ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 15

Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.23 καὶ ενέγκαντες(1) τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν(2),
θύσατε(3) καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
23 Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε,
(1) Υπάρχει και η γραφή: και φέρετε…
(2) Δεν λέει: φέρτε ένα μοσχάρι, αλλά το μοσχάρι, το οποίο τρέφουν και παχαίνουν,
για να το έχουν έτοιμο για κάποιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός του σπιτιού (g).
Σαν να έλεγε: Καμία άλλη περίσταση δεν μπορεί να είναι περισσότερο χαρμόσυνη
από την παρούσα. Δες Α Βασ. κη 24, Κριτ. στ 25,Ιερεμ. κστ 21 (p).
(3) Με την έννοια του σφάξτε για φαγητό. Δες Πράξ. ι 13,ια 7,Ιω ι 10.
Αξιόλογη και η αλληγορική ερμηνεία: «Αλλά ποιο είναι το μοσχάρι το σιτευτό,
αν όχι οπωσδήποτε ο Χριστός, το ακηλίδωτο σφάγιο, αυτός που κουβαλά την αμαρτία
του κόσμου, αυτός που θυσιάζεται και τρώγεται; Διότι, εφόσον ντύθηκε τη σάρκα
που από τη φύση της δεν έχει λογική και είναι κτηνώδης, έστω και αν την γέμισε
αυτήν με την δική του δόξα, θεωρείται μοσχάρι, που δεν έχει, από τη μία,
πείρα του ζυγού του νόμου της αμαρτίας, και είναι σιτευτό, από την άλλη,
διότι το μυστήριο του Χριστού είχε προοριστεί πριν δημιουργηθεί ο κόσμος,
η φρικώδης και μεγάλη δηλαδή θυσία, στην οποία θέλει να μετέχουν αυτοί που επιστρέφουν
από την αμαρτία» (Κ). «Καθένας λοιπόν… που καθαρίζεται από την αμαρτία,
κοινωνεί αυτό το μοσχάρι το σιτευτό και γίνεται αίτιος ευφροσύνης και στον Πατέρα
και στους δούλους του» (Θφ). Ο ίδιος ο Χριστός είπε, ότι είναι ο άρτος της ζωής
και ότι η σάρκα του είναι αληθινά τροφή και το αίμα του αληθινά ποτό.
Κοντά στο Χριστό υπάρχει δείπνο για τις ψυχές, δείπνο πλούσιο.

-Γέροντα, όταν κάνω μια διανοητική εργασία, δεν μπορώ να λέω την ευχή.
-Όταν την ώρα που εργάζεσαι έχεις τον νου σου στον Θεό, είναι
σαν να λες την ευχή. Γιατί, και αν λες την ευχή και ο νους σου δεν είναι στον Θεό,
τι ωφελεί; Και όταν κουράζεται κανείς στην ευχή, αν φέρη στον νου του τον Χριστό
ή την Παναγία, πάλι ευχή είναι.
-Γέροντα, μπορεί κανείς να διατηρεί μέσα του την μνήμη του Θεού, χωρίς να λέει την ευχή;
-Αν λέει με τον λογισμό του: «Πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Θεό!
Τι πρέπει να κάνω, για να πάω πιο κοντά του;», από αυτό έρχεται και η μνήμη του Θεού,
έρχεται και η ευχή. Να προσπαθήσεις να αισθάνεσαι πάντοτε την παρουσία του Χριστού,
της Παναγίας, των Αγίων, και να κινείσαι σαν να είναι παρόντες.
Γιατί πράγματι είναι παρόντες, άσχετα αν εμείς δεν τους βλέπουμε με τα σωματικά μάτια.
Να τα ανάγεις όλα στον Θεό και να λες: «Ο Θεός με παρακολουθεί.
Άραγε αυτό που κάνω τώρα είναι αρεστό στον Θεό; Τι να κάνω, για να Τον ευαρεστήσω;
Τι πρέπει να αποφύγω, για να μην Τον στενοχωρήσω;».
Σιγά σιγά αυτό θα γίνη κατάσταση μέσα σου. Θα σκέφτεσαι τον Θεό και θα κάνης το παν,
για να Τον ευχαριστήσεις. Έτσι αναπτύσσεται και αυξάνει η αγάπη προς τον Θεό,
γλυκαίνεται ο νους και η καρδιά, και μένουν συνεχώς στην ευχή χωρίς κόπο.
-Γέροντα, τι σημαίνει: «Μνήμη, Θεού, όρασις Θεού»;
- Μνήμη Θεού σημαίνει ότι ο νους είναι στον Θεό, ζει ο άνθρωπος τον Θεό, οπότε βλέπει
παντού τον Θεό. Αυτός που κατορθώνει να έχη συνέχεια τον νου του
στον Θεό, αισθάνεται συνέχεια την παρουσία του Θεού κα συγκλονίζεται από ευγνωμοσύνη,
γιατί όλα τα βλέπει ως ευλογία του Θεού. Μια ματιά να ρίξει γύρω του, καταλαβαίνει
ότι ο Θεός παρακολουθεί όχι μόνον τον άνθρωπο, αλλά και όλο το σύμπαν,
και στις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες. Όπου να κοιτάξει, βλέπει τα μεγαλεία του Θεού.
Ρίχνει μια ματιά στον ουρανό και αλλοιώνεται από την παρουσία του Θεού.
Ρίχνει μια ματιά στην γη, βλέπει τα πουλιά, τα δένδρα, κα βλέπει τον Θεό, τον Δημιουργό τους.
Αυτό είναι και προσευχή, είναι και μνήμη του Θεού.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.185-186)

Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Διαβάζουμε συνεχώς για τα θαύματα του Χριστού στα Ευαγγέλια και αναρωτιόμαστε: "Γιατί ήταν τότε δυνατά. Γιατί γίνονταν τέτοια πράγματα εκείνες τις ημέρες, ενώ εμείς σήμερα βλέπουμε τόσα λίγα θαύματα;" Νομίζω ότι υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις.

Πρώτον ότι εμείς δεν βλέπουμε τα θαύματα που συμβαίνουν γύρω μας, θεωρούμε τα πάντα δεδομένα, σαν απόλυτα φυσικά. Δεχόμαστε όλα τα αγαθά από τα χέρια του Θεού σαν να ήταν φυσιολογικά και δεν βλέπουμε πια ότι η ζωή είναι ένα θαυμάσιο θαύμα, ότι δηλαδή ο Θεός ήθελε να μας δημιουργήσει, ότι μας κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη εναποθέτοντας μπροστά μας ολόκληρο το θαύμα της ύπαρξης.

Ούτε περιόρισε τον εαυτό του σ' αυτό. Μας κάλεσε για να είμαστε παντοτινά φίλοι του και να βιώσουμε ατελεύτητα την αιώνια θεία ζωή. Αποκάλυψε σ' εμάς τον Εαυτό του. Γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός και τον αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του Χριστού ως Θεό, του οποίου η αγάπη δεν ταλαντεύεται μπροστά στο δικό του θάνατο που ήταν να σώσει αυτούς που αγαπούσε.

Και τι γίνεται μ' εκείνα τα θαύματα που είναι λιγότερο φανερά σ' εμάς, όπως η υγεία, η ειρήνη, η φιλία, η αγάπη; Είναι όλα θαύματα- δεν μπορείς να τα εξαγοράσεις, δεν μπορείς ν' αναγκάσεις κανένα να σου δώσει την καρδιά του. Και παρ' όλα αυτά γύρω μας υπάρχουν τόσες πολλές καρδιές ανοιχτές η μία απέναντι στην άλλη, τόση πολλή φιλία, τόση πολλή αγάπη. Και η φυσική μας ύπαρξη, την οποία θεωρούμε τόσο δεδομένη, δεν είναι ένα θαύμα;

Αυτό είναι το πρώτο σημείο που ήθελα ν' αναφέρω, ότι δηλαδή ολόκληρη η ζωή είναι ένα θαύμα. Ξέρω, φυσικά, ότι υπάρχει πολύς, πάρα πολύς πόνος και τρόμος σ' αυτό, αλλά την ίδια στιγμή ένα τόσο σιωπηλό, σταθερό φως λάμπει στο σκοτάδι: Μακάρι να μπορούσαμε να πιστέψουμε στο φως και να γίνουμε παιδιά του φωτός, όπως λέει ο Κύριος. Να γίνουμε οι κομιστές του φωτός;

Θα ήθελα να κάνω ακόμη δύο σχόλια. Σήμερα διαβάζουμε ότι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη, ότι οι απόστολοι πρόσεξαν αυτή την ανάγκη και μίλησαν στον Κύριο γι' αυτή. Και ο Θεός είπε: «Από σας εξαρτάται αν θ' ανακουφιστεί αυτή η ανάγκη, να ταΐσετε αυτούς τους πεινασμένους ανθρώπους», όταν αυτοί του είπαν, «μόνο δύο ψάρια και πέντε ψωμιά μπορεί να φτάσουν για τόσο πλήθος;» Και ο Χριστός ευλόγησε εκείνα τα ψάρια και τα ψωμιά και ήταν αρκετά για το πλήθος.

Λοιπόν τι περιμένει ο Θεός από μας για να κάνει θαύματα ελεύθερα με την θεϊκή του δύναμη στη γη; Πρώτα, ότι πρέπει να προσέξουμε την ανάγκη του άλλου. Περνάμε τόσο συχνά κοντά απ’ αυτή και δεν ανοίγουμε την πόρτα στο Θεό για να του επιτρέψουμε να μπει και να κάνει εκείνο που είναι αδύνατο να κάνουμε εμείς. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας για να δούμε τις ανάγκες των ανθρώπων γύρω μας- υλικές, ψυχολογικές, πνευματικές, τη μοναξιά και τους πόθους του και αμέτρητες άλλες ανάγκες.

Υπάρχει ακόμη ένα πράγμα στο οποίο ο Κύριος παροτρύνει τους μαθητές του. «Δώστε ό,τι έχετε και θα μπορέσουμε να τους ταΐσουμε όλους». Οι Απόστολοι δεν άφησαν στην άκρη μερικά ψάρια και ψωμιά για τους εαυτούς τους, τα έδωσαν όλα στον Κύριο. Κι επειδή αυτοί έδωσαν τα πάντα, η Βασιλεία του Θεού, το βασίλειο της αγάπης, το βασίλειο, όπου ο Θεός μπορούσε να δράσει ελεύθερα και απερίσπαστα, εγκαθιδρύθηκε και όλοι ήταν ικανοποιημένοι.

Αυτή η κλήση απευθύνεται και σε μας: όταν βλέπουμε ανάγκη, ας δώσουμε τα πάντα και τα πάντα θα είναι καλά.

Τώρα ένα τελευταίο σχόλιο: Όταν ο παραλυτικός, για τον οποίο διαβάσαμε μερικές εβδομάδες πριν, πήγε στον Χριστό, ο Κύριος είδε την πίστη των ανθρώπων και θεράπευσε τον άρρωστο άνδρα. Μπορούμε να παράσχουμε την πίστη που στερεύει σε κείνους που μας περιτριγυρίζουν, μπορούμε να τους κουβαλήσουμε με την πίστη μας πάνω σ' ένα φορείο. Αλλά η πίστη δεν είναι αρκετή. Στην περίπτωση του παραλυτικού δεν ήταν μόνο η πίστη που έκανε το Θεό να τον θεραπεύσει, αλλά ήταν και η αγάπη για τον άρρωστο άνδρα. Αν υπήρχε μόνο τόση αγάπη μεταξύ μας, τότε η Βασιλεία του Θεού θα εγκαθιδρυόταν στην εποχή μας και ο Θεός θα δρούσε ελεύθερα.

Ας σκεφτούμε αυτό, ότι δηλαδή ο Θεός έκανε τα θαύματά του, με τη συμμετοχή του ανθρώπου. Από μας εξαρτάται, αν η Βασιλεία για την οποία προσευχόμαστε και την οποία περιμένουμε, θα εγκαθιδρυθεί στη γη, εκείνη η Βασιλεία την οποία καλούμαστε να εγκαθιδρύσουμε μαζί με το Θεό και στο Όνομα Αυτού. Αμήν.

(Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom †)

[Γράφει ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός]:

Στα μισά του καλοκαιριού -δεν θυμάμαι με ποιο τρόπο- ο Κύριος με προειδοποίησε, ότι η εξορία μου θα τελείωνε σύντομα.

Περίμενα με ανυπομονησία να εκπληρωθεί αυτή η υπόσχεση αλλά οι εβδομάδες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαζε.

Έπεσα σε απόγνωση. Απογοητεύτηκα.

Κάποια μέρα πήγα στην εκκλησία, γονάτισα μέσα στο ιερό και άρχισα να προσεύχομαι με δάκρυα στον Ιησού. Η προσευχή μου είχε και ένα παράπονο, γιατί καθυστερεί ο Κύριος και δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του.

Ξαφνικά βλέπω στην εικόνα τον Ιησού Χριστό, ολοζώντανα, να αποστρέφει το πρόσωπό του από μένα. Δεν με κοιτούσε πια. Τρόμαξα. Δεν μπορούσα και δεν τολμούσα να ξανακοιτάξω την εικόνα.

Βγήκα σαν βρεγμένη γάτα από το ιερό στον εξωνάρθηκα. Εκεί βρήκα τις «Πράξεις των Αποστόλων». Το άνοιξα μηχανικά και διάβασα το πρώτο κείμενο που έπεσε στα μάτια μου.

Δεν θυμάμαι, δυστυχώς, ποιο ήταν το κείμενο που διάβασα αλλά μου έκανε εντύπωση, διότι κατέκρινε τους ανθρώπους που δεν έχουν υπομονή, βιάζονται και δεν περιμένουν την ώρα που ήρεμα θα εκπληρωθεί η υπόσχεση του Κυρίου.

Αυτό το κείμενο με επηρέασε κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Αποκάλυπτε την απερισκεψία μου και το θράσος μου, ενώ συνάμα επιβεβαίωνε την υπόσχεση της απελευθέρωσης μου, την οποία περίμενα να εκπληρωθεί τόσο ανυπόμονα.

Επέστρεψα τότε πάλι στο Ιερό και με χαρά είδα, πως πάλι στην εικόνα ο Κύριος με κοίταξε με το φωτεινό και ήρεμο βλέμμα του.

["Αγάπησα το μαρτύριο, Αυτοβιογραφία, Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας", έκδ. Πορφύρα. Επιμέλεια Μητροπολίτη Αργολίδος, κ. Νεκταρίου (Αντωνόπουλου)]

Όποιος έχει την ταπεινοφροσύνη, δεν έχει γλώσσα να κάνει παρατήρηση σε κάποιον που δείχνει αμέλεια ή σε άλλον που ζει με αδιαφορία. Ούτε μάτια έχει να κοιτάζει ελαττώματα άλλου, ούτε αυτιά έχει να ακούσει αυτά που δεν ωφελούν την ψυχή του. Δεν ασχολείται με κανέναν, παρά μόνο με τις αμαρτίες του, αλλά είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους, για χάρη της εντολής του Θεού και όχι για λόγους φιλίας. Αν τώρα κάποιος νηστεύει όλη την εβδομάδα και επιδίδεται σε μεγάλους κόπους έξω από αυτόν τον δρόμο, όλοι οι κόποι του πηγαίνουν χαμένοι.

Αδελφέ, συνήθισε τη γλώσσα σου να λέει το «συγχώρησέ με», και θα έρθει μέσα σου η ταπείνωση. Αγάπησε την ταπείνωση, και αυτή θα σε σκεπάσει από τις αμαρτίες σου.

Ποτέ μη βαρεθείς εξαιτίας κάποιου κόπου, γιατί ο κόπος, η φτώχεια, η ξενιτεία, η κακοπάθεια και η σιωπή γεννούν την ταπείνωση, και η ταπείνωση συγχωρεί κάθε αμαρτία. Να ξέρεις μάλιστα τούτο: όσο ο άνθρωπος ζει με αμέλεια, νομίζει μέσα του ότι είναι φίλος του Θεού. Αν όμως ελευθερωθεί από τα πάθη, ντρέπεται να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό μπροστά στον Θεό· γιατί τότε βλέπει τον εαυτό του πολύ απομακρυσμένο από τον Θεό.

Κάποιος άνθρωπος είχε δύο δούλους και τους έστειλε στο χωράφι του να θερίσουν ορισμένη έκταση την ημέρα ο καθένας. Ο ένας από αυτούς έβαλε τα δυνατά του να κάνει όλο όσο τον πρόσταξε ο κύριός του, αλλά δεν μπόρεσε να το τελειώσει, γιατί η δουλειά ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Ο άλλος βαρέθηκε και είπε μέσα του: «Ποιος μπορεί να κάνει τόση δουλειά σε μια μέρα;» Αδιαφόρησε λοιπόν και δεν φρόντισε, αλλά έπεσε για ύπνο· τη μια ώρα κοιμόταν, την άλλη χασμουριόταν, την άλλη στριφογύριζε σαν την πόρτα γύρω από τον άξονά της (Παροιμ. 26:14), και πέρασε όλη τη μέρα στα χαμένα.

Όταν ήρθε το βράδυ, πήγαν και οι δύο στον κύριό τους. Αυτός τους εξέτασε και, αφού έμαθε τη δουλειά του πρόθυμου, έστω και αν δεν πρόλαβε να κάνει όσο προστάχτηκε, εκτίμησε την προθυμία του και τον τίμησε. Τον τεμπέλη όμως, επειδή φάνηκε αδιάφορος, τον έδιωξε από το σπίτι του.

Και εμείς λοιπόν ας μην αποθαρρυνθούμε μπροστά σε οποιονδήποτε κόπο και δυσκολία, αλλά ας βάλουμε τα δυνατά μας με όλη μας την ψυχή να εργαζόμαστε με ταπείνωση, και πιστεύω ότι ο Θεός θα μας δεχτεί μαζί με τους αγίους του που κοπίασαν πάρα πολύ.

Το να μην πληγώσεις τη συνείδηση του συνανθρώπου γεννά την ταπεινοφροσύνη· η ταπείνωση γεννά τη διάκριση, και η διάκριση εξουδετερώνει όλα τα πάθη, χωρίζοντάς τα το ένα από το άλλο. Είναι λοιπόν αδύνατο να σου έρθει η διάκριση, αν προηγουμένως δεν κάνεις σαν τον γεωργό την απαραίτητη εργασία. Πρώτα πρώτα να ησυχάσεις από όσα είναι αλλότρια των μοναχών, πράγμα που γεννά την άσκηση. Η άσκηση γεννά το κλάμα· το κλάμα γεννά τον φόβο του Θεού· ο φόβος γεννά την ταπείνωση· η ταπείνωση γεννά τη διάκριση. Αυτή γεννά την προόραση, και η προόραση την αγάπη, ενώ η αγάπη θεραπεύει την ψυχή από νόσους και πάθη. Τότε –μετά από όλα αυτά– καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι είναι μακριά από τον Θεό.

Το να μην πιστεύεις ότι ο κόπος σου είναι αρεστός στον Θεό κάνει τη βοήθεια του Θεού να σε φυλάει. Γιατί εκείνος που έδωσε την καρδιά του στον Θεό με ευσέβεια και ειλικρίνεια, δεν μπορεί να έχει την ιδέα ότι άρεσε στον Θεό. Όσο δηλαδή τον ελέγχει η συνείδηση για κάποιες εκδηλώσεις της αμαρτίας, είναι ξένος προς την ελευθερία. Γιατί όσο υπάρχει αυτός που ελέγχει, υπάρχει και αυτός που κατηγορεί· και όσο υπάρχει κατηγορία, δεν υπάρχει ελευθερία.

(από το βιβλίο: "ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ", τόμος Α’, Υπόθεση ΜΕ’ (45), σ. 450, εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001)

[...] «Οι "Βίοι των Αγίων" δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Χριστού, η επαναλαμβανόμενη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερα, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινόμενη δια των αγίων… Η ζωή των αγίων είναι στην πραγματικότητα αυτή η ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία διοχετεύεται εις τους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται από αυτούς εν τη Εκκλησία Του…».

[...] «Πράξεις των αγίων Αποστόλων». Αυτές περιέχουν ό,τι δίδαξε ο Χριστός και η βίωση της ζωής Του από τους Αποστόλους, η οποία μεταδόθηκε μέσα στην Εκκλησία. Οι δε "Βίοι των Αγίων" είναι συνεπώς συνέχιση των "Πράξεων των Αποστόλων"… «Μέσα σ’ αυτούς συναντά κανείς το ίδιο το Ευαγγέλιο, την ίδια τη ζωή, την ίδια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια "δύναμιν εξ ύψους", τον ίδιον Θεόν και Κύριον». Αυτή είναι και η Παράδοση της Εκκλησίας.

«Οι "Βίοι των Αγίων" δεν είναι άλλο, παρά οι ευαγγελικές θείες αλήθειες, που μεταφέρθηκαν στην ανθρώπινη ζωή μας διά της χάριτος και των ασκήσεων. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, η οποία να μην μπορεί να μεταβληθεί σε ζωή. Όλες οι αλήθειες αυτές δόθηκαν από το Χριστό για ένα σκοπό: για να γίνουν ζωή μας, πραγματικότητά μας, κτήμα δικό μας, χαρά μας. Και οι άγιοι, όλοι τους μέχρις ενός, ζουν αυτές τις θείες αλήθειες ως κέντρο της ζωής τους και ως την ουσία του είναι τους. Ακριβώς γι` αυτό "Βίοι των Αγίων" αποτελούν απόδειξη και μαρτυρία ότι η καταγωγή μας είναι από τον ουρανό. Ότι εμείς δεν είμαστε απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον άλλο. Ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο "εν τω Θεώ". Ότι ζούμε επάνω στη γη διά του ουρανού. Ότι «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20) και ότι ο σκοπός μας είναι να ουρανώσουμε τον εαυτό μας, τρεφόμενοι με τον "ουράνιον άρτον" τον καταβάντα εκ του ουρανού εις την γην…».

(απὸ τὸ βιβλίο: "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ", Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς)

-Γέροντα, επειδή ακόμη ζω στον κόσμο, αν είναι ευλογημένο, να μου πείτε
πώς θα προφυλαχθώ από τον περισπασμό του κόσμου.
-Σχετικά με αυτό το θέμα θα βρής στον Αββά Ισαάκ. Μελέτησε τις τέσσερις πρώτες
σειρές του Α' Κεφαλαίου, με τις οποίες και να ασχοληθείς.
Λέει ο Άγιος: φόβος του Θεού είναι αρχή της αρετής, ο οποίος φόβος, ως λέγουσι,
γεννάται από την πίστιν και σπείρεται εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν ο νους αυτού,
αφού αποχωρισθεί από τον περισπασμόν του
κόσμου και συνάξει τους συλλογισμούς αυτού τους
περιπλανώμενους τήδε κακείσε, καταγίνηται εις την μελέτην της
μελλούσης αποκαταστάσεως της ψυχής». Είναι αλήθεια ότι για την πνευματική
αυτήν εργασία χρειάζονται και οι κατάλληλες προϋποθέσεις, τις όποιες
δεν έχεις προς το παρόν. Μία ανάλογη όμως πνευματική εργασία, που μπορείς
να κάνης τώρα που βρίσκεσαι ακόμη στον κόσμο, είναι η εξής: Όταν ο νους σου
είναι αργός και δεν λέει την ευχή ή όταν θέλης να ξεκουραστείς λίγο από αυτή
διότι η ευχή είναι λιγάκι κουραστική στην αρχή, επειδή υπάρχουν ακόμη πάθη μέσα μας,
να προσπαθείς να δίνης εργασία στον νου σου, για να μη βρίσκει ευκαιρία ο διάβολος
να σπέρνει τα δικά του. Μια εργασία που μπορεί να δώση κανείς στον νου του,
για να τον συμμαζέψει, είναι η μνήμη του θανάτου. Αλλά, επειδή εσείς οι γυναίκες
αφορμή θέλετε, για να σας πιάση η απελπισία, η λεγάμενη κακομοιριά,
γι’ αυτό καλύτερα είναι να ζής συνέχεια τα
γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Να αρχίζεις από τον Ευαγγελισμό και να τελειώνεις
στην Σταύρωση, και ο νους σου να περιστρέφεται γύρω από αυτά.
Όταν κατορθώσεις ο νους σου να περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτά τα θεία γεγονότα,
τότε θα σου γίνη η εσωτερική αλλοίωση και αυτό θα είναι η ανάστασή σου.
-Γέροντα, με συγκινεί το απόστιχο: «Νυγείσης σου της πλευράς, Ζωοδότα,
κρουνούς αφέσεως πάσιν εξέβλυσας ζωής και σωτηρίας».
-Είναι να μη σε συγκινεί; Όταν ο νους είναι στον Σταυρό, στην «τετρωμένην πλευράν»
του Χριστού, στα καρφιά, στην χολή, στο όξος, και γενικά σε όσα έπαθε ο Χριστός για μας,
καρφώνεται εκεί και δεν γυρίζει. Τότε η ψυχή προσεύχεται απερίσπαστη στον Εσταυρωμένο Χριστό
για τον εαυτό της και για όλες τις ψυχές ζώντων και κεκοιμημένων, για να τις ελεήσει ο Χριστός,
ο Οποίος πληγώθηκε για όλους μας. Ο νους είναι ένα αναρχικό παιδί,
ένα άτακτο και αδέσποτο παιδί, που θέλει να γυρίζει συνεχώς εδώ κα εκεί και να αλητεύει.
Από αυτόν όμως εξαρτάται η ζωή και η σωτηρία μας. Αν τον συμμαζέψουμε κα τον παιδαγωγήσουμε,
ησυχάζει, γίνεται καλό παιδί και νοικοκυρεύεται. Γι’ αυτό, όσο μπορείτε,
να μην αφήνετε τον νου σας να γυρίζει. Να τον εκπαιδεύσετε πνευματικά, να τον μάθετε
να συχνάζει στο σπίτι του, στον Παράδεισο, κοντά στον Πατέρα του, τον Θεό.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.183-184)

-Ο νους μου, Γέροντα, τρέχει εδώ και εκεί.
-Όταν ήμουν μικρός, τα παιδιά έπιαναν σπουργίτια, τα έδεναν από το πόδι
με μια κλωστή και αυτό το είχαν σαν παιχνίδι. Τα άφηναν λίγο και πετούσαν
τα καημένα νόμιζαν ότι ήταν ελεύθερα και υστέρα μάζευαν το κουβάρι
και τα σπουργίτια έρχονταν πίσω. Και ο δικός σου νους μπορεί να τρέχει,
αλλά, αν το κουβάρι το κρατά ο Χριστός, και να πετάξη λίγο, που θα πάη;
Θα μαζευτεί πίσω στον Χριστό.
-Γέροντα, μόλις συγκεντρωθώ στην ευχή, σε κλάσματα δευτερολέπτου,
ο νους μου μπορεί να φθάση μέχρι την Αμερική. Πώς γίνεται αυτό; 
-Πόσα χρήματα θέλεις για να πας από εδώ στην Αμερική και να γυρίσεις;
Έχεις να πλήρωσής τα ναύλα; Και βλέπεις, τώρα με τον νου φθάνεις αμέσως εκεί!
Κοίταξε να συμμαζέψεις τον νου σου, γιατί στο τέλος θα χρεοκοπήσεις
και θα μου «κλείσεις» τον συνεταιρισμό, επειδή δεν θα έχω να πληρώσω τα χρέη σου.
Να λες την ευχή με την καρδιά, ταπεινά, για να μη σε κλέβει το ταγκαλάκι
με την συζήτηση των λογισμών. Πολύ θα σε βοηθήσει σ’ αυτήν την προσπάθεια
να σκέφτεσαι τον θάνατο. αν σκεφτείς: «Ο Θεός μου έδωσε διορία αυτήν την ώρα,
για να προετοιμασθώ και να με πάρη», δεν μπορεί να σταθή κανένας λογισμός.
Όταν μπαίνη ο θάνατος στην μέση, ο νους κάθεται στην μέση και δεν φεύγει
στις άκρες και στην άκρη του κόσμου.
-Γέροντα, στενοχωριέμαι που φεύγει ο νους μου την ώρα της προσευχής.
-Εγώ, όταν φεύγη ο νους μου σε διάφορα θέματα αν και θέλω να είναι
πάντοτε κοντά στον Θεό , λέω: «Θεέ μου, τέτοιος νους τι δουλειά έχει κοντά Σου;
Είναι αναίδεια να θέλω να βρίσκεται κοντά Σου!». Με έναν ταπεινό λογισμό
έρχεται η Χάρις του Θεού και επανέρχεται ο νους στον Θεό.
Κι εσύ να λες: «Καλά κάνεις,Θεέ μου, που δεν με βοηθάς να συγκεντρωθεί
ο νους μου κοντά Σου, γιατί είμαι ελεεινή». Όταν το πιστέψεις αυτό,
ο Θεός θα σε βοηθήσει αμέσως να συγκεντρωθείς.
-Πολλές φορές, Γέροντα, όταν κάνω κομποσχοίνι, ενώ στην αρχή είμαι συγκεντρωμένη,
έπειτα φεύγει ο νους μου. Κάνω μια προσπάθεια, συγκεντρώνομαι, αλλά πάλι φεύγει.
-Σκέψου, τι κρίμα είναι να φθάνη στον θρόνο του Θεού η μισή προσευχή ή το ένα τρίτο,
και η άλλη να χάνεται στον δρόμο! Επιμονή και υπομονή χρειάζεται.
Όταν φεύγει ο νους, να τον επαναφέρεις. Πάλι έφυγε; Πάλι να τον επαναφέρεις.
-Γιατί όμως, Γέροντα, δεν μπορώ εύκολα να συγκεντρωθώ;
-Γιατί είσαι ακόμη στο πρώτο στάδιο του αγώνος και, αν γινόταν αυτό,
θα ήταν αφύσικο θα ήταν σαν να είχε γεννηθεί ένα παιδί με δόντια.
Ο νους μοιάζει με ένα μικρό πουλαράκι, το οποίο στην αρχή τρέχει για λίγο
πίσω από την μάνα του, αλλά αμέσως ξεχνιέται και τρέχει μακριά παίζει, τρώει χορταράκια,
δοκιμάζει ό,τι βρή, ώσπου σε μια στιγμή συνέρχεται και βλέπει ότι έχασε την μάνα του.
Τρέχει τότε να την βρή, αλλά σε λίγο και πάλι ξεχνιέται. Όταν μεγαλώσει λίγο, το πιάνουν
και το δένουν πίσω από την μάνα του, και έτσι παραμένει κοντά της. Θέλω να πω ότι
και ο νους στις αρχές είναι φυσιολογικό να φεύγει την ώρα της προσευχής.
Με την επιμονή όμως θα δεθεί από τον Θεό και δεν θα Τον αποχωρίζεται θα θέλη
να προσεύχεται συνεχώς. Ύστερα από αυτό, έρχεται μια τέλεια νέκρα κανένας
λογισμός δεν πλησιάζει την ώρα της προσευχής και ο νους μένει άδειος από λογισμούς.
Μετά και από αυτό το στάδιο έρχεται η θεωρία.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.180-182)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 15

Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ, ἐξενέγκατε(1) την στολὴν(2)
την πρώτην(3) καὶ ἐνδύσατε(4) αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον(5) εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ ὑποδήματα(6) εἰς τοὺς πόδας(7),
22 Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε:
“βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι
στο χέρι και δώστε του υποδήματα.
(1) Υπάρχει και η γραφή: ταχύ εξενέγκατε στολήν την πρώτην=Γρήγορα φέρτε
έξω από την ιματιοθήκη.
(2) Η στολή ήταν μία μακριά και μεγαλοπρεπής εσθήτα, όπως την ήθελαν οι γραμματείς,
για να περπατούν ντυμένοι με αυτήν (Λουκ. κ 46), που ονομαζόταν talar.
Δες Μαρκ. ιβ 38,ιστ 5, Αποκ. στ 11,ζ 9,13,Εσθήρ στ 8,11,Α Μακ. ι 21,ιδ 9 (p).
(3) «Την πιο τίμια» (Ζ), την καλύτερη από όσες έχουμε στο σπίτι (p).
Αξιόλογη και η: την οποία είχε πριν την απομάκρυνση και πτώση (δ),
«την οποία φορούσε πριν αμαρτήσει» (Θφ). Την δεύτερη αυτή εκδοχή κάνει λιγότερο
πιθανή η έλλειψη του «αυτού» (=την στολή του την πρώτη») (p).
(4) Μόνος του θα ντραπεί να την φορέσει, βλέποντας τι άθλια ενδυμασία φορά τώρα
και σε ποια κατάσταση ήλθε. Αλλά φορέστε του την εσείς. «Ντύστε εσείς αυτόν που
έγδυσε τον εαυτό του» (Σχ.).
(5) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς δαχτυλίδι που έχει και σφραγίδα,
από το οποίο θα δηλωνόταν, ότι ήταν πρόσωπο περιωπής και ίσως εξουσίας στο σπίτι
(Εσθήρ γ 10,η 2,Γεν. μα 42) (p). Το δόσιμο λοιπόν δαχτυλιδιού στον άσωτο γιο είναι
γεμάτο σημασία και έδειχνε ότι αποκαθίστατο εκείνη τη στιγμή στις τιμές
και τα προνόμια του γνήσιου γιου, από τα οποία αποξενώθηκε με τον άσωτο
και αχαλίνωτο βίο του (ο). Ο νεότερος γιος ασφαλώς είχε πουλήσει το πρώτο δαχτυλίδι του (g).
(6) Τα υποδήματα ήταν σημάδι ελεύθερων ανδρών, διότι οι δούλοι περπατούσαν ανυπόδητοι.
(7) Έχουμε στα λόγια του πατέρα κλιμακωτό σχήμα: Πρώτον στολή σε αντίθεση
με την γυμνότητα του γιου που επέστρεψε· έπειτα δαχτυλίδι και τέλος υποδήματα,
των οποίων στερούνταν ο νεότερος που έφτασε σε κατάσταση δούλου (g).
Τίποτα από τα 3 αυτά δεν ήταν από τα απαραίτητα αναγκαία όπως είναι το ψωμί.
Ο πατέρας προμηθεύει όχι απλώς καθετί το αναγκαίο στο γιο, που γύρισε με άθλια
και πενιχρή περιβολή, αλλά τον τιμά (p). Στα τιμητικά λοιπόν αυτά εμβλήματα
πρέπει γενικώς να διακρίνουμε την τέλεια αποκατάσταση του αμαρτωλού στη θέση του γιου (g),
χωρίς να αναζητούμε στη στολή, το δαχτυλίδι και τα υποδήματα συγκεκριμένες
και ξεχωριστές μεταξύ τους πνευματικές δωρεές (p). Είναι αξιοσημείωτο,
ότι ο Ιερώνυμος εισηγήθηκε ότι η μεν στολή σημαίνει την δικαιοσύνη του Θεού,
ενώ το δαχτυλίδι την σφραγίδα του Πνεύματος και τα υποδήματα την ικανότητα να πορεύεται
κάποιος στους δρόμους του Θεού (g). Ή στολή «είναι η κάθαρση ή η χάρη που φρουρεί» (Ζ),
«δαχτυλίδι θα μπορούσες να εννοήσεις τον αρραβώνα του Πνεύματος… και υποδήματα στα πόδια,
για να φυλάγονται από τους σκορπιούς, τα μικρά… αμαρτήματα και κρυφά» (Θφ).
Όλα αυτά δεν είναι ακατάλληλα για την πρακτική ερμηνεία (δ). Και πλατύτερα:
Η δικαιοσύνη του Χριστού είναι η στολή, η λαμπρή και κύρια ενδυμασία, την οποία
ενδύονται αυτοί που επιστρέφουν με τη μετάνοια. Ενδύονται τον Ιησού Χριστό,
διότι και η μετάνοια δεύτερο βάπτισμα είναι και στο βάπτισμα ντυνόμαστε τον Ιησού Χριστό,
τον ήλιο της δικαιοσύνης που αστράπτει. Καινούργια κτίση, νέα φύση παρέχεται
σε μας και με τη μετάνοια, όπως και με το βάπτισμα και η στολή αυτή είναι
«ιμάτιο σωτηρίας και χιτώνας ευφροσύνης», με τα οποία «σαν νύφη στολίζει»
ο Κύριος αυτούς που επιστρέφουν σε αυτόν (Ησ. κα 10). Ο αρραβώνας του Πνεύματος,
«με τον οποίο σφραγιστήκαμε την ημέρα της απολύτρωσής μας (βάπτισμα) είναι
το δαχτυλίδι του χεριού. Όσοι αγιάστηκαν στολίζονται και αξιοποιούνται.
Δίνεται σε αυτούς εξουσία και δύναμη όπως άλλοτε στον Ιωσήφ έδωσε ο Φαραώ
δίνοντάς του δαχτυλίδι. Και υποδήματα στα πόδια όχι μόνο ώστε αυτός να περπατά
ανεμπόδιστα στην οδό της αρετής, αλλά και για να καθοδηγεί και άλλους σε αυτήν
με την ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης (Εφεσ. στ 15) με το να γίνεται παράδειγμα
ενθάρρυνσης και επιστροφής και στους άλλους. Αυτούς που μετανοούν και αληθινά
επιστρέφουν χρησιμοποιεί ο Θεός και για διδασκαλία άλλων. Ο Δαβίδ όταν συγχωρέθηκε
«διδάσκει τους παράνομους τους δρόμους» του Κυρίου «και ασεβείς μέσω αυτού θα επιστρέψουν»
ενώ ο Πέτρος όταν επέστρεψε στήριξε τους αδελφούς του.

Με δεδομένο ότι η φιληδονία αποτελεί κύρια αιτία της παθολογικής χρήσης της θυμοειδούς δύναμης [Σ.τ.μ.: Υπενθυμίζεται ότι οι όροι θυμός, θυμικό, θυμοειδής δύναμη και θυμοειδές θα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για τη δήλωση του τμήματος τούτου του παθητικού μέρους της ψυχής. Το αντίστοιχο πάθος θ’ αναφέρεται ως οργή. Μόνο στα κείμενα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων θα διατηρείται ο όρος «θυμός» για το πάθος, αν βεβαίως προσδιορίζεται έτσι], είναι προφανές ότι καταρχήν αυτή πρέπει να ξεριζώσουμε, αν θέλουμε να θεραπευτούμε από το πάθος της οργής [ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία. Το ζήτημα της θεραπευτικής της οργής μελετήθηκε κατά ένα μέρος στο τέταρτο τμήμα του βιβλίου αυτού και στο δεύτερο κεφάλαιο (ενότητα τρία), μέσα από την προοπτική της θεραπευτικής της θυμοειδούς δύναμης, από την οποία προέρχεται άμεσα το πάθος της οργής. Δείξαμε ειδικότερα, ότι η θεραπευτική εντοπίζει ως αίτιο παθογενετικό παράγοντα την αναστροφή του θυμικού στοιχείου, η οποία συνίσταται στην απόκλιση από τον πλησίον και την προσαρμογή αποκλειστικά στον πονηρό, τους δαίμονες, τα πάθη και την αμαρτία. Στα πλαίσια της θεραπευτικής είναι δυνατό το πάθος – οργή να υποκατασταθεί από την ενάρετη οργή. Τώρα, δεν θα επανέλθουμε στο συγκεκριμένο θέμα. Θα αντιμετωπίσουμε όμως τη θεραπευτική της οργής και τις αρετές που αντιτίθενται στο πάθος τούτο, υπό το πρίσμα της σχέσης με τον πλησίον, μιας οπτικής γωνίας την οποία η προηγούμενη προσέγγιση δεν είχε λάβει υπόψη]. Επειδή η φιληδονία συνδέεται βασικά με τις αισθητές επιθυμίες, η θεραπευτική της οργής προϋποθέτει τη νέκρωση της επιθυμίας (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προσευχής) [Σ.τ.μ.: Με την έννοια της ορμής και της ροπής]. Σημειώνει ο Άγιος Μάξιμος, ότι έτσι «τας απρεπείς του θυμού κατευνάζομεν υλακάς [Σ.τ.μ.: Γαβγίσματα], ουκ έχοντες έτι διεγείρουσαν αυτόν και των οικείων ηδονών υπεραγωνίζεσθαι πείθουσαν την επιθυμίαν […]. Κατά φύσιν γαρ της επιθυμίας υπάρχων έκδικος, ο θυμός του μαίνεσθαι παύεσθαι πέφυκεν, οπηνίκα ταύτην ίδη νενεκρωμένην» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗTHΣ, Εις το Πάτερ ημών).

Για να θεραπευθεί λοιπόν από την οργή ο άνθρωπος, είναι απαραίτητο να έχει νικήσει τα πάθη που συνδέονται με την επιθυμία, και ιδιαίτερα την γαστριμαργία, την πορνεία και τη φιλαργυρία που αποτελούν συχνές αιτίες του συγκεκριμένου πάθους. Είναι επίσης σημαντικό να εφαρμόζει έμπρακτα τις αρετές που αντιτάσσονται σ’ αυτά. Οι Πατέρες επιμένουν ιδιαίτερα στον αγώνα εναντίον της φιλαργυρίας και εμφανίζουν έτσι κατά παράδοξο τρόπο την ελεημοσύνη ως βασικό φάρμακο της οργής. Γράφει ο Ευάγριος: «Προσεκτέον ενταύθα τω ιατρώ των ψυχών, πώς δια της ελεημοσύνης τον θυμόν θεραπεύει» (Πονηροί λογισμοί). Ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει: «Εισί τινα [φάρμακα] […] ελαττούντα [τα πάθη] και εις μείωσιν άγοντα» και προσδιορίζει ότι για την οργή κατάλληλο φάρμακο είναι [μεταξύ άλλων και] η ελεημοσύνη: «η ελεημοσύνη το θυμικόν μέρος της ψυχής θεραπεύει» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗTHΣ, Αγάπης εκατοντάς, Πρβλ. ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΊTΉΣ, Κλίμαξ).

Εκτός αυτού, η ελεημοσύνη εμφανίζεται ως έκφραση της αγάπης, η οποία συνιστά ένα από τα κύρια αντίδοτα της οργής, καθώς η τελευταία επιτίθεται εναντίον του πλησίον και εκδηλώνεται ως μίσος προς αυτόν (Σχετικά με τη συγκεκριμένη αντίθεση, βλ. για παράδειγμα ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Ο Ευάγριος διαπιστώνει ότι «Τον θυμόν [θεραπεύει] η αγάπη» και συμπληρώνει: «Πλειόνων δε παρά την επιθυμίαν ο θυμός [Σ.τ.μ.: Στο συγκεκριμένο απόσπασμα επιθυμία και θυμός αναφέρονται στα αντίστοιχα μέρη της ψυχής, επιθυμητικό και θυμοειδές] δείται φαρμάκων, και δια τούτο μεγάλη λέγεται η αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13, 13) ότι χαλινός εστί του θυμού» (ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, Πρβλ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ και ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΙ, Εκατοντάς πνευματική). Αυτό επιβεβαιώνει και ο Άγιος Μάξιμος: «Δυσκαταγώνιστά [εστι] […]τα του θυμικού μέρους της ψυχής πάθη […]. Διό και μείζον το φάρμακον κατ’ αυτού η εντολή της αγάπης υπό του Κυρίου εδόθη». Ο ίδιος αναφέρει: «Ο θυμός συνεχώς ταρασσόμενος […], ιάται δε [τούτον] χρηστότης και φιλανθρωπία και αγάπη και έλεος». Ο Ευάγριος παρατηρεί ακόμη ότι η συμπόνια και το έλεος μειώνουν την οξυθυμία, και σημειώνει: «Ελεημοσύνη και τον όντα [θυμόν] μειοί». Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης διδάσκει ερωτώντας: «Όπου δε συμπάθεια και αγάπη […], τι δύναται ισχύσαι θυμός η μνησικακία […];». Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης παραγγέλλει να συνδέσουμε την αγάπη με την πραότητα και τη μακροθυμία και επιβεβαιώνει σαφώς τη δραστικότητα του φαρμάκου: «Ο κτησάμενος αγάπην, εξενίτευσε μήνιδος [Σ.τ.μ.: Βλέπε για τη διάκριση των μορφών του πάθους: Μέρος 3, Κεφάλαιο 8, του παρόντος βιβλίου]»· «τράπεζα αγάπης [Σ.τ.μ.: Γεύμα αγάπης στο οποίο έχουν προσκληθεί οι εχθροί], διέλυσε μίσος». Και ο Άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στη μνησικακία, γράφει: «Αγαπητικός γενόμενος και φιλάνθρωπος, παντελώς εκ της ψυχής το πάθος εξαφανίζεις». Και συμβουλεύει γενικότερα: «Νίκα εν τη αγάπη το μίσος».

Από την άλλη πλευρά, η οργή απορρέει από την υπερηφανία και την κενοδοξία· επομένως με επίθεση των δύο αυτών παθών, είναι δυνατόν να θεραπευτούμε από αυτή. Ο Άγιος Μάξιμος που παρουσιάζει την κενοδοξία από τους λόγους που «τον θυμόν πάλιν εκταράσσουσιν», υπογραμμίζει την ανάγκη να εξαλείψουμε τη συγκεκριμένη αιτία της νόσου· ο ίδιος επιβεβαιώνει ότι «ο μη καταφρονών δόξης», «τας του θυμού προφάσεις κόπτειν ου δύναται». Από την πλευρά του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει στον αιτιοπαθογενετικό ρόλο της υπερηφανίας και στην ανάγκη αντιμετώπισής της: «Όταν δε και νοσώμεν, διπλή των λόγων η ανάγκη: μία μεν το απαλλαγήναι της νόσου· δευτέρα δε, απαλλαγέντας μη περιπεσείν πάλιν. Ουκούν θεραπευτική μεθόδω διαλεγόμεθα νυν, ουχ υγιεινή πραγματεία. Πώς ούν αν τις το κακόν τούτο εκκόψειαι πάθος; Πώς τον σφοδρόν υποστείλειε πυρετόν; Ίδωμεν πόθεν ετέχθη, και την αιτίαν ανέλωμεν. Πόθεν τίκτεσθαι είωθεν; Εξ αλαζονείας και απονοίας πολλής. Ταύτην ούν ανέλωμεν την αιτίαν, και συνανήρηται και το νόσημα». Επομένως η ταπείνωση συνιστά το αντίδοτο της κενοδοξίας και της υπερηφανίας, όπως θα δούμε. Για να θεραπευθούμε από την οργή, πρέπει λοιπόν ν’ αποκτήσουμε την ταπείνωση. Επειδή «ο [θυμός] πάσης οιήσεως υπάρχει τεκμήριον», «η επιστροφή πολλής δείται της ταπεινώσεως», επισημαίνει ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης, που σημειώνει επί­πλέον: η ταπείνωση οδηγεί στο «προκαταλαμβάνειν τον πλησίον εν παροργισμοίς και λύειν πρώτον την μήνιν». «Ως φωτός φανέντος υποχωρεί το σκότος, ούτω και εξ οσμής τα­πεινώσεως πάσα πικρία και θυμός εξαφανίζεται». Σ’ ό,τι αφορά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης γράφει (Εις Μακαρισμούς): «Οίον μήτηρ τις είναι της κατά το πράον έξεως η της ταπεινοφροσύνης κατάστασις. Ει γαρ υφέλοις του ήθους τον τύφον, καιρόν ουκ έχει το κατά θυμόν εγγενέσθαι πάθος [Σ.τ.μ.: Η κατά λέξη από­δοση της ίδιας πρότασης του γαλλικού κειμένου είναι: αν κλείσεις την πόρτα στην υπερηφανία, η οργή δεν βρίσκει τρόπο να μπει»]. Ύβρις γαρ και ατιμία της τοιαύτης αρρώστίας τοίς οργισθείσιν αιτία γίνεται. Ατιμία δε ουχ άπτεται του εαυτόν ταπεινοφροσύνη παιδαγωγήσαντος». Και συνεχίζει: «Το δε ούτως έχειν ουδέν έτερον, η εν έξει βαθεία της ταπεινοφροσύνης εστίν είναι, ής κατορθωθείσης, ουδεμίαν είσοδον ο θυμός κατά της ψυχής έξει». Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης αναφέρει τους λόγους ενός Γέροντα: «Η ταπείνωσις ουκ οργίζεται δε ου παροργίζει τινά».

Οποίος επίσης επιθυμεί να θεραπευτεί γρήγορα οφείλει όχι μόνο να δέχεται τις ταπεινώσεις, αλλά ακόμη και να τις επιζητεί και ν’ ασκείται να τις υπομένει, ωσότου πια δεν του κάνουν καμιά αίσθηση. «Αοργησία εστιν, έφεσις ατιμίας ακόρεστος», γράφει ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης, και συνεχίζει: «Αοργησία εστι, φύσεως ήττα εν αναισθησία ύβρεων». Στη συγκεκριμένη προοπτική, αυτός που εκστομίζει ύβρεις, παίζει, χωρίς να το θέλει, το ρόλο του ιατρού της ψυχής, όπως επισημαίνει ένας Γέροντας· εντοπίζει το σύνδεσμο τούτης της θεραπευτικής μ’ εκείνες, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, της απόκρουσης της ηδονής αφενός και της αγάπης αφετέρου: αν ένας αδελφός σου σε προσβάλει ή σε θλίψει μ’ οποιοδήποτε τρόπο, προσευχήσου γι’ αυτόν όπως έχουν πει οι Πατέρες, με το λογισμό ότι σου προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες και γίνεται ιατρός που θεραπεύει σε σένα τη φιληδονία. Έτσι η οργή σου θα καταπραϋνθεί γιατί, κατά τους αγίους Πατέρες, η αγάπη αποτελεί το χαλινάρι της οργής» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ).

Η θεραπευτική δύναμη της ταπείνωσης ενισχύεται, όταν κάποιος τη συνδέει με τη μετάνοια και την κατάνυξη. Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδάσκει ότι η μετάνοια και τα δάκρυα [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμα, το πένθος] σχηματίζουν με την ταπείνωση μίαν «τρίσειρον άλυσιν [Σ.τ.μ.: Αλυσίδα, που αποτελείται από τρεις μικρότερες αλληλοπλεκόμενες αλυσίδες] και προσδιορίζει: «ιδίωμα γαρ της καλής ταύτης και αξιαγάστου τριάδος πρώτον μεν και εξαίρετον, ατιμίας [Σ.τ.μ.: Η αρετή, όπου κάποιος δέχεται ύβρεις, προσβολές και περιφρόνηση, δίχως να οργίζεται] υποδοχή ασμενεστάτη, υπτίαις χερσί ψυχής προσδεχομένη και περιπτυσσομένη, ως καταπαύουσα και καταφλεγούσα νόσους ψυχής και αμαρτίας μεγάλας. Δεύτερον δε, θυμού παντός απώλεια και μετριότης εν τη τούτου κατευνάσει». Ο ίδιος εξάλλου επισημαίνει την ισχύ που έχουν τα δάκρυα της κατάνυξης να μειώνουν την οργή: «Ώσπερ ύδατος εν πυρί κατά μικρόν προστιθεμένου τελείως η φλόξ αποσβέννυται, ούτω και του αληθινού πένθους το δάκρυον, πάσαν την φλόγα του θυμού και της οξυχολίας κατασβεννύειν πέφυκεν». Ο Άγιος Συμεών επαναλαμβάνει την εικόνα αυτή: «Τις δε καθ’ εκάστην πενθών οργίλως ζών διαμείνη και μη πραύς γένηται; Ώσπερ γαρ φλόξ πυρός υπό ύδατος, ούτως υπό του πένθους και των δακρύων ο θυμός της ψυχής σβέννυται: και τοσούτον ως χρονίσαντά τινα εν τούτω εις ακινησίαν μετατεθήναι και ελθείν το θυμικόν της ψυχής αυτού».

Όταν η ίαση γίνεται πραγματικότητα, η θλίψη λειτουργεί προφυλακτικά. Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διαπιστώνει ότι «η εκ πένθους αοργησία […] ως εν χαλινώ τίνι τω δακρύω δέδεται». Και ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός αναδεικνύει με τον ίδιο τρόπο τη δύναμη της κατάνυξης ν’ απομακρύνει κάθε ταραχή και ανησυχία εξαιτίας της οργής.

Σε όλα τα φάρμακα που αναφέρθηκαν προηγουμένως πρέπει προφανώς να προσθέσουμε την προσευχή. Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός παρατηρεί ότι η οργή, όπως και το σύνολο των παθών θεραπεύεται με τη νοερά προσευχή. Ο Άγιος Νείλος διδάσκει ότι «προσευχή εστί πραότητος και αοργησίας βλάστημα». Απ’ όλες τις μορφές της προσευχής, η ψαλμωδία έχει τη μεγαλύτερη δύναμη να καταπαύει το θυμικό, όταν αυτό ταράζεται από την οργή (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Και ο Μέγας Βασίλειος διαπιστώνει: «Ψαλμός γαλήνη ψυχών, βραβευτής ειρήνης, το θορυβούν και κυμαίνον των λογισμών καταστέλλων. Μαλάσσει μεν γαρ της ψυχής το θυμούμενον, το δε ακόλαστον σωφρονίζει».

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, η θεραπευτική της οργής συνίσταται, αναμφίβολα, στην έντονη προσπάθεια να μη τη χρησιμοποιούμε εναντίον του πλησίον μας προς τον οποίο αυτόματα στρέφεται. Είναι η πρώτη συμβουλή που απευθύνει ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης: «Ει [τις] ην οργίλος, θέλει […] μη οργίζεσθαι». Για να το πετύχει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να έχει σαφή συνείδηση ότι τίποτε και ποτέ δεν δικαιολογεί την οργή κατά του πλησίον του. Γι’ αυτό και ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός γράφει ότι το τέλειο φάρμακο εναντίον αυτής της αρρώστειας είναι πρώτον να πιστέψουμε ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να οργιζόμαστε, ανεξάρτητα αν η αιτία είναι ορθή ή όχι. Αυτός ο λόγος συνδέεται με τη διδασκαλία του Χριστού που επιβεβαιώνει: «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει» (Ματθ. 5, 22).

Εξάλλου οι Πατέρες επιμένουν στο γεγονός ότι οι κατά περίπτωση κακόβουλες ενέργειες ή λόγοι του συνανθρώπου εναντίον μας δε θα μπορούσαν με κανένα τρόπο να δικαιολογήσουν ή έστω να εξηγήσουν την οργή, της οποίας οφείλουμε ν’ αναζητήσουμε την αιτία αποκλειστικά σε μας τους ίδιους. Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα για τους τρόπους εξόδου από την οργή οφείλει να στραφεί μέσα μας αντί να τους περιμένουμε από τον άλλο. Παρατηρεί ο Μέγας Βασίλειος: «Ου τοίνυν τα ρήματα πέφυκε τας λύπας κινείν, αλλ’ η κατά του λοιδορήσαντος ημάς υπεροψία, και η εκάστου περί αυτόν φαντασία». Και ο Άγιος Κασσιανός συμβουλεύει να μην εξαρτάμε την πρόοδό μας στην εσωτερική ειρήνη από τη βούληση των άλλων, την οποία δεν μπορούμε ποτέ να ελέγξουμε. Πρέπει να εξαρτάται περισσότερο από μας τους ίδιους. Επίσης η αοργησία μας δεν πρέπει να είναι απότοκος της τελειότητας του συνανθρώπου, αλλά της δικής μας αρετής, που αποκτάται με τη δική μας μακροθυμία και όχι μέσω της υπομονής των άλλων. Εκτός αυτού, επισημαίνει, ότι δεν αρκεί να απουσιάζει το πρόσωπο που προκαλεί την οργή μας, επειδή […] είναι δυνατόν να οργιζόμαστε ακόμη και εναντίον των μη αισθητών. Γι’ αυτό, η αποφυγή του άλλου δε θα μπορούσε ν’ αποτελεί αξιόπιστη θεραπευτική, επειδή θα επέτρεπε να διατηρείται η αληθινή αιτία της οργής, που βρίσκεται μέσα μας.

Η αοργησία συνεπάγεται λοιπόν προπαντός μια προσπάθεια να καταπνίξουμε την οξυθυμία «εν τη γενέσει της», ώστε να την υποχρεώσουμε να μην εκδηλωθεί. Ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Εάν πείσωμεν τον θυμόν μη προλαμβάνειν τους λογισμούς, αλλά τούτου πρώτον επιμελώμεθα, ως μηδέποτε αυτόν προεκτρέχειν της διανοίας, έχωμεν δε ώσπερ ίππον υπεζευγμένον ημίν, και οίον χαλινώ τίνι τω λόγω καταπειθή» [Σ.τ.μ.: Υπάκουος, υποτασσόμενος, πειθήνιος στη λογική].

Κατά πρώτον πρέπει να κυριαρχούμε σε πράξεις και λόγους με τους οποίους συνήθως εκφράζεται η οργή: ο στόχος αυτός πετυχαίνεται ευκολότερα με τη σκληρή προσπάθεια να διατηρούμε τη σιωπή. Οι Άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι υπενθυμίζουν τη σχετική διδασκαλία των Πατέρων: «Θυμού χαλινός, η εύκαιρος σιωπή», «Αρχή μεν αοργησίας, σιωπή χειλέων εν ταραχή καρδίας», διδάσκει από την πλευρά του ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης, ο οποίος επιπλέον παρατηρεί: «Δι’ ασθένειαν του εαυτού στόματος, […] ακρατώς προς θυμόν [έχει]» [Σ.τ.μ.: Η πρόταση αυτή προήλθε από τη σύνθεση δύο διαφορετικών ημιστιχίων στην ίδια παράγραφο (27 Β1), όπου γίνεται διάκριση των ησυχιών. Γι’ άλλους ανθρώπους η ησυχία χαρακτηρίζεται λιμάνι, γι’ άλλους πέλαγος και γι’ άλλους βυθός, από τον Άγιο Ιωάννη Σιναΐτη. Η σύνθεση έγινε για να προσεγγίζει το γαλλικό κείμενο]. Ας σημειώσουμε πάνω στο χωρίο αυτό ότι η ησυχία συνιστά, με τον ίδιο τρόπο, την καλύτερη στάση που μπορεί να υιοθετήσει κάποιος έναντι της οργής του συνανθρώπου· και ότι συμβάλλει πολύ αποτελεσματικά στον κατευνασμό της (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Κατά οργιζομένων).

Η συγκράτηση της οργής μολοντούτο δεν πρέπει να γίνεται μόνο με την αποφυγή των εξωτερικών εκδηλώσεών της και της έκφρασής της με λόγια και πράξεις. Οφείλει να πραγματώνεται πρωτίστως στο επίπεδο των λογισμών. Στη σιωπή των λόγων, πρέπει να προστίθεται και η «σιωπή [των] λογισμών» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Πρέπει τότε να εφαρμόσουμε την εντολή της Αγίας Γραφής: «Ου μισήσεις τον αδελφόν σου τη διανοία σου» (Λευιτ. 19, 17), γιατί από τη διάνοια [Σ.τ.μ.: Η την καρδία (Coeur κατά το γαλλικό κείμενο), αφού διάνοια και καρδία ταυτίζονται] προέρχονται τα φαύλα σχέδια, οι πονηροί λογισμοί (πρβλ. Ματθ. 15, 18-19. Μάρκ. 2, 21), και από αυτούς, στη συνέχεια, οι λόγοι και οι πράξεις. Στο συγκεκριμένο επίπεδο ο άνθρωπος μπορεί να κυριαρχεί άριστα στη διαδικασία της οργής και ν’ αποφεύγει την εξέλιξη και τις συνέπειές της (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία). Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος συμβουλεύει: «Από της πρώτης αρχής, […] την οργήν […] εξέλωμεν».

Η διαρκής προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουμε είναι η προϋπόθεση του ότι δεν επιτρέπουμε καμία εκδήλωση της οργής στο επίπεδο των λογισμών και ακόμη περισσότερο στο επίπεδο των λόγων και των πράξεων. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννου Κασσιανού η οργή είναι δυνατόν να θεραπευτεί μόνο με τη μακροχρόνια νήψη.

Έτσι καθοριστική σημασία να καταπνίγουμε τους ίδιους τους λογισμούς για δύο λόγους: (α) διότι αποτελούν την αρχή όλων των εκδηλώσεων της οργής, και (β) διότι το συγκεκριμένο πάθος είναι δυνατόν να οδηγεί σε μια αποκλειστικά εσωστρεφή ζωή, ιδιαίτερα όταν λαμβάνει τη μορφή της πικροχολίας, της μήνης και της μνησικακίας. Συνεχίζει και τότε να υπάρχει και επιπλέον καταστρέφει ολοκληρωτικά τον ψυχικό βίο· και τούτο συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό, αν η οργή δεν καταφέρνει να εξωτερικεύεται. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός διδάσκει: Δεν αρκεί να αφαιρέσουμε την οργή από τις ενέργειές μας, πρέπει επίσης να την ξεριζώσουμε εντελώς από τα βάθη της ψυχής μας […]. Πραγματικά, ο ευαγγελικός λόγος εντέλλεται ν’ αποκόψουμε μάλλον τις ρίζες των κακών παρά τους καρπούς τους. Και το πνεύμα θα έχει τη δυνατότητα να παραμένει συνεχώς στην τέλεια υπομονή και αγιότητα, όταν η οργή θα έχει εκδηλωθεί πλήρως όχι από την εξωτερική συμπεριφορά, αλλά από το εσωτερικό των λογισμών.

Η κυριαρχία επί των λογισμών φαίνεται να είναι η κύρια θεραπευτική οδός στην περίπτωση που η οργή παίρνει την εσωτερικευμένη μορφή του μίσους ή της μνησικακίας. Στο βαθμό που αυτές συνδέονται με υφιστάμενες προσβολές, η πρώτη στάση που πρέπει να υιοθετηθεί είναι «η λήθη των προσβολών» [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμο της μνησικακίας], μ’ αλλά λόγια η συγχώρηση. Ο Άγιος Μάξιμος τη θεωρεί ως ένα από τα «φάρμακα» πρώτης γραμμής, τα οποία «ιστώσι [τον θυμόν] και ουκ εώσιν αύξειν». Αυτή είναι άλλωστε και η σταθερή διδασκαλία της Αγίας Γραφής: «Οδοί μνησικάκων εις θάνατον» (Παροιμ. 12, 28)· «ου μηνιείς τοις υιοίς του λαού σου» (Λευιτ. 19, 18).

Με το συγκεκριμένο φάρμακο πρέπει να συνδυάζεται και ένα άλλο: η συμφιλίωση με τον πλησίον [Σ.τ.μ.: Η συνδιαλλαγή], σύμφωνα με την εντολή του Χριστού: «Εάν ούν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου. Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τη οδώ μετ’ αυτού» (Ματθ. 5, 23-25). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει στη θεραπευτική αξία της διδασκαλίας αυτής: Ο Χριστός, λέγει, «οίδε το πάθος [της οργής] πολλής δεόμενον της ταχύτητος [Σ.τ.μ.: Ότι δηλαδή υπήρχε ανάγκη άμεσης χορήγησης του κατάλληλου φαρμάκου] και καθάπερ σοφός ιατρός ου μόνον τα προφυλακτικά των νοσημάτων τίθησιν, αλλά και τα διορθωτικά· ούτω και αυτός [Σ.τ.μ.: Ο Ιησούς Χριστός] ποιεί». Με το ίδιο νόημα ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός σχολιάζει την ίδια εντολή του Χριστού: Ο ιατρός των ψυχών, που γνωρίζει τα κρυπτά των καρδιών μας, θέλοντας να ξεριζώσει ακόμη και τις αφορμές της οργής, δεν περιορίζεται να μας παροτρύνει μόνο, μετά από κάποια προσβολή, να συγχωρούμε τους αδελφούς μας, να συμφιλιωνόμαστε μαζί τους και να σβήνουμε από τη μνήμη μας την ύβρη που δεχθήκαμε· επιπλέον μας δίνει την εντολή, αν γνωρίζουμε ότι έχουν κάποιο δικαιολογημένο ή όχι παράπονο εναντίον μας, ν’ αφήνουμε το δώρο μας, δηλαδή τις προσευχές μας και να τους παρέχουμε πρώτα ικανοποίηση. Και έτσι μόλις ο αδελφός μας ειρηνεύσει, τότε να προσφέρουμε θυσία στο Θεό τις προσευχές μας χωρίς ρύπο ή κηλίδα. Η συνδιαλλαγή μας με τον άλλο συνεπάγεται ότι εμείς αναλαμβάνουμε το μέρος της ευθύνης που μας αντιστοιχεί σχεδόν πάντα όταν ο πλησίον παροργίζεται εναντίον μας. Να γιατί καταλληλότερες προπαντός είναι η αυτομεμψία (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) και η μετάνοια στον αδελφό, επειδή γίναμε η αφορμή που του προκάλεσε την οργή.

Δεν αρκεί, ωστόσο, ν’ απαρνηθεί ο άνθρωπος κάθε μορφή οργής έναντι του πλησίον. Πρέπει να υποκαταστήσει το πάθος με την αντίθετη προς αυτό αρετή. Επομένως, ως προς τον πλησίον η αρετή, η αντίθετη στην οργή, είναι καταρχήν η πραότητα (Βλ. για παράδειγμα ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς). Ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης πάλι, αφού συμβουλεύσει «Ει [τις] ην οργίλος, θέλει ου μόνον μη οργίζεσθαι», συμπληρώνει «αλλά και πραότητα κτήσασθαι». Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσδιορίζει: «Πώς ένι μάχεσθαι [τον θυμόν] φησίν; […] επιεικεία· μάχη γαρ εστί το εξ εναντίας στήναι». Καθώς η οργή και η πραότητα δρουν ανταγωνιστικά, η μία αποκλείει την άλλη. Επισημαίνει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Σχίζεται γαρ πάντως προς τας εναντίας ορμάς, το ανθρώπινον ήθος, […] θυμού προς επιείκειαν αντιδιαιρουμένου». Όπως επίσης η οργή καταδιώκει την πραότητα, αντίστοιχα και η πραότητα έχει τη δύναμη να εξαφανίζει την οργή και ν’ αποτρέπει την επανεμφάνισή της. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει: «Πραότητι οργή λύεται». Με το νόημα υπογραμμίζει ο Ευάγριος: «Πραότης και τον όντα [θυμόν] μειοί» και συμβουλεύει: «[η ψυχή] τον θυμόν δια πραύτητος γαλινώση (sic)» και αλλού: «ταύτην την πραύτητα εγχείρισον τοίς αδελφοίς σου βραδέως, προς τον θυμόν μεταστρέφειν». Από την πλευρά του ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης γράφει: «Πραύτης εστίν, υπερκειμένη της του θυμού θαλάσσης πέτρα, πάντα τα προσρήσσοντα κύματα διαλύουσα, και μηδαμώς κλόνον υπομένουσα».

Η πνευματική πραότητα δεν σχετίζεται ούτε με την απάθεια [Σ.τ.μ.: Με την έννοια της αδιαφορίας της νωθρότητας και της ραθυμίας] ούτε με την ατονία (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Πράξεις). Είναι μια στάση όχι παθητική, αλλά ενεργητική. Αποτελεί κατάσταση σταθερότητας της ψυχής (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς), γαλήνης, προσέγγισης της απάθειας, όταν φθάσει στην ολοκλήρωση και την πραγμάτωσή της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης την ορίζει ως εξής: «Πραότης εστίν, ακίνητος ψυχής κατάστασις, εν ατιμίαις [Σ.τ.μ.: Στις ταπεινώσεις, στις περιφρονήσεις] και ευφημίαις [Σ.τ.μ.: Στους επαίνους] ωσαύτως έχουσα». Βλέπουμε λοιπόν ότι η αρετή αυτή αντιτάσσεται όχι μόνο στην οργή, αλλά και στα υπόλοιπα πάθη, τα οποία στο πλαίσιο των σχέσεων με τον πλησίον, είναι δυνατόν να ταράξουν την ψυχή. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη θετική αρετή ως προς τον ίδιο τον πλησίον, όπως ερμηνεύεται με την προσευχή γι’ αυτόν και με τη γενική στάση ευσπλαχνίας και αγάπης. «Πραύτης εστίν, εν ταραχαίς του πλησίον ανεπαισθήτως και ειλικρινώς υπέρ αυτού προσεύχεσθαι», λέγει ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης που παρατηρεί επιπλέον: «Όρος ακροτάτης πραότητος, το και παρόντος του ερεθίζοντος γαληνώς τη καρδία και αγαπητικώς προς αυτόν διακείσθαι».

Η πραότητα μπορεί ν’ αποκτηθεί και να εφαρμοσθεί στην πράξη κυρίως με την προσευχή (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Νείλος). Άλλες πηγές της αρετής είναι η αγάπη, της οποίας η πραότητα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή, η νηστεία, η υπομονή (Πρβλ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ και ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΙ, Εκατοντάς πνευματική), η κατάνυξη και τα δάκρυα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε ότι οι ανθρώπινες προσπάθειες για την απόκτησή της δεν επαρκούν· είναι δώρο του Θεού· ο Απόστολος Παύλος την συμπεριλαμβάνει στους καρπούς του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Το δώρο τούτο ο άνθρωπος το λαμβάνει μόνο με την προϋπόθεση ότι το επιζητεί (πρβλ. Α’ Τιμ. 6, 11. Κολοσ. 3, 12).

Εκτός από την οργή, η πραότητα αποτελεί φάρμακο και για όλα τα νοσήματα της ψυχής, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Παροιμιών: «Πραύθυμος ανήρ καρδίας ιατρός» (Παροιμ. 14, 30). Πέρα από την οργή, τη λύπη, την ακηδία, την κενοδοξία ή την υπερηφανία, ξεριζώνονται επίσης με την πραότητα η ηδονή και συγχρόνως όλες οι κακίες, γράφει ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός· και υπογραμμίζει επιπλέον την προφυλακτική ισχύ της αρετής: Όποιος διατηρεί την πραότητά του ούτε φλέγεται από την οργή ούτε μαραζώνει από τις αγωνίες της ακηδίας και της λύπης ούτε διαλύεται από τις άκαρπες αναζητήσεις της κενοδοξίας ούτε υψώνεται με την έπαρση της υπερηφανίας.

Συμβάλλοντας στην εκρίζωση των διαφόρων παθών της ψυχής και πρωτίστως της οργής, η πραότητα λυτρώνει την ψυχή από την ταραχή που αυτά της προκαλούν και την προστατεύει από κάθε μελλοντική ταλαιπωρία (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς), ενώ την καθιστά άτρωτη σε κάθε ύβρη και προσβλητικό λόγο (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Συνιστά επίσης σημαντική τροχοπέδη στη δαιμονική δράση (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), και ο Ευάγριος (Πονηροί λογισμοί) επιβεβαιώνει ότι τούτη την αρετή φοβούνται περισσότερο να συναντήσουν στον άνθρωπο οι δαίμονες. Τούτο γίνεται κατανοητό ιδιαίτερα από το γεγονός ότι η οργή αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους· και ο οργισμένος άνθρωπος τους μοιάζει (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Κεφάλαια γνωστικά) (πρβλ. Ψαλμ. 57, 5). Αντίθετα η πραότητα τον απομακρύνει από τη δαιμονική κατάσταση και τον φέρνει κοντά στην αγγελική (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Συμβάλλοντας στη θεραπεία του ανθρώπου από διάφορα πάθη, η πραότητα του επιτρέπει να αποκτά πρόσβαση, αντίστοιχα, σε πληθώρα αγαθών.

Γίνεται λοιπόν αρχή και πηγή εσωτερικών αγαθών, ηρεμίας, ανάπαυσης και ειρήνης (Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κατηχήσεις, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ματθαίος, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς). Κάνει την ψυχή ισχυρότερη, ιδιαίτερα απέναντι στις επιθέσεις του άλλου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εβραίοι). Αυξάνει την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στην προσευχή (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Παρουσιάζεται ιδιαίτερα ως πνευματικό θεμέλιο και «υπόθεσις [Σ.τ.μ.: Θεμέλιο, βάση, στήριξη] διακρίσεως», όπως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης: «[Ο Κύριος] οδηγήσει πραείς εν κρίσει (Ψαλμ. 24, 9) μάλλον δε εν διακρίσει». Αποτελεί επίσης πηγή σοφίας. Πράγματι, έχει γραφεί ότι ο Θεός «οδηγήσει· πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς Αυτού» (Ψαλμ. 24, 9). Ο Ψαλμωδός λέγει ακόμη: «Επήλθε πραύτης εφ’ ημάς και παιδευθησόμεθα» (Ψαλμ. 89, 10). Γράφει σχετικά ο Ευάγριος προς έναν από τους παραλήπτες των επιστολών του: «Πέπεισμαι γαρ ότι η πραύτης σου αιτία πολλής γνώσεώς σοι εγένετο, ότι ουδεμία των αρετών ως η πραύτης σοφίαν γεννά, η και Μωύσής επηνέσθη (sic) ως πραύς παρά τους ανθρώπους».

Πολλές είναι οι αρετές, οι απότοκες της πραότητας: είναι «αγάπης θύρα, μάλλον δε μήτηρ», «υπομονής στήριγμα», «υπακοής συνεργός» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), πηγή σωφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ), καθώς και «πάσης ταπεινοφροσύνης πρόδρομος» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Με την τελευταία αυτή αρετή, η πραότητα συνδέεται στενότατα· συμβάλλει άλλωστε και στην απόκτησή της (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς).

Η πραότητα αποτελεί για την ψυχή μια πηγή πνευματικής χαράς (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ματθαίος), πρώτο καρπό του Μακαρισμού, ο οποίος σύμφωνα με το λόγο του Χριστού επαγγέλλεται για τους πραείς: «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» (Ματθ. 5, 5). «Την γην», τι σημαίνει αυτό; «Την καρδίαν, καρποφορούσαν εν χάριτι» σχολιάζουν οι Άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, ή ακόμη: την Βασιλείαν των ουρανών (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις Μακαρισμούς), την οποία οι άγιοι προγεύονται ήδη κατά ένα μέρος από (τη ζωή) εδώ κάτω. Το τέλος και ο σκοπός της πραότητας, γράφει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης είναι ο «μακαρισμός και [η] ουρανίας γης κληρονομία, εν Χριστώ Ιησού». Πραγματικά, με την πραότητα, ο άνθρωπος ομοιώνεται με το Χριστό (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), καθώς είναι η κατεξοχήν χριστοειδής αρετή (πρβλ. Ματθ. 11, 29, 21, 5. Β’ Κορ. 10, 1).

Συχνά οι Πατέρες συνάπτουν στην πραότητα την υπομονή, η οποία διαθέτει την ίδια δύναμη ν’ αντιμετωπίζει την οργή και να προστατεύει την ψυχή από αυτή. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει: «Οργή μάλιστα πυρ εστι, φλόξ εστι, συναρπάζει, αναιρεί, κατακαίει· αλλ’ ημείς τη μακροθυμία τη ανοχή αυτήν σβέσωμεν». Και ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης συμβουλεύει: «Δεθήτω λοιπόν θυμός ο τύραννος εν δεσμοίς πραότητος […] τυπτόμενος υπό μακροθυμίας». Ο Άγιος Μάξιμος πάλι βλέπει στις δύο αυτές αρετές να συνδυάζονται οι θεραπευτικές μέθοδοι και η πρόληψη: «Εισί τινά [φάρμακα] ιστώνται τα πάθη της κινήσεως και μη εώντα προβήναι εις αύξησιν και […] ελαττούντα […]. Και επί θυμού […] μακροθυμία […] και πραότης ιστώσιν αυτόν και ουκ εώσιν αύξειν». Σ’ ό,τι αφορά τον Άγιο Ιωάννη Κασσιανό, συνδυάζει πρακτικά και τις δύο σ’ ένα και μοναδικό φάρμακο: είναι προφανές ότι το δραστικότερο φάρμακο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η μακροθυμία σύμφωνα με τη ρήση του Σολομώντα: «Πραύθυμος ανήρ καρδίας ιατρός» (Παροιμ. 14, 30). Μετά την επισήμανση ότι η μακροθυμία εκδιώκει την οργή, καθώς και αλλά πάθη, συνεχίζει: οποίος είναι πάντα πράος και ήρεμος δεν εξάπτεται από την οργή […]. Αλήθεια, έχει δίκιο ο σοφός που λέγει: «Κρείσσων ανήρ μακρόθυμος ισχυρού, ο δε κρατών οργής κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν» (Παροιμ. 16, 32). Θεωρεί επίσης τη μακροθυμία ως την αρετή που αντιτίθεται στην οργή: αν η οργή αφανίζει τη μακροθυμία, αντίθετα και η υπομονή εκδιώκει την οργή: είθε οι κακίες να «παραχωρούν» τη νίκη στο λαό του Ισραήλ, δηλαδή στις αντίθετες προς αυτές αρετές […], και η μακροθυμία να διεκδικεί τη θέση της οργής.

Η μακροθυμία συνίσταται στο να υπομένουμε με ηρεμία τα κακά που προκαλούνται από συμβάντα, ή από τους άλλους ανθρώπους· ιδιαίτερα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, σημαίνει ν’ αντέχουμε χωρίς ταραχή τις κριτικές, τις ύβρεις, τις προσβολές ή άλλες λεκτικές επιθέσεις (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Ο Άγιος Μάξιμος δίνει τον εξής ορισμό για «το μακροθυμείν»: «Το εγκαρτερείν τοίς δεινοίς και το υπομένειν πονηρά· και το αναμένειν το τέλος του πειρασμού, και το μη εξάγειν θυμόν ως έτυχε· μηδέ λόγον λαλείν εν αφροσύνη, μηδέ υπονοείν τι η εννοείν των μη πρεπόντων θεοσεβεί. [Σ.τ.μ.: Ανάξια για έναν άνθρωπο που φοβείται το Θεό]. Και ο Άγιος Κασσιανός λέγει ότι κανείς δεν αγνοεί ότι ετυμολογικά η «patientia» προέρχεται από τις λέξεις «pati» και «sustinere» [Σ.τ.μ.: Χρησιμοποιούμε τις λατινικές λέξεις, γιατί το συγκεκριμένο έργο του Αγίου Κασσιανού έχει γραφεί στη λατινική. Οι λέξεις αποδίδονται ως εξής: patientia – υπομονή, μακροθυμία, pati (απρμ. αποθ. patior) – πάσχειν, Sustihere (απρμ.) υπομένειν, υφίστασθαι. Εντούτοις είναι προφανές, ότι άξιος να χαρακτηρίζεται μακρόθυμος [Σ.τ.μ.: Ισοδύναμα: υπομονετικός] είναι μόνο εκείνος που υπομένει αδιαμαρτύρητα την κακή συμπεριφορά που του δείχνει (ο άλλος) (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Από την πλευρά του ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ο [μακρόθυμος] φέρων γενναίως, πάντα υποστήσεται ευκόλως»· «ο [μακρόθυμος] ώσπερ εν λιμένι καθήμενος, βαθείας απολαύει γαλήνης· καν ζημία περιβάλης, ουκ εκίνησας την πέτραν, καν ύβριν επαγάγης ουκ έσεισας τον πύργον, καν πληγάς προστρίψης, ουκ έπληξας τον αδάμαντα». Η αρετή της μακροθυμίας αποκτάται πρωτίστως μέσω της αγάπης του Θεού, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο ιδίως να έχει ως πρότυπο για όλα το Χριστό, ο οποίος «[…] αχαριστούμενος και βλασφημούμενος εμακροθύμει και τυπτόμενος υπ’ αυτών και φονευόμενος υπέμενε, μηδενί το σύνολον το κακόν λογιζόμενος». Γράφει αλλού ο Άγιος Μάξιμος (Αγάπης εκατοντάς): «Ο την θείαν αγάπην εν εαυτώ κτησάμενος ου κοπιά κατακολουθών οπίσω Κυρίου του Θεού αυτού, κατά τον θείον Ιερεμίαν· αλλά πάντα πόνον, ονειδισμόν τε και ύβριν φέρει γενναίως, μηδενί το σύνολον κακόν λογιζόμενος».

Η μακροθυμία απορρέει εξίσου και από την αγάπη προς τον πλησίον (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Πράξεις), όπως επίσης και πρωτίστως από την ταπείνωση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός να επιβεβαιώνει ότι δεν έχει καμιά άλλη πηγή.

Η μακροθυμία είναι από τις αρετές που συμβάλλουν καθοριστικά στη σωτηρία του ανθρώπου. «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών», διδάσκει ο Χριστός (Λουκ. 21, 19). Αποτελεί φάρμακο «πρώτης επιλογής» για όλα τα νοσήματα της ψυχής (Πρβλ. Κυπριανός Καρθαγένης), και όχι μόνο για την οργή. Είναι προφανές ότι το δραστικότερο φάρμακο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η μακροθυμία. Διαθέτει επίσης αξιόλογη προφυλακτική ισχύ. Δεν διασφαλίζει μόνο αυτό που είναι αγαθό για μας· μας προστατεύει και από το ενάντιο, σημειώνει ο Άγιος Κυπριανός. Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «την ψυχήν απαλλάττει πνευμάτων πονηρών» και την προστατεύει από τα ίχνη τους.

Ενώ ταυτόχρονα λυτρώνει και προστατεύει τον άνθρωπο από το πονηρό, αποτελεί γι’ αυτόν «το πάντων αίτιον των αγαθών». Συνεισφέρει λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην αποκατάσταση της υγείας στην ψυχή.

Πρωτίστως παρέχει στην ψυχή την απαραίτητη ενέργεια για να μάχεται και να καταβάλλει την αναγκαία προσπάθεια για την πνευματική της πρόοδο (Κυπριανός Καρθαγένης). Παρατηρεί σχετικά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι του δίνει ακαταγώνιστη δύναμη. Καθώς απελευθερώνει την ψυχή από την οργή και από την ταραχή που προκαλούν τα υπόλοιπα πάθη στην ελάττωση των οποίων [Σ.τ.μ.: Της οργής και της ταραχής] συμβάλλει, προσφέρει επιπλέον στην ψυχή την ειρήνη και τη σταθερότητα.

Αντίστοιχα εμφανίζεται και ως η αρχή και η αφετηρία πολλών αρετών (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ολυμπιάς). Συντελεί ιδιαίτερα στην ανάπτυξη της σωφροσύνης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ). «Εγκράτειαν ακλινή [Σ.τ.μ.: Στερεά, αμετακί­νητη] ποιεί» (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Εμφανίζεται επίσης ως αρετή που ενώνει, αποκαθιστά και διατηρεί την ομόνοια και την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ), όπως φανερώνει και η συμβουλή του Αποστόλου Παύλου: Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος, εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφεσ. 4, 2). Τέλος από την υπομονή, προέρχονται οι πνευματικές, παράκληση και χαρά. Ο Άγιος Ισαάκ Σύρος γράφει σχετικά: «Όταν πληθυνθή η υπομονή εν ταις ψυχαίς ημών, σημειόν εστιν, ότι ελάβομεν εν τω κρυπτώ την χάριν της παρακλήσεως. Η ισχύς της υπομονής ισχυροτέρα εστί των εννοιών της χαράς των εμπιπτουσών εν τη καρδία».

Οι Πατέρες εντέλλονται στην πραότητα και την υπομονή να συνάψουμε την αγάπη, που γίνεται έτσι η τρίτη αρετή που αντιτίθεται στο πάθος της οργής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Σημειώνουμε τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ της αγάπης και της μακροθυμίας. Αφενός, η αγάπη συνεπάγεται τη μακροθυμία, καθώς η δεύτερη συνιστά ιδιότητα της πρώτης, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος που γράφει: «Η αγάπη μακροθυμεί» (Α’ Κορ. 13, 4). Στο ερώτημα λοιπόν: «Πώς η αγάπη ημεροί τον θυμόν;» ο Άγιος Μάξιμος απαντά: «Επειδή έχει το ελεείν και το ευεργετείν τον πλησίον, και το μακροθυμείν επ’ αυτόν και το υπομένειν τα υπ’ αυτού επαγόμενα […]. Ταύτα ούν έχουσα η αγάπη, ημεροί τον θυμόν του κεκτημένου αυτήν». Σχολιάζοντας ο Άγιος Κυπριανός τη διατύπωση του Αποστόλου Παύλου, υπογραμμίζει από την πλευρά του, ότι η αγάπη δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί σταθερή παρά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα εμποτιστεί στη δοκιμασία της υπομονής. Αφετέρου, η μακροθυμία συνεπάγεται την αγάπη για να είναι πραγματικά ενάρετη, διότι όπως σημειώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι δυνατόν: «τινές, […] τη μακροθυμία […] κεχρήσθαι […] εις την άμυναν των παροξυνάντων, διαρρηγνύντες εαυτούς», «την φλόγα ανάψαι των υπό της οργής εκκαιομένων» και ακόμη «εις μνησικακίαν εμπεσείν». Το γεγονός αυτό επιτρέπει να πούμε ότι αν μη η χρηστός [ο μακρόθυμος], πονηρία το πράγμα γίνεται». Γι’ αυτό ο Απόστολος αφού έχει πει: «Η αγάπη μακροθυμεί», προσθέτει, «χρηστεύεται» και ακόμη «η αγάπη ου ζηλοί» (Α’ Κορ. 13, 4), και σε άλλο σημείο συμβουλεύει: Ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη» (Εφεσ. 4, 2).

Ο αμεσότερος τρόπος για να κατορθώσουμε να φθάσουμε σε τούτη την αγάπη προς τον πλησίον είναι η προσευχή γι’ αυτόν. Γράφει ο Άγιος Μάξιμος ότι εάν «συνέβη σοι πειρασμός εκ του αδελφού και η λύπη εις μίσος σε ήγαγε, μη νικώ υπό του μίσους, αλλά νίκα εν τη αγάπη το μίσος. Νικήσεις δε τρόπω τοιούτω: προσευχόμενος υπέρ αυτού γνησίως προς τον Θεόν». Ο ίδιος συμβουλεύει ακόμη: «Εάν μεν συ μνησικακής τίνι, προσεύχου υπέρ αυτού και ιστάς το πάθος της κινήσεως». [Σ.τ.μ.: Θα σταματάς την εξέλιξη του πάθους]. Και αλλού λέγει: «Επί [του πάθους] της μνησικακίας, προσεύχου υπέρ του λυπήσαντος και απαλλάττη».
Σε ό,τι αφορά τη φύση και τα αποτελέσματα της αγάπης, θα τα εξετάσουμε όταν θα έλθει η στιγμή να εξετάσουμε την αρετή αυτή στο σύνολό της.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ: Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας», JEAN CLAUDE LARCHET, ΤΟΜΟΣ Β’, Εκδόσεις «Αποστολική Διακονία», Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΟΥΛΑΣ)

katafigioti

lifecoaching