«Εάν λοιπόν, όπως είπαμε, τον τιμήσεις (το Χριστό) και τον αποδεχθείς, του δώσεις τόπο και του προσφέρεις ησυχία, γνώριζε καλά ότι θα ακούσεις από τους θησαυρούς του Πνεύματος τα απόρρητα· κι αυτό όχι πέφτοντας επάνω στο Δεσποτικό στήθος, όπως παλαιά ο αγαπημένος του Χριστού Ιωάννης, αλλά φέροντας στο στήθος σου όλον τον Λόγο του Θεού. Θα θεολογήσεις καινούργιες και παλαιές θεολογίες, θα κατανοήσεις καλώς όλες τις θεολογίες που ειπώθηκαν κι εγράφηκαν ήδη, και θα γίνεις εύηχο όργανο που θα ανακρούει και θα φθέγγει επάνω από κάθε μουσική» (19Γ,195)
«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, "Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε", αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, "Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;"· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, "Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;". Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).
«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Είχα επισκεφτή τον Πνευματικό μου και του μίλησα για κάποιο σοβαρό πρόβλημα, που αντιμετώπιζε το Μοναστήρι μας, και το οποίον με είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα. Μου είπε πως ο γέροντας Πορφύριος που είναι στο Μήλεσι, οπωσδήποτε θα με βοηθούσε και με παρότρυνε να τον επισκεφτώ.
Πήγα στην Αθήνα, ήταν καλοκαίρι του 1988, ημέρα Κυριακή, και μετά την θεία Λειτουργία μαζί με την αδελφή μου, τον γαμπρό μου και το 17χρονο παιδάκι τους ανηφορήσαμε για το Μήλεσι.
Το σπιτάκι και όλος ο χώρος ήταν πολύ-πολύ φτωχικά. Προσέξαμε και ένα νέο μεγαλοπρεπή Ναό που κτιζόταν. Μία μοναχή βγήκε και μας ενημέρωσε πως ο Γέροντας για εκείνη την ημέρα δεν θα δεχόταν κανέναν, λόγω των ασθενειών και του γήρατός του. Ήταν τότε 82 χρονών (τρία χρόνια πριν την κοίμησή του).
Ήταν λοιπόν άσκοπο να παραμείνουμε εκεί και ο κόσμος άρχισε να φεύγη, ενώ κάποιοι έδειχναν εκνευρισμένοι και αγανακτισμένοι. Και εμείς στεναχωρηθήκαμε και απογοητευθήκαμε. Λέγαμε πως δεν είμαστε άξιοι και λόγω των αμαρτιών μας δεν μας δέχεται.
Ωστόσο δεν φύγαμε, προσπαθώντας να διατηρήσουμε μέσα μας μία ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξη. Ο κόσμος ερχόταν και έφευγε, ενώ εμείς καθήσαμε εκεί κοντά κάτω από τα δέντρα και συζητούσαμε διάφορα πνευματικά θέματα με μία άλλη οικογένεια που είχε έρθει και αυτή για να δη τον Γέροντα. Η σύζυγος επέμενε και μου έλεγε ότι εμείς θα τον βλέπαμε τον Γέροντα.
Η ελπίδα αυτή μας κράτησε εκεί έως το απόγευμα. Τελικά σηκωθήκαμε όλοι μαζί για να φύγουμε. Η οικογένεια εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε. Εμείς ξεκινήσαμε ακριβώς πίσω τους. Καθώς κοίταξα από το παράθυρο του αυτοκινήτου, είδα έναν Γέροντα να βγαίνη από τον Ναό που χτιζόταν και να προχωρά προς το δασάκι, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπαστουνάκι και στο άλλο Σταυρό.
Κατεβήκαμε βιαστικά και τον ακολουθήσαμε. Μόλις μπήκαμε στο δασάκι, τον είδαμε μπροστά μας με κλειστά τα μάτια να μας περιμένη. «Γέροντα, ευλογείτε, δεν θα σας ενοχλήσουμε, μόνο την ευχή σας να πάρουμε και θα φύγουμε», του είπα.
Γονατίσαμε, βάζοντάς του μετάνοια, ενώ εκείνος μας σταύρωσε στο κεφάλι έναν-έναν και τους τέσσερις. Του φιλήσαμε τον Σταυρό και το χέρι του. «Γέροντα, εμείς που είμαστε τόσο αμαρτωλοί θα σωθούμε άραγε;» ρώτησα. Και εκείνος κούνησε τρεις φορές το κεφάλι του καταφατικά. Ο γαμπρός μου του είπε: «Γέροντα, ευλόγησε το παιδί μου» και ο Γέροντας, συνεχίζοντας να έχει κλειστά τα μάτια του, το ευλόγησε.
Ξεκινήσαμε να φύγουμε, αλλά στα δυο-τρία βήματα, σκεφτήκαμε να τον ευχαριστήσουμε και γυρίσαμε να πούμε ένα ευχαριστώ, αλλά ο Γέροντας είχε εξαφανιστή. Μέσα σε τρία-τέσσερα δευτερόλεπτα χάθηκε. Τα δέντρα ήταν λεπτά και ψηλά• δεν μπορούσε να κρυφτή άνθρωπος από πίσω. Ωστόσο ψάξαμε επίμονα όλον τον χώρο εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Στην χαρά μας προστέθηκε και η έκπληξη.
Το βράδυ τηλεφωνήσαμε σε κείνη την οικογένεια που μας κράτησε συντροφιά όλη την ημέρα. Η σύζυγος μου είπε: «Είδατε ότι δεν έκανα λάθος; Δεν σας το έλεγα ότι εσείς θα τον δήτε; Το είχα αισθανθή μέσα μου πολύ έντονα».
Ο Γέροντας ήταν άρρωστος στο κρεββάτι του, αλλά με την Χάρη του Θεού ήρθε και μας ευλόγησε. Έλεγε πως δεν πρέπει να φεύγουμε στεναχωρημένοι όταν δεν τον βλέπουμε, διότι εκείνος μας βλέπει όλους, ξέρει το πρόβλημά μας και μυστικά προσεύχεται για μας.
Μία δεύτερη ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, όταν επέστρεψα στο νησί. Οι αδελφές με ενημέρωσαν, πως το πρόβλημά μας είχε ήδη ολοκληρωτικά επιλυθή.
Μαρτυρία γερόντισσας Μάρθας, Ηγουμένης της Ι. Μονής Αγίου Νικολάου (Φυρρά) Σαντορίνης
(από το βιβλίο: "Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)". Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σ. 154)
“Η νύχτα προχώρησε· η ημέρα πλησίασε”
(Ρωμ. ιγ΄ 12)
“Δηλαδή, κοντά είναι η ανάσταση, κοντά η
φοβερή κρίση και πρέπει πλέον ν’ απαλλαγούμε
από την αδιαφορία. Διότι καθώς περνάει ο χρόνος,
ξοδεύεται ο καιρός της παρούσας ζωής, ενώ
έρχεται πιο κοντά ο καιρός της μέλλουσας. Εάν
λοιπόν είσαι προετοιμασμένος και έχεις κάνει όλα
όσα συμβούλεψε ο Κύριος, η ημέρα γίνεται για
σένα Σωτηρία, εάν όμως συμβαίνει το αντίθετο,
δεν είναι ακόμη”.
«Πολλοί είναι αυτοί που απαρνούνται τον βίο τούτον και τα πράγματα του βίου, λίγοι όμως όσοι απαρνούνται και τα θελήματά τους. Γι’ αυτούς καλώς αποφαίνεται ο θείος λόγος λέγοντας "πολλοί είναι οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί"» (τ. 19Α, σ. 411).
«Κέρδος καλό για σένα το να κόψεις τα θελήματά σου, μάρτυρα συνειδήσεως σ’ αναδείχνει» (τ. 19Ε, σ. 87, στιχ. 10-11).
«Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πως είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ’ρθει, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου - βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι άλλα τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (τ.19Ε, σ. 127,στιχ. 88-115 & 126-131).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (και από άλλα θέματα)
«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-59).
«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).
«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ. 369).
«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πως στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ. 19ΣΤ, σ. 387).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Πώς έβλεπαν οι Φαρισαίοι τους ανθρώπους
1. Κάποτε επήγε ο κύριος μας στο σπίτι ενός τελώνη, του Ματθαίου. Και εκεί συμπεριφερόταν, σαν να ήταν και αυτός τελώνης. Εκεί ο ενσαρκωθείς Θεός έκατσε στο τραπέζι μαζί με αμαρτωλούς. Και οι φαρισαίοι τον είδαν. Και εσκανδαλίσθηκαν. Και είπαν στους μαθητές του. Γιατί «μετά τελωνών και αμαρτωλών εσθίει και πίνει ο διδάσκαλος υμών»;
Μα για ειπέτε μας, φαρισαίοι; Γιατί τους ονομάζετε τους ανθρώπους αυτούς αμαρτωλούς; Δεν θα ευρίσκεσθε πιο κοντά στην πραγματικότητα, αν τους ωνομάζατε τυχερούς, μακάριους, αγγέλους, και μάλιστα χερουβείμ, αφού είχε ευδοκήσει να κάτση ανάμεσά τους ο Θεός;
Δεν θα ήταν καλλίτερο για σας, να ελέγατε:
- Και μεις, Κύριε, αμαρτωλοί είμαστε. Δέξου μας, κύριε Ιησού! Προσπίπτομε στα πόδια σου. Καρδιογνώστη και δίκαιε κριτή, ασφαλώς αυτούς τους αμαρτωλούς τους προτίμησες από εμάς, και επήγες και έκατσες ανάμεσά τους, επειδή οι δικές μας αμαρτίες είναι για Σένα πιο βαρειές από τις δικές τους. Έλα και ανάμεσά μας. Και αξίωσέ μας, τουλάχιστον, να προσπέσωμε στα πόδια σου.
Μα όχι! Οι φαρισαίοι δεν είπαν τίποτε από αυτά. Γιατί στους σκοτεινούς αυτούς δικαίους, που ήσαν πλούσιοι σε δικαιοσύνη της πεπτωκυίας φύσης, σε κίβδηλη και ψεύτικη γήινη δικαιοσύνη, σε δικαιοσύνη δαιμονιώδη, δεν υπήρχε ούτε ίχνος απο την άγια εκείνη ευωδία της ταπείνωσης. Και γι’ αυτό, τολμούν και κατακρίνουν. Κατακρίνουν τους αμαρτωλούς! Επειδή είναι αμαρτωλοί. Κατακρίνουν και τον Κύριο! Επειδή τους δέχεται. Και τους κάνει έτσι συμμέτοχους των αληθινά δικαίων. Και γι’ αυτό Τον απορρίπτουν. Και λένε: «ο διδάσκαλος υμών» (=σας). Τους δίνουν έτσι να καταλάβουν, ότι αυτοί δεν θα Τον αναγνωρίσουν ποτέ σαν «δικό τους» διδάσκαλο.
2. Η απάντηση του Κυρίου είναι μία απάντηση, που ξεσκεπάζει τα αίτια της πνευματικής πενίας των φαρισαίων, που τόσον επιμελώς την έκρυβαν. Είναι μια απάντηση σε όλα τα προβλήματα της ψυχής τους. Γιατί εμπερικλείει μια εκ μέρους του Θεού φοβερή καταδίκη. Και, απορρίπτει σαν ψεύτικη δικαιοσύνη, κάθε δικαιοσύνη που συνοδεύεται με την κατάκριση του πλησίον. Ο Κύριος είπε: «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες (= οι υγιείς) ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες (= οι άρρωστοι). Πορευθέντες λοιπόν μάθετε, τι εστιν· έλεον θέλω και ου θυσίαν. Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν»
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 11-13)
403. Ευχαριστώ την Αγία Μητέρα μας την Εκκλησία, την ακηλίδωτο Νύμφη του Χριστού, για τη σωτηρία που μου εξασφαλίζει. Με τις Οικουμενικές και τις Τοπικές της Συνόδους, περιτειχίζει την αλήθεια της πίστεώς μου. Με τα αίματα των αγίων Μαρτύρων της, νίκησε και κατετρόπωσε όλους τους εχθρούς της πίστεως και μου ανοίγει τους δρόμους προς την αιώνιο ζωή. Την ευχαριστώ, που διατηρεί όλους τους ιδρυμένους από τον Κύριο σωτηρίους για μένα θεσμούς. Την ευχαριστώ, που συνεκρότησε για μένα τη θεία της λατρεία, αυτή την αγγελική συμφωνία πάνω στη γη. Που, με το εορτολόγιο, φέρει μπροστά στα μάτια της ψυχής μου, κάθε έτος, όλα τα σπουδαία γεγονότα και πρόσωπα της θείας οικονομίας. Που, με τη Θεία Λειτουργία, με κάνει μέτοχο της αθανάτου ζωής του Κυρίου. Την ευχαριστώ, που μου προβάλλει τα ζωηφόρα παραδείγματα των Αγίων, παραδείγματα πίστεως, ελπίδος και αγάπης, που με εμπνέουν και με κεντρίζουν για μία ευαγγελική ζωή. Ευχαριστώ την αγία μου Μητέρα για τις συγγραφές των Πατέρων και Διδασκάλων της, κοιτάσματα λόγων γλυκυτάτων και ψυχωφελών, κληρονομία μας αθάνατο. Την ευχαριστώ για το θεοΐδρυτο Ιερατείο της, που μας ποιμαίνει και μας αγιάζει εν Χριστώ, οδηγώντας μας προς τον Παράδεισο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 173-174)
401. Για τον πιστό, είναι εύκολο να ελκύση το Άγιο Πνεύμα πάνω του, όσο εύκολο είναι να αναπνέη τον γύρω του αέρα. Ο Παράκλητος, σαν τον αέρα, είναι «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Όποιος προσεύχεται με θερμή καρδιά, διαποτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, προσεύχεται «εν Πνεύματι Αγίω».
402. Ο άνθρωπος είναι ένα θαυμάσιο, πολυτίμητο δημιούργημα του Θεού, ιδίως ο άγιος άνθρωπος. Είναι αστέρι του Θεού. Είναι λαμπρό άνθος, πανέμορφο και αγνό. Περήφανη κέδρος. Ακριβό μαργαριτάρι. Ωραίο καρποφόρο δένδρο στον παράδεισο του Θεού. Πραγματικά, θαυμάσιο δημιούργημα του Θεού είναι ο άνθρωπος. Δόξα στον Δημιουργό του και Προνοητή του! Δόξα στον Σωτήρα του, που άνοιξε τις πύλες της αθανασίας για το πολυαγαπημένο του πλάσμα!
("Η εν Χριστώ ζωή μου", Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδ. Παπαδημητρίου, σ. 173)
«Όποτε ο νους αρπαγή από οίηση, εμβαθύνει σ’ αυτήν και μέσα στον αγώνα του υποθέσει ότι κάτι είναι, τότε η χάρις που τον φωτίζει αοράτως απομακρύνεται και τον αφήνει γρήγορα αδειανό· αμέσως λοιπόν ξεσκεπάζεται η ασθένειά του, ενώ τα πάθη επιτίθενται εναντίον του σαν άγρια σκυλιά και ζητούν να τον καταπιούν. Αυτός λοιπόν, μέσα στην αμηχανία του, καθώς δεν έχει που να φύγει και σωθεί, καταφεύγει με ταπείνωση προς τον δυνάμενο να τον σώσει Κύριο» (τ. 19Α, σ. 437).
«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυρός δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίστασι και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν "από πού μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;", ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς» (τ. 19Α, σ. 571).
«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσομε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ.19Γ, σ. 185).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθομε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ.193).
«Πώς είσαι και φωτιά που ξελοχίζεις, πώς είσαι και νερό που με δροσίζει, πώς κατακαίς μα και γλυκαίνεις και πώς εξαφανίζεις τη φθορά;» (τ. 19Ε, σ.91,στιχ. 1-4).
«(Απώλεια της Χάρης)· Ως τη δοκίμασα απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβεν ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιο η σκιά και της νυχτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύν καιρό σκουριά, άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48).
«(Απώλεια της Χάρης)· Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
"Όταν ελέγχεται (ο κενόδοξος) ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (19Α, 417-9)
«Πώς δεν φρίττετε καθόλου να γράφετε ή να ομιλείτε για τέτοια; Διότι, εάν οφείλομε να δώσομε λόγο για κάθε αργή (=μάταιη, ανώφελη) λέξη, πόσο μάλλον θα εξετασθούμε γι’ αυτά και θα κολασθούμε ως αργολόγοι; Διότι, αργός λόγος δεν είναι, όπως θα υπονοούσε κάποιος, μόνον ο ανωφελής λόγος, αλλά κι εκείνος που λέγεται από εμάς πριν από την πράξη και την έμπρακτη γνώση. Πράγματι, όταν δεν καταφρονήσω την κάτω δόξα και δεν την βδελυχθώ από ψυχής, επειδή ως ψυχοβλαβής με στερεί από την άνω δόξα, διδάσκω όμως γι’ αυτήν τους άλλους και τους παραγγέλλω ν’ απέχουν απ’ αυτήν, δεν θα είναι ο λόγος μου και άπρακτος και κενός και δεν θα κατακριθώ ως ψεύτης;» (τ. 19Β, σ. 223).
«Εάν λοιπόν εκείνοι έκαναν χωρίς να μιλήσουν καθόλου μεταξύ τους τόσα έτη και τόσες ημέρες, τι θα πάθουμε εμείς που δεν φυλαγόμαστε από τις συναντήσεις και αργολογίες ούτε αυτές τις λίγες ημέρες (της Σαρακοστής); Και γιατί λέγω ημέρες, τη στιγμή βέβαια που ούτε μιας ώρας καιρό δεν μπορούμε να φυλάξομε τους εαυτούς μας; Και τι θα κάνουμε, καλοί μου αδελφοί, εάν ξαφνικά, ενώ είμαστε εμείς σ’ αυτή την κατάσταση, έλθει ο κριτής των όλων και Θεός, αυτός που ζητεί απολογία και για τον αργό λόγο από εμάς κατά την ημέρα της κρίσεως; Και πώς θα επιβληθούμε και στα άλλα πάθη, όταν έχομε ασυγκράτητη γλώσσα; Διότι πες μου, ποιο από όλα τα άλλα πάθη είναι ελαφρότερο απ’ αυτό το πάθος; Η σάρκα, επειδή έχει τη φυσική επιθυμία και πύρωση, επαναστατεί εναντίον του πνεύματος και πολεμεί ισχυρώς την ψυχή, η κοιλιά θέλει να χορταίνει με φαγώσιμα, αφού γι’ αυτό και έχει γίνει. Εάν επομένως δεν κρατήσομε τη συνήθεια της γλώσσας, πράγμα που μας είναι εύκολο και ελαφρό, πώς θα συγκρατήσομε κάποτε αυτά τα φοβερά και μεγάλα πάθη, τα οποία έχουν πολλή δύναμη στη φύση και, θα έλεγε κανείς, στην επιθυμία και ηδονή;» (τ. 19Δ, σ. 101).
«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, "Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε", αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, "Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;"· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, "Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;". Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).
«Εάν οι συγκαθήμενοι αδελφοί σε προτρέπουν να φας ή να πιείς κάτι περιττό, τίποτε άλλο να μη αποκριθείς σε κάποιον, παρά, αφού δέσεις τα χέρια σου, σηκωθείς λίγο και κλίνεις το κεφάλι, πες με ήρεμη φωνή "συγχώρησον". Σε όλους να αποκρίνεσαι πάντοτε έτσι και ούτε να προτιμήσεις τίποτε από τα περισσεύματά σου, ούτε να λάβεις κάτι από κάποιον» (τ. 19Δ, σ. 327).
«Την αυθάδη όσο μπορείς γλώσσα σου κράτα - γλιστρά εύκολα στης αμαρτίας το δρόμο - γιατί απ’ αυτήν και μονάχα μεγάλοι πολλοί ξαστόχησαν τον ίσιο δρόμο κι έχασαν την ουράνια βασιλεία» (τ. 19Ε,σ. 79).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Όσοι ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλά δεν φυλάσσουν τις εντολές του, δεν θα θεωρηθούν μόνο ως αρνητές, αλλά και ως ατιμαστές του κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά και θα κατακριθούν με δίκη περισσότερο από εκείνους που περιτέμνουν τα σώματά τους, ως ακρωτηριάζοντες τις εντολές του Θεού. Διότι εκείνος που ατιμάζει τον πατέρα, πώς θα θεωρηθεί υιός; Εκείνος που χωρίζεται από το φως, πώς θα διαμείνει σ’ αυτό σαν σε ημέρα; Με κανένα τρόπο, αδελφοί. Αν όμως λέγει κάποιος ότι ‘Κανείς δεν μπορεί να τηρήσει όλες τις εντολές’, να γνωρίζει ότι διαβάλλει τον Θεό και τον κατακρίνει ότι μας διέταξε πράγματα αδύνατα. Αυτός δεν θ’ αποφύγει το αναπόφευκτο της δίκης, αλλά θα κατακριθεί… Διότι αυτός ο άνθρωπος αποκαλεί τον Θεό ψεύτη και πλάνο και γεμάτο φθόνο· ψεύτη, διότι, ενώ εκείνος είπε, "ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίο μου είναι ελαφρό" , αυτός αποφαίνεται όχι μόνο ότι δεν είναι ελαφρό, αλλά ότι είναι αβάστακτο· πλάνο, διότι κατέβηκε υποσχόμενος πολλά και μη θέλοντας να δώσει τίποτε σε μας, ή καλύτερα φθονώντας τη σωτηρία μας διέταξε να κάμομε και να φυλάξομε αδύνατα πράγματα, με σκοπό ώστε, αφού δεν θα μπορούμε να τα πραγματοποιήσομε, ευρίσκοντας δήθεν εύλογη πρόφαση, να μας στερήσει εκείνα τα αγαθά. Αλλά αλλοίμονο σ’ αυτούς που λέγουν αυτά, αν δεν μετανοήσουν διότι ο Δεσπότης και Θεός μας δεν παρήγγειλε τίποτε φορτικό, τίποτε επαχθές, αλλά μάλλον όλα είναι και άνετα και εύκολα, αφού βέβαια, πιστεύσατέ με, κι’ εγώ ο ίδιος γνώρισα ότι είναι εύκολη η εντολή του Θεού και η επίτευξη αυτής και της βασιλείας του» (τ. 19Γ, σ. 127,129).
«Όποιος δεν καταξιώθηκε να φθάσει σ’ αυτά και να αποκτήσει αυτού του είδους τις εμπειρίες [θέα του φωτός του Θεού], ας κατακρίνει τον εαυτό του μόνο, και ας μη λέγει, προφασιζόμενος αμαρτωλές προφάσεις, ότι το πράγμα είναι αδύνατο ή ότι γίνεται βέβαια, όμως ασυνείδητα· αλλά ας γνωρίζει, πληροφορούμενος από τις θείες Γραφές, ότι το πράγμα είναι δυνατό και αληθινό, γινόμενο εμπράκτως και ενεργούμενο συνειδητά, ενώ ο καθένας με την αργία και έλλειψη των εντολών αποστερεί ο ίδιος τον εαυτό του των τοιούτων αγαθών κατά αναλογία» (τ. 19Γ, σ. 173).
«Συναρμολογούνται όλες (οι αρετές) μεταξύ τους σε ένα, και έτσι κατασκευάζουν τον άνθρωπο σαν ένα εύχρηστο σκεύος, όπου εισέρχεται η χάρη του Θεού σαν νέος οίνος. Πες μου λοιπόν, εάν παραλείψεις μία απ’ όλες τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες και με τις οποίες κατασκευάσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε θα ανεχθεί ο Θεός να βάλει σ’ αυτό κάτι γενικά από τα χαρίσματα του Πνεύματός του, αν και φαίνεται πολύ μικρή η τρύπα του πετάλου που δήθεν παραλείφθηκε, δηλαδή του τόπου της αρετής; Καθόλου! Διότι οπωσδήποτε από τη μικρή εκείνη τρύπα θα τρέξει το περιεχόμενο λίγο-λίγο και ανεπαίσθητα θα χυθεί» (τ. 19Δ, σ. 341).
«Εάν είναι δυνατό, να μη παύσομε ποτέ να ανακρίνουμε και να εξετάζουμε με κάθε προθυμία τον εαυτό μας κάθε ημέρα και κάθε ώρα, αλλά, όπως είπαμε, διερχόμενοι όλες τις εντολές να εξετάζουμε και να παρατηρούμε στην κάθε μία από αυτές τον εαυτό μας. Και εάν βέβαια διαπιστώσουμε ότι την εκπληρώσαμε, να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη και Θεό και στο εξής να την φυλάξουμε ασφαλώς. Εάν όμως δεν τη θυμηθήκαμε ή δεν την εκτελέσαμε, να τρέξουμε, παρακαλώ, ως που να την πιάσουμε και να την κρατήσουμε για να μη συμβεί, καταφρονώντας την, να ονομασθούμε ελάχιστοι στη βασιλεία των ουρανών» (τ. 19Δ, σ. 449).
"Πάμε, του λέγω, Κύριε, ποτέ μου δε σ’ αφήνω, και μια σου δε χαλώ εντολή, όλες θα τις φυλάξω. Αμήν" (τ. 19Ε, σ. 237,στιχ. 223-224).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με Το θέμα «εντολές»)
«Πίστη εδώ δεν εννοεί μόνο αυτήν, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι Θεός, αλλά την περιεκτικωτάτη πίστη για όλες τις άγιες εντολές που λέχθηκαν απ’ αυτόν, και που περιέχει και συγκρατεί μέσα της όλες τις θείες του εντολές, και που δέχεται ότι τίποτε σ’ αυτές, ούτε μια κεραία, δεν είναι άχρηστη, αλλά όλα μέχρι και ένα γιώτα είναι ζωή και πρόξενα της αιώνιας ζωής. Ώστε, αυτός που πιστεύει, ότι έτσι είναι αυτές και που υποσχέθηκε με το άγιο βάπτισμα ότι θα τις φυλάγει όλες αυτές και θα τις εφαρμόζει χωρίς διακοπές, θα σωθεί. Αυτός πάλι που απιστεί σε κάποιον από τους λόγους του, έστω και σε μια, όπως λέχθηκε, κεραία ή σ’ ένα γιώτα, θα καταδικασθεί, σαν να τον αρνήθηκε όλον εκείνον» (τ. 19Γ, σ. 527).
«Άνθρωπε, πιστεύεις ότι είναι Θεός ο Χριστός; Εάν λοιπόν πιστεύεις, να φοβάσαι και να φυλάττεις τις εντολές του» (τ. 19Δ, σ. 219).
«(Μιλά ο Χριστός)· Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (τ. 19ΣΤ, σελ. 403-405).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)