"Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας"
Είναι συγκινητική η διακριτικότητα της αγάπης του Θεού, όπως μας αποκάλυψε ο Γέροντας.
Ήμασταν μια φιλική συντροφιά, στα Καλλίσια, δίπλα στους βράχους του Μοναστηριού, έχοντας ανάμεσά μας το Γέροντα.
Ήταν νύχτα, παραμονή του Αγίου Πνεύματος. Ο Γέροντας μας έκανε μιά κατανυκτική, εξωτερική και εσωτερική,
περιγραφή των Αγιορείτικων αγρυπνιών στα Καυσοκαλύβια, τότε πού, όπως έλεγε,
"το Άγιο Πνεύμα ερχόταν και πλημμύριζε με ουράνια χαρά τις ψυχές των μοναχών".
Και λέγοντας αυτά, μας άφησε ένα αφυπνιστικό μήνυμα: "Και τώρα το Άγιο Πνεύμα θέλει να μπεί στις ψυχές μας,
όπως και τότε, αλλά σέβεται την ελευθερία μας, δε θέλει να την παραβιάσει.
Περιμένει να Του ανοίξουμε μόνοι μας την πόρτα και τότε θα μπεί στην ψυχή μας και θα τη μεταμορφώσει".
Τα λόγια του μου θύμιζαν την Αποκάλυψη: "Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω, εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν,
εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού".
Ο Παντοδύναμος Θεός χτυπά διακριτικά την πόρτα της ψυχής του αδύναμου ανθρώπου και περιμένει υπομονητικά να του ανοίξει,
για να τον κάνει αληθινά ευτυχή, κι αυτός τις πιο πολλές φορές, κάνοντας κακή χρήση της ελευθερίας του,
που Εκείνος του χάρισε, δεν του ανοίγει, μένοντας κλεισμένος στη δυστυχία του.
Πόσοι από εμάς άραγε έχουμε τη φρόνηση να κάνουμε πράξη την ικεσία: "Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν";
Πόσοι από μας, λέγοντας αυτή την προσευχή δεν αμπαρωνόμαστε τη μοναξιά της ανασφάλειάς μας;
Και ο Θεός σέβεται την αφροσύνη μας, γιατί κι αυτή αποτελεί έκφραση της ελευθερίας μας.
Μία μέρα ο Γέροντας μου είπε: "Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας".
Και μιά άλλη: "Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή το θέλεις, ελεύθερα, υπεύθυνα και με ευχαρίστηση".
Προσπαθούσα να εμβαθύνω στις επιγραμματικές, αλλά πολυσήμαντες αυτές συμβουλές του.
[Γ 386π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος,σελ.158-159)
Εκλογή επαγγέλματος
-Γέροντα, μερικοί γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους προς το δικό τους επάγγελμα,
και μάλιστα πολλές φορές γίνονται πιεστικοί.
-Όχι, δεν κάνουν καλά. Δεν πρέπει να πιέζουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό που αναπαύει τους ίδιους,
αν αυτό δεν αναπαύει και εκείνα. Γνώρισα έναν νέο που ήθελε να σπουδάσει θεολογία και να γίνει ιερέας.
Η μάνα του όμως δεν τον άφηνε, τον πίεζε να πάει ιατρική. Το παιδί είχε μάθει βυζαντινή μουσική και έψελνε.
Είχε κάνει μόνος του και ένα όργανο μουσικό και εύρισκε τους ήχους. Ήξερε τα μουσικά απ’ έξω.
Είχε χάρισμα. Έφτιαχνε τροπάρια, ακολουθίες... Μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Θεολογική Σχολή.
Η μάνα του έπαθε νευρικό κλονισμό από την στενοχώρια της. Ερχόταν ύστερα και με παρακαλούσε:
«Κάνε προσευχή, Πάτερ, να γίνω καλά, και ας κάνει ό,τι θέλει το παιδί μου».
Μόλις έγινε καλά, πάλι δεν τον άφηνε να κάνει αυτό που ήθελε. Ύστερα και αυτός τα παράτησε όλα, και τελικά χαραμίστηκε.
Εγώ λέω στους νέους που βλέπω να προβληματίζονται ποιά επιστήμη να ακολουθήσουν: «Δέστε ποιά επιστήμη σας αρέσει,
ώστε να κάνετε αυτό που είναι στην φύση σας». Αν δεν είναι στην φύση τους αυτό που σκέφτονται να κάνουν,
προσπαθώ να τους κάνω να δώσουν την καρδιά τους σ’ αυτό που είναι στην φύση τους, για να βοηθηθούν.
Τους βοηθάω δηλαδή να ακολουθήσουν την επιστήμη που θέλουν και να κάνουν το επάγγελμα που είναι ανάλογο με τις δυνάμεις τους,
φθάνει να το κάνουν κατά Θεόν. Έχει κλίση κάποιος στην μουσική; Να γίνει μουσικός ή καλός ιεροψάλτης,
που θα βοηθάει με την ζωή του και με την ψαλτική του όσους θα τον ακούν, ώστε να αγαπήσουν την Εκκλησία και την προσευχή.
Έχει κλίση στην ζωγραφική; Να γίνει ζωγράφος ή αγιογράφος και να κάνει με ευλάβεια εικόνες, που θα κάνουν θαύματα.
Έχει κλίση σε κάποια επιστήμη; Να αφοσιωθεί σ’ αυτήν και να εργαστεί με φιλότιμο.
Και να δείτε, φαίνεται από μικρός κανείς τί κλίση έχει. Μια φορά στο μοναστήρι στο Στόμιο είχε έρθει κάποιος με δυο ανιψάκια του.
Το ένα, έξι-επτά χρονών, κάθισε κοντά μας και συνέχεια μας έκανε διάφορες ερωτήσεις.
Το ρωτάω: «Τί θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις;». «Δικηγόρος!», μου λέει. Το άλλο το χάσαμε.
Ρωτάω τον θείο του: «Που πήγε το άλλο το παιδί; μήπως πέσει σε κανέναν γκρεμό».
Βγαίνουμε έξω να το βρούμε και ακούμε κάτι χτυπήματα στο μαραγκούδικο. Πάμε μέσα, και τί να δούμε;
Το σανίδι που είναι στον μπάγκο, όπου πλανίζουμε και είναι πολύ λείο, το είχε κάνει με το σκεπάρνι χάλια!
«Τί θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις;», το ρωτάω. «Επιπλοποιός!», μου λέει. «Να γίνεις, του λέω. Χαλάλι που χάλασε το σανίδι! Δεν πειράζει!».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 167-168)
Δοκάρι
στο δικό σου μάτι
Εσύ το δικό σου δοκάρι όχι μόνο δεν το βγάζεις, αλλ’ ούτε καν το βλέπεις. Όμως το σκουπιδάκι του άλλου όχι μόνο το βλέπεις, αλλά και το κρίνεις και προσπαθείς να το βγάλης. Μοιάζεις με εκείνον, που ο ίδιος πάσχει από φοβερή υδρωπικία ή από αγιάτρευτο νόσημα και αδιαφορεί γι' αυτά, κατηγορεί όμως τον άλλον που αδιαφορεί για ένα μικρό σπυράκι. Αν δε είναι κακό πράγμα το να μη βλέπουμε τα δικά μας αμαρτήματα, είναι διπλό και τριπλό το κακό το να κρίνουμε τους άλλους, ενώ οι ίδιοι περιφέρουμε αναίσθητα τα δοκάρια στα μάτια μας. Ναι, η αμαρτία είναι βαρύτερη από δοκάρι.
Ε.Π.Ε. 10,74
Δοκιμασίες
γιατί;
Γι’ αυτό επιτρέπει ο Θεός να αυξηθούν τα δεινά, όχι για να μας καταποντίση μέσα σ’ αυτά, αλλά για να μας κάνη πιο αξιόλογους και να μας χαρίση μεγαλύτερη απόδειξι της δυνάμεώς του.
Ε.Π.Ε. 6,670
των φίλων του Θεού
Οι δοκιμασίες είναι ίδιον των φίλων του Θεού.
Ε.Π.Ε. 14,176
ακόνι της ψυχής
Οι θλίψεις και οι δυσκολίες της ζωής είναι σαν το ακόνι. Μας τροχίζουν. Γι’ αυτό οι φτωχοί, ως επί το πλειστόν, είναι πιο συνετοί από τους πλουσίους, επειδή ακριβώς δέχονται πλήγματα και κραδασμούς από τα κύματα της ζωής... Το σίδερο, όταν παραμένη ανενέργητο, φθείρεται· όταν όμως δουλεύεται, λάμπει. Έτσι και η ψυχή όταν κινήται. Και κίνησις της ψυχής είναι οι περιπέτειές της. Και η λύπη, όταν δεν είναι υπέρμετρος, είναι καλό. Το ίδιο και η μέριμνα, το ίδιο και η φτώχεια. Διότι δυνατούς μας κάνουν και τα καλά και τα αντίθετα.
Ε.Π.Ε. 16β,270-272
και έκβασις
Ο Χριστός δίνει και την υπομονή και χαρίζει σύντομα την απαλλαγή, ώστε να γίνεται υποφερτή η δοκιμασία.
Ε.Π.Ε. 18α,80
αγίων
Ο άγιος, και όταν κάνη το καλό και παρ’ όλα αυτά υποφέρη, ευχαριστεί τον Θεό. Έτσι πλήττει το διάβολο. Καθ’ όσον είναι βέβαια καλό, να ελεή και να είναι ενάρετος και όταν όλα έρχωνται κατ’ ευχήν. Αλλά περισσότερο καλό είναι να μη παραιτήται κανείς από το καλό και όταν δυστυχή. Τότε κατ’ εξοχήν είναι άνθρωπος του Θεού.
Ε.Π.Ε. 18α,732
κοινωνία Χριστού
Ας μη τα χάνουμε στις δοκιμασίες. Κοινωνός του Χριστού δεν γίνεται όποιος ζη τρυφηλή ζωή, παραμένοντας ράθυμος και χάνοντας το θάρρος του. Γίνεται εκείνος, που αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες· εκείνος, που στέκεται κοντά σ’ αυτόν, που βαδίζει το στενό δρόμο.
Ε.Π.Ε. 19,26
γυμναστική
Υποφέρουμε βέβαια πολλές φορές και αποτυγχάνουμε, αλλ’ όχι έτσι, ώστε να τα χάνουμε. Διότι οι δοκιμασίες παραχωρούνται από το Θεό σε μας για άσκησι και όχι προς ήττα.
Ε.Π.Ε. 19,252
δικαίων για τον Χριστό
Το να πάσχη κανείς κάτι για το Χριστό, είναι γλυκύτερο από κάθε παρηγοριά.
Ε.Π.Ε. 20,640
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 72-74)
Του Αββά Πέτρου του Πιονίτη
α’. Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο τον Πιονίτη, στα Κελλιά, ότι κρασί δεν έπινε. Όταν λοιπόν γήρασε, ετοιμάζουν οι αδελφοί λίγο κρασί ανακατεμένο με νερό και τον παρακαλούσαν να το δεχθή. Και έλεγε: «Πιστέψτε με, σαν ακριβό αρωματικό κρασί το έχω». Και έκρινε τον εαυτό του, πίνοντας από εκείνο το νερωμένο κρασί.
β’ . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Πέτρο του Αββά Λώτ: «Όταν είμαι στο κελλί μου, η ψυχή μου ειρηνεύει. Αν όμως έλθη κάποιος αδελφός και μου πη τα έξω λόγια, η ψυχή μου πέφτει σε ταραχή». Λέγει ο Αββάς Πέτρος: «Έλεγε ο Αββάς Λώτ: Το κλειδί σου ανοίγει τη θύρα μου». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Τί σημαίνει αυτή η φράση;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν τινάς σε επισκεφθή, τον ρωτάς: Πώς είσαι; Από που έρχεσαι; Πώς περνούν οι αδελφοί; Σε δέχθηκαν ή όχι; Και τότε ανοίγεις τη θύρα και ακούς αυτά οπού δεν θέλεις». Του λέγει: «Έτσι είναι. Τί πρέπει λοιπόν να κάμη τινάς αν τον επισκεφθή ένας αδελφός;». Λέγει ο γέρων: «Όλο το πένθος διδαχή είναι. Και οπού δεν είναι πένθος, δεν μπορεί τινάς να φυλαχθή». Λέγει ο αδελφός: «Όταν είμαι στο κελλί, μαζί μου είναι το πένθος. Αν όμως με επισκεφθή τινάς ή βγω από το κελλί, δεν το βρίσκω». Λέγει ο γέρων: «Δεν σου έχει υποταχθή ακόμη, αλλά απλώς το χρησιμοποιείς. Γιατί είναι γραμμένο στον νόμο: Όταν κτήση παίδα Εβραίον, εξ έτη δουλεύσει σοι˙ τω δε εβδόμω έτει εξαποστείλεις αυτόν ελεύθερον˙ εάν δε δώς αυτώ γυναίκα και γεννήση παιδία εν τη οικία σου και μη θελήση αποδιδράσκειν δια την γυναίκα και τα παιδία, προσάξεις αυτόν προς την θύραν του οίκου και τρυπήσεις αυτού το ωτίον τω οπητίω και έσται σοι δούλος εις τον αιώνα». Λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται ο γέρων: Αν κουρασθή τινάς κατά δύναμη σε κάτι, όποια ώρα το ζητήση έχοντας την ανάγκη του, θα το βρή». Του λέγει: «Κάμε μου τη χάρη, εξήγησέ μου το αυτό». Λέγει ο γέρων: «Ούτε νόθος γυιός παραμένει δουλεύοντας σε κάποιον, αλλά ο γυιός οπού γεννιέται δεν αφήνει τον πατέρα του».
γ’ . Έλεγαν για τον Αββά Πέτρο και τον Αββά Επίμαχο, ότι συνασκήτευσαν στη Ραϊθώ. Ενώ δε έτρωγαν στη σύναξη, τους βίασαν να έλθουν στο τραπέζι των γερόντων. Και με πολλή δυσκολία πήγε ο Αββάς Πέτρος μόνος. Και σαν σηκώθηκαν, του λέγει ο Αββάς Επίμαχος: «Πώς τόλμησες να πας στο τραπέζι των γερόντων;». Και εκείνος αποκρίθηκε: Αν καθόμουν μαζί σας, σαν γέροντα οι αδελφοί θα με προέτρεπαν να ευλογώ πρώτος και σαν μεγαλύτερός σας θα ήμουν. Τώρα λοιπόν οπού πήγα κοντά στους πατέρες, μικρότερος όλων ήμουν και ταπεινότερος στον λογισμό».
δ’ . Είπε ο Αββάς Πέτρος, ότι δεν πρέπει να το παίρνουμε επάνω μας όταν ο Κύριος κάμη κάτι χρησιμοποιώντας μας σαν όργανά του, αλλά μάλλον να ευχαριστούμε οπού καταξιωθήκαμε να μας προσκαλέση. Και αυτό για κάθε αρετή έλεγε ότι συμφέρει να το συλλογίζεται τινάς.
Του Αββά Παφνουτίου
α’ . Έλεγαν για τον Αββά Παφνούτιο, ότι δεν έπινε εύκολα κρασί. Οδεύοντας δε κάποτε, συνάντησε συμμορία ληστών και τους βρήκε την ώρα οπού έπιναν κρασί. Τον γνώριζε δε ο αρχιληστής και ήξερε ότι δεν πίνει κρασί. Και βλέποντάς τον κατακουρασμένο, γέμισε ποτήρι με κρασί, πήρε το σπαθί στο χέρι και λέγει στον γέροντα: Αν δεν πιής, σε σκοτώνω». Καταλαβαίνοντας τότε ο γέρων ότι εντολή Θεού θα έκανε, αποσκοπώντας να τον κερδίση, πήρε και ήπιε. Ο δε αρχιληστής, μεταμελημένος, είπε: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού σε στενοχώρησα». Και λέγει ο γέρων: «Έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι, χάρη στο ποτήρι αυτό, θα σε ελεήση και σ’ αυτόν και στον άλλο κόσμο». Λέγει ο αρχιληστής: «Με τη χάρη του Θεού, είμαι βέβαιος ότι από τώρα δεν θα κάμω κακό σε κανέναν». Και κέρδισε ο γέρων όλη τη συμμορία, αφήνοντας το δικό του θέλημα για χάρη του Κυρίου.
β’ . Είπε ο Αββάς Ποιμήν, ότι έλεγε ο Αββάς Παφνούτιος: «Όλες τις μέρες της ζωής των γερόντων, δυο φορές τον μήνα πήγαινα σ’ αυτούς, διανύοντας δώδεκα μιλιά, και κάθε λογισμό μου τους φανέρωνα και τίποτε άλλο δεν μου έλεγαν παρά το εξής: Όπου και αν πας, μη έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου και θα ειρηνεύης».
γ’ . Ήταν ένας αδελφός σε Σκήτη με τον Αββά Παφνούτιο και τον πολεμούσε η σαρκική αμαρτία. Και έλεγε: «Αν πάρω δέκα γυναίκες, δεν ικανοποιώ την επιθυμία μου». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Μη μιλάς έτσι, τέκνο μου. Πόλεμος είναι των δαιμόνων». Αλλά δεν πείστηκε. Πήγε λοιπόν στην Αίγυπτο και πήρε γυναίκα. Μετά από καιρό, συνέβη ο γέρων να ανεβή στην Αίγυπτο και να τον συναντήση φορτωμένον με ζεμπίλια οστράκων. Και ο γέρων δεν τον ανεγνώρισε. Αλλά εκείνος του λέγει: «Εγώ είμαι, ο δείνα μαθητής σου». Και βλέποντάς τον ο γέρων σ’ εκείνο το κατάντημα, έκλαψε και είπε: «Πώς άφησες εκείνη την τιμή και έφθασες σ’ αυτό το κατάντημα; Πλην, πήρες τις δέκα γυναίκες;». Και στενάζοντας, είπε: «Μόνο μια πήρα και βασανίζομαι για να τη χορτάσω ψωμί». Και του λέγει ο γέρων: «Έλα πάλι μαζί μας». Και είπε: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Και εκείνος είπε: «Υπάρχει». Τα εγκατέλειψε τότε όλα και τον ακολούθησε. Και μπαίνοντας σε Σκήτη, αποδείχθηκε στην πράξη άξιος μοναχός.
δ’ . Σ’ έναν αδελφό οπού έμενε στην έρημο της Θηβαΐδος, ήλθε λογισμός και του έλεγε: «Τι κάθεσαι άκαρπος; Σήκω, πήγαινε σε Κοινόβιο και εκεί κάνεις καρπό». Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε στον Αββά Παφνούτιο και του φανέρωσε τον λογισμό. Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου και κάνε μια προσευχή το πρωΐ και μια το βράδι και μια τη νύχτα. Και όταν πεινάς, φάγε. Και όταν διψάς, πίνε. Και όταν νυστάζης, κοιμήσου. Και μένε στην έρημο. Και μη πεισθής σ’ αυτόν». Πήγε δε και στον Αββά Ιωάννη και του ανέφερε τα λόγια του Αββά Παφνουτίου. Και λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μη κάμης καθόλου προσευχή, μόνο να κάθεσαι στο κελλί σου». Σηκώνεται κατόπιν, πηγαίνει στον Αββά Αρσένιο και του τα ανακοινώνει όλα. Και του λέγει ο γέρων: «Κάμε ό,τι σου είπαν οι πατέρες. Εγώ δεν έχω να σου πω τίποτε περισσότερο». Και πληροφορημένος, έφυγε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Του Αββά Πιστού
Διηγήθηκε ο Αββάς Πιστός, λέγοντας: «Πήγαμε εφτά αναχωρητές στον Αββά Σισώη οπού κατοικούσε στο Κλύσμα και τον παρακαλέσαμε να μας πη κάτι ωφέλιμο. Και αποκρίθηκε: «Συχωρήστε με, άνθρωπος ακατάρτιστος είμαι. Αλλά πήγα στον Αββά Ώρ και στον Αββά Αθρέ. Βρισκόταν δε άρρωστος ο Αββάς Ώρ δεκαοχτώ χρόνια. Και τους έβαλα μετάνοια, ζητώντας να μου πουν κάτι ωφέλιμο. Και είπε ο Αββάς Ώρ: Τί να σου πώ; Πήγαινε και ό,τι βλέπεις κάμε. Ο Θεός μ΄ εκείνον είναι όπου επιδίδεται με ζήλο στο να βιάζη τον εαυτό του σε όλα. Και δεν ήταν από την ίδια περιφέρεια ο Αββάς Ώρ και ο Αββάς Αθρέ. Επικρατούσε δε μεγάλη ειρήνη μεταξύ τους, ωσότου βγήκαν από το σώμα. Γιατί ήταν μεγάλη η υπακοή του Αββά Αθρέ και πολλή η ταπεινοφροσύνη του Αββά Όρ. Πέρασα λοιπόν λίγες μέρες μαζί τους, εξετάζοντας τον βίο τους. Και είδα ένα πολύ θαυμαστό γεγονός, όπου ωφειλόταν στον Αββά Αθρέ. Τους έφερε κάποιος ένα μικρό ψάρι και θέλησε ο Αββάς Αθρέ να το ετοιμάση για τον γέροντα. Και είχε το μαχαίρι, κόβοντας το ψάρι. Και τον φώναξε ο Αββάς Ώρ, λέγοντας: Αθρέ, Αθρέ. Και άφησε το μαχαίρι μέσα στο ψάρι και δεν συνέχισε το κόψιμο. Και θαύμασα τη μεγάλη υπακοή του, γιατί δεν είπε: Περίμενε ώσπου να κόψω το ψάρι. Είπα δε στον Αββά Αθρέ: Πού τη βρήκες αυτή την υπακοή; Και μου είπε: Δεν είναι δική μου, αλλά του γέροντος είναι. Και με πήρε, λέγοντας: Έλα να δής την υπακοή του. Και έψησε το ψάρι και το κακόφτιαξε επίτηδες και το παρέδωσε στον γέροντα. Και εκείνος έφαγε χωρίς να πη τίποτε. Και του λέγει: Καλό είναι, γέροντα; Και αποκρίθηκε: Είναι πολύ καλό. Ύστερα, του έφερε λίγο, πολύ καλό. Και του είπε: Το κακομαγείρεψα αυτό, γέροντα. Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Ναι, το κακομαγείρεψες λιγάκι. Και μου είπε ο Αββάς Αθρέ: Είδες ότι η υπακοή του γέροντος είναι; Και έφυγα απ΄ αυτούς. Και ό,τι είδα, προσπάθησα όσο μπορούσα να το τηρώ. Αυτά είπε στους αδελφούς ο Αββάς Σισώης. Ένας δε από μας τον παρακάλεσε, λέγοντας: Κάμε μας τη χάρη, πες μας και κάτι δικό σου. Και είπε: Αυτός οπού δεν λογαριάζει τον εαυτό του με γνώση, εκπληρώνει όλη τη Γραφή. Πάλι άλλος από μας του λέγει: Τί είναι ξενιτεία, πάτερ; Και είπε: Να σιωπάς και να λές ότι δεν έχεις κανένα δικαίωμα όπου και αν πάς. Αυτή είναι η ξενιτεία».
Του Α β β ά Πίωρ
α’. Ο μακάριος Πίωρ εργάστηκε στον θερισμό κοντά σε κάποιον και του θύμιζε να του δώση τον μισθό του. Εκείνος όμως το άνέβαλε και έτσι ο γέρων επανήλθε στη Μονή. Πάλι ήλθε ο καιρός, θέρισε στο χωράφι του ανθρώπου εκείνου, δουλεύοντας με προθυμία, αλλά χωρίς να πληρωθή και αυτή τη φορά, γύρισε στη Μονή του. Την τρίτη επίσης χρονιά, κάνοντας την ίδια εργασία ο γέρων, έφυγε χωρίς τίποτε να πάρη. Έρριξε τότε ο Κύριος σε δοκιμασία το σπίτι του ανθρώπου εκείνου. Και γύριζε στα Μοναστήρια, αναζητώντας τον άγιο για να του δώση την αμοιβή του. Και μόλις τον βρήκε, έπεσε στα πόδια του και αποδίδοντάς του το ποσό, έλεγε: «Εμένα ο Κύριος με πλήρωσε». Και ο γέρων του σύστησε να το παραδώση στην εκκλησία, στον πρεσβύτερο.
β’. Ο Αββάς Πίωρ, περπατώντας, έτρωγε. Τον ρώτησε λοιπόν κάποιος: «Γιατί έτσι τρώς;». Και είπε: «Δεν θέλω να χρησιμοποιώ τη διατροφή σαν έργο, αλλά σαν πάρεργο». Και σε άλλον όπου ρώτησε για το ίδιο, αποκρίθηκε: «Για να μη αισθάνεται η ψυχή μου σωματική ευχαρίστηση καθώς τρώγω».
γ’. Έγινε κάποτε σύσκεψη σε Σκήτη για αδελφό οπού έπεσε σε σφάλμα. Και μιλούσαν οι πατέρες. Ο δε Αββάς Πίωρ σιωπούσε. Ύστερα δε, σηκώθηκε, βγήκε και παίρνοντας ένα σακκί, το γέμισε με άμμο και το φορτώθηκε στον ώμο. Και βάζοντας σε ζεμπιλάκι λίγη άμμο, το φορτώθηκε από εμπρός. Τον ρώτησαν λοιπόν οι πατέρες τί σήμαινε αυτό και λέγει: «Αυτό το σακκί με την πολλή άμμο είναι τα δικά μου φταιξίματα, όπου είναι πολλά. Και τα άφησα από πίσω μου, για να μη κουραστώ απ΄ αυτά και κλάψω. Και να, αυτά τα λίγα του αδελφού μου είναι μπροστά μου και αυτά σκέπτομαι διαρκώς, κρίνοντάς τον. Αλλά δεν πρέπει έτσι να κάνη τινάς. Έπρεπε τα δικά μου να φέρω από εμπρός και γι΄ αυτά να γνοιασθώ και να παρακαλώ τον Θεό να μου τα συγχώρηση». Και σηκώθηκαν οι πατέρες και είπαν: Αληθινά, αυτή είναι η οδός της σωτηρίας».
Του Αββά Πιτυρίωνος
Έλεγε ο Αββάς Πιτυρίων, ο μαθητής του Αββά Αντωνίου, ότι όποιος θέλει να διώχνη δαίμονες, πριν θα υποδούλωση τα πάθη. Γιατί, όποιο πάθος νικήση τινάς, αυτού του πάθους και τον δαίμονα διώχνει. Ακολουθεί, λέγει, δαίμων την οργή. Αν την οργή καταβάλης, διώχτηκε και ο δαίμων της. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε πάθος.
Του Αββά Πιστάμωνος
Ρώτησε ένας αδελφός τον Αββά Πιστάμωνα: «Τί να κάμω, όπου θλίβομαι πουλώντας το εργόχειρό μου;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Και ο Αββάς Σισώης και οι λοιποί πουλούσαν το εργόχειρό τους. Αυτό δεν είναι κακό. Αλλά, όταν πουλάς, πες μια φορά την τιμή του αντικειμένου. Πάλι, αν θέλης να την κατεβάσης κάπως, δικαίωμά σου είναι. Έτσι θα βρής ανάπαυση». Πάλι του λέγει ο αδελφός: «Αν έχω από κάπου αλλού ό,τι μου χρειάζεται, εγκρίνεις να ασχολούμαι με εργόχειρο;». Αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: «Οσοδήποτε και αν έχης, μη παρατήσης το εργόχειρο». Όσο μπορείς κάμε, μόνο χωρίς ταραχή».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Περί της φροντίδος που πρέπει να έχη η ψυχή εις το να ειρηνεύη
Λοιπόν προτίτερα από κάθε άλλο έχε αυτήν την ειρήνην και συστολήν, αδελφέ, εις τας πέντε αισθήσεις σου· ήτοι εις το να μη βλέπης ή να λαλής ή να κινής τας χειρας ή να περιπατής τεταραγμένα, αλλ’ ειρηνικά και εύτακτα. Διότι όταν συνηθίσης να φυλλάττης την ειρήνην ταύτην εις τα έξω κινήματα, εύκολα και χωρίς κόπον θέλεις να οδηγηθή να ειρηνεύης και εις τα έσω, επειδή κατά τους Πατέρας ο έσω άνθρωπος συσχηματίζεται μαζί με τον έξω.
Συνήθιζε να αγαπάς όλους τους ανθρώπους και να είσαι με όλους ειρηνικός, αν είναι δυνατόν, καθώς λέγει ο Παύλος· «ει δυνατόν το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες» (Ρωμ. ιβ' 18). Φύλαττε την συνείδησίν σου να μη σε κατηγορή εις κανένα πράγμα, αλλά να μένη αναπαυμένη εις τον Θεόν, εις τον εαυτόν σου, εις τον πλησίον σου και εις τα έξω πράγματα· και μάλιστα να μη σε κατηγορή πως παράβλεψες καμμίαν εντολήν του Θεού. Διότι η φύλαξις αύτη της συνειδήσεως γεννά την ειρήνην της καρδίας· «ειρήνη, φησί, πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου και ουκ έστιν αύτοις σκάνδαλον» (Ψαλμ. ριη' 164).
Συνήθιζε να υποφέρης τας ύβρεις χωρίς ταραχήν. Είναι, ναι, αληθές, ότι προτού να αποκτήσης αυτήν την ειρήνην, θέλεις πάσχει πολύ βάσανον, διότι είσαι αγύμναστος· αλλά αφ’ ου την αποκτήσης, θέλει μένει η ψυχή σου πολύ παρηγορημένη εις κάθε εναντιότητα, που της συνέβη. Και από ημέραν εις ημέραν θέλεις μάθει καλλίτερα αυτήν την γύμνασιν εις το να ειρηνεύης το πνεύμα.
Όταν δε συμβή να ιδής καμμίαν φοράν τον εαυτόν σου να θλίβεται και να ενοχλήται εις τρόπον, ώστε να μη ημπορής να ειρηνεύσης, πρόστρεχε ευθύς εις την προσευχήν και καρτέρα εις αυτήν κατά μίμησιν του Κυρίου μας, όστις επροσευχήθη τρεις φορές εις τον κήπον, δια να σου δώση παράδειγμα, ότι εις κάθε σου ενόχλησιν και θλίψιν καταφύγιον να έχης την προσευχήν· και ότι όσον και αν είσαι λυπημένος και μικρόψυχος, δεν πρέπει να αναχωρής από αυτήν, έως ότου εύρης την θέλησίν σου σύμφωνον με την θέλησιν του Θεού· και ακολούθως να την εύρης ευλαβή και ειρηνικήν και ομού όλην θαρραλέαν και τολμηράν, δια να δεχθή και να εναγκαλισθή εκείνο, που εφοβείτο και απέφευγε πρότερον. Διότι και ο Κύριος φοβούμενος πρότερον το πάθος, μετά την προσευχήν όμως έλαβε θάρρος και είπεν: «Εγείρεσθε, άγωμεν· ιδού ήγγικεν ο παραδιδούς με» (Ματθ. κς' 46).
(Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, "Αόρατος πόλεμος", εκδ. Φως ΧΕΕΝ, Αθήνα, 1973)
Τι θα πει να είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας;
Να τι θα πει, με απλά λόγια:
Βλέπεις έναν φτωχό που ζητάει ελεημοσύνη; Αναγνώρισε σ’ αυτόν τον αδελφό σου και ελέησέ τον, αντικρίζοντας στο πρόσωπό του τον ίδιο τον Χριστό.
Σε επισκέπτεται ένας άνθρωπος γνωστός ή και άγνωστος; Δέξου τον όπως θα δεχόσουνα τον Κύριο, αν σου χτυπούσε την πόρτα. Αγκάλιασέ τον με την αγάπη σου, φιλοξένησέ τον με χαρά και συζήτησε μαζί του πνευματικά θέματα.
Βλέπεις έναν κληρικό; Αναγνώρισέ τον ως ποιμένα των λογικών προβάτων του Χριστού, που έργο του είναι να αναγεννά πνευματικά και να καθοδηγεί τους ανθρώπους προς την αιωνιότητα. Να πιστεύεις ότι στο πρόσωπό του αναπαύεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, από το οποίο έχει λάβει την εξουσία να διδάσκει, να τελεί τα θεία Μυστήρια και να ποιμαίνει τους χριστιανούς. Την ευλογία του αρχιερέα ή του ιερέα να τη δέχεσαι σαν ευλογία του Χριστού, και με ευπείθεια να τον ακούς όταν διδάσκει και νουθετεί, αλλά και όταν ελέγχει και επιτιμά.Τα Μυστήρια να τα δέχεσαι από τα χέρια Του σαν από τα χέρια του ίδιου του Χριστού. Τα επιτίμια να τα δέχεσαι όμοια σαν από τον Χριστό. Στο πρόσωπο του αρχιερέα να τιμάς τη μορφή του Μεγάλου Αρχιερέα Χριστού. Μην ξεχνάς ότι μέσω αυτού μεταδίδονται η χάρη της ιεροσύνης και κάθε άλλο ουράνιο χάρισμα. Γι’ αυτό να υποτάσσεσαι στον επίσκοπο όπως στον Κύριο, βλέποντάς τον ως απόστολο και κανονικό διάδοχο της εξουσίας Εκείνου. Έτσι πιστεύει και έτσι πολιτεύεται ο γνήσιος άνθρωπος της Εκκλησίας.
Πρέπει ακόμα να έχεις βαθιά πεποίθηση ότι η Υπεραγία Θεοτόκος, που είναι «μετά Θεόν η Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα», ο Τίμιος Πρόδρομος, ο πιο μεγάλος προφήτης που γεννήθηκε ποτέ (βλ. Λουκ. 7:28), οι άγιοι απόστολοι, οι πνευματοφόροι προφήτες, οι θεοφόροι πατέρες, οι μάρτυρες, οι όσιοι, οι δίκαιοι, όλοι οι άγιοι βρίσκονται σε ζωντανή επικοινωνία μ’ εμάς τους χριστιανούς που αγωνίζονται στη γη· είναι οι μεσίτες μας στον Κύριο, οι συμπαραστάτες και βοηθοί μας στα βιοτικά και πνευματικά μας προβλήματα, οι παρηγορητές μας στις δοκιμασίες, οι θεραπευτές μας στις αρρώστιες. Να επικαλείσαι τους αγίους σαν να είναι ζωντανοί δίπλα σου, σαν να ζουν μαζί σου κάτω από την ίδια στέγη. Να συζητάς μαζί τους όπως με τα μέλη της οικογένειάς σου. Έτσι κάνει ο άνθρωπος της εκκλησίας.
Να επιθυμείς φλογερά τη σύντομη εγκατάστασή σου στη βασιλεία των ουρανών και την απόλαυση της μακαριότητάς της, όπως το αξιώθηκαν οι άγιοι. Για να το αξιωθείς κι εσύ, «καθάρισε τον εαυτό σου από καθετί που μολύνει το σώμα και την ψυχή, και ζήσε μιαν άγια ζωή με φόβο Θεού» (πρβλ. Β’ Κορ. 7:1). Έτσι θα είσαι πραγματικός άνθρωπος της Εκκλησίας.
Να πιστεύεις ολόψυχα ότι οι κεκοιμημένοι ορθόδοξοι χριστιανοί, τα μέλη της Εκκλησίας που ο Κύριος τα κάλεσε κοντά Του στον ουρανό, έχουν ζωντανή επικοινωνία μ’ εμάς, τα μέλη της Εκκλησίας που ζούμε ακόμα στη γη. Οι προσευχές μας γι’ αυτούς, αλλά κυρίως οι προσευχές των λειτουργών στο πανάγιο Θυσιαστήριο, εισακούονται από τον Θεό, όπως και οι προσευχές εκείνων για μας. Αν έτσι πιστεύεις, τότε είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας.
Αν πιστεύεις όπως και ό,τι πιστεύει η Εκκλησία, που είναι «ο στύλος και το θεμέλιο της αλήθειας» (Α’ Τιμ. 3:15), αν συμμετέχεις στις λατρευτικές και αγιαστικές της συνάξεις, αν τηρείς τις νηστείες που αυτή έχει θεσπίσει, αν προσέρχεσαι συχνά και με πίστη στα ζωοποιά ιερά Μυστήρια, τότε είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας.
Να τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος της Εκκλησίας: Να ζεις όπως ζει η Εκκλησία και να πολιτεύεσαι σαν πολίτης του ουρανού.
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης
("Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας". Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σ. 85)
Ο Άγιος Σπυρίδων
Προστάτης των Φτωχών, Πατέρας των Ορφανών, Δάσκαλος των Αμαρτωλών
O άγιος Σπυρίδωνας είναι ένας από τους πλέον τιμημένους αγίους της Oρθοδόξου Eκκλησίας, που τον επικαλούνται οι χριστιανοί στις περιστάσεις όπως τον άγιο Nικόλαο, τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Το τίμιο λείψανό του το έχει η Κέρκυρα, όπως η Zάκυνθος έχει το λείψανο του αγίου Διονυσίου και η Kεφαλληνία τον άγιο Γεράσιμο.
Γεννήθηκε στον καιρό του αυτοκράτορος Kωνσταντίνου του Mεγάλου στο νησί της Kύπρου, από γονιούς φτωχούς. Γι' αυτό στα μικρά χρόνια του ήτανε τσομπάνης και φύλαγε πρόβατα. Ήτανε πολύ απλός στη γνώμη σαν τους ψαράδες που διάλεξε ο Xριστός να τους κάνει μαθητές του. Σαν ήρθε σε ηλικία, παντρεύθηκε, και μετά χρόνια χήρεψε, και τόση ήτανε η αρετή του, που τον κάνανε επίσκοπο σε μια πολιτεία λεγόμενη Tριμυθούντα, μ' όλο που ήτανε ολότελα αγράμματος.
Παίρνοντας αυτό το πνευματικό αξίωμα έγινε ακόμα απλούστερος και ταπεινός, και ποίμανε τα λογικά πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Xριστός με αγάπη, αλλά και με αυστηρότητα ωσάν υπεύθυνος όπου ήτανε για τη σωτηρία τους. Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Και είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός.
Με την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ' έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: «και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον».
Kαι μ' όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ' εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ' εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.
Γιάτρεψε και τον βασιλέα Kωνσταντίνον που είχε αρρωστήσει από κάποια αγιάτρευτη αρρώστια, ένα διάκο που βουβάθηκε τον έκανε καλά, κακούς και πλεονέκτες ανθρώπους ετιμώρησε με υπερφυσική δύναμη, και πλήθος άλλα θαύματα έκανε, ώστε να τον φοβούνται οι άδικοι κ' οι αδικημένοι να τον έχουνε για προστάτη και καταφύγιο.
Αλλά πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς, γι' αυτό κάποιοι κλέφτες που πήγανε μια νύχτα να κλέψουνε πρόβατα από τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει. Kι' ο άγιος όχι μοναχά τους ξανάδωσε το φως τους, αλλά τους χάρισε κ' ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα, κι' αφού τους νουθέτησε να’ ναι καλοί άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους χωρίς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιά που θέλανε να κάνουνε.
Προέλεγε δε και όσα ήτανε να γίνουνε με ακρίβεια, ώστε να τον θαυμάζει ο κόσμος σαν ένα υπεράνθρωπο πρόσωπο, αφού από τσομπάνης αξιώθηκε να ανεβεί σε τέτοιο ύψος. Kαι στην Πρώτη Oικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Nίκαια, ήτανε κι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανάμεσα στους τριακοσίους δέκα οκτώ θεοφόρους πατέρας και, παρ' όλο που δεν γνώριζε γράμματα, αποστόμωσε τον αιρεσιάρχην Άρειο που ήτανε ο πιο σπουδασμένος στα γράμματα από όλους τους δεσποτάδες.
Όλον τον καιρό που έζησε δεν έπαψε να κάνει θαύματα. Tο μεγαλύτερο ήτανε η ανάσταση της πεθαμένης κόρης του που σηκώθηκε από το μνήμα και μαρτύρησε σε ποιο μέρος είχε φυλάξει τα χρήματα που της εμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, και πάλι ξανακοιμήθηκε. Kάποτε πήγε στον άγιο μια γυναίκα που είχε ένα παιδάκι και της πέθανε, και τον παρακαλούσε με δάκρυα πολλά να το αναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ήτανε οι άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, στα θαύματα που έκανε ο άγιος. Kαι εκείνος το ανάστησε με την προσευχή του. Mα η μητέρα του σαν το είδε ζωντανό, από την πολλή χαρά της πέθανε η ίδια. Kι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανέστησε και τη γυναίκα.
Aυτά τα μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στον κόσμο, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ακόμα, τιμήθηκε σαν άγιος και θαυματουργός. Kαι έως τώρα κάνει πολλά θαύματα το σκήνωμά του που είναι ο θησαυρός των Kερκυραίων.
Όταν ελειτουργούσε, παραστεκότανε Άγγελοι που τους βλέπανε με τα μάτια τους πολλοί από τους ευσεβείς χριστιανούς, και που έλεγε το «Eιρήνη πάσι», οι Άγγελοι αντιφωνούσανε «Kαι τω πνεύματί σου» αντί των ψαλτάδων, και τον περιέλουζε κάποια υπερφυσική φωτοχυσία.
Mε τέτοια αγγελική πολιτεία αφού έζησε κ' έφθασε σε βαθύ γήρας ποιμαίνοντας τα λογικά πρόβατα, μετέστη προς Kύριον. Tο δε άγιο λείψανό του έμεινε κάμποσον καιρό στην Tριμυθούντα κι' από κει το πήγανε στην Kωνσταντινούπολη και το εβάλανε στην εκκλησία των Aγίων Aποστόλων όπου φυλαγότανε τα άγια λείψανα πολλών αγίων. Kατά τη βασιλεία των Tούρκων ευρέθη εις τα χέρια ενός ευλαβούς χριστιανού που τον λέγανε Bούλγαρη, κι' αυτός με μεγάλα βάσανα και κόπους το έφερε έως την Aλβανία κρυμμένο μέσα σε τσουβάλια, κι' από κει το πέρασε μ' ένα καΐκι στην Kέρκυρα που την κρατούσανε οι Bενετσιάνοι, κι' από τότε βρίσκεται σ' αυτό το νησί, απείραχτο από τον καιρό, με όλο όπου περάσανε 1600 χρόνια από την κοίμησή του.
Στο κουβούκλιο στέκεται όρθιος ο άγιος, με χέρια σταυρωμένα, ντυμένος με τα άμφιά του και τον βγάζουνε σε λιτανεία δύο φορές το χρόνο. Oι Kερκυραίοι έχουνε το ιερό σκήνωμα σε μεγάλη ευλάβεια και το θεωρούνε θησαυρό του νησιού τους. Tον καιρό που δούλεψα στο Mουσείο της Kέρκυρας γνώρισα τον παπα-Bούλγαρη, που ήτανε εφημέριος του ναού, κατά κληρονομικό δικαίωμα, άνθρωπος που αγαπούσε την τέχνη και τα γράμματα. Tο άγιο λείψανο θαυματουργεί πάντα έως σήμερα σε όποιους επικαλεσθούνε με πίστη τον άγιο.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο άγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος με γυριστή μύτη και με διχαλωτό κοντό άσπρο γένι, «γέρων διχαλογένης φορών σκούφον». O σκούφος του είναι παράξενος, σαν κινέζικος, μυτερός στην κορυφή. Δεν ζωγραφίζεται ποτέ ξεσκούφωτος. Eκτός από τις εικόνες απάνω σε σανίδι είτε σε τοίχο σε άλλο μέρος της εκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνά στο άγιο Bήμα μαζί με τους άλλους μεγάλους ιεράρχας Bασίλειο, Xρυσόστομο και Γρηγόριο κάτω από την Πλατυτέρα. Στο χαρτί που βαστά είναι γραμμένο: «Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον θυσίαν».
H υμνολογία μας τον στόλισε με τα αμάραντα άνθη της, που πολύ λίγοι από μας τα μελετήσανε για να δούνε πως αληθινά είναι αμάραντα.
«Xαίροις αρχιερέων κανών, της Eκκλησίας αδιάσειστον έρεισμα· το κλέος των Oρθοδόξων, η των θαυμάτων πηγή, της αγάπης ρείθρον μη κενούμενον...».
«Πράος και κληρονόμος της γης, Συ, των πραέων αληθώς αναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα, ο ταις νευραίς των σοφών και απλών σου λόγων, θεία χάριτι, εχθρόν τον παμπόνηρον και παράφρονα Άρειον εναποπνίξας, και το δόγμα το ένθεον και σωτήριον ανυψώσας εν Πνεύματι...».
«Eκ ποιμνίων ώσπερ τον Δαυίδ, σε αναλαβόμενος ο Πλαστουργός, λογικής ποίμνης έθετο ποιμένα πανάριστον, τη απλότητι και πραότητι λάμποντα και τη ακακία, όσιε, Ποιμήν καλλωπιζόμενον».
«Mωυσέως το άπλαστον, Δαυίδ το πράον, Iώβ του Aυσίτιδος το άμεμπτον κτησάμενος, του Πνεύματος γέγονας κατοικητήριον, μέλπων, Iερώτατε: O ων ευλογημένος και υπερένδοξος».
«Σε εξ αλόγου ποίμνης μετήγαγεν εις λογικήν το Πνεύμα, πνευματοφόρε, ως τον Mωσέα και Δαυίδ ων εμιμήσω το πράον, Σπυρίδων, φως οικουμένης».
Tο απολυτίκιον λέει: «Tης Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων, πατήρ ημών. Διό νεκρά Συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες· και εν τω μέλπειν τας αγίας Σου ευχάς, Aγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς Σοι, Iερώτατε. Δόξα τω σε δοξάσαντι· δόξα τω σε στεφανώσαντι· δόξα τω ενεργούντι δια Σου πάσιν ιάματα».
(Φώτης Κόντογλου, "Γίγαντες ταπεινοί", εκδ. Aκρίτας 2000)
«Και σε κανέναν άλλον δε βρίσκεται η σωτηρία κι ούτε υπάρχει πρόσωπο διαφορετικό απ’ αυτό, δοσμένο κάτω από τον ουρανό μεταξύ των ανθρώπων, μέσω του οποίου να μπορούμε εμείς να σωθούμε» (Πράξεις 4:12)
Ο Λόρδος Βύρων είπε: «Οι μέρες μου είναι στο Φθινόπωρο, τα λουλούδια και τα φρούτα της ζωής μου έφυγαν, τα σκουλήκια και η πληγή και η λύπη είναι πια δικά μου». Ο Henry David Thoreau, η μεγάλη αυτή λογοτεχνική ιδιοφυία, είπε: Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια ζωή τέλειας απόγνωσης». Ο περίφημος Αμερικανός Ralph Barton, ένας από τους κορυφαίους γελοιογράφους της πατρίδας του, άφησε το ακόλουθο σημείωμα καρφιτσωμένο πάνω στο μαξιλάρι του πριν αυτοκτονήσει: «Είχα φύγει από σύζυγο σε σύζυγο και από σπίτι σε σπίτι, επισκέφτηκα μεγάλες χώρες του κόσμου, αλλά βαρέθηκα να εφευρίσκω τεχνάσματα για να γεμίσω τις 24 ώρες της ημέρας».
Είναι φανερό πως ούτε η φήμη, ούτε η επιτυχία, ούτε ο πλούτος μπορούν ν’ απαλύνουν την αγωνία μιας άδειας ζωής. Αν αυτά δε μας ικανοποιούν, πώς μπορούμε τότε να βρούμε την πλήρη ολοκλήρωση; Η Αγία Γραφή μας δίνει τη λύση! Να στραφούμε στον Ιησού Χριστό! Εκείνος μπορεί να δώσει νόημα και σκοπό στη ζωή μου.
(Π.Α.)
«Και σαν νεογέννητα βρέφη λαχταρήστε το ανόθευτο πνευματικό γάλα, ώστε μ’ αυτό ν’ αναπτυχθείτε στη σωτηρία» (Α’ Πετρ. 2:2)
Έχουν γίνει πειράματα σε γλάρους, που όπως ξέρουμε τρέφονται με ψάρια. Απομόνωσαν λοιπόν μερικούς και τους έτρεφαν μόνο με σπόρους. Παρατήρησαν ότι τα στομάχια τους σιγά-σιγά άλλαζαν, ώσπου έγιναν όμοια με τα στομάχια των περιστεριών, που τρέφονται με σπόρους. Διάβασα πως ένας παπαγάλος στη Βραζιλία από πράσινος έγινε κίτρινος επειδή τον έτρεφαν με ένα ορισμένο είδος ψαριού.
Το ίδιο συμβαίνει στον πνευματικό τομέα. Σιγά – σιγά αλλάζουμε ανάλογα με την τροφή που ρίχνουμε στη σκέψη μας και στην καρδιά μας. Ο Λόγος του Θεού είναι άγιος, ζωντανός και δυνατός. Αν αυτός είναι η καθημερινή μας μερίδα, θ’ αναπτυσσόμαστε πνευματικά, θα γινόμαστε κάθε μέρα πιο δυνατοί, κάθε μέρα πιο ικανοί ν’ αντιστεκόμαστε στην αμαρτία και στις μεθοδείες του διαβόλου. Από την άλλη πλευρά, αν τρέφουμε το πνεύμα μας με άχρηστα υλικά, όπως ευτελή μυθιστορήματα, ανήθικα περιοδικά, ψυχοβλαβή θεάματα κλπ, γινόμαστε πνευματικά αναιμικοί και υπερβολικά ευάλωτοι και εύκολοι να πέσουμε στον πειρασμό.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
275. Δεν μπορείς να δαμάσης κανένα πάθος, καμμία αμαρτία χωρίς τη βοήθεια του Χριστού, του Σωτήρος σου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ήλθε στον κόσμο, έπαθε, σταυρώθηκε, ανέστη εκ νεκρών: για να μας βοηθή σε όλα, για να μας γλιτώνη από την αμαρτία, για να μας σώζη από τη βία των παθών, για να μας καθαρίζη από τους ρύπους του κακού και να μας ενισχύη, με το Άγιο Πνεύμα του, να κάνουμε το καλό. Ρωτάς τον εαυτό σου πώς θα σωθής όταν συναντάς την αμαρτία σε κάθε βήμα σου, όταν πέφτης θύμα της κάθε στιγμή; Υπάρχει μία απλή απάντησις στο ερώτημά σου. Σε κάθε σου βήμα, σε κάθε στιγμή, να επικαλήσαι τον Σωτήρα σου, να θυμάσαι τον Σωτήρα σου και έτσι θα σώζης και τον εαυτό σου και τους άλλους.
276. Αν έπεσες, ας σηκωθής και θα είσαι πλέον σωσμένος. Είσαι αμαρτωλός, πέφτεις συνεχώς. Μάθε να σηκώνεσαι από τις πτώσεις σου. Μη παραλείπεις αυτή τη σωτήριο μέθοδο. Λέγε τον Πεντηκοστό Ψαλμό «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου», που τον ενέπνευσε το Άγιο Πνεύμα στον Προφητάνακτα Δαυΐδ. Λέγε τον με πίστι και πεποίθησι, με ταπεινή και συντετριμμένη καρδιά. Ο Κύριος, βλέποντας την ειλικρινή σου μετάνοια, εκφρασμένη με τα λόγια του Δαυΐδ, τα τόσο κατανυκτικά, θα σου αποκριθεί με το μέγα του έλεος, θα σε συγχωρήση, θα σου ειρηνεύση και θα σου χαροποιήση την καρδιά. Το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή είναι η αμοιβαία αγάπη και το να μην κατακρίνουμε τον πλησίον μας, αλλά μονάχα τον εαυτό μας. Ο καθένας οφείλει να απολογηθή για τον εαυτό του στον Θεό. Κύτταξε και συ τον εαυτό σου και κρατήσου μακριά από την κατάκρισι των άλλων.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 121)