δεις μεγαλύτερα από αυτά» πραγματοποιήθηκε αμέσως στο επόμενο κεφάλαιο, όπου ακολουθεί θαύμα δημιουργικής δύναμης, η μεταβολή του νερού σε κρασί και το οποίο ο λαός θα θεωρούσε μεγαλύτερο από το θαύμα αυτό της υπερφυσικής γνώσης, το οποίο αφηγείται ο ευαγγελιστής εδώ (μ). Μεγαλύτερα. Σε αυτόν που έχει και χρησιμοποιεί καλά ό,τι έχει, θα δοθούν περισσότερα. Εκείνοι οι οποίοι αληθινά πιστεύουν στο ευαγγέλιο, θα βρίσκουν ολοένα να πληθαίνουν οι αποδείξεις, οι οποίες θα τους στερεώνουν στην πίστη.

Ιω. 1,52 καὶ λέγει αὐτῷ(1)· ἀμὴν ἀμὴν(2) λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι(3) ὄψεσθε(4) τὸν οὐρανὸν(5) ἀνεῳγότα(6), καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ(7) ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας(8) ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(9).
Ιω. 1,52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί• “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.
(1)   Παρά τον ενικό «σε αυτόν», ακολουθεί «λέω σε εσάς» και «θα δείτε». Το οποίο υπονοεί ότι ο Ιησούς απευθύνει τα ακόλουθα λόγια και στους άλλους τους συμπαρόντες με τον Ναθαναήλ.
(2)   Ως επίθετο σημαίνει τον βέβαιο, τον πιστό, τον αληθινό (Ησ. ξε 16 δες Αποκ. γ 14) ενώ ως επίρρημα το αληθινά και βεβαίως (Ιερεμ. λε(κη) 6) και ως επιφώνημα το γένοιτο (=μακάρι να γίνει) (Αρ. ε 22)(δ). Ο τύπος αυτός, στον οποίο το αμην επαναλαμβάνεται δύο φορές, είναι χαρακτηριστικός του Ιωάννη και συναντιέται σε αυτόν 25 φορές. Αντί για αυτό οι Συνοπτικοί χρησιμοποιούν ή το απλό «σου λέω» και «σας λέω» (Ματθ. ε 44,ιστ 18,κα 43,κγ 39 κλπ. Μαρκ. β 11,ια 24,Λουκ. ε 24,στ 27,ζ 28,ι 12,24,ια 8,9 κλπ) ή το αμην λέγω υμιν (χωρίς να επαναλαμβάνεται το Αμήν δύο φορές), το οποίο συναντιέται 30 φορές στο Ματθαίο, 13 στο Μάρκο και 6 στο Λουκά.
Ο τρόπος αυτός της έκφρασης, στον οποίο το Αμήν χρησιμοποιείται ως εισαγωγή σε διακήρυξη που ακολουθεί, στην οποία δίνει ειδική έμφαση, δεν συναντιέται πουθενά αλλού ούτε στην Π.Δ., ούτε στους ραββίνους. Ανήκει αποκλειστικά στη διάλεκτο του Κυρίου, αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γλώσσας του, και εξηγείται πλήρως από το ότι ο Κύριος δεν δίδασκε όπως οι άλλοι στηρίζοντας το κύρος των λόγων του σε άλλους διδασκάλους, αλλά δίδασκε με κάθε αυθεντία ως μόνος που κατέχει την αλήθεια και αποκαλύπτει αυτήν. Από αυτά λοιπόν εξηγείται καλύτερα, γιατί στην Αποκάλυψη ονομάζεται ο Αμήν (Αποκ. γ 14). Το Αμήν έχει επιρρηματική έννοια. Προφανώς λοιπόν η επανάληψή του αποβλέπει στο να εξουδετερώσει δισταγμό που θα προκληθεί τυχόν στους ακροατές για τα λεγόμενα, λόγω του έκτακτου της υπόσχεσης ή αλήθειας, στην οποία αυτά αναφέρονται (β).
(3)   Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Ή, ο Ιησούς θέλει να σημάνει, ότι ο ουρανός, ο οποίος άνοιξε ήδη κατά τη βάπτισή του, δεν έκλεισε, αλλά η επικοινωνία που εγκαθιδρύθηκε μεταξύ ουρανού και γης εξακολουθεί (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «από τώρα θα δείτε αφού πρώτα πιστέψετε γνήσια» (Ζ).
(4)   Πάντοτε ο μέλλοντας «θα δω» στον Ιωάννη χρησιμοποιείται για δήλωση της οπτασίας των ουράνιων ή πνευματικών πραγματικοτήτων, σε αντίθεση με την όραση με τα σωματικά μάτια (γ 26,ια 40,ιστ 16, Α΄Ιω. γ 2)(β).
(5)   «Ο Ιακώβ είδε σε όνειρο σκάλα και πάνω στη σκάλα είδε αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν» (Αυ). Σαφέστατος υπαινιγμός στο γεγονός στο Γένεση κη 12-13. Και εκεί το ανέβασμα και κατέβασμα στη σκάλα, συμβόλιζε τη θεία προστασία και τις επεμβάσεις του Θεού υπέρ του Ιακώβ.
Εδώ ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, λέγεται με στενότερη έννοια και κατά γράμμα: «σαν σε γνήσιο υιό του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν οι άγγελοι του Θεού σε αυτόν, υπηρετώντας τον» (Ζ), «αφ’ ενός μεν στον καιρό της ανάστασης και της ανάληψης, αλλά και πριν από αυτό, όταν ήλθαν και τον υπηρετούσαν, όταν ευαγγελίζονταν τη γέννησή του… όταν ήλθαν στη Μαριάμ, όταν προς τον Ιωσήφ» (Χ).
Ή, με ευρύτερη έννοια=Οι μαθητές πρόκειται να παραστούν μάρτυρες αυτόπτες της έκτακτης πραγματοποίησης της αλήθειας, την οποία παρίστανε το αρχαίο εκείνο σύμβολο του οράματος του Ιακώβ. Στα καταπληκτικά και πολυάριθμα θαύματα του Ιησού θα διαπίστωναν τη στενή σχέση και επικοινωνία μεταξύ του υιού του ανθρώπου και των ουρανών, η οποία θα ήταν κάπως έτσι, σαν άγγελοι Θεού να ανέβαιναν και κατέβαιναν διαρκώς διατηρώντας συνεχή και αδιάκοπη την επικοινωνία μεταξύ του Ιησού και του Πατέρα του στους ουρανούς. Οι ενέργειες αυτές αποτελώντας φαινόμενα που υπερβαίνουν τη σφαίρα της φύσης, παρουσίαζαν την υπερφυσική δύναμη του Θεού να επεμβαίνει συνεχώς στο φυσικό κόσμο (ο).
Αξιόλογη και η ερμηνεία: «στον Υιό του ανθρώπου, δηλαδή υπηρετώντας και διακονώντας τα διατάγματά του, για τη σωτηρία αυτών που πρόκειται να πιστέψουν. Τότε μάλιστα, λέει, θα αναδειχτεί ότι είναι Υιός του Θεού από τη φύση του» (Κ). Αναφέρουν αυτό κάποιοι από τους ερμηνευτές στο αρχιερατικό και μεσιτευτικό έργο του Κυρίου στους ουρανούς. Μέσω του Χριστού ως μεσίτη θα ανοιχτούν οι ουρανοί, για να γίνει δυνατή με το αίμα του η είσοδός μας στα άγια (Εβρ. ι 19,20). Μέσω του Χριστού έχουμε επικοινωνία με τους αγγέλους και υπηρετούμαστε από αυτούς για τη σωτηρία, διότι ήδη ειρήνευσαν τα ουράνια με τους ανθρώπους πάνω στη γη.
(6)   Ο παρακείμενος δηλώνει τη διάρκεια του αποτελέσματος, την παράταση του ουρανού που άνοιξε μία φορά (κ). Ο Κύριος είχε ήδη κατέβει από τον ουρανό (b), και άνοιξε αυτόν.
(7)   Βιαστικά θα ανακάλυπτε κάποιος πλήρη ανταπόκριση ανάμεσα σε όσα εξιστορούνται για το όραμα του Ιακώβ στη Βαιθήλ στη Γένεση και στην υπόσχεση που δίνεται εδώ στον Ναθαναήλ (β). Μπορούμε να αποδεχτούμε, ότι οι δύο υπαινιγμοί, ο ένας αναφερόμενος στο όνομα του Ισραήλ (σ. 48) και ο άλλος στο όραμα του Ιακώβ, προκλήθηκαν πιθανότατα και από τη θέα των τοποθεσιών, ανάμεσα στις οποίες κατά την ώρα εκείνη βάδιζε ο Ιησούς. Πορευόταν από την Ιουδαία προς τη Γαλιλαία, είτε μέσω της κοιλάδας του Ιορδάνου, είτε μέσω ενός από τα δύο οροπέδια, τα οποία περικυκλώνουν την κοιλάδα αυτή προς ανατολικά και προς δυτικά. Στο δυτικό οροπέδιο βρισκόταν η Βαιθήλ, όπου ο Ιακώβ είδε το όραμά του· στο ανατολικό οροπέδιο βρίσκονταν οι θέσεις (τοποθεσίες) που ονομάστηκαν από τον Ιακώβ: Παρεμβολές και Είδος (=μορφή) Θεού (Γεν. λβ 1,2 και εξής), οι οποίες επίσης υπενθύμιζαν τις παρουσίες αγγέλων (g).
(8)   «Είπε πρώτα «να ανεβαίνουν», δηλώνοντας αυτούς που μέχρι την ώρα εκείνη ήταν παρόντες μαζί του και τον υπηρετούσαν» (Ζ). Παρουσιάζονται οι άγγελοι σαν παράταξη στρατού που κυκλώνει τώρα τον Ιησού ως αρχηγό. Δεν πρόκειται να κατεβούν, αλλά υπάρχουν ήδη στη γη (g).
(9)   Ουδέποτε ο τίτλος αυτός αποδόθηκε στον Ιησού από άλλους, αλλά αυτός μόνος οικειοποιείται αυτόν σε 80 περίπου χωρία των Ευαγγελίων. Στο παρόν χωρίο τιτλοφορεί τον εαυτό του έτσι ο Κύριος όχι ασχέτως με τους τίτλους που του απέδωσε ο Ναθαναήλ και τονίζει με τον τρίτο αυτόν τίτλο τη σχέση του εαυτού του με την όλη ανθρωπότητα.=Ήταν υιός του Θεού, αλλά συγχρόνως ήταν και τέλειος άνθρωπος που ήλθε, για να σώσει τον κόσμο ολόκληρο (g).
Ονομάζει τον εαυτό του υιό του ανθρώπου φανερώνοντας την ταπεινοφροσύνη του μέσα στις τιμές οι οποίες αποδίδονταν σε αυτόν, αλλά και διακηρύσσοντας την αληθινή ενανθρώπησή του και το ότι πήρε πραγματικά την ανθρώπινη φύση, πράγμα στο οποίο οφείλουμε όλοι να πιστεύουμε. Για την έννοια του τίτλου δες υπόμνημα στον Ματθαίο στο κεφ. η 20.

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 73-86 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

(π. Ανδρέας Κονάνος). 

ΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ, ΑΣΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
Και τι να λέω, πάτερ, όταν προσεύχομαι;
Τίποτε, καλή μου!
Κοίτα Τον, όπως κοίταζες τον πρώτο σου έρωτα στα μάτια
τις πρώτες μέρες της αγάπης σας.
Απλά κοίταζες.
Και χόρταινες, και έλιωνες, και μούδιαζες.
Μα δεν έχω ερωτευτεί, πάτερ.
Εμ, αυτό είναι το πρόβλημά σου.
Δεν νιώθεις έναν έρωτα με το Χριστό;
Τότε είναι αναμενόμενο
να Τον πλησιάζεις έτσι στεγνά και τυπικά.
Τι είναι για σένα ο Χριστός;..
Δεν Τον αγαπάς βιωματικά.
Και δεν έχεις ούτε μια προσλαμβάνουσα παράσταση,
έστω εκ του κόσμου τούτου.
Την προσευχή, την νιώθουν και την κάνουν καλά,
βασικά,
οι ερωτευμένοι.

Αν δεν ξέρεις από έρωτα,
άστο καλύτερα.

Θα μείνεις μόνο στα απ’ έξω.
Η αγωνία σου θα είναι,
¨πώς να τα πω σωστά,
να διαβάσω όλες τις φράσεις,
να μην παραλείψω αυτό ή το άλλο¨.
Όλα επιδερμικά και τυπικά.
Χωρίς πάθος και μεράκι, χωρίς καημό και κάψα.
Όταν προσεύχεσαι, τα μάγουλά σου,
κανονικά, πρέπει να ανάβουν.
Το κορμί σου όλο να καίει,
και η ψυχή να δροσίζεται.
Τα μάτια να κλείνουν,
η καρδιά να φωτίζεται,
και να λιώνει σα βούτυρο πάνω σ’ αναμμένο μάτι.
Οι σφυγμοί άλλοτε τρελοί,
κι άλλοτε αργοί και ήσυχοι,
σα μωρού παιδιού,που κοιμάται βαθιά,
με ανάσα ήρεμη.
Ένα μούδιασμα είναι αυτή η πράξη.
Και μια διαύγεια του νου απίστευτη.
Και μια οξύτητα κι αντίληψη των πάντων.
Και πόθος και πάθος, χωρίς πάθος.
Και δόσιμο.
Και ταξίδι. Και στάση.
Και χαμάμ χαλάρωσης, κι ορειβασία περιπετειώδης,
και εξερεύνεση του Ειρηνικού ωκεανού ταυτόχρονα.
Και μεγάλη κατανόηση.
Κι ενότητα με όλους και όλα.
Και κατάργηση όλων των ¨γιατί¨,
αφού βλέπεις το ¨διότι¨ μιας άλλης τάξης πραγμάτων.
Και αισθάνεσαι μια αλήθεια ανείπωτη,
τέτοια που δεν θες να μιλήσεις ή να πείσεις κανέναν.
Διότι κείνη την ώρα γίνεσαι κι εσύ αλήθεια.
Και ξέρεις ότι αυτό αρκεί.
Διότι ακτινοβολεί μυστικά.
Και δεν σε νοιάζει τίποτε,
διότι νιώθεις ότι όλα είναι λυμένα
και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα,
αφού είσαι πλέον μπροστά στο θεϊκό πεδίο
που όλα είναι διάφανα, ξεκάθαρα και σαφή.

Για όλα αυτά, δεν υπάρχει καλούπι,
κανόνας,
κάτι σίγουρο και σταθερό.

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).

Ιωάννου 3,1 Ἦν δὲ(1) ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων(2), Νικόδημος(3) ὄνομα αὐτῷ(4), ἄρχων τῶν Ἰουδαίων(5).
Ιωάννου 3,1 Υπήρχε δε εκεί εις την Ιερουσαλήμ, κάποιον άνθρωπος από την τάξιν των Φαρισαίων, ονόματι Νικόδημος, άρχων των Ιουδαίων, διότι ήτο μέλλος του συνεδρίου (Κολιτσάρα Ι) κκ.
Έντεκα διάλογοι του Ιησού αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια από τον Ιωάννη. Ο πρώτος από αυτούς αρχίζει τώρα (b). Αυτός αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα τεμάχια της Κ.Δ. Η πνευματικότητα του Χριστιανισμού και η ανάγκη της αναγέννησης ως απαραίτητος όρος για απόλαυση των προνομίων και αμοιβών του, εκτίθενται χωρίς περιστροφές και με δύναμη. Ο Κύριός μας εμφανίζει τον εαυτό του με την ευκαιρία αυτή μέγα ηθικό διδάσκαλο, που στάλθηκε στον κόσμο, για να φωτίσει αυτόν και να αποκαλύψεις τις οδούς του Θεού στους ανθρώπους (ο).
Ζήτημα τέθηκε, από πού ο Ιωάννης πληροφορήθηκε αυτήν τη συνομιλία. Το ότι ο Κύριος ανακοίνωσε αυτήν, θεωρήθηκε ως όχι αρκετά πιθανό. Δεν είναι όμως απίθανο ο Ιωάννης να ήταν παρών κατά τη νύχτα εκείνη και να άκουσε το διάλογο (g). Επιπλέον όμως και στον ίδιο τον Νικόδημο, παρόλο που την εποχή που ο Ιησούς συνομίλησε με αυτόν, δεν κατανοούσε αυτός επαρκώς ούτε ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα λεγόμενα, μετά την Πεντηκοστή ο Παράκλητος υπενθύμισε αυτά (Ιω. ιδ 26).
(1)   Μεταβατικός σύνδεσμος. Η όλη φράση υπαινίσσεται πιθανώς, ότι ο Νικόδημος ανήκε στα αναφερόμενα πρόσωπα στο β 23.
«Ο Νικόδημος είναι πιο έτοιμος στο να πιστέψει» (Κ), «και τώρα είχε ευνοϊκή διάθεση προς τον Ιησού» αν και «όχι όπως έπρεπε, ούτε με την αρμόζουσα λογική, αλλά ακόμα ήταν κυριευμένος από την ιουδαϊκή ασθένεια» (Χ).
(2)   Οι οποίοι ήταν οι φανατικότεροι εκπρόσωποι των σχετικά με το Μεσσία εθνικιστικών προκαταλήψεων του Ισραήλ (g). Οι Φαρισαίοι ανήκαν στους φανατικούς εχθρούς του Κυρίου και αντιτίθονταν σφοδρά εναντίον του νέου πνεύματος της διδασκαλίας του. Όμως και μεταξύ τους υπήρξαν κάποιοι, στους οποίους έγιναν δεκτές οι μεγάλες αλήθειες του Κυρίου και οι οποίοι οδηγήθηκαν σε υπακοή σε αυτές. Η χάρη του Χριστού μπορεί να υπερνικήσει και τη μεγαλύτερη αντίσταση.
(3)   Αν και ελληνικό το όνομα, δεν ήταν ασυνήθιστο και στους Ιουδαίους. Αναφέρεται 3 φορές στο δ΄ ευαγγέλιο (δες και ζ 50,ιθ 39), πουθενά όμως στους συνοπτικούς (β). Είναι από αλλού άγνωστος, αν και το Ταλμούδ συχνά αναφέρει ως ακόλουθο του Ιησού κάποιο πρόσωπο που είχε αυτό το όνομα και ζούσε ακόμα κατά τα χρόνια της καταστροφής των Ιεροσολύμων (μ).
(4)   Για τη φράση δες α 6.
(5)   Όπως υποδηλώνεται και στο ζ 50, ήταν μέλος του συνεδρίου. Σύμφωνα με το Λουκ. κγ 13 ονομάζονταν έτσι τα λαϊκά μέλη του συνεδρίου για διάκριση από τους αρχιερείς που συμμετείχαν σε αυτό (g).

Ιω. 3,2 οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῥαββί(2), οἴδαμεν(3) ὅτι ἀπὸ Θεοῦ(4) ἐλήλυθας διδάσκαλος(5)· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ(6).
Ιω. 3,2 Αυτός ήλθε νύκτα προς τον Ιησούν και του είπε• “Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ότι συ ήλθες από τον Θεόν ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών αληθειών. Διότι κανένας δεν ημπορεί να κάνη τα καταπληκτικά αυτά θαύματα, τα οποία κάμνεις συ, εάν ο Θεός δεν είναι μαζή του.
(1)   «Επειδή φοβόταν να το κάνει αυτό κατά τη διάρκεια της ημέρας» (Χ), «διότι τον νικούσε η όχι καλή ντροπή και επειδή συγχρόνως δεν παρέβλεπε την ανθρώπινη δόξα» (Κ).
«Φοβόταν δηλαδή να έλθει φανερά εξαιτίας της υποψίας των Ιουδαίων, οι οποίοι αποστρέφονταν όσους πλησίαζαν τον Ιησού» (Ζ). Είναι αξιοσημείωτο όμως, ότι ουδέποτε υπάρχει καιρός, κατά τον οποίο ο Χριστός δεν δέχεται αυτούς που έρχονται σε αυτόν (b). Δεν πρέπει όμως και να λησμονείται, ότι οι διανοούμενοι από τους Ιουδαίους είχαν τη συνήθεια να συζητούν σε νυχτερινές ώρες, θεωρώντας τη νύχτα ως ειδικά κατάλληλη για τη σπουδή του νόμου. Δεν είναι λοιπόν παράλογη και η υπόθεση, ότι ο Νικόδημος επιδίωξε τη συνάντηση με τον Ιησού τη νύχτα, έτσι ώστε με ησυχία και μόνωση να συζητήσει μαζί του για τα σπουδαία αυτά ζητήματα. Πάντως όμως το σκοτάδι και η νύχτα είναι στο τέταρτο ευαγγέλιο λέξεις που εκφράζουν έννοια κακή. Δες θ 4,ια 9-10,ιγ 30 (χ).
(2)   Ονομάζει αυτόν ειλικρινά διδάσκαλο, διότι, όπως αμέσως εξηγεί, «θεωρούσε, ότι είναι προφήτης που στάλθηκε από το Θεό για να τους διδάσκει» (Ζ). Εννοείται ότι αποδίδοντας τον τίτλο αυτό στον Ιησού δεν συνυπονοούσε, ότι αναγνώριζε αυτόν και ως Μεσσία και πολύ λιγότερο και ως Θεό, αλλά «ακόμα έχει ανθρώπινη ιδέα για αυτόν και συζητά σαν να πρόκειται για προφήτη, χωρίς να φαντάζεται τίποτα το εξαιρετικό από τα θαύματα» (Χ).
«Νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι διδάσκαλος που έχει το Θεό μαζί του, αλλά όχι ότι είναι Θεός, όπως φανερώνουν τα λόγια του με το να πει ότι, Από το Θεό έχεις έλθει διδάσκαλος» (Ω).
Από το Θεό ως τον πατέρα των οικτιρμών, που ελεεί τον κόσμο που πλανιέται στο σκοτάδι· από το Θεό ως τον πατέρα των φώτων και ως την πηγή της αλήθειας.
(3)   Ο πληθυντικός υποδηλώνει ότι ο Νικόδημος εξέφραζε και την ιδέα άλλων συναδέλφων του (g).
(4)   Μπαίνει μπροστά η λέξη για αντίθεση με το συνηθισμένο διδασκαλικό αξίωμα (g). Όχι άνθρωπος, αλλά ο Θεός σε έστειλε διδάσκαλο.
(5)   «Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα και κρυφά προς αυτόν που λέει τα λόγια του Θεού;… Αλλά ούτε αυτό είπε ο Ιησούς, ούτε τον έλεγξε. Διότι λέει ο ψαλμός: Καλάμι ραγισμένο δεν θα το σπάσει» (Χ).
(6)   Ο Νικόδημος δεν είχε προχωρήσει μέχρι το βαθμό της πίστης του Ναθαναήλ. «Επειδή τον θεωρούσε προφήτη, κατά συνέπεια νόμιζε ότι δεν κάνει αυτά με τη δική του δύναμη, αλλά με αυτήν του Θεού» (Ζ).
Τα θαύματα του Κυρίου ήταν τα πιστοποιητικά του. Η τάξη της φύσης δεν μπορούσε να μεταβληθεί παρά μόνο με τη δύναμη του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου της φύσης, ο οποίος πιστεύουμε ότι είναι Θεός της αλήθειας και αγαθότητας και δεν είναι ποτέ δυνατόν να θέσει τη σφραγίδα του κάτω από το ψεύδος ή την αγυρτεία.

Ιω. 3,3 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1) καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· ἀμὴν ἀμὴν(3) λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν(4), οὐ δύναται ἰδεῖν(5) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,3 Απήντησε ο Ιησούς και είπε• “σε διαβεβαιώνω, ότι εάν δεν γεννηθή κανείς από τον ουρανόν, δεν ημπορεί να ίδη και να απολαύση την βασιλείαν του Θεού”.
(1)   «Δες πόσο υπερβολική συγκατάβαση» (Χ). «Δεν τον ελέγχει επιπλήττοντάς τον, ούτε λέει· Γιατί λοιπόν έρχεσαι νύχτα σε διδάσκαλο που στάλθηκε από το Θεό; Γιατί δεν δείχνεις θάρρος;» (Θφ).
Ούτε «είπε ότι, δεν χρειάζομαι καθόλου τη βοήθεια των άλλων, αλλά όλα τα κάνω με εξουσία διότι είμαι γνήσιος Υιός του Θεού και έχω την ίδια δύναμη με αυτόν που με γέννησε» (Χ), «αλλά με απαλό τρόπο μιλά σε αυτόν για τα θεία και υψηλά» (Θφ).
(2)   Απαντά στη σκέψη μάλλον παρά στα λόγια του Νικοδήμου.
Ή, «νόμισε ο Νικόδημος ότι ξέρει τον Ιησού και ότι φρονεί ορθά για αυτόν· δείχνοντας όμως ο Χριστός, ότι περιπλανιέται μακριά από την αλήθεια, λέει» (Ζ)· «η πίστη, Νικόδημε, δεν πετυχαίνεται με αυτά που νόμισες» (Κ).
Ή, πιο σωστά, έχει υπ’ όψη ο Κύριος τις σχετικά με το Μεσσία και τη βασιλεία του παχυλές αντιλήψεις του Νικοδήμου και αποκλείοντας το επίγειο αυτής της βασιλείας, τονίζει την αναγκαιότητα της εσωτερικής αναγέννησης για μετοχή σε αυτήν (ο).
Είναι ολοφάνερο, ότι ο Νικόδημος ανέμενε την προσεχή εμφάνιση της βασιλείας των ουρανών ή της βασιλείας του Μεσσία. Και σύμφωνα με τις παχυλές ελπίδες των Ιουδαίων περίμενε να εμφανιστεί αυτή με εξωτερική πομπή και δύναμη. Δεν αμφιβάλλει, ότι ο Ιησούς, ο οποίος κάνει τέτοια θαύματα, είναι ο ίδιος ο Μεσσίας ή ο προφήτης του και για αυτό ζητά να εξασφαλίσει στον εαυτό του κάποιο μερίδιο από τα πλεονεκτήματα της βασιλείας που έρχεται μετά από λίγο.
(3)   Δες α 52. Προϋποθέτει αμφιβολία στο πνεύμα του ακροατή, και εδώ προέρχεται αυτή από τις παχυλές προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη βασιλεία του Μεσσία (g).
(4)   «Η λέξη «άνωθεν» άλλοτε μεν σημαίνει, από τα πάνω και από το ύψος… άλλοτε όμως σημαίνει, ξανά πάλι» (Ω).
«Εδώ άλλοι μεν ερμηνεύουν, από τον ουρανό, ενώ άλλοι, από την αρχή» (Χ). Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, έχει έννοια χρονική όπως στα Λουκ. α 3 και Γαλ. δ 9. Σύμφωνα με την πρώτη, έχει έννοια τοπική όπως στα Ιω. γ 31, ιθ 11 (C).
Και οι δύο εκδοχές στο ίδιο καταλήγουν= «Λέγοντας «άνωθεν», εννοεί την αναγέννηση μέσω του Πνεύματος» (Κ). Η συνέχεια όμως του διαλόγου δείχνει, ότι πρόκειται όχι για κάποια δεύτερη γέννηση, αλλά για γέννηση από τον ουρανό, από το Πνεύμα (σ. 5), από το Θεό (Ιω. α 12,13,Α Ιω. β 29,γ 9,δ 7, ε 18)(χ).
Το να γεννηθούμε άνωθεν σημαίνει να ζούμε νέα ζωή. Η γέννηση είναι η αρχή της ζωής. Πρέπει να αποκτήσουμε φύση νέα, αρχές νέες, συναισθήματα νέα, σκοπούς νέους. Από την πρώτη μας γέννηση είμαστε διεφθαρμένοι, παίρνοντας το σχήμα της αμαρτίας και αδικίας. Πρέπει για αυτό να υποβληθούμε σε νέα γέννηση, με την οποία οι ψυχές μας θα αποκτήσουν νέα μορφή και ζωή. Η νέα αυτή γέννηση έχει την προέλευσή της από τον ουρανό και οι τάσεις και ροπές της είναι ουράνιες. Σε αυτήν γεννιέται κάποιος σε νέα ζωή, σε θεία και ουράνια ζωή, σε ζωή κοινωνίας με το Θεό και τον ουράνιο κόσμο, και μαζί με αυτό γίνεται μέσω αυτής και κοινωνός θείας φύσης και έχει την εικόνα του ουρανίου.
(5)   Η φράση ισοδυναμεί με το να μετέχει κάποιος στη βασιλεία του Θεού, να λαμβάνει πείρα αυτής, όπως στις φράσεις: βλέπω διαφθορά (Πράξ. β 27), βλέπω θάνατο (Λουκ. β 26,Ιω. η 51) κλπ. (β). Ίσως προτιμήθηκε εδώ σε σχέση με το γεννιέμαι· επειδή νέα όψη υποθέτει νέα ζωή (g).
Δεν μπορούμε να δούμε βασιλεία του Θεού, δηλαδή δεν μπορούμε ούτε να κατανοήσουμε τη φύση της, ούτε να δοκιμάσουμε τις ανέσεις της. Είναι τέτοια η φύση εκείνων, τα οποία ανήκουν στη βασιλεία του Θεού, ώστε για κατανόησή τους πρέπει η ψυχή να αναχωνευθεί και να αναμορφωθεί. Ο φυσικός άνθρωπος πρέπει να γίνει πνευματικός, για να μπορεί να καταλάβει αυτά (Α΄Κορ. β 14). Αλλά και για να δοκιμάσουμε τα αγαθά αυτής της βασιλείας, πρέπει να αναγεννηθούμε. Διότι είναι αδύνατον να γίνουμε ευτυχείς, εάν δεν γίνουμε άγιοι.
(6)   Οι εσχατολογικές ελπίδες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη φράση, εκτίθενται στα ε 28,29,στ 39,40,44,54 (g). Αυτός που βλέπει το Χριστό, βλέπει αυτήν τη βασιλεία (b).
Για αυτό και ο Χ. ερμηνεύει: «(λέει) την βασιλεία του Θεού σημαίνοντας εδώ τον εαυτό του και δηλώνοντας ότι… χρειαζόμαστε άλλα μάτια, ώστε να δούμε το Χριστό. Εάν δεν μετάσχεις στο Πνεύμα μέσω του λουτρού της αναγέννησης (=βάπτισμα) δεν μπορείς να αποκτήσεις την αρμόζουσα γνώμη για μένα» (Χ).

Ιω. 3,4 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· πῶς δύναται(1) ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον(2) εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι(3);
Ιω. 3,4 Λεγει προς αυτόν ο Νικόδημος• “πως είναι δυνατόν να γεννηθή πάλιν ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν είναι γέρων; Μηπως ημπορεί να εισέλθη δια δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός του και να γεννηθή πάλιν;”
(1)   Ή, ο Νικόδημος παρανόησε χονδροειδώς και «ακούγοντας για την ουράνια και πνευματική γέννηση, φαντάζεται ακόμα τη σωματική κοιλιά, η οποία επανέρχεται πάλι σε γέννηση αυτών που είναι ήδη γεννημένοι» (Κ).
«Δεν μπόρεσε να καταλάβει αυτήν, και θεωρεί ότι είναι σαρκική· και εύλογα απορεί και ζητά τον τρόπο» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ο Νικόδημος δεν αγνοεί την έννοια της πνευματικής αναγέννησης, αφού στους Ιουδαίους οι προσήλυτοι από τα έθνη θεωρούνταν ως καινούργια κτίση και ως ξανά γεννημένοι. Για αυτό, μη θεωρώντας ως αναγκαία την πνευματική αυτή επανάσταση, η οποία ζητιέται από κάθε εθνικό, και για οποιονδήποτε ορθόδοξο Ιουδαίο, στον οποίο η από τον Αβραάμ καταγωγή παρείχε το δικαίωμα της συμμετοχής στη βασιλεία του Μεσσία, εκφράζει την έκπληξή του. Απαντώντας λοιπόν με κάποια δόση ειρωνείας χαρακτηρίζει αυτήν την αξίωση ως το ίδιο παράλογη, όσο και το να ζητηθεί από κάποιο γέροντα το να γεννηθεί και πάλι σωματικά (β,ο,F).
«Ακούγοντας ο Νικόδημος διδασκαλία πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, εκπλήσσεται και παθαίνοντας ανθρώπινο πάθος, ρωτά, Πώς μπορεί;» (Θφ),
«και αναφέρει στο διδάσκαλο τη λέξη που προκαλεί πολλές συγχύσεις. Διότι αυτό το «πώς», είναι απορία αυτών που δεν πιστεύουν πάρα πολύ» (Χ).
«Διότι όπου δεν υπάρχει πίστη, εκεί υπάρχει το «πώς αυτό» και «γιατί αυτό;»» (Θφ).
(2)   «Νόμισε ότι το «άνωθεν» έχει την έννοια του «από την αρχή», «για δεύτερη φορά»· επομένως ο λόγος θα σήμαινε το εξής· Εάν κάποιος δεν γεννηθεί από την αρχή και για δεύτερη φορά» (Θφ).
(3)   Είναι αλήθεια, ότι «και οι δύο γεννήσεις γίνονται μία φορά η κάθε μία από τις δύο. Δεν είναι δυνατόν καμία από τις δύο να επαναληφθεί» (Αυ).
«Όταν κάποιος εμπιστευτεί στους δικούς του λογισμούς τα πνευματικά, λέει γελοία πράγματα και φαίνεται ότι φλυαρεί και μεθάει, όταν, παρά τη θέληση του Θεού, ερευνά με περιέργεια τα λεγόμενα και δεν δέχεται τη συμφωνία της πίστης. Άκουσε γέννηση πνευματική και κατέβασε το λεγόμενο στην ταπεινότητα της σάρκας. Για αυτό επινοεί λοιπόν φλυαρίες και απορίες γελοίες» (Χ).

Ιω. 3,5 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι(1), ἐὰν μή τις γεννηθῇ(2) ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος(3), οὐ δύναται εἰσελθεῖν(4) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(5).
Ιω. 3,5 Απήντησεν ο Ιησούς• “αληθώς σου λέγω, ότι εάν δεν αναγενηθή κανείς πνευματικώς από το νερό του βαπτίσματος και από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.
(1)   «Αποκαλύπτει σε αυτόν με πιο σαφή τρόπο, τον τρόπο της πνευματικής γέννησης» (Θφ).
(2)   «Άλλη γέννηση εννοώ, Νικόδημε, λέει,… Αυτός ο τοκετός είναι ανώτερος από αυτούς τους πόνους (της φύσης) και δεν έχει τίποτα κοινό με εσάς· διότι λέγεται μεν και αυτή γέννηση, αλλά είναι κοινή στο όνομα, στο πράγμα όμως διαφέρει» (Χ).
(3)   Από το «Πνεύμα που είναι παρόν στο νερό… Όπως ακριβώς στην αρχή (της δημιουργίας) το πρώτο υποκείμενο στοιχείο ήταν το χώμα, αλλά το παν ήταν έργο του δημιουργού, έτσι και τώρα, το μεν νερό είναι το υποκείμενο στοιχείο, το παν όμως είναι έργο της χάριτος του Πνεύματος» (Χ).
«Το μεν (νερό) λαμβάνεται ως σύμβολο και λόγω κάποιας ανάγκης, ενώ το Πνεύμα το επικαλούμαστε επειδή ενεργεί μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό… όπως ακριβώς στη φυσική γέννηση η κοιλιά είναι το φυσικό εργαστήριο, στο οποίο αυτό που γεννιέται ολοκληρώνεται με θεία δύναμη ή διαπλάθεια αυτό σύμφωνα ,ε τον όρο…» (Θμ).
«Ήλθα να φέρω νέο τρόπο δημιουργίας. Έπλασα από χώμα και νερό. Δεν έγινε χρήσιμο το πλάσμα, αλλά διαστράφηκε το σκεύος. Δεν θέλω λοιπόν πλέον να πλάσσω από χώμα και νερό, αλλά από νερό και Πνεύμα. Εάν όμως κάποιος ρωτά: Πώς από νερό; Και εγώ ρωτώ: Πώς από χώμα; Πώς δηλαδή ο πηλός μοιράστηκε σε διάφορα μέρη; Πώς το μεν υποκείμενο ήταν ενός μόνο είδους (ήταν δηλαδή μόνο χώμα), όσα όμως προήλθαν από αυτό είναι διάφορα και κάθε είδους; Από πού έγιναν οστά, νεύρα, αρτηρίες και φλέβες; Από πού μεμβράνες, οργανικά αγγεία, χόνδροι, συκώτι, σπλήνα και καρδιά;… Είναι αδύνατον μεν να το βρω με το συλλογισμό, αλλά το δέχομαι μόνο με την πίστη» (Χ).
Δεν συντελείται η γέννηση αυτή από δική μας σοφία ή δύναμη, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος της χάρης. Είναι αυτή αγιασμός Πνεύματος (Α΄Πέτρ. α 2) και ανακαίνιση Πνεύματος Αγίου (Τίτ. γ 5).
«Γιατί τα δύο, και όχι μόνο το Πνεύμα δεν θεωρήθηκε αρκετό για την ολοκλήρωση του βαπτίσματος; Είναι σύνθετος ο άνθρωπος, και όχι απλός… και για αυτό στη διπλή αυτή σύνδεση ορίστηκαν για τη θεραπεία του τα συγγενή και όμοια φάρμακα· για το σώμα μεν που είναι ορατό, το αισθητό νερό, και για την αόρατη ψυχή το αφανές Πνεύμα, που το καλούμε με πίστη και έρχεται με τρόπο ανέκφραστο» (Γν).
«Διότι με το μεν Πνεύμα αγιάζεται το πνεύμα του ανθρώπου, ενώ με το αγιασμένο νερό πάλι, αγιάζεται το σώμα» (Κ).
(4)   Σημαίνει «ή το να γνωρίσει κάποιος την αξία και μεγαλειότητα του Θεού ή το να τύχει της θείας απόλαυσης» (Ζ). Κατέχει εδώ η λέξη τη θέση, την οποία το ἰδεῖν στο σ. 3. Πρέπει κάποιος να μπει σε κάποιο σπίτι, για να δει εξ’ ολοκλήρου το εσωτερικό του (b).
(5)   Υπάρχει και η γραφή: εις την βασιλείαν των ουρανών.
«Εσύ, λέει, εννοείς σαρκική γέννηση, όταν λες «Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί;». Η γέννηση για τη βασιλεία του Θεού πρέπει να γίνεται από νερό και Πνεύμα. Εάν κάποιος πρόκειται να γεννηθεί για πρόσκαιρη κληρονομία κάποιου ανθρώπινου πατέρα, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά κάποιας σαρκικής μητέρας· αλλά εάν πρόκειται να γεννηθεί για αιώνια κληρονομιά του Θεού ως Πατέρα του, πρέπει να γεννηθεί από την κοιλιά της Εκκλησίας» (Αυ).
«Διότι η μεν γήινη γέννηση, η σαρκική, είναι από το χώμα, για αυτό και έχει αποκλειστεί από τα ουράνια. Διότι τι κοινό έχει η γη με τον ουρανό; Εκείνη όμως η γέννηση που είναι από το Πνεύμα, εύκολα μας ανοίγει τις ουράνιες αψίδες. Δεν είναι δυνατόν εκείνος που δεν γεννήθηκε από νερό και Πνεύμα να μπει στη βασιλεία των ουρανών, διότι φορά το ένδυμα του θανάτου, της φθοράς… είναι περιπλανώμενος και ξένος και δεν έχει το βασιλικό σημάδι» (Χ).

Ιω. 3,6 (1)τὸ γεγεννημένον(2) ἐκ τῆς σαρκὸς(3) σάρξ(4) ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος(5) πνεῦμά(6) ἐστι.
Ιω. 3,6 Καθε τι που έχει γεννηθή κατά τρόπον φυσικόν από την σάρκα, είναι και αυτό σαρκικόν, δηλαδή γεμάτο ατελείας και αδυναμίας. Και εκείνο που έχει γεννηθή από το Αγιον Πνεύμα, είναι πνευματική ύπαρξις, που θα απολαύση την βασιλείαν του Θεού.
(1)   Η σύνδεση με τα παραπάνω: Ή, «με άλλο πάλι συλλογισμό, πείθει τον Νικόδημο να ανεβεί σε υψηλότερη σκέψη» (Κ), τονίζοντας ότι «δεν είναι σαρκική η γέννηση, αλλά πνευματική… Επομένως λοιπόν, η μεν σαρκική γέννηση είναι αισθητή· ενώ η πνευματική νοητή, και δεν πρέπει αισθητά να εξετάζουμε το νοητό, ούτε ανθρώπινα το θείο πράγμα» (Ζ).
Ή, την μετάβαση αποτελεί η εξής υπονοούμενη ιδέα: Η βασιλεία του Θεού είναι πνευματική όπως ο ίδιος ο Θεός. Για να μπει λοιπόν κάποιος σε αυτήν, πρέπει να μην είναι σάρκα, αλλά πνεύμα (g).
(2)   Προτιμήθηκε το ουδέτερο από το αρσενικό, για να δηλωθεί η φύση του προϊόντος της γέννησης και να τονιστεί έτσι καλύτερα η γενικότητα του νόμου (g). «Γέννηση εδώ δεν εννοεί την ουσιαστική, αλλά την τιμητική και χαρισματική. Εάν λοιπόν και ο Υιός έχει γεννηθεί με τον ίδιο τρόπο, σε τι θα πλεονεκτεί από τους άλλους ανθρώπους, που γεννήθηκαν έτσι; Και πώς είναι Μονογενής; Διότι και εγώ έχω γεννηθεί από το Θεό, αλλά όχι από την ουσία του» (Χ).
(3)   Σάρκα, παρόλο που από μόνη της η λέξη δεν συνυπονοεί αναγκαστικά την έννοια της αμαρτίας, επειδή όμως αναφέρεται στην ανθρωπότητα με την παρούσα σύστασή της, σημαίνει και την κατάσταση του ανθρώπου, κατά την οποία η σάρκα κυριαρχεί στο πνεύμα, τη φύση την ανθρώπινη με τις ασθένειές της και την κλίση της προς την αμαρτία. Η κατάσταση αυτή μεταδίδεται με τη φυσική γέννηση από γενιά σε γενιά ανεξαίρετα σε όλους. Κάθε απόγονος του Αδάμ είναι από τη φύση του «σαρκικός, πουλημένος στην αμαρτία» (Ρωμ. ζ 14). Για αυτό είναι αναγκαία η αναγέννηση (g,ο).
Γινόμαστε σάρκα με τη γέννηση. Η διαφθορά λοιπόν έχει συνυφανθεί με τη φύση μας και έχει εισχωρήσει μέχρι τα ίδια τα οστά μας. Πρέπει λοιπόν η φύση μας να αλλάξει ριζικά. Δεν είναι αρκετό να φορέσουμε νέο ρούχο ή να αποκτήσουμε νέο πρόσωπο. Είναι ανάγκη να γίνουμε νέοι άνθρωποι, νέα δημιουργία και κτίση.
(4)   Δηλώνει την κατάσταση εντονότερα από το επίθετο σαρκικός (g).=Η φυσική γέννηση του ανθρώπου ακολουθείται γενικά από σαρκική πορεία και συμπεριφορά (ο). Η ψυχή παραμένει ουσία πνευματική, αλλά είναι τόσο συνυφασμένη με το σώμα, τόσο αιχμαλωτισμένη από το θέλημα της σάρκας, τόσο προσκολλημένη στις ηδονές της σάρκας, τόσο δούλη για υπηρεσία της σάρκας, ώστε δίκαια αποκαλείται και αυτή σάρκα. Ποιά όμως κοινωνία και σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ του Θεού, ο οποίος είναι Πνεύμα και μιας ψυχής που βρίσκεται κάτω από τέτοιες συνθήκες;
(5)   «Βλέπεις την αξία του Πνεύματος; Διότι φαίνεται ότι κάνει το έργο του Θεού. Παραπάνω μεν λοιπόν έλεγε, ότι από το Θεό γεννήθηκαν (α 13), εδώ όμως λέει ότι το Πνεύμα γεννά αυτούς» (Χ).
(6)   «Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· αυτός που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα, είναι πνευματικός» (Χ)· «διότι το «πνεύμα», οφείλεις να το εννοήσεις με την έννοια του πνευματικός. Αυτός βεβαίως που βαπτίστηκε δεν γίνεται θείο Πνεύμα, αλλά παίρνοντας την υιοθεσία του Πνεύματος και χάρη και τιμή, καταξιώνεται να είναι πνευματικός» (Θφ).

Ιω. 3,7 μὴ θαυμάσῃς(1) ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ(2) ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.
Ιω. 3,7 Μη απορείς, διότι σου είπα ότι πρέπει όλοι σας να αναγεννηθήτε από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, που κατεβαίνει εκ των άνω.
(1)   Δες ε 28,Α΄Ιω. γ 13. Σημαίνει θαυμασμό που προέρχεται από απορία λόγω και της μη κατανόησης αυτού που προκαλεί το θαυμασμό (β). Δεν πρέπει να απορούμε. Διότι όταν λάβουμε υπ’ όψη την αγιότητα του Θεού, του οποίου γινόμαστε παιδιά, όπως και το μέγα σχέδιο της απολύτρωσης από τη μία και την διαφθορά της φύσης μας από την άλλη, δεν θα βρούμε παράδοξη την ανάγκη του να αναγεννηθούμε.
(2)   Όπως και στο σ. 14 εκφράζει ανάγκη που έχει επιβληθεί από το Θεό (β). Εσείς λέει ο Ιησούς· όχι εμείς (b). Εξαιρεί ο Κύριος τον εαυτό του, διότι δεν είχε ανάγκη αναγέννησης. Περιλαμβάνει στο «εσείς» όλους γενικά τους ανθρώπους (ο). Εσείς όλοι· όχι μόνο ο κοινός λαός πρέπει να αναγεννηθεί, αλλά και οι διδάσκαλοι του Ισραήλ.

Ιω. 3,8 τὸ πνεῦμα(1) ὅπου θέλει(2) πνεῖ(3), καὶ τὴν φωνὴν(4) αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει(5)· οὕτως ἐστὶ(6) πᾶς ὁ γεγεννημένος(7) ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Ιω. 3,8 Ο αέρας όπου θέλει φύσα και ακούεις την βοήν του, αλλά δεν γνωρίζεις από που έρχεται και που θα καταλήξη. Ετσι γίνεται και με κάθε ένα, ο οποίος αναγεννάται από το Αγιον Πνεύμα. Ο τρόπος αυτής της αναγεννήσεως είναι ακατάληπτος το αποτέλεσμα όμως φανερόν”.
(1)   Πουθενά στην Κ.Δ. δεν βρίσκεται με την έννοια του ανέμου. Για αυτό και οι Ω, Αυ και b, παίρνουν και εδώ τη λέξη με την έννοια του Αγίου Πνεύματος (Το Πνεύμα με την κύρια έννοια· διότι αυτό και όχι ο άνεμος έχει θέληση και φωνή… και όπου, πάνω από τη σάρκα, τη γη και τη φύση θέλει, πνέει με το λόγο και τον ήχο του Ευαγγελίου b).
Με αυτήν όμως την εκδοχή η σύγκριση που ακολουθεί (έτσι είναι καθένας που έχει γεννηθεί…) αποβαίνει χωρίς κάποια έννοια. Πιο εύστοχη λοιπόν είναι η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία «πνεύμα τώρα λέει τον άνεμο» (Ζ), όπως συχνά βρίσκεται στους Ο΄(μετάφραση των 70 της Π.Δ.), οπότε και η σύγκριση παρουσιάζεται σοβαρά σημαντική. Διότι «επειδή τον είδε πάλι να θορυβείται, φέρνει το λόγο σε αισθητό παράδειγμα… και δεν τον φέρνει ούτε στην υλικότητα των σωμάτων, ούτε μιλά για τα καθαρά ασώματα… αλλά αφού βρήκε κάτι μεταξύ σωματικού και ασωμάτου, δηλαδή το φύσημα του ανέμου» (Χ).
Ο Νικόδημος δεν έπρεπε να εκπλήσσεται από το ακατανόητο της πνευματικής αναγέννησης, διότι και στο φυσικό κόσμο υπάρχουν πολλά ακατανόητα, τα οποία μόνο από το αποτέλεσμα γνωρίζουμε. Πόσο έξυπνο γίνεται το παράδειγμα που λαμβάνεται από τη λέξη πνεύμα, η οποία έχει διπλή έννοια, είναι προφανές (ο).
Η αναλογία είναι τόσο πιο πολύ αξιοσημείωτη, διότι η ίδια λέξη και στην ελληνική και στην εβραϊκή σημαίνει και τον άνεμο και το Πνεύμα (χ).
Το Πνεύμα ήλθε στους αποστόλους «σαν να φυσούσε δυνατός άνεμος» (Πράξ. β 2). Οι ισχυρές του ενέργειες πάνω στις αμαρτωλές καρδιές συγκρίνονται με πνοή ανέμου (Ιεζ. λζ 9) και οι γλυκές του και παρηγορητικές επιδράσεις πάνω στις άγιες ψυχές με ανέμους βορρά και νότου (Άσμα δ 16).
(2)   «Δεν το λέει αυτό σαν να έχει ο άνεμος κάποια προτίμηση, αλλά για να επισημάνει την ανεμπόδιστη φυσική ορμή… την ορμητικότητα… και ότι διαχέεται παντού και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει (τον άνεμο) να πηγαίνει εδώ και εκεί» (Χ).
«Δηλαδή όπου κινηθεί· διότι θέληση του ανέμου είναι η κίνηση» (Ζ).
Αυτοί που δέχονται ότι το Πνεύμα=το Άγιο Πνεύμα, ερμηνεύουν ως ακολούθως: «Ο Κύριος στο λόγο προς τον Νικόδημο κάνει φανερή την αυτεξούσια δύναμη και ενέργειά του, λέγοντας ότι Το Πνεύμα όπου θέλει πνέει» (Γν).
«Διότι δεν είναι (το Πνεύμα), όπως κάποιοι νομίζουν, ενέργεια Θεού, που δεν έχει σύμφωνα με αυτούς δική του ξεχωριστή ύπαρξη. Και ο απόστολος όμως λέει… Αυτά λοιπόν τα ενεργεί το ένα και το αυτό πνεύμα, διαιρώντας τα χαρίσματα στον καθένα ξεχωριστά, όπως θέλει. Εάν όμως θέλει και ενεργεί και διαιρεί, είναι βεβαίως ουσία ενεργητική, αλλά όχι ενέργεια» (Ω).
(3)   Πέντε φορές συναντιέται στην Κ.Δ. παντού με την έννοια της πνοής του ανέμου, όπως και στο Ιω. στ 18 (β).
(4)   Κυρίως εννοείται με τη λέξη ο έναρθρος λόγος, συχνά όμως σημαίνει: ο ήχος (β). «Τον ήχο και τον πάταγό του» (Ζ). Ο Tholuck έκανε την εικασία, ότι ο Κύριος πήρε αφορμή στην εκλογή αυτού του παραδείγματος και από τον άνεμο που τη στιγμή εκείνη φυσούσε και ακουγόταν στους δρόμους των Ιεροσολύμων (g).
(5)   Είναι αδύνατον να καθορίσει κάποιος ακριβώς το σημείο, όπου το ρεύμα του ανέμου σχηματίστηκε και όπου τελικά θα καταλήξει (g).
(6)   «Έτσι θα είναι… ακατανόητος δηλαδή όσον αφορά αυτού του είδους τη γέννηση» (Ζ). Πιο ομαλά θα εκφραζόταν, εάν έλεγε: Έτσι γίνεται και σε καθέναν που έχει γεννηθεί.
Η έννοια: «Όπως ακριβώς ο άνεμος δεν φαίνεται, αν και αφήνει βεβαίως ήχο, έτσι ούτε η γέννηση του πνευματικού φαίνεται με τα μάτια του σώματος», αλλά «πολύ περισσότερο την ενέργεια του Πνεύματος δεν θα μπορέσουν να την κρατήσουν νόμοι της φύσης, ούτε όροι σωματικής γέννησης, ούτε τίποτα άλλο από αυτά» (Χ).
«Εάν τον άνεμο, αυτό το πνεύμα που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις, τον αγνοείς, πώς και πού φυσάει, πώς εξετάζεις με περιέργεια την αναγέννηση από το θείο Πνεύμα;» (Θφ).
Ο άνθρωπος που αναγεννιέται αισθάνεται την πάνω στον εαυτό του επίδραση και την εργασία, η οποία τον αναγεννά, χωρίς να βλέπει από πού πηγάζουν οι νέες σκέψεις και τα νέα συναισθήματα, τα οποία γεννιούνται σε αυτόν, και πού οδηγούν αυτόν αυτά (g).
(7)   Η μετοχή του παρακειμένου δηλώνει το αποτέλεσμα που έχει συντελεστεί. «Τίποτα δεν διέκρινε το μάτι· τίποτα δεν άκουσε το αυτί· και να, άνθρωπος αναγεννημένος, που μπήκε στη βασιλεία των ουρανών! Το παν συντελέστηκε και τίποτα δεν εμφανίστηκε! Τι αντίθεση με την θορυβώδη και πομπώδη εμφάνιση της θείας βασιλείας κατά το φαρισαϊκό πρόγραμμα!»(g).

Ιω. 3,9 ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι(1);
Ιω. 3,9 Απήντησεν ο Νικόδημος και του είπε• “πως είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;”
(1)   Η ερώτηση αυτή δεν είναι η ίδια με αυτήν του σ. 4. Εκεί ο Νικόδημος δεν είχε καταλάβει, ότι επρόκειτο για πνευματική αναγέννηση. Τώρα που αντιλήφθηκε αυτό, εκφράζει απορία, πώς είναι δυνατόν να γίνει μία τέτοια ριζική μεταβολή και μάλιστα τόσο αφανώς. Τα λόγια του αυτά εκδηλώνουν όχι αμφιβολία ως προς την πραγματικότητα του γεγονότος, για το οποίο διαβεβαιώνει ο Ιησούς, αλλά έκπληξη (ο).
Αλήθειες που ξεπερνούν την κατανόηση, είναι φυσικό να παρουσιάζονται στη θεία αποκάλυψη, με την οποία διδασκόμαστε για πράγματα πάνω από την αίσθηση και ταυτόχρονα ουράνια. Αυτές όμως αποδεικνύουν και εάν η πίστη μας είναι πραγματική. Είναι αυτές πέτρες σκανδάλου για πτώση των υπερήφανων, και των καρδιών που δεν ταπεινώνονται. Όσοι πιστεύουν, δεν πέφτουν ούτε σκανδαλίζονται. Οι αληθινοί και γνήσιοι μαθητές παραμένουν στέρεοι, διότι με τις αλήθειες αυτές αισθάνονται να λύνονται τα προβλήματα, τα οποία αναφέρονται στα αιώνια συμφέροντά τους και βρίσκουν ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα που τους απασχολεί: Από πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Ό,τι λοιπόν άλλοτε είπε ο Πέτρος προς τον Κύριο, αισθάνονται ότι και για αυτούς ισχύει εξ’ ολοκλήρου: Σε ποιόν να πάμε, εάν φύγουμε μακριά από το Χριστό; Ω Κύριε, «έχεις λόγια αιώνιας ζωής».

Ιω. 3,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ(1) Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα(2) οὐ γινώσκεις(3);
Ιω. 3,10 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Ιησούς• “συ είσαι ο επίσημος διδάσκαλος του Ισραήλ και δεν γνωρίζεις αυτά, δια τα οποία ομιλούν αι Γραφαί;
(1)   Και τα δύο άρθρα έχουν τη σημασία τους=ο αναγνωρισμένος διδάσκαλος του ευλογημένου Ισραήλ του Θεού (β). Το άρθρο στο διδάσκαλος εξυψώνει τον Νικόδημο όχι ατομικά αυτόν πάνω από τους άλλους διδασκάλους στο Ισραήλ, αλλά μάλλον ότι αντιπροσωπεύει την τάξη, στην οποία ανήκε· ως μέλος του συνεδρίου, το οποίο ήταν ο οδηγός και κριτής του Ισραήλ (ο).
«Από έναν ο Χριστός τους ελέγχει όλους, οι οποίοι ήταν βέβαια στολισμένοι με το διδασκαλικό όνομα, και ντυμένοι με τη γυμνή υπόληψη της νομομάθειας, έχοντας όμως το νου τους γεμάτο από απαιδευσία» (Κ).
(2)   Αυτά τα οποία κάνουν τον Ισραήλ πράγματι θείο (b).
(3)   «Δεν κατηγορεί καθόλου τον άνδρα για πονηρία, αλλά μάλλον για αφέλεια και άγνοια» (Χ).
«Διότι έπρεπε αυτός, αφού ήταν διδάσκαλος, να τα ξέρει αυτά από τις Γραφές» (Ζ).
«Και αυτά που είχαν ειπωθεί από τους προφήτες, υπαινίσσονται αυτόν τον τρόπο της γέννησης» (Χ). Δες Ιερεμ. λη 33,Ιεζ. λστ 26-28,Ψαλμ. ρμβ 10.
Το ερώτημα αυτό του Κυρίου δεν κρύβει ούτε πικρία ούτε ειρωνεία. Απλώς και μόνο ο Κύριος εφιστά την προσοχή του Νικοδήμου στην άγνοιά του, υποδεικνύοντας σε αυτόν, ποια στάση έπρεπε αυτός να λάβει απέναντι στο μεγάλο Διδάσκαλο. Παρά το επίσημο αξίωμά του, ο Νικόδημος έπρεπε να λάβει τη θέση του μαθητή ενώπιον του Κυρίου (ο).

Ιω. 3,11 (1)ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν(2) καὶ ὃ ἑωράκαμεν(3) μαρτυροῦμεν(4), καὶ(5) τὴν μαρτυρίαν(6) ἡμῶν οὐ λαμβάνετε(7).
Ιω. 3,11 Αληθώς σου λέγω, ότι εκείνο που γνωρίζομεν καλά, λέγομεν• και αυτό που είδαμεν μαρτυρούμεν. Καθε τι που λέγομεν είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Και όμως σεις δεν δέχεσθε την μαρτυρίαν μας.
(1)   Από το σ. αυτόν αρχίζει το δεύτερο μέρος του διαλόγου, κατά το οποίο ο Νικόδημος σιγά ακούγοντας τον Κύριο με ταπείνωση. Στο πρώτο μέρος ο Κύριος ανατρέπει τις προκαταλήψεις του Νικοδήμου για τη Μεσσιακή βασιλεία. Τώρα έρχεται να μιλήσει για το έκτακτο και ανήκουστο και υπερφυσικό συμβάν, από το οποίο θα προέλθει η Μεσσιακή απολύτρωση.
(2)   Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη συναντιέται αυτό το ρήμα 60 φορές. Διαφέρει γενικώς από το «λέγω» στο ότι, το μεν «λέγω» αναφέρεται μάλλον στο περιεχόμενο και την ουσία, ενώ το «λαλώ» στο γεγονός και τον τρόπο της ομιλίας. Όμως στον Ιωάννη δεν τηρείται πάντοτε αυτή η διαφορά (β).
(3)   Κάποιοι ερμήνευσαν αυτό ότι αναφέρεται στην αιώνια προΰπαρξη του Ιησού=Γνώρισε τις βουλές του Θεού πριν τη σάρκωση, στην ουράνια κατάσταση δίπλα στο Θεό. Δες γ 32 (G).
Πιο σωστά: «Λέει το ίδιο πράγμα για να το βεβαιώσει, ότι δηλαδή και αυτό που ξέρουμε μαρτυρούμε. Διότι δεν θα εννοήσεις ότι αναφέρεται σε αισθητή όραση» (Ζ).
«Επειδή και σε εμάς η όραση είναι πιο αξιόπιστη από τις άλλες αισθήσεις… για αυτό και ο Χριστός μιλά προς αυτόν με πιο ανθρώπινο τρόπο και από εκεί επιβεβαιώνει τον λόγο… και λέει αυτό για την ακριβή γνώση, στην οποία δεν μπορεί να συμβεί αλλιώς» (Χ).
(4)   Κλιμακωτό σχήμα. Το εωράκαμεν είναι πιο έντονο από το οίδαμεν και το μαρτυρούμεν από το λαλούμεν. Γνωρίζουμε και γνωρίζουμε τόσο σαφώς, όπως εκείνος ο οποίος είδε. Μιλάμε και η ομιλία μας παίρνει τον επίσημο χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο πληθυντικός ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους:
Ή, «επειδή ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του από τη φύση του τον Πατέρα και το Πνεύμα, επέκτεινε τον αριθμό των προσώπων που μαρτυρούν σε πληθυντικό αριθμό» (Κ).
Ή, μιλά για τον εαυτό του και το Πνεύμα. Δες σ 34 (b).
Ή, «ή για τον εαυτό του και τον Πατέρα είπε, ή μόνο για τον εαυτό του» (Χ), οπότε σύμφωνα με την τελευταία και πιθανότερη ερμηνεία, ο πληθυντικός είναι πληθυντικός της μεγαλοπρέπειας. Αξιόλογη και η επόμενη: Ο βαπτιστής είχε δει και είχε μιλήσει και μαρτυρήσει για τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού (Ιω. α 7,32). Ο Ησαΐας είχε μιλήσει, διότι είχε δει (Ιω. ιβ 41), ομοίως είδε και ο Αβραάμ (Ιω. η 56). Έδωσε μαρτυρία επίσης και ο Μωϋσής (Ιω. ε 46). Ιστορικά οι μαρτυρίες αυτές προηγήθηκαν του Ιησού και τώρα προστίθεται στις προφητικές αυτές μαρτυρίες και αυτή του Κυρίου (χ).
(5)   Αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως.
(6)   Εδώ ο όρος είναι για τη μαρτυρία του Χριστού για τα θεία πράγματα, τα οποία αυτός μόνος γνώριζε (G).
(7)   «Ο λόγος τώρα δεν φανερώνει κάποιον που είναι δυσαρεστημένος, αλλά κάποιον που αναγγέλλει το γεγονός. Διότι δεν είπε· Τι μπορεί να γίνει περισσότερο αναίσθητο από εσάς, οι οποίοι δεν θέλετε να δεχτείτε τις τόσο ακριβείς αναγγελίες μας; Αλλά επειδή ήθελε να δείξει και με τα λόγια και με τα έργα κάθε επιείκεια, από αυτά μεν δεν είπε τίποτα, αλλά με πραότητα και ηρεμία προανήγγειλε αυτό που θα συμβεί» (Χ).

Ιω. 3,12 εἰ τὰ ἐπίγεια(1) εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια(2) πιστεύσετε(3);
Ιω. 3,12 Εάν σας είπα διδασκαλίας θείας, αι οποίαι σχετίζονται με όσα συμβαίνουν εις την γην και είναι επομένως εύκολον να τας εννοήσετε και όμως δεν τας πιστεύετε, πως, εάν σας είπω υψηλάς αληθείας, που αναφέρονται στον επουράνιον κόσμον, θα τας παραδεχθήτε και θα τας πιστέψετε;
(1)   Όπως τα συμφραζόμενα δείχνουν, επίγεια αποκαλεί ό,τι ο Χριστός είπε αναφορικά με την αναγέννηση ως όρο της κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών (C).
«Αξίζει βεβαίως να αναζητήσουμε πώς ο Σωτήρας είπε ότι ανέφερε επίγεια πράγματα όταν δίδαξε για τη βασιλεία του Θεού και την γέννηση από ψηλά και για το Άγιο Πνεύμα και την γέννηση από αυτό. Διότι τίποτα από αυτά δεν είναι επίγειο αλλά το καθένα είναι ουράνιο. Θα μπορούσε να ειπωθεί ως προς αυτό, ότι δεν είπε ο Ιησούς· Αν είπα σε εσάς τα γήινα, αλλά είπε, τα επίγεια· αποκαλώντας επίγεια αυτά που μπορούν να υπάρξουν και να κατανοηθούν σε ανθρώπους που ζουν ακόμα στη γη. Διότι δεν είναι από τη δική τους φύση επίγεια, αλλά ενώ είναι επουράνια, έχουν δοθεί ως δωρεά Θεού στους ανθρώπους…» (Ω).
Η έννοια του όλου σ. Εάν δεν πιστεύετε σε ό,τι γίνεται αντικείμενο της πείρας σας στην επίγεια ζωή σας, πώς θα πιστέψετε στις υψηλότερες αλήθειες, οι οποίες ανήκουν στην ουράνια ζωή; (τ).
(2)   Τα επουράνια που αντιτίθενται στα επίγεια, περιλαμβάνουν τα μυστήρια που ανήκουν καθαρά στην επουράνια σφαίρα, όπως η αιώνια ύπαρξη του Λόγου κλπ. «Για αυτά που φθάνουν στην τελειότητα στον μέλλοντα αιώνα, όταν θα καταργηθεί το μερικό αφού θα έλθει το τέλειο, πολύ σωστά ειπώθηκε· Πώς εάν πω τα επουράνια θα πιστέψετε;» (Ω).
«Ονομάζει εδώ το βάπτισμα επίγειο… ή, επειδή τελείται στη γη, ή συγκρινόμενο με τη δική του γέννηση… το αποκαλεί έτσι. Διότι αν και είναι επουράνια αυτή η γέννηση (η μέσω του βαπτίσματος), αλλά εάν συγκριθεί με εκείνην, αυτήν δηλαδή… που είναι από την ουσία του Πατέρα, είναι επίγεια» (Χ).
Μαθαίνουμε από εδώ το ύψος και βάθος της διδασκαλίας του Χριστού. Είναι μέγα το μυστήριο της θεότητας. Αυτά που περιέχονται στο ευαγγέλιο είναι ουράνια, που υπερβαίνουν πολλές φορές την κατανόηση του ανθρώπου και ανεξερεύνητα από τις ασθενείς δυνάμεις του ανθρώπινου νου.
(3)   «Σωστά δεν είπε, Δεν καταλαβαίνετε, αλλά, δεν πιστεύετε. Διότι όταν κάποιος μεν δυσκολεύεται να καταλάβει εκείνα, που μπορεί να συλλάβει με τη λογική και δεν τα παραδέχεται εύκολα, δίκαια θα κατηγορούνταν ως ανόητος. Όταν όμως δεν παραδέχεται αυτά, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει με τη λογική, αλλά μόνο με την πίστη, τότε δεν είναι πλέον ένοχος ανοησίας, αλλά απιστίας» (Χ).

Ιω. 3,13 καὶ(1) οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς(3), ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(4) ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ(5).
Ιω. 3,13 Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ' ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.
(1)   Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως. Η σύνδεση με τα προηγούμενα: Η γνώση των ουρανίων, για τα οποία μίλησα, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αποκάλυψη από ψηλά. Για αυτό πρέπει να πιστέψετε στη μαρτυρία μου.
(2)   Στο Παροιμ. κδ 27,λ 4 τίθεται η ερώτηση: «Ποιός ανέβηκε στον ουρανό και κατέβηκε;» Η απάντηση που υπονοείται: Μόνος ο Θεός (Δες και Δευτ. λ 12). Ομοίως και ένα Ταλμουδικό λόγιο διακηρύττει ξεκάθαρα ότι «Εάν κάποιος άνθρωπος σου πει, ανεβαίνω στον ουρανό, δεν θα αποδείξει αυτό» (Jer. Taanith II,1). Λέγοντας αυτά ο Κύριος δεν αναφέρεται στη μελλοντική ανάληψή του, αλλά όπως φαίνεται και από το «κανείς» (=κανείς άνθρωπος), ο λόγος εκφέρεται γενικά για αυτά που συμβαίνουν και ισχύουν στους ανθρώπους (β).
Θα ερμηνεύσουμε το όλο χωρίο: Κανείς από τους ανθρώπους δεν έχει ανέβει στον ουρανό εκτός από εκείνον, ο οποίος χωρίς να ανεβεί από τη γη, κατέβηκε από τον ουρανό και εξακολουθεί να είναι και τώρα εκεί (Meyer).
«Κανείς από τους προφήτες δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά μόνο εγώ πρόκειται μόνος να ανέβω, όπως και κατέβηκα» (Θφ).
«Μη νομίσεις ότι είμαι τέτοιος διδάσκαλος όπως οι πολλοί από τους προφήτες που είναι από τη γη. Διότι έρχομαι τώρα από τον ουρανό. Διότι κανείς μεν από τους προφήτες δεν έχει ανεβεί εκεί. Εγώ όμως εκεί κατοικώ» (Χ).
Ο Παρακείμενος «έχει ανέβει» σημαίνει ότι: και αφού έχει μείνει εκεί, γνωρίζει τα εκεί, τα θεία πράγματα (δ). Μόνος ο Χριστός μπορεί να αποκαλύψει σε εμάς με πληρότητα το σωτηριώδες θέλημα του Θεού. Ο Νικόδημος απευθύνθηκε προς το Χριστό σαν σε προφήτη. Θα έπρεπε όμως να γνωρίζει, ότι ο Χριστός είναι μεγαλύτερος από όλους τους προφήτες της Π.Δ., διότι κανείς από αυτούς δεν είχε κατέβει από τους ουρανούς. Έγραψαν με θεία έμπνευση, αλλά όχι από άμεση αντίληψη και από δική τους γνώση.
(3)   Η κατάβαση για την οποία γίνεται λόγος αναφέρεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Είπε ο Κύριος προηγουμένως: πώς εάν σας πω τα επουράνια θα πιστέψετε; Τώρα παρέχει παράδειγμα αυτών των επουράνιων, όταν λέει στον Νικόδημο για εκείνον, ο οποίος μολονότι κατέβηκε από τους ουρανούς, είναι παρ’ όλα αυτά ο υιός του ανθρώπου. Είναι ο Υιός του ανθρώπου και όμως είναι στον ουρανό. Εάν η αναγέννηση του ανθρώπου είναι μυστήριο, τι μυστήριο είναι η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού; Σημείωσε ακόμα, ότι η σχέση και επικοινωνία, που εγκαθιδρύθηκε μεταξύ Θεού και ανθρώπων, άρχισε από ψηλά, από θεία πρωτοβουλία και συγκατάβαση. Η πρώτη κίνηση προς αυτήν δεν ανέβηκε από τη γη, αλλά κατέβηκε από τον ουρανό. Αγαπάμε αυτόν, όχι διότι εμείς πρώτοι αγαπήσαμε αυτόν, αλλά αυτός πρώτος αγάπησε εμάς.
(4)   «Ενώ κατέβηκε ο Λόγος του Θεού από τον ουρανό, λέει ότι κατέβηκε ο Υιός του ανθρώπου, αρνούμενος να διασπαστεί μετά την ενανθρώπηση σε δύο πρόσωπα και μην επιτρέποντας σε κάποιους να λένε αυτό» (Κ).
«Υιό του ανθρώπου εδώ δεν αποκάλεσε τη σάρκα, αλλά ονόμασε τώρα όλο τον εαυτό του από την κατώτερη ουσία του· διότι πράγματι υπάρχει αυτή η συνήθεια σε αυτόν, το να αποκαλεί δηλαδή το όλο, άλλοτε μεν από τη θεία και άλλοτε από την ανθρώπινη φύση» (Χ).
«Επειδή δηλαδή ήταν μία η υπόσταση, δηλαδή ένα πρόσωπο ήταν ο Χριστός, σύνθετος από δύο φύσεις, τα ανθρώπινα ονόματα αποδίδονται στο Λόγο και πάλι τα του Λόγου προστίθενται στον άνθρωπο» (Θφ).
Για να μας διδάξει και να μας αποκαλύψει τα επουράνια, έγινε από αγάπη ένας από εμάς και ως άνθρωπος όμοιος με εμάς, μίλησε σε εμάς (ο). Ο Χριστός ονομάζοντας τον εαυτό του τον υιό του ανθρώπου, δείχνει, ότι είναι ο δεύτερος Αδάμ. Και από όλους τους τίτλους του Μεσσία στην Π.Δ., με ιδιαίτερη προτίμηση χρησιμοποίησε αυτόν, διότι κατεξοχήν εξέφραζε την ταπείνωσή του και του ήταν κατ’ εξοχήν ευχάριστος στην παρούσα κατάσταση της ταπείνωσής του.
(5)   Αποσιωπάται η φράση από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες. Όχι: ο οποίος ήταν στον ουρανό (b), αλλά ο οποίος είναι. Έχει την ίδια σημασία με το «αυτός που είναι στον κόλπο του πατέρα».
«Διότι και όταν ήταν στον ουρανό δεν εγκατέλειπε τη γη· και όταν κατέβηκε από τον ουρανό δεν απομακρύνθηκε από τον ουρανό, αλλά ήταν παντού· διότι δεν περιγράφεται η θεότητα» (Ζ).
«Μη δηλαδή επειδή άκουσες ότι κατέβηκα, νομίσεις ότι δεν είμαι και εκεί· αλλά και εδώ είμαι παρών σωματικά, και εκεί κάθομαι μαζί με τον Πατέρα θεϊκά» (Θφ).
Ο υιός του ανθρώπου ως τέτοιος δεν υπήρξε στον ουρανό πριν γίνει η ανάληψή του. Αλλά εκείνος, ο οποίος έγινε ο υιός του ανθρώπου, με τη θεία του φύση υπήρξε πανταχού παρών, ιδιαίτερα μάλιστα στον ουρανό. Έτσι ο Κύριος της δόξας ως τέτοιος, δεν ήταν δυνατόν να σταυρωθεί, ούτε ο Θεός ως τέτοιος μπορούσε να χύσει το αίμα του. Το πρόσωπο όμως, το οποίο υπήρξε ο Κύριος της δόξας, σταυρώθηκε (Α΄Κορ. β 8) και ο Θεός εξαγόρασε και έκανε δική του την εκκλησία με το δικό του αίμα (Πράξ. κ 28). Τόσο στενή είναι η ένωση των δύο φύσεων στο ένα και το ίδιο πρόσωπο, ώστε γίνεται ανταλλαγή των ιδιωμάτων (της κάθε φύσης).

Ιω. 3,14 καὶ(1) καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ(2), οὕτως(3) ὑψωθῆναι(4) δεῖ(5) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(6),
Ιω. 3,14 Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.
(1)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέει με αυτό ο Κύριος μία από τις ουράνιες αλήθειες, την οποία και αποκαλύπτει αμέσως. Σύμφωνε με την εκδοχή αυτή, το και=Μπορώ να αποκαλύψω και ορίστε… (Lucke).
Ή, πιο σωστά, προσθέτει δεύτερο θείο μυστήριο στο πρώτο (g).
«Αφού είπε προηγουμένως για την αναγέννηση μέσω του βαπτίσματος, λέει λοιπόν και για την ευεργεσία που έγινε σε εμάς από το σταυρό» (Θφ).
«Αφού ανέφερε την μέγιστη ευεργεσία που έγινε στους ανθρώπους μέσω του βαπτίσματος, προσθέτει και την αιτία αυτής, δηλαδή την ευεργεσία με το σταυρό που δεν είναι κατώτερη από εκείνην» (Χ).
(2)   Δες Αριθμ. κα 9. Ήδη στο Σοφ. Σολ. ιστ 6,7 το χάλκινο φίδι λέγεται σύμβολο σωτηρίας (F). Υπονοείται η ολέθρια και θανατηφόρα φύση της αμαρτίας. Η ενοχή της αμαρτίας μοιάζει με οδυνηρό δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού. Η δύναμη της διαφθοράς της είναι όμοια με δηλητήριο θανατηφόρο, το οποίο χύνεται από αυτήν και μεταδίδει τον θάνατο στον όλο άνθρωπο. Ο σατανάς είναι το φίδι το αρχαίο, του οποίοι οι έφοδοι είναι τρομακτικές και οι νίκες του ολέθριες.
(3)   Άριστα ο Χρυσόστομος εκθέτει την ομοιότητα και ανταπόκριση του τύπου προς το αντίτυπο. «Εκεί διέφυγαν το θάνατο οι Ιουδαίοι, αλλά τον πρόσκαιρο, εδώ τον αιώνιο όσοι πιστεύουν· εκεί το κρεμασμένο φίδι θεράπευε δαγκώματα φιδιών, εδώ ο σταυρωμένος Ιησούς θεράπευσε τις πληγές του νοητού δράκοντα· εκεί θεραπευόταν αυτός που έβλεπε με τούτα τα σωματικά μάτια, εδώ αυτός που βλέπει με τα μάτια της διάνοιας αποβάλλει όλα τα αμαρτήματα… Φίδι δάγκωνε εκεί και φίδι θεράπευε, έτσι και εδώ θάνατος κατέστρεψε και θάνατος έσωσε. Αλλά το μεν φίδι που φόνευε, είχε δηλητήριο, αυτός όμως που έσωζε ήταν καθαρός από δηλητήριο· και εδώ πάλι το ίδιο συνέβη· δηλαδή ο μεν θάνατος που αφάνιζε είχε αμαρτία, όπως το φίδι είχε δηλητήριο, ο θάνατος όμως του δεσπότη ήταν απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, όπως ακριβώς λοιπόν το χάλκινο φίδι από το δηλητήριο».
«Έτσι και εδώ άνθρωπος ήταν ο Κύριος, αλλά ήλθε ελεύθερος από το δηλητήριο της αμαρτίας, έχοντας μόνο ομοίωμα σάρκας αμαρτωλής… αλλά δεν είχε πραγματικά σάρκα αμαρτίας» (Θφ).
Ο τύπος αυτός της ύψωσης του φιδιού στην έρημο, σήμαινε 1) ότι η αμαρτία θα παρουσιαζόταν δημόσια ως ηττημένη και νεκρή όπως ήταν το χάλκινο ομοίωμα του φιδιού, το νεκρό και χωρίς ζωή. 2) Η παρουσίαση αυτή θα γινόταν μέσω κάποιου προσώπου όχι πραγματικά αμαρτωλού, αλλά αγίου που θα είχε το ομοίωμα της αμαρτίας. 3) Θα σώζονταν μόνο αυτοί που θα συμμετείχαν μέσω της πίστης (g).
(4)   Η έννοια του υψώνομαι, όπως φαίνεται και από την έννοια, την οποία το ρήμα έχει στον Ιωάννη (η 28,ιβ 32), δεν είναι αυτή του «δοξάζομαι», αλλά του σταυρώνομαι, του κρεμιέμαι πάνω στο σταυρό. «Όταν ακούς να υψωθεί, να εννοήσεις: να κρεμαστεί» (Θφ). Το υψώνομαι φανερώνει το κρεμιέμαι πάνω σε ξύλο τόσο περισσότερο όσο με αυτήν την έννοια γίνεται η σύγκριση και είναι εντελώς αδύνατο να υπάρξει σύγκριση, εάν το ρήμα αυτό το πάρουμε με την έννοια του δοξάζομαι (δ).
Ήδη από τις πρώτες χριστιανικές γενιές έτσι ερμηνεύτηκε αυτό (Βαρνάβα § 12, Ιουστίνου προς Τρύφωνα 94, Κυπριανός Test. ΙΙ 20, Ωριγένης εις μαρτύριον Προτρ. 50). «Δεν είπε πρέπει να κρεμασθεί, αλλά να υψωθεί, δηλαδή χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση που φαινόταν πιο ήπια» (Χ).
«Κρεμάστηκε σε ύψος, για να αγιάσει και τον αέρα αυτός που αγίασε τη γη με το να περπατήσει πάνω της» (Θφ).
Ο Κύριλλος συνδυάζει και τις δύο ερμηνείες: «Το ότι βέβαια ανύψωσε το φίδι και το έθεσε σε υψηλή στήλη, δηλώνει οπωσδήποτε ότι ο Χριστός θα ανεβεί σε δόξα και επισημότητα, ώστε να μην αγνοηθεί από κανέναν, ή ότι θα υψωθεί από τη γη, όπως λέει κάπου και ο ίδιος για το σταυρικό του πάθος».
Η ύψωση του Σταυρού είναι το πρώτο και κύριο σκαλί για ανάβαση στο θρόνο (μ). Υψώθηκε ο Κύριος στη σταύρωσή του. Υψώθηκε στο σταυρό ως θέαμα, ως σημάδι, υψώθηκε μεταξύ ουρανού και γης, σαν να ήταν ανάξιος και για τα δύο και σαν να εγκαταλείφθηκε και από τα δύο. Υψώθηκε και στην ανάληψή του, για να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα και για να δώσει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ώστε μετέπειτα να υψωθεί πάνω στο θρόνο.
(5)   Το «πρέπει» φανερώνει την σύμφωνα με την καθορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού (Πράξ. β 23) απόλυτη ανάγκη της σταύρωσης για σωτηρία του κόσμου. Δες Ματθ. ιστ 21,Μάρκ. η 31,Λουκ. θ 22,κδ 26 (δ).
Όπως και οι συνοπτικοί και ο Παύλος, έτσι και ο Ιωάννης εκφράζουν με αυτό την πίστη, ότι όχι κάποια τύχη αλλά η θεία πρόνοια κυβερνά τον κόσμο και ότι ο Θεός προγινώσκει κάθε γεγονός, διότι έχει προκαθορίσει αυτό και πρέπει αυτό να συμβεί κατά το θέλημά του (β).
(6)   Εξεπίτηδες προτιμάται εδώ η ονομασία αυτή, για να τονιστεί και η ιδέα της αντιπροσώπευσης και αντικατάστασης. Το ότι έχει κοινή φύση με εμάς, εξηγεί, πώς ο υιός του ανθρώπου έπαθε ως αντιπρόσωπός μας.

Ιω. 3,15 ἵνα(1) πᾶς(2) ὁ πιστεύων(3) εἰς αὐτὸν(4) μὴ ἀπόληται(5), ἀλλ᾿ ἔχῃ(6) ζωὴν αἰώνιον(7).
Ιω. 3,15 Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.
(1)   Ο στίχος αυτός συμπληρώνει την εφαρμογή του τύπου (g). Όπως καθένας που θα έβλεπε προς το χάλκινο φίδι θεραπευόταν, έτσι και καθένας που πιστεύει στο Χριστό σώζεται. Η έννοια αυτή αντιστοιχεί με τη φράση του πρώτου όρου της σύγκρισης που παραλείπεται αλλά υπονοείται (ο). Δηλαδή όπως ο Μωϋσής «ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι ώστε αυτοί που ατενίζουν σε αυτό να έχουν ζωή» (Ζ), έτσι πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου, έτσι ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν…
(2)   Επεκτείνει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα την εφαρμογή του ιουδαϊκού τύπου, την ώρα που με την έναρθρη μετοχή «ο πιστεύων», εξατομικεύει έντονα την πράξη της πίστης (g). Η από τον Υιό του ανθρώπου προσφερόμενη σωτηρία είναι γενική, ώστε καθένας που πιστεύει, χωρίς κάποια εξαίρεση, επωφελείται από αυτήν.
(3)   Η πίστη στην περίπτωση εκείνων, οι οποίοι έχουν ανάγκη της σωτηρίας, είναι ό,τι υπήρξε το βλέμμα προς το υψωμένο φίδι στην περίπτωση των Ισραηλιτών που είχαν ανάγκη θεραπείας (b). Στο βλέμμα του θανατηφόρα δαγκωμένου Ισραηλίτη, αντιστοιχεί η πίστη του αμαρτωλού στον Εσταυρωμένο.
«Αυτοί που ατενίζουν σε αυτόν (τον Ιησού) με πιο έντονη και διαρκή πίστη» (Κ).
(4)   Ως υψωμένο. Ο σταυρός είναι σκάλα προς τον ουρανό (b).
(5)   Το «μη απόληται» αποσιωπάται από τους κώδικες σιναϊτ., βατικανό και κάποιους άλλους.
(6)   «Ο σταυρός λοιπόν είναι πηγή αιώνιας ζωής» (Ζ). Το αποτέλεσμα της πίστης δηλώνεται με διπλή μορφή, αρνητική (να μην χαθεί) και θετική (να έχει ζωή αιώνια). Παλαιότερη γραφή: ο πιστεύων εν αυτω έχη ζωήν. Η προσφερόμενη σωτηρία είναι πλήρης. Ο πιστός δεν θα χαθεί από τα τραύματα των αμαρτιών του, αλλά θα πετύχει τη γη της επαγγελίας απολαμβάνοντας σε αυτήν ζωή αιώνια. Ο Ιησούς Χριστός ήλθε να μας σώσει συγχωρώντας μας. Ο στίχος αυτός αποτελεί αναμφίβολα ευαγγέλιο, χαρμόσυνο μήνυμα, το πλέον χαρμόσυνο από όσα ήλθαν ποτέ από τον ουρανό στη γη. Σε αυτό σε λίγες λέξεις περιλαμβάνεται το παν· ο λόγος της συμφιλίωσης σε μικρογραφία.
(7)   Φράση που συναντιέται 17 φορές στο ευαγγέλιο του Ιωάννη και 6 στην Α΄ Ιω., συχνά όμως και στους συνοπτικούς και στον Παύλο με την έννοια της μετά θάνατον μέλλουσας ζωής. Στον Ιωάννη όμως η ζωή αυτή μπορεί να είναι και ένα παρόν κτήμα και επίτευγμα αυτού που πιστεύει (γ 36,ε 24,στ 47,Α΄Ιω. ε 13), που συνεχίζεται και μετά θάνατον αιώνια (στ 54). Έχει ζωή αιώνια σημαίνει περισσότερο από το ζει αιώνια, αφού ο τόνος υπάρχει κυρίως όχι στη διάρκεια, αλλά στην ποιότητα της ζωής. Έχει ζωή αιώνια σημαίνει συμμετέχει στη ζωή του Θεού (ε 26) και του Χριστού (α 4), η οποία ζωή είναι πάνω από την επίδραση και τις συνθήκες του χρόνου. Όπως όμως η αιώνια ζωή σημαίνει την αιώνια μακαριότητα, έτσι ο αιώνιος θάνατος σημαίνει την αιώνια δυστυχία (b).
«Υπάρχει λοιπόν αυτή η διαφορά μεταξύ της συμβολικής εικόνας και τους πραγματικού αντίτυπου. Η εικόνα παρείχε πρόσκαιρη ζωή, η πραγματικότητα, της οποίας υπήρξε εκείνη εικόνα, παρέχει ζωή αιώνια» (Αυ).
Η εντύπωση που από τα λόγια αυτά του Κυρίου προκλήθηκε στο Νικόδημο, εξηγεί τη συμπεριφορά του κατά την ημέρα του πάθους. Βλέποντας τον Ιησού υψωμένο στο σταυρό θυμήθηκε τα λόγια αυτά και αντί να σκανδαλιστεί και να πτοηθεί όπως οι υπόλοιποι μαθητές αισθάνθηκε την πίστη του να ενισχύεται (g).

Ιω. 3,16 (1)οὕτω(2) γὰρ(3) ἠγάπησεν(4) ὁ Θεὸς τὸν κόσμον(5), ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ(6) ἔδωκεν(7), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν(8) αἰώνιον(9).
Ιω. 3,16 Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν• δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.
(1)   Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές θεώρησαν ότι ο διάλογος του Ιησού με τον Νικόδημο σταματά στον προηγούμενο σ., και αρχίζει τώρα υπομνηματισμός και εξήγηση αυτού από τον Ιωάννη. Είναι όμως προφανές, ότι η σύνδεση των λόγων αυτών με τα προηγούμενα είναι στενότατη και η σκέψη παρουσιάζεται να συνεχίζεται, όπως άλλωστε φαίνεται και από το «γαρ», με το οποίο τα λόγια του παρόντος στίχου έρχονται ως αιτιολογία, άρα λοιπόν και ως συνέχεια των προηγούμενων. Άλλωστε η διακοπή του διαλόγου στο στίχο 15 θα ερχόταν πολύ απότομα και θα παρέμενε αυτός, παρά την τόση σπουδαιότητά του, ατελής (g,ο,F). Αφού στους δύο προηγούμενους στίχους ανέφερε το σκοπό της έλευσης του Σωτήρα στη γη και του έργου του, έρχεται στον παρόντα να εκθέσει την ποιητική αιτία της έλευσης και σταύρωσής του (δ).
(2)   Μπαίνει μπροστά με έμφαση και προσδίδει ιδιαίτερο τόνο στην έννοια.
(3)   Αιτιολογεί το «πρέπει να υψωθεί».
«Αυτό που λέει σημαίνει το εξής· Μη θαυμάσεις ότι εγώ πρόκειται να υψωθώ, για να σωθείτε εσείς. Διότι και στον Πατέρα φάνηκε καλό αυτό και αυτός τόσο πολύ σας αγάπησε, ώστε…» (Χ).
(4)   Στους συνοπτικούς το ρήμα λέγεται για την αγάπη του ανθρώπου προς τον πλησίον και προς τον Θεό. Ομοίως και στον Ιωάννη (ιγ 34,ιε 12,17,η 42, ιδ 15,21,23,κα 15). Σε αυτόν όμως συχνά λέγεται για την αγάπη του Ιησού προς τον άνθρωπο (ια 5,ιγ 1,23,34,ιδ 21,ιε 9,12,κα 7,20) και για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο (γ 16,ιδ 23,ιζ 23,Α΄Ιω. γ 1,δ 10) όπως και για την αμοιβαία αγάπη του Θεού και του Χριστού (γ 35,ι 17,ιε 9,ιζ 23-26,ιδ 31)(β).
(5)   Η λέξη αυτή στον Ιωάννη έχει δύο έννοιες. Ή, το όλο γένος των ανθρώπων που βρίσκεται κάτω από την αμαρτία και είναι απεγνωσμένο, αλλά αγαπήθηκε από το Θεό, όπως εδώ· ή, το τμήμα της ανθρωπότητας που απιστεί ως αυτό που αντιτίθεται στο άλλο τμήμα της που πίστεψε και απαρνήθηκε τις αμαρτίες του, όπως συχνά χρησιμοποιείται στον τελευταίο διάλογο του Κυρίου με τους μαθητές του (ο).
Στον Ιωάννη η λέξη συναντιέται 78 φορές, ενώ στους συνοπτικούς μόνο 15 (F). «Με το να πει «Τόσο πολύ αγάπησε»» και με το ««ο Θεός τον κόσμο», δείχνει πολλή μεγάλη την ένταση της αγάπης. Διότι ήταν πολύ μεγάλη και άπειρη η απόσταση μεταξύ τους. Διότι ο αθάνατος, ο άναρχος, η απέραντη μεγαλοσύνη, αυτούς αγάπησε, δηλαδή αυτούς που είναι από χώμα και στάχτη, τους γεμάτους από αμέτρητα αμαρτήματα» (Χ).
Η αγάπη του Θεού αγκαλιάζει ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο τους πιστούς εκλεκτούς, αν και ο ακόλουθος στίχος περιορίζει σε μόνους αυτούς την δωρεά της σωτηρίας (μ). Ο Χριστιανισμός δεν είναι μία από τις πολλές θρησκείες, οι οποίες αποσκοπούν στην ατομική λύτρωση. Είναι η μία και μόνη θρησκεία που αποβλέπει στην απολύτρωση ολόκληρου του κόσμου. Αναμφίβολα περιλαμβάνει και οδό ατομικής σωτηρίας, όπως τα συμφραζόμενα εδώ δείχνουν. Ο σκοπός της όμως είναι ευρύτερος· τόσο ευρύς όσο ευρεία είναι και η αγάπη του Θεού. Ο Χριστός ήλθε να σηκώσει την αμαρτία του κόσμου. Δες Ιω. α 29 (τ).
Δες και θαύμασε την αγάπη του Θεού. Ο μέγας και άπειρος Θεός αγαπά τέτοιο ανάξιο και εξευτελισμένο κόσμο! Ο άγιος Θεός αγαπά έναν διεφθαρμένο κόσμο με αγάπη τέτοιας ευαρέστησης, την ώρα που δεν παρουσίαζε ο κόσμος τίποτα το άξιο της αρεσκείας του.
(6)   «Και αυτά πάλι έχουν ομοίως έμφαση… Όχι δούλο, όχι άγγελο, όχι αρχάγγελο» (Χ), αλλά «Υιό από την ουσία του Πατέρα, ο οποίος είναι δηλαδή ομοούσιος με αυτόν που τον γέννησε και Θεός όντως και αληθινά» (Κ).
«Αν έχοντας πολλούς γιους, έδινε έναν, και αυτό θα ήταν σε υπερβολικό βαθμό μεγάλο· τώρα όμως έδωσε τον Μονογενή» (Θφ).
Προσθέτει νέο γνώρισμα στο «υιόν του ανθρώπου» που προηγήθηκε. Ζητά λοιπόν κυρίως με αυτό να τονίσει το άπειρο της αγάπης του Πατέρα.
«Το αξιοθαύμαστο της αγάπης φαίνεται από το γεγονός ότι παρέδωσε για μας τον Υιό του, και μάλιστα τον Μονογενή. Κατά συνέπεια για να μένει και να διασώζεται η μεγάλη αγάπη του Θεού και Πατέρα, να πιστεύεται ότι είναι Υιός, και όχι δημιούργημα» (Κ).
Η φράση υπενθυμίζει αυτό που ειπώθηκε για τον Αβραάμ σε σχέση με τον Ισαάκ στο Γεν. κβ 16 (F,β).
(7)   «Με τρόπο συγκαλυμμένο υπαινίχτηκε το πάθος» (Σχ). «Τον παρέδωσε σε θάνατο» (Ζ). Το «έδωκεν» εδώ με την έννοια του: παρέδωσε και εγκατέλειψε για να πάθει. Καταλήγει στην ίδια έννοια, στην οποία και το «να υψωθεί» που προηγήθηκε. Δες και Ρωμ. η 32.
«Πρόσεξε όμως, σε παρακαλώ, ότι όπως ακριβώς παραπάνω είπε, ότι ο Υιός του ανθρώπου κατέβηκε από τον ουρανό, αν και δεν κατέβηκε η σάρκα από τον ουρανό, αλλά όμως επειδή ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο και έχει μία υπόσταση, πρόσθεσε τα του Θεού στην ανθρώπινη φύση του· έτσι και εδώ το ανάποδο, προσθέτει τα της ανθρώπινης φύσης στο Θεό Λόγο. Διότι, έδωσε, λέει, ο Θεός τον Υιό του σε θάνατο· παρόλο που ο Θεός είναι απαθής» (Θφ).
(8)   Με την όλη φράση ἵνα… , τονίζεται η καθολικότητα της σωτηρίας (καθένας), η ευκολία του μέσου (που πιστεύει), το μέγεθος του κακού που προλαμβάνεται (να μην χαθεί), η διάρκεια και το εξαιρετικό του αγαθού που επιτυγχάνεται (ζωή αιώνια)(g).
Αποτελεί επανάληψη της φράσης του σ. 15. Αυτή η επανάληψη είναι χαρακτηριστική του ύφους του Ιωάννη ( γ 3,5,δ 23,24,στ 35,41,48,51,στ 39,40,η 24,ι 8-15,ιε 1-5,ιστ 14,15)(β). Δίκαια αυτός ο στίχος χαρακτηρίστηκε από τον Λούθηρο ως «η Βίβλος σε μικρογραφία» (ο).
(9)   «Ζωή βεβαίως αιώνια, δεν είναι η συνηθισμένη, η οποία υπάρχει και στα άλλα ζώα, αλλά γίνεται από την πίστη και την υπόλοιπη αρετή» (Ω).

Ιω. 3,17 οὐ γὰρ(1) ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ(2) τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ(3) ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
Ιω. 3,17 Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.
(1)   Αιτιολογεί το «να μην χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνια» του προηγ. σ. Ο Κύριος αναιρεί τώρα την εσφαλμένη ιδέα των Ιουδαίων, οι οποίοι φρονούσαν, ότι ο Μεσσίας όταν έλθει, θα γινόταν αποκλειστικός τους βασιλιάς και σωτήρας την ίδια ώρα που θα έκρινε και θα τιμωρούσε τον κόσμο των εθνών. Η λέξη κόσμος επαναλαμβάνεται 3 φορές με έμφαση, για να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η θεία ευδοκία περιλαμβάνει την όλη ανθρωπότητα. Η καθολικότητα του ευαγγελίου του Παύλου υπάρχει σπερματικά και στους στίχους 16 και 17 αυτού του κεφαλαίου (g).
(2)   Εκφράζει πρώτα αρνητικά το σκοπό της αποστολής του Κυρίου. Το «κρίνει» ή με την έννοια του δικάζει, του επιτελεί τα έργα του κριτή (g), ή με την έννοια του δικάζει ταυτόχρονα και καταδικάζει, οπότε το «για να κρίνει» μπήκε εδώ αντί για το «να χαθεί» του προηγούμενου στίχου, και αυτή είναι η έννοια του «κρίνει» σε ολόκληρο αυτό το χωρίο (ο).
«Δεν έχω έλθει για να καταδικάσω» (Κ). Η λέξη κρίνω και το παράγωγο κρίση, σημαίνουν πρώτα την πράξη του χωρισμού ή του ξεχωρίσματος, και έπειτα την, σαν συνέπεια αυτής, ακόλουθη πράξη της ανακοίνωσης απόφασης για εκείνα, τα οποία χωρίστηκαν. Το ξεχώρισμα μεταξύ εκείνων, οι οποίοι πιστεύουν και εκείνων οι οποίοι δεν πιστεύουν, συνυπονοεί τόσο τη σωτηρία, όσο και την καταδίκη (χ).
Η αλήθεια που τονίζεται εδώ δεν αποκλείει το ότι στο μέλλον ο Κύριος θα έλθει ως Κριτής, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Ιωάννης σαφώς διδάσκει στο ε 27,28.
«Διότι δύο είναι οι παρουσίες του Χριστού, αυτή που ήδη έγινε, και η μελλοντική, αλλά δεν έχουν την ίδια αιτία και οι δύο, αλλά η μεν πρώτη έγινε, όχι για να εξετάσει τα όσα πράξαμε, αλλά για να τα συγχωρήσει, ενώ η δεύτερη θα γίνει όχι για να συγχωρήσει, αλλά για να εξετάσει» (Χ).
Το έργο του Κυρίου ως κριτή στη δεύτερη παρουσία, είναι επακόλουθο του έργου του στην πρώτη παρουσία. Προσφέρει πρώτα τη σωτηρία σε όλους και εξετάζει έπειτα ακριβώς τον τρόπο, με τον οποίο η προσφορά του έγινε αποδεκτή από τους ανθρώπους (ο).
(3)   Εκφράζει το σκοπό της αποστολής του Κυρίου και θετικά. Ο Χριστός ήλθε για καταδίκη του κόσμου τόσο λίγο, όσο και ο ήλιος έρχεται να επισκιάσει ορισμένα τμήματα του κόσμου που φωτίζεται από αυτόν. Η καταδίκη όμως έρχεται, όπως ακριβώς και η σκιά από το φως του ηλίου, ως φυσική συνέπεια της σύστασης και των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες βρίσκεται ο κόσμος (μ).

Ιω. 3,18 ὁ πιστεύων(1) εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων(1) ἤδη κέκριται(2), ὅτι(3) μὴ πεπίστευκεν(4) εἰς τὸ ὄνομα(5) τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(6).
Ιω. 3,18 Καθε ένας που πιστεύει εις αυτόν, εις οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκη, δεν καταδικάζεται. Οποιος όμως δεν πιστεύει, έχει καταδικασθή από τώρα, ακριβώς διότι δεν επίστεψε στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού, και με την απιστίαν του απέκλεισεν αυτός μόνος τον εαυτόν του από την σωτηρίαν.
(1)   Με τον ενεστώτα της μετοχής δηλώνεται η έμμονη και διαρκής διάθεση της ψυχής προς το Χριστό (κ).
«Αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που ερευνά με περιέργεια· αυτός που πιστεύει, όχι αυτός που πολυπραγμονεί. Τι λοιπόν, αν έχει ακάθαρτη ζωή και πράξεις όχι καλές; Αυτού του είδους οι άνθρωποι κατεξοχήν, λέει ο Παύλος ότι δεν είναι γνήσιοι πιστοί· διότι ομολογούν ότι γνωρίζουν το Θεό, με τα έργα όμως τον αρνούνται (Τίτου α 16)» (Χ).
(2)   Η έννοια την οποία εκφράζει εδώ ο Ιωάννης είναι, ότι όπως η αιώνια ζωή αρχίζει από την παρούσα ζωή σύμφωνα με το σ. 15 (να έχει ζωή αιώνια), έτσι και η καταδίκη (β).
«Λέει ότι έχει καταδικαστεί ήδη αυτός που δεν πιστεύει, γιατί ήδη ο ίδιος έχει ορίσει την απόφαση του ότι πρέπει να κολάζεται, με το ότι αποφάσισε να απαρνηθεί αυτόν που του χορηγεί τη δυνατότητα να μην καταδικαστεί» (Κ).
«Μη νομίσεις ότι η αναβολή (της τιμωρίας) ωφελεί σε κάτι αυτόν που είναι ήδη υπαίτιος, εάν δεν μεταβάλλεται· διότι αυτός που δεν πιστεύει δεν θα έχει καλύτερη τύχη από αυτούς που ήδη καταδικάστηκαν και κολάζονται» (Χ).
Η οριστική καταδίκη θα απαγγελθεί βεβαίως κατά τη μέλλουσα κρίση (ιβ 48). Αλλά «όπως ακριβώς τον πιστό η πίστη τον απάλλαξε από την κρίση πριν από την κρίση, έτσι και αυτόν εδώ η απιστία τον καταδίκασε πριν την καταδίκη. Διότι και ο φονιάς και καθένας που διέπραξε σφάλμα, ως προς τη φύση μεν του αμαρτήματος έχει αμέσως καταδικαστεί· ως προς την απόφαση όμως του άρχοντα, θα καταδικαστεί ύστερα» (Ζ).
Άλλωστε «και η ίδια η απιστία είναι καταδίκη. Διότι το να είναι κάποιος έξω από το φως, αυτό από μόνο του είναι μέγιστη τιμωρία» (Θφ).
Και «όπως συμβαίνει ως προς τον γιατρό, ήλθε (ο Κύριος) για να θεραπεύσει τον ασθενή. Αλλά εάν αυτός δεν τηρήσει τις διαταγές του γιατρού καταστρέφει τον εαυτό του… Εάν δεν θελήσεις να σωθείς από αυτόν, θα κριθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό» (Αυ).
Πόσο μεγάλη είναι η αθλιότητα του άπιστου! Έχει ήδη καταδικαστεί. Είναι τόσο βέβαιη η καταδίκη του, ώστε παρουσιάζεται ως παρούσα, παρόλο που πλήρως θα σημειωθεί στο μέλλον. Αλλά και από τώρα η οργή του Θεού βαραίνει πάνω του, και η καρδιά του κατακρίνει αυτόν.
(3)   Ο λόγος και η αιτία της καταδίκης.
(4)   Το «μη» προτιμάται αντί για το «ου», διότι το γεγονός της απιστίας δεν εκφέρεται εδώ αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά, ως κρίση του Κριτή που εκφέρει την καταδίκη. Ο παρακείμενος δηλώνει όχι την πράξη, αλλά την κατάσταση που προέρχεται από την πράξη (g).
(5)   Δες α 12= «Με την έννοια του: σε αυτόν» (Ζ). Πιστεύει στην αποκάλυψη σχετικά με την ουσία του.
(6)   «Και παρουσιάζει φοβερό και μεγάλο το έγκλημα της απιστίας, επειδή ακριβώς είναι ο Υιός και Μονογενής» (Κ). Δες σε πόσο μεγάλη αμαρτία παρασύρονται αυτοί που απιστούν. Γίνεται αυτή βαρύτερη από την αξία του Προσώπου, το οποίο παραθεωρούν. Δεν πιστεύουν στο όνομα του Μονογενούς Υιού του Θεού, ο οποίος είναι απείρως αληθινός και άξιος να πιστεύεται από εμάς, αλλά και άπειρα αγαθός και άξιος να εγκολπωθεί από εμάς. Ο Θεός έστειλε, για να μας σώσει, εκείνον, ο οποίος ήταν ο περισσότερο από καθετί αγαπητότατος σε αυτόν. Και δεν πρέπει λοιπόν αυτός που στάλθηκε να γίνει και σε εμάς αγαπητότατος; Δεν πρέπει να πιστέψουμε στο όνομά του, το οποίο είναι όνομα πάνω από καθετί;

Ιω. 3,19 αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις(1), ὅτι τὸ φῶς(2) ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς(3)· ἦν γὰρ πονηρὰ(4) αὐτῶν τὰ ἔργα(5).
Ιω. 3,19 Αυτή δε είναι και η αιτία της καταδίκης των απίστων• ότι δηλαδή το φως, ο Υιός του Θεού, ήλθεν στον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι ηγάπησαν και έδωσαν μάλλον την καρδιά τους στο σκοτάδι και όχι στο φως. Και τούτο, διότι τα έργα των ήσαν πονηρά.
(1)   Η αιτία της κρίσης (b). «Αυτή είναι η καταδίκη αυτών που δεν πιστεύουν· για αυτό καταδικάζονται» (Ζ). «Για αυτό τιμωρούνται» (Χ). «Δείχνει εδώ ότι είναι στερημένοι από κάθε απολογία αυτοί που δεν πίστεψαν» (Θφ).
«Διότι, λέει, αν μεν είχα έλθει για να τους τιμωρήσω και να ζητήσω ευθύνες των πράξεών τους, θα μπορούσαν να πουν ότι για αυτό απομακρυνθήκαμε· τώρα όμως ήλθα να απαλλάξω από το σκοτάδι και να οδηγήσω προς το φως» (Χ).
(2)   Μετά την αναφορά της ζωής ακολουθεί η αναφορά του φωτός όπως στο κεφ. α (b). «Το φως της γνώσης και την αλήθειας» (Ζ). Ο Ιησούς Χριστός ως αυτός που αποκαλύπτει το Θεό και τις οδούς του στον άνθρωπο, και ως η φανέρωση του αγαθού και της αγιότητας (ο,g). Μεγαλύτερη δωρεά από αυτήν δεν ήταν δυνατόν να προσφερθεί στους ανθρώπους. Και όμως πολλοί απέρριψαν αυτήν (τ).
(3)   «Δεν πρέπει να ακούμε με συγκριτική έννοια το ότι αυτοί αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι παρά το φως· διότι καθόλου δεν το αγάπησαν (το φως), αφού το μίσησαν. Δηλαδή για αυτό το λόγο λέει ότι αγάπησαν το σκοτάδι περισσότερο από το φως, επειδή πράττοντας πονηρά, μισούν το φως. Εάν όμως μισούν αυτό, δεν αγαπούν το σκοτάδι συγκριτικά με το φως» (Ω).
Η αιτία λοιπόν της καταδίκης τους είναι «ότι δεν θέλησαν να αφήσουν το σκοτάδι και να τρέξουν στο φως» (Χ).
«Διότι αυτοί που έπρεπε να φωτίζονται καλά, εφόσον προτίμησαν να βρίσκονται στο σκοτάδι, πώς δεν είναι εύλογα αυτοί οι ίδιοι που όρισαν τα δεινά εναντίον του εαυτού τους;» (Κ).
«Διότι δεν έκαναν μόνο αυτήν την αμαρτία, ότι δηλαδή δεν ζήτησαν οι ίδιοι το φως, αλλά το χειρότερο είναι το εξής, ότι εκείνο ήλθε προς αυτούς, και όμως δεν το αποδέχτηκαν· για αυτό και είναι καταδικασμένοι» (Θφ).
«Διότι αυτός μεν που κάθεται στο σκοτάδι επειδή απουσιάζει το φως, θα μπορούσε να έχει κάποια συγγνώμη· εκείνος όμως που μετά την παρουσία του φωτός εξακολουθεί να κάθεται στο σκοτάδι, φέρνει εναντίον του την απόδειξη ότι είναι διεστραμμένος και ισχυρογνώμων» (Χ).
Η έλευση του Κυρίου ανάγκασε τους ανθρώπους να τάξουν τους εαυτούς τους είτε στη μία είτε στην άλλη μερίδα. Προηγουμένως οι άνθρωποι αμάρταναν από άγνοια. Τώρα όμως προτιμούν το κακό με ελεύθερη εκλογή (μ).
(4)   «Αναφέρει και την αιτία, για την οποία οι άνθρωποι ήλθαν προς το σκοτάδι» (Θφ). «Για αυτό απέφυγαν το φως» (Ζ). «Φοβήθηκαν να μετακινηθούν» προς το φως, «επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθή ζωή» (Χ).
«Διότι δεν έχουν πονηρά έργα εξαιτίας του ότι υπάρχει το σκοτάδι· αλλά επειδή έχουν πονηρά έργα, αγαπούν το σκοτάδι» (Ω).
Ο παρατατικός «ήταν» σημαίνει τη ζωή του κόσμου στο κακό σαν να υφίσταται από παλιά, πολύ πριν ακόμα εμφανιστεί το φως. Η απόρριψη του Ιησού από αυτούς που απίστησαν σε αυτόν δεν υπήρξε συνέπεια ούτε άγνοιας, ούτε ατυχίας, ούτε λόγω έλλειψης κάποιας ειδικής και μυστικής ικανότητας. Οι άνθρωποι απορρίπτουν τον Ιησού, διότι τα έργα τους είναι πονηρά (χ). Όλη η αντίσταση την οποία το ευαγγέλιο του Ιησού συνάντησε στον κόσμο, προέρχεται από τις φαύλες καρδιές, πάνω στις οποίες κυριαρχεί η πονηρία. Ο Χριστός μισείται, διότι αγαπιέται η αμαρτία.
«Επειδή δηλαδή ο Χριστιανισμός απαιτεί και ορθότητα δογμάτων και υγιή τρόπο ζωής, φοβούνται, λέει, να μετακινηθούν προς εμάς, επειδή δεν θέλουν να επιδείξουν ορθό βίο. Διότι εκείνον μεν που ζει στον Ελληνισμό (=ειδωλολατρεία), δεν θα μπορέσει να τον ελέγξει κανείς. Διότι αυτός που έχει τέτοιους θεούς και έχει γιορτές όμοιες με τους θεούς αισχρές και γελοίες, επιδεικνύει τα έργα αντάξια των δογμάτων» (Χ).
(5)   Κάθε ηθική εκδήλωση δηλαδή εσωτερική κλίση και εξωτερικές πράξεις (g).

Ιω. 3,20 πᾶς(1) γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων(2) μισεῖ(3) τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται(4) πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ(5) τὰ ἔργα αὐτοῦ·
Ιω. 3,20 Διότι κάθε ένας που αμετανοήτως πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, δια να μη φανερωθούν τα φαύλα έργα του.
(1)   Είτε εθνικός είτε Ιουδαίος (ο). Γενικό αξίωμα, του οποίου την αλήθεια η καθημερινή πείρα μαρτυρεί (δ).
(2)   «Δεν είπε αυτός που έπραξε φαύλα… αλλά αυτός που πράττει συνεχώς, δηλαδή εκείνος που θέλει να κυλιέται συνεχώς στο βούρκο της αμαρτίας» (Χ). «Διότι είναι δυνατόν και αυτός που έκανε κάποια στιγμή το κακό να απομακρυνθεί μεν από την κακία και να δει προς το καλό, και αυτός που υποσχέθηκε να ακολουθεί με χαρά την αλήθεια, να στραφεί κάποτε προς το χειρότερο. Για αυτό είπε το «πράττει» και το «κάνει»» (Θμ).
Τόσο εδώ, όσο και στο ε 29 βάζει το ρήμα πράττω για το φαύλα. Ενώ για τα αγαθά ή για την αλήθεια βάζει όχι το πράττω αλλά το ποιω. Το πράσσω σημαίνει απλώς την εργασία και προτιμάται εδώ προκειμένου για έργα μάταια. Το ποιώ υπονοεί έργο ολοκληρωμένο και αποτέλεσμα που παραμένει (g,β).
(3)   Εδώ καθορίζει την προτίμηση του προηγ. στίχου εντονότερα και θετικότερα ως μίσος (ο). Η αιτία της απιστίας σύμφωνα με αυτά δεν είναι διανοητική αλλά ηθική (g).
(4)   Δηλώνει εσκεμμένη απόφαση (g). Ο σιναϊτικός κώδικας και κάποιοι άλλοι αποσιωπούν το «και ουκ έρχεται προς το φως» προφανώς από σύγχυση κατά την αντιγραφή της άλλης λέξης «φως», που προηγήθηκε.
(5)   Για να μη φανερωθεί η πλανεμένη ή κακή φύση του έργου ή της σκέψης (g). «Επειδή αγαπά να μένει σε άγνοια αυτού που πρέπει, για να μη βασανίζεται διαπράττοντας τα πλημμελήματα, δεχόμενος πικρότερους πλέον τους ελέγχους της συνείδησης» (Κ). Το φως της αλήθειας αποκαλύπτει τον απεχθή χαρακτήρα των πράξεων του ανθρώπου και εκθέτει αυτόν στην αποδοκιμασία του θείου νόμου και της συνείδησής του (ο).

Ιω. 3,21 ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν(1) ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς(2), ἵνα φανερωθῇ(3) αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι(4) ἐν Θεῷ(5) ἐστιν εἰργασμένα.
Ιω. 3,21 Καθένας δε που ζη και πράττει σύμφωνα με την αλήθειαν του Θεού, έρχεται στο φως, πλησιάζει με εμπιστοσύνην στον Κυριον Ιησούν, δια να φανερωθή η ποιότης και η αξία των έργων του, να πληροφορηθή δε και ο ίδιος ότι πράγματι αυτά έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού”.
(1)   Ο λόγος είναι γενικός, αναφερόμενος και στους ανθρώπους πριν την εμφάνιση του Χριστού, για τους οποίους μιλά και ο Παύλος στο Ρωμ. β 7 (g, β). «Αυτός που αγαπά και πράττει τα έργα της αλήθειας» (Κ). «Αυτός που πράττει το ευθές, αυτός που ζει σωστά» (Ζ). Ή, αλήθεια λέγεται εδώ το θέλημα του Θεού, διότι όπως ο Θεός είναι αλήθεια, έτσι και ο λόγος του, το θέλημά του το αγαθό είναι αλήθεια (δ).
Ο χαρακτήρας του ενάρετου άνδρα είναι χαρακτήρας ανθρώπου, που πράττει την αλήθεια. Ενεργεί αυτός αληθινά και ειλικρινά σε όλες τις πράξεις του. Παρόλο που μερικές φορές παρεκκλίνει από ανθρώπινη ασθένεια από το αγαθό, όμως πράττει την αλήθεια. Έχει πάντοτε τίμιες προθέσεις, και παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ποθεί την ακεραιότητα και πάντοτε τείνει προς αυτήν. Είναι επίσης ο χαρακτήρας του χαρακτήρας ανθρώπου που έρχεται προς το φως. Είναι πάντοτε πρόθυμος να δεχτεί την αλήθεια και να εγκολπωθεί την αποκάλυψή της. Επιθυμεί να μάθει την αλήθεια και με ευγνωμοσύνη ακούει αυτούς που διδάσκουν αυτήν σε αυτόν.
(2)   «Το να έρχεται και να μην έρχεται κάποιος προς το φως, δεν πρέπει να το πάρουμε τοπικά αλλά ενεργητικά, ότι δηλαδή έρχεται προς αυτό καθένας που πράττει σύμφωνα με την αρετή» (Ω).
Αλληγορική έκφραση= Πλησιάζει προς τον Ιησού, ακούει υπάκουα και παραδίδεται σε αυτόν με εμπιστοσύνη. Κάθε άνθρωπος που πράττει την αλήθεια άρχισε ήδη να έλκεται προς το Χριστό. Εφόσον πράττει την αλήθεια, αρχίζει αυτός να αισθάνεται τη δύναμη και ωραιότητα του Χριστού. Διότι ο Χριστός είναι η ίδια η αλήθεια και επόμενο είναι αυτός ολοένα και περισσότερο να εξαρτά τον εαυτό του από το Χριστό και να βρίσκει σε καθετί το Χριστό. Ο άνθρωπος αυτός έχει κάποιο βαθμό φωτός και βρίσκεται υπό την επίδραση του φωτός. Το φως ελκύει αυτόν. Και φυσικό είναι ολοένα να βαδίζει προς την πηγή του φωτός και ολοένα να πλησιάζει προς αυτήν. Δεν είναι φως, αλλά έρχεται προς το φως. Κάθε ημέρα βρίσκεται σε μεγαλύτερη εγγύτητα με τον Ιησού, σε σταθερότερη κοινωνία μαζί του. Και ο Ιησούς γίνεται το κέντρο γύρω από τον οποίο κινείται συνεχώς σε ολοένα στενότερο κύκλο, ερχόμενος προς το φως. Και η συγγένεια μεταξύ αυτού και του Χριστού γίνεται ολοένα ισχυρότερη.
(3)   Όχι από ματαιοδοξία και αγάπη για επίδειξη, αλλά από «τη δίψα να φωτίζεται» (Κ). Η φανέρωση αυτή της αγαθής ποιότητας των έργων γίνεται όχι ενώπιον του κόσμου, αλλά στη συνείδηση του εργάτη τους (δ)
(4)   Μάλλον ειδικός σύνδεσμος=να φανερωθούν, ότι… «Δεν αποφεύγει δηλαδή το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, καθοδηγούμενος μάλιστα από αυτό χωρίς να συναρπάζεται στο να μπορεί να κατανοεί, εάν δεν παραβίασε την εντολή του Θεού» (Κ).
(5)   «Εάν όλα έχουν διαπραχθεί σύμφωνα με το νόμο του Θεού» (Κ). «Ότι είναι αρεστά στο Θεό» (Ζ). Λέει εν Θεώ και όχι εν Χριστώ, διότι εδώ πρόκειται για τα έργα κάθε ευθύ ανθρώπου πριν ακόμα βρει το Χριστό (g).

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 104-122 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Μια πρωτότυπη βιβλιοθήκη. 
Ο μαρκήσιος Μιραμπώ είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη, που περιελάμβανε δύο αίθουσες.

Στη μία αίθουσα υπήρχαν τα βιβλία όλων των μεγάλων φιλοσόφων και λογοτεχνών και στην πόρτα της ήταν τοποθετημένη μια επιγραφή με την λατινική λέξη

«admiro», που σημαίνει «θαυμάζω».

Στην άλλη αίθουσα υπήρχαν όλο θρησκευτικά βιβλία — φυσικά εξαιρετικού περιεχομένου — και στην πόρτα της μια επιγραφή με τη λατινική λέξη

«amo», που σημαίνει «Αγαπώ».


(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο966)

katafigioti

lifecoaching