76. «Ιδού συλλήψη εν γαστρί» (Λουκ. α «51).
Η Παρθένος Μαρία ακούει πια καθαρά το ειδικό θέλημα του Θεού για το πρόσωπό της. Καλείται να πατήση το πρώτο σκαλοπάτι της «Κλίμακος» πού θα την ανεβάση στον ουρανό. Από μικρή παιδούλα μέσα στο ναό προσευχόταν να γίνη το θέλημα του Θεού στη ζωή της. Ο Κύριος την άκουε μα δεν απαντούσε ακόμα. Τα χρόνια περνούσαν στη σιωπή της προσευχής και της αφοσιώσεως στον Κύριο. Τώρα ομως η Θεοτόκος παίρνει συγκεκριμένη απάντησι των προσευχών της...
Ο καθένας μας προσεύχεται να γίνη το θέλημα του Θεού στη ζωή του: «Γενηθήτω το θέλημά σου», είναι το συνηθισμένο αίτημα των προσευχών μας. Ο Θεός δεν απαντά συνήθως αμέσως. Έρχεται ομως κάποια στιγμή που μας αποκαλύπτεται καθαρά το ειδικό θέλημα του Θεού για την προσωπική μας ζωή. Υπάρχει μια «Ώρα» οπως λένε στη στρατιωτική γλώσσα για τον καθένα μας. Είναι «η Ώρα του». Είναι η στιγμή που μαθαίνει ή συνειδητοποιή πιο καθαρά το ειδικό θέλημα του Θεού και που καλείται ν’ αναλάβη μια υπεύθυνη και συγκεκριμένη αποστολή στη ζωή του. Ο Θεός μιλάει συνήθως με τα γεγονότα ή τα πρόσωπα και ο άνθρωπος ακούει. Όλα τα εσωτερικα δώματα της υπάρξεώς του δονούνται απ’ τη φωνή του Θεού.
Μεγάλες και ευλογημένες στιγμές της ζωής μας! Ποτέ άλλοτε δεν νοιώθουμε τόσο πολύ την παρουσία του Θεού, αλλά και τον εαυτό μας, οσο αυτές τις μεγάλες, ωραίες και ανεπανάληπτες στιγμές της προσωπικής μας κλήσεως! Οσοι από μας ζήσαμε τέτοιες στιγμές δεν μπορούμε να τις λησμονησωμε ποτέ. Ευλογητός ο Θεός!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )
74. «Διεταράχθη υπό τον λογο αυτού».
Η Παρθένος Μαρία, οταν άκουσε τα εγκώμια και τις φιλοφρονήσεις του Αγγέλου «διεταράχθη». Ίσως ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τέτοια λόγια και τόσους επαίνους για τον εαυτό της. Είναι ομως χαρακτηριστικό οτι ενώ ταράχθηκε εσωτερικά δεν έκανε καμμιά εξωτερική εκδήλωσι. Δεν είπε τίποτε, δεν έκανε καμμιά έκφρασι αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας, ούτε άλλη κίνησι ή χειρονομία. Μόνο «διελογίζετο». στοχαζόταν τα λόγια που άκουσε και προσπαθούσε ν΄ ανακαλύψη το νόημά τους: «διελογίζετο ποταπος είη (=ποιά να είναι η έννοια). « Δεν είναι απιστία ούτε καν ολιγοπιστία εκείνο που κάμνει την Παρθένον να είναι επιφυλακτική. Ότι είναι πρόθυμος να πιστεύση και να υπακούση εις το θέλημα του Θεού, το δείχνει ευθύς αμέσως. Η Εύα, χωρίς να λάβη κανένα προφυλακτικόν μέτρον, χωρίς να εξετάση τους σκοπούς του αρχεκάκου όφεως, έσπευσε να παραβή το θέλημα του Θεού. Η Παρθένος, οταν επείσθη οτι ο Γαβριήλ δεν ήτο ο αποστάτης διάβολος, αλλ’ ο παραστάτης άγγελος... και όταν επληροφορήθη πλήρως, οτι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η αγιότης της, τότε πείθεται και ειρηνεύει, πιστεύει και υπακούει» (X, 68).
Η συναισθηματική ωριμότης της Θεοτόκου εντυπωσιάζει. Δεν δέχεται αμέσως τις φιλοφρονήσεις έστω κι' αν προέρχωνται από αγγελικά χείλη, αλλά ούτε και τις αποδοκιμάζει αμέσως, πράγμα που θα φανέρωνε μια επιπόλαια και κούφια σεμνοτυφία. Ο,τι άκουσε και ο,τι είδε διετάραξε βέβαια την ήρεμη εσωτερική της ισορροπία, χωρίς ομως να την καταστρέψη. Η Θεοτόκος απεδείχθη κυρίαρχη του συναισθηματικού της κόσμου.
Το συνηθισμένο χαρακτηριστικό των νεαρών κοριτσιών και γυναικών δεν είναι μόνον το συναίσθημα, αλλά και η ταχύτης, με την οποία αντιδρούν συναισθηματικά μπροστά στις διάφορες καταστάσεις: Ένας κολακευτικος λόγος για το πρόσωπό τους, για τα ψυχοσωματικά τους προσόντα, είναι ικανος να τις αναστατώση συναισθηματικά, ιδίως οταν οι φιλοφρονήσεις αυτές προέρχονται απο εκπροσώπους του ανδρικού φύλου. Είναι δε εκπληκτικο το γεγονός, οτι πολλές νέες κοπέλλες και γυναίκες μπλέκονται συναισθηματικά μόνο και μόνο επειδή είδαν για μια φορά ένα ωραίο ανδρικό πρόσωπο ή άκουσαν τη φωνή του και τα κολακευτικά λόγια του... Το δυσάρεστο είναι οτι πολλοί άνδρες εκμεταλλεύονται δυστυχώς την αδυναμία αυτή των γυναικών για να ικανοποιήσουν άνομα συμφέροντα και αμαρτωλά πάθη...
Κάθε κορίτσι και κάθε γυναίκα ας πάρη απο το πρόσωπο της Θεοτόκου το μάθημα της συναισθηματκής ισορροπίας και ωριμότητος.
75. «Μη φοβού Μαριάμ» (Λουκ. α' 30).
Ενώ η Παρθένος Μαρία δεν είπε τίποτα και δεν έκανε τίποτα παρά μόνο «εταράχθη» εσωτερικά, ωστόσο ο Άγγελος διεπίστωσε την εσωτερική αυτή ταραχή και γι αυτό σπεύδει να την καθησυχάση, βεβαιώνοντάς την, οτι ο χαιρετισμός προερχόταν από τον ίδιο τον Θεό, ο οποιος της επεφύλασσε εξαιρετική χαρα και εύνοια.
Ο Θεός δεν επιτρέπει η ταραχή της Παρθένου να μεταβληθή σε φόβο. Ο φόβος βασίζεται συνήθως στην ενοχή. Ο Αδάμ, μετά την πτώσι, φοβήθηκε και κρύφθηκε: «Της φωνής σου ήκουσα... και εφοβήθην... και εκρύβην» (Γεν. γ' 10) . Στην καρδιά της Πανάγνου δέν υπήρχε η προϋπόθεσις αυτή του φόβου, η ενοχή. Αντίθετα υπήρχε η αγάπη του Θεού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον», οπως βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής της Αγάπης (Ίω. δ' 18) . Γι’ αυτό και στην καρδιά της Θεοτόκου επικρατούσε η χαρά, που είναι καρπός του Αγ. Πνεύματος και συνέπεια της αγάπης (Γαλ. ε' 22) . Με το «μη φοβου» λοιπόν που είπε ο Αγγελος στην Παρθένο την καλουσε να διατηρήση στην καρδιά της την χαρά της αγάπης προς τον Θεό που κανείς δεν μπορουσε να της αφαιρέση (Ιω. ιστ' 22).
Για να υπερνικάμε το φόβο, ένας μόνο τρόπος υπάρχει: να αγαπάμε τον Θεό. Μέχρι την Ενσάρκωσι του Θεανθρώπου, η σχέσις ανθρώπου και Θεού βασιζόταν στον φόβο. Ο φόβος και ο τρόμος ήταν τα συναισθήματα του ανθρώπου μπροστά στο μυστήριο του Θεού, που ήταν MΙSTERIUM TREMENDUM( = φρικτόν) . Μπροστά σ’ ένα Θεό που ήταν «τερπικέραυνος», κατά τον Όμηρον, ο άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να φοβάται.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )
69. «Κεχαριτωμένη» (Λουκ. α 28).
Ο ευγενής επισκέπτης του Ουρανού αρχίζει τον διάλογο με τον συνομιλητή του, χρησιμοποιώντας φιλοφρονητικά λόγια. Οι πρώτες λέξεις του Θεού προς την Παρθένο είναι έπαινοι και εγκώμια γι’ αυτήν. Ο Κύριος προσφωνεί την Θεοτόκο «Κεχαριτωμένη». Ο Νυμφίος απευθύνεται πια καθαρά στη Νύμφη, λέγοντάς της: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή» (Ασμα Ά. δ' 1) ! Η Θεοτόκος ήταν ο πιο χαριτωμένος άνθρωπος. Ο Θεός της είχε δώσει τις πιο μεγάλες δωρεές, έμελλε δε να της δώση και την ακόμα μεγαλύτερη, να γίνη δηλαδή μητέρα του Γιού του. Κανείς άνθρωπος δεν έλαβε τόσες δωρεές όσες η Θεοτόκος. Το δοχείο της υπάρξεώς της ήταν γεμάτο από τα χαρίσματα του Θεού. Προσφωνόντας επομένως ο Θεός την Παρθένο «Κεχαριτωμένη», (GRATIA ΡΕΕΝΑ) της απέδιδε τον τίτλο που της ταίριαζε ακριβώς.
Η προσφώνησις του ανθρώπου με τον τίτλο του τιμά τον προσφωνούμενο, αλλά και τον συνομιλητή του. Οταν κάποιος προσφωνήται με τον τίτλο του, φιλοτιμείται να φανή άξιος του τίτλου του. Και σε περίπτωσι που η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν είναι ανάλογη με τον τίτλο του, η προσφώνησις του με τον τίτλο του τον βοηθεί να σκεφθή και ίσως να διορθωθή... Πολλοί σήμερα, βουτυγμένοι στη ρουτίνα της καθημερινότητος λησμονούν ότι είναι άνθρωποι! Όταν λοιπόν σ’ ένα απ’ αυτούς πης «Κύριε», τότε βλέπεις στο πρόσωπό του να ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως. Ο εξαθλιωμένος, ο κουρασμένος, ο ταπεινωμένος, ο περιφρονημένος θυμάται οτι είναι Άνθρωπος, Κύριος και όχι δούλος της ζωής και του κόσμου...
Ας μη διστάζωμε να προσφωνούμε τους ανθρώπους με τους τίτλους των. Οι προσαγορεύσεις καθιερώθηκαν για να μας τιμούν, να μας ανεβάζουν, για να μη λησμονούμε τον προορισμό μας. Για να μας δείχνουν το τι πρέπει ακόμα να γίνωμε...
Η Παρθένος είναι το κέντρο της χαράς του κόσμου. Οι πατέρες μας, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έπειτα, όταν γιόρταζαν γεγονότα χαράς (ονομαστική γιορτή, αρραβώνες, γάμο κλπ.) ένοιωθαν πως ο Χριστός και η Παναγία βρίσκονταν ανάμεσά τους, όπως στο Γάμο της Κανά. Γι΄ αυτό και το πρώτο επιτραπέζιο τραγούδι, με το οποίο άρχιζαν το γλέντι της χαράς τους έλεγε χαρακτηριστικά :
«Σε τούτ’ την τάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε και τον Χριστό κερνάμε και την Παρθένα Δέσποινα τη διπλοχαιρετάμε, να μας χαρίση τα κλειδιά, του Παραδείσου...
Κάποτε οι άνθρωποι χαίρονταν, έχοντας ανάμεσά τους τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους και τους Αγίους. Γι’ αυτό και η χαρά τους είχε, βαθύτητα, αγνότητα και διάρκεια. Σήμερα πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να διασκεδάσουν μόνοι τους. Χωρίς αναφορά στο κέντρο και την πηγή της χαράς. Ξεκομμένοι από τα πρόσωπα και τα πράγματα του Θεού και της αιωνιότητος. Γι’ αυτό και η διασκέδασίς τους είναι κακή, στιγμιαία και πολλές φορές επιλήψιμη...
Όποιος αληθινα πιστεύει και κάνει την πιστι του βίωμα, αυτός μπορεί να χαίρεται πραγματικά. Πρέπει να νοιώθωμε ευτυχείς γιατί η Ορθοδοξία μας έμαθε όχι μόνο πως να πιστεύωμε αληθινά στον Θεό, αλλά και το πως να χαιρόμαστε κοντά στον Θεό, μαζί με την Παναγία και τους Αγίους της Εκκλησίας μας...
Ο Αρχάγγελος, διαβιβάζοντας το προσωπικό μήνυμα του Θεού προς την Παρθένο τη βεβαιώνει, ότι ο Κύριος είναι μαζί της.
Η Θεοτόκος αγαπούσε τον Θεό. Ήταν η Νύμφη του. Εκείνο που περίμενε ήταν να μάθη αν στα ειλικρινή αισθήματα της ανταποκρινόταν και ο Νυμφίος της Ψυχής της και Θεός της. Και η απάντησις ήλθε: «Ναι! ο Κύριος σε αγαπά και είναι πάντα μαζί σου»!
'Οσοι αγαπούμε τον Θεό, ας μάθωμε να τον περιμένωμε, όπως η μνηστή περιμένει νέα απ’ τον μνηστήρα της. Ας κυττάζωμε στο δρόμο, στον ουρανό, στους ανθρώπους... απο κάπου θα προβάλη ο αγγελιοφόρος του Θεού, φέρνοντας το μήνυμα της αγάπης του. Κι όταν το μήνυμα δεν έρχεται, ας μην αποθαρρυνόμαστε (Λουκ. ιβ' 1). Αντίθετα, ας κρατάμε την αγάπη μας για Εκείνον αναμμένη. Ας την συνδαυλίζωμε να μη αποσβυστή.
Κι όταν η αγάπη μας θα έχη δοκιμασθή, θα έχη σφυρηλατηθή στο καμίνι και το αμόνι των πειρασμών και θ’ αποδειχθή γνήσια και σταθερή, τότε ο Θεός θα στείλη το μήνυμά του, βεβαιώνοντάς μας για τη δική του απέραντη αγάπη. Στις σχέσεις μας με τον Θεό, εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η δική μας αγάπη. Γι’ αυτό και εκείνο που πρέπει να μας ανησυχή είναι αν η αγάπη μας για τον Θεό παραμένη ζωντανή, θερμή και μεγάλη. Διότι η Αγάπη του Θεού για μας είναι γνωστή. Είναι δεδομένη. Όταν υπάρχη αυτή η προϋπόθεσις της δικής μας αγάπης, Εκείνος δεν θ’ αργήση να μας βεβαιώση για την αμέριστη αγάπη του στο πρόσωπό μας.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
68. «Προς Παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ» (Λουκά 27)
Η Παρθένος Μαρία, λοιπόν, τη στιγμή του Ευαγγελισμού ήταν μνηστευμένη με τον Ιωσήφ. Μεταξύ μνηστείας και γάμου μεσολαβούσε συνήθως ένα έτος. Στο χρονικό αυτό διάστημα η μνηστευμένη κόρη έμεινε σπίτι της ή σε συγγενικό ή φιλικό σπίτι (ΓΛ, 50). Ο Ευαγγελισμός επομένως έγινε στο διάστημα αυτό μεταξύ μνηστείας και γάμου. Εφ’ όσον δε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Θεοτόκο από τους ιερείς σε ηλικία 15 περίπου ετών και την εμνηστεύθη, άρα η Θεοτόκος κατά τη στιγμή του Ευαγγελισμού θα ήταν 15-16 ετών.
Η μνηστεία με τον Ιωσήφ άνοιξε στην Παρθένο Μαρία τον δρόμο του γάμου και της συζυγικής ζωής. Ο γάμος ήταν συνηθισμένος δρόμος ζωής για κάθε νέο κορίτσι. Γι’ αυτό και οι ιερείς που είχαν αναλάβει την ανατροφή της Παναγίας δεν δυσκολεύθηκαν να αποφασίσουν την μνηστεία της με τον Ιωσήφ. Ο Θεός όμως παρεμβαίνει και αλλάζει προσανατολισμό στη ζωή της Θεοτόκου κατά 180°! Την οδηγεί σε νέο και άγνωστο δρόμο: στο δρόμο της ισοβίου Παρθενίας!
Η μνηστεία και ο γάμος είναι ο συνηθισμένος δρόμος ζωής για όλα σχεδόν τα νέα κορίτσια. Και οι γονείς που φροντίζουν για την αποκατάστασί τους εκπληρώνουν μία από τις βασικές υποχρεώσεις έναντι των παιδιών τους.
Από τον καιρό όμως της Παρθένου Μαρίας και του Κυρίου, ο Θεός, πλάι στο γάμο καθιέρωσε και την Παρθενία σαν τρόπο ζωής ωρισμένων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών. Ο Κύριος, όταν οι μαθηταί τον ρώτησαν αν ο τρόπος αυτός της ζωής, δηλαδή η Παρθενία, ήταν πια ο μόνος ή ο προτιμότερος για τους ανθρώπους, δήλωσε κατηγορηματικά: «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οίς δέδοται... ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ' 11-12). Αυτό σημαίνει οτι η Παρθενία δεν είναι για όλους. Είναι ειδική κλήσις, για μερικούς. Είναι μια κλήσις τιμητική, αλλά αγωνιστική. Για την κλήσι της Παρθενίας, τα προβλήματα και την δεοντολογία της θα μας δοθή η ευκαιρία νά μιλήσωμε και σε άλλα σημειώματα πιο κάτω.
«Χαίρε» (Λουκ. α΄ 28)
Η πρώτη λέξις του μηνύματος του Θεού προς την Παρθένο Μαρία ήταν «Χαίρε», δηλαδή ένας χαρούμενος χαιρετισμός. Η προστακτική αυτή αποτελεί προτροπή για χαρά, αλλα και απλό χαιρετισμό δυο προσώπων που συναντιώνται.
Η χαρά του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι το αντίθετο της λύπης και της καταδίκης της Εύας. «Διά του χαίρε λύει τον δεσμόν της λύπης» (ΓΛ, 51).
Το «Χαίρε» της Παρθένου έμελλε να είναι «των δακρύων της Εύας η λύτρωσις».
Το «Χαίρε» είναι η πρώτη λέξις της Κ. Διαθήκης και απ' την λέξι αυτή το μήνυμα του Θεού προς την Ανθρωπότητα ωνομάσθηκε «Ευαγγελισμός» και λόγος του Θεού προς τον άνθρωπο «Ευαγγέλιον»!
Το «Χαίρε» του Θεού προς την Παρθένο είναι μαζί και χαιρετισμός κατά την συνάντησι ενός προσώπου προς το άλλο.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
ΈΝΑΣ αρχάριος αδελφός πήγε να συμβουλευτεί τον Αββά Πιστάμωνα.
- Όταν φτάσει η ώρα να πουλήσω το εργόχειρό μου, Αββά, με πιάνει στενοχώρια.
- Γιατί, παιδί μου; του είπε ο Γέροντας. Μήπως όλοι οι Πατέρες, κι ο Αββάς Σισώης ακόμη, δεν ήταν αναγκασμένοι να πουλούν τα εργόχειρά τους για να βγάλουν την διατροφή τους;
- Αν μπορώ να εξασφαλίσω διαφορετικά το ψωμί μου, δεν είναι καλύτερα να μην φροντίζω για εργόχειρο; ρώτησε πάλι ο αδελφός.
- Όχι, του αποκρίθηκε ο σοφός Γέροντας. Κι όταν ακόμη έχεις περισσότερα από όσα σου χρειάζονται για να ζήσεις, μην περιφρονείς την εργασία, που είναι ευλογημένη από τον Θεό.
Προσευχή και εργασία πρέπει να είναι η παντοτινή απασχόληση του μοναχού.
Του έδωσε ακόμη κι αυτή την συμβουλή:
- Εργάσου χωρίς προσκόλληση. Όταν πρόκειται να δώσεις το εργόχειρό σου, πες μια φορά την τιμή στον αγοραστή. Αν θέλεις να το δώσεις λιγώτερο, είναι στην εξουσία σου. Έτσι θα είσαι πάντοτε αναπαυμένος.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
ΈΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς κατόρθωσαν οι παλαιότεροι Πατέρες να φτάσουν σε μεγάλα μέτρα αρετής, ενώ οι νεώτεροι, αν και κοπιάζουν κι αυτοί, δεν μπορούν να προοδεύσουν.
- Εκείνοι, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Αββάς, είχαν σαν κύριό τους έργο την προσευχή κι όλα τ’ άλλα τα θεωρούσαν πάρεργο. Οι σημερινοί μοναχοί θεωρούν έργο τα σωματικά και πάρεργο την προσευχή, γι΄ αυτό κοπιάζουν δίχως ψυχική ωφέλεια.
Λησμονούν τα λόγια του Σωτήρος «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ' 33).
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε ο Αββάς Μακάριος να πάει στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου, για να συνομιλήσει με την κορυφή των ασκητών. Περπάτησε πολλές ημέρες μέσα στην άγρια έρημο, ανάμεσα από απάτητους τόπους, κι έφτασε κατάκοπος στην σπηλιά του Οσίου. Χτύπησε την μικρή πόρτα με ευλάβεια. Ο Αντώνιος βγήκε και τον ρώτησε ποιός ήταν και τί ήθελε.
- Είμαι ο Μακάριος, Αββά, κι επιθυμώ ν’ ακούσω την διδαχή σου.
Αντί για άλλη απάντηση, ο Αντώνιος του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Ήθελε να δοκιμάσει την υπομονή του. Ο Αββάς Μακάριος περίμενε έξω όρθιος, μ’ όλο που ήταν κατάκοπος από την μακρινή οδοιπορία. Δεν τολμούσε ούτε να καθίσει έξω από την σπηλιά του μεγάλου Πατρός, χωρίς να του πει εκείνος. Ύστερα από πολλή ώρα του άνοιξε ο Αντώνιος και τον υποδέχτηκε με πολλή φιλοφροσύνη.
- Από καιρό άκουγα τα κατορθώματά σου, αδελφέ, του έλεγε, κι επιθυμούσα να σε δω. Και νά που σήμερα ο Κύριος ξεπλήρωσε την επιθυμία μου.
Τον έβαλε να καθίσει και ετοίμασε την λιτή του τράπεζα με παξιμάδια και κρύο νερό, για να τον φιλέψει. Όταν έφαγαν, έβρεξε τα ψαθιά του ο Αντώνιος κι άρχισε το εργόχειρό του.
- Ευλόγησον, Αββά, είπε ο Μακάριος, να πλέξω κι εγώ σειρά, για να μην μένω αργός.
Ο Όσιος του επέτρεψε κι ο Αββάς Μακάριος άρχισε μ' επιδεξιότητα την δουλειά. Έτσι κάθισαν από το βράδυ ως το πρωί και συνομιλούσαν πνευματικά, για την σωτηρία της ψυχής, ενώ τα χέρια τους δεν σταμάτησαν να πλέκουν, ώσπου η σειρά του καθενός βγήκε από την πόρτα κι έφτασε στην ρίζα του βράχου που ήταν η σπηλιά. Όταν ξημέρωσε και είδε ο Όσιος πόσο είχε πλέξει ο Αββάς Μακάριος, πήρε τα χέρια του στα δικά του και τα φίλησε, λέγοντας με θαυμασμό:
- Μεγάλη δύναμη υπάρχει πράγματι σ’ αυτά τα ευλογημένα χέρια.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
Ο άγιος πρωτοπρεσβύτερος της Κροστάνδης π. Ιωάννης άρχισε το ποιμαντικό του έργο στη δύσκολη κοινωνία της πόλεως αυτής από τα φτωχά παιδιά. Πίσω από τα παιδιά ακολούθησαν οι μεγάλοι. Σιγά- σιγά ο κόσμος τον πλησίασε και ένα καλοκαίρι έκανε έναρξη των συζητήσεων μαζί με τους καθισμένους πάνω στο γρασίδι έξω από την πόλη. Τα παιδιά και οι μεγάλοι άρχισαν να μαζεύωνται γύρω του και, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, τον παρακολουθούσαν με προσοχή. Έπειτα άρχισαν να τον καλούν σπίτια τους. Αυτό βέβαια έγινε σιγά- σιγά. Στην αρχή η σκοτεινή κοινωνία της Κροστάνδης με δυσπιστία και έχθρα αντιμετώπιζε τις προσπάθειες του να την πλησιάση. Με τον καιρό είχε σημαντικές ποιμαντικές επιτυχίες.
« Μια φορά, διηγείται ένας επαγγελματίας, γύρισα στο σπίτι μου κάπως λιγώτερο μεθυσμένος. Βλέπω μέσα ένα νέο παππούλη, που κρατούσε τον γιό μου στα χέρια του και του έλεγε τρυφερά κάτι. Πήγα να ξεσπάσω σε ύβρεις… Τα μάτια όμως του μπάτουσκα ( πατερούλη), μάτια γεμάτα αγάπη και σοβαρότητα, με καθήλωσαν. Ένιωθα ντροπή. Έσκυψα το πρόσωπο καθώς εκείνος κοίταζε κατ’ευθείαν μέσα στην ψυχή μου. Άρχισε να ομιλή. Δεν θα μπορέσω να τα μεταδώσω όλα όσα έλεγε. Μου έλεγε ότι εδώ στην κάμαρα μου έχω τον παράδεισο, γιατί όπου υπάρχουν παιδιά εκεί υπάρχει ο παράδεισος, και δεν πρέπει αυτόν τον παράδεισο να τον ανταλλάσσω με την κνίσα της ταβέρνας. Δεν με κατηγορούσε, αντίθετα με δικαιολογούσε, για τη ζωή που έκανα. Μόνο που εγώ καταλάβαινα ότι ήμουν αδικαιολόγητος… Έφυγε έπειτα και εγώ κάθησα σιωπηλός. Δεν έκλαιγα. Η ψυχή μου όμως ήταν σαν να κλαίη… Η σύζυγος μου με κοίταζε με απορία. Και να, από τότε έγινα άνθρωπος».
Κάποιος έμπορος, χήρος μ’ ένα μικρό γιό, άρχισε από τη στενοχώρια του να πίνη πολύ. Ακολούθησαν εμπορικές ζημιές και χωρίς να το πάρη είδηση κατάντησε μέθυσος. Κάποια φορά τον συνάντησε ο π. Ιωάννης, του είπε ότι ερχόταν ειδικά γι’ αυτόν και άρχισε να τον συμβουλεύη να σταματήση το πιοτό:
-Φθάνει πια να γυρνάς στους δρόμους άπρακτος. Ήσουν άνθρωπος πριν. Άνθρωπος να ξαναγίνης.
Μετά σηκώθηκε, φόρεσε το επιτραχήλιο του και του είπε:
-Για να γίνη μια καλή αρχή στη νέα σου ζωή πρέπει να προσευχηθούμε.
Και άρχισε να προσεύχεται…
« Με δάκρυα προσευχόταν για μένα τον αμαρτωλό, διηγείται ο έμπορος. Έπειτα μας ευλόγησε, εμένα και τον γιό μου, υποσχέθηκε ότι θα μας επισκέπτεται και θα προσεύχεται για μας, και έφυγε…. Αισθανόμουν σαν να ξύπνησα από μεγάλο
και βαθύ ύπνο. Το δωμάτιο μας έγινε πιο αγαπητό σε μένα. Με δάκρυα μετανοίας αγκάλιασα το παιδί μου… Το εμπόριο αποκαταστάθηκε και εγώ ξανάγινα πάλι άνθρωπος».
Μια κοπέλα θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο λόγω πολλών αιτιών από τα παιδικά της ήδη χρόνια. Όταν πια έχασε και τη μητέρα της, ένιωσε τον εαυτό της τόσο θλιμμένο και απογοητευμένο, που άρχισε να σκέπτεται την αυτοκτονία. Κάποτε βρέθηκε στην Κροστάνδη και βυθισμένη στις μαύρες της σκέψεις κάθησε σ’ ένα παγκάκι κάποιου πάρκου. Τότε ένας άγνωστος ιερέας πλησίασε και κάθησε στην άλλη άκρη του πάγκου.
«Εγώ σηκώθηκα και θέλησα να απομακρυνθώ, διηγείται η κοπέλα, αλλά ο άγνωστος παππούλης με σταμάτησε και είπε:
-Με συγχωρείτε… δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τη βαριά κατάσταση της ψυχής σας και σαν ιερέας αποφάσισα να σας πλησιάσω… Αποκαλύψτε μου τη θλίψη σας. Ίσως ο Κύριος διά μέσου εμού του αμαρτωλού, να σας καταπραΰνη και να σας παρηγορήση…
Εγώ έκλαψα τότε πικρά, πολύ πικρά, αλλά τίποτε δεν μπόρεσα να πω παρά μόνο:
-Είμαι δυστυχισμένη, άχρηστη στον κόσμο.
-Ο μεγάλος νους του Πλάστη δεν μπορεί να κάνη τίποτε άχρηστο στον κόσμο, μου απάντησε αμέσως ο μπάτουσκα».
Έπειτα από την απάντηση αυτή η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατηθή και άρχισε η συζήτηση. Με ειλικρινή, πατρική αγάπη ο ιερέας την ενθάρρυνε. Το όνομα του δεν το αποκάλυψε. Όταν όμως αυτή διηγήθηκε το περιστατικό στους οικείους της, δεν τους έμεινε αμφιβολία ότι ήταν ο π. Ιωάννης.
( Ιωάννης της Κροστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.231-234)
Μήν κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός
- Γέροντα, υπερηφανεύομαι για τις σωματικές ικανότητες και για τα πνευματικά χαρίσματα που νομίζω πώς έχω.
- Γιατί να υπερηφανεύεσαι; Εσύ «εποίησας τον ουρανόν και την γην»; Πρόσεξε, μην κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός καί, ό,τι σού λείπει, μην προσπαθής να δείχνης ότι το έχεις. Να λές στον εαυτό σου: «Ο Θεός, επειδή ήμουν αδύνατη, μου έδωσε μερικά χαρίσματα, γιατί αλλιώς θα στεναχωριόμουν και θα ήμουν κακορρίζικη. Εκείνο που πρέπει να κάνω τώρα είναι να τα αξιοποιήσω, για να πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ, που με λυπήθηκες και με βοήθησες». Εσύ θεωρείς ότι είναι δικά σου όλα τα χαρίσματα που έχεις· είναι όμως δικά σου; «Τί έχεις ό ουκ έλαβες;». Εδώ χρειάζεται η εξυπνάδα, εδώ πρέπει να δουλέψης το μυαλό και να καταλάβης ότι όλα τα χαρίσματα είναι του Θεού. Λίγο αν μας εγκαταλείψη η Χάρις του Θεού, τίποτε δεν θα μπορούμε να κάνουμε. Είναι απλά τα πράγματα. Έχει, ας υποθέσουμε, κάποιος μερικές ικανότητες και υπερηφανεύεται γι’ αυτές. Πρέπει να σκεφθή: Που τις βρήκε; Του τις έδωσε ο Θεός. Αυτός τί έκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ο Θεός σε κάποιον λίγο παραπάνω μυαλό και μπορεί να έχη μια μεγάλη επιχείρηση και να ζη άνετα. Να υπερηφανευθή ότι τα καταφέρνει; Λίγο να τον εγκαταλείψη ο Θεός, μπορεί να χρεωκοπήση και να πάη φυλακή.
Πάντως, όποιος έχει χαρίσματα, αλλά δεν έχει ταπείνωση και πληγώνει με την προκλητική συμπεριφορά του τον πλησίον του, αναγκάζει τον Χριστό να πάρη το κατσαβιδάκι και να του λασκάρη λίγο την βίδα, για να ταπεινωθή ακουσίως. Ας υποθέσουμε, κάποιος θέλει να βγάλη έναν βράχο και παιδεύεται, γιατί δεν έχει πολύ μυαλό, ώστε να βρη έναν τρόπο να τον μετακινήση. Οπότε τον πλησιάζει ένας άλλος που είναι λίγο έξυπνος και του λέει: «Βρέ χαμένε, δεν σού κόβει;». Παίρνει αμέσως έναν λοστό, τον κάνει μοχλό και βγάζει εύκολα τον βράχο. Έ, αφού φέρεται έτσι, δεν είναι δίκαιο να πάρη το κατσαβίδι ο Θεός και να του λασκάρη λίγο το μυαλό; Μερικοί που είναι μεγάλοι ρήτορες παθαίνουν μεγάλες διαλείψεις και φθάνουν σε σημείο να μην μπορούν ούτε μια λέξη να πούν! Έτσι ταπεινώνονται. Αν άφηνε ο Θεός κάποιον συνέχεια ρήτορα-ρήτορα κι εκείνος υπερηφανευόταν, τί θα γινόταν; Τον καθέναν ο Θεός τον φρενάρει με κάποιον τρόπο, για να μην πάθη ζημιά.
Πρέπει πολύ να προσέξουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός να μην τα οικειοποιούμαστε, αλλά να ευχαριστούμε τον Θεό και να έχουμε την ανησυχία μην τυχόν δεν ανταποκρινόμαστε σ’ αυτά. Συγχρόνως να πονάμε για τους άλλους που δεν αξιώθηκαν να λάβουν τέτοια χαρίσματα από τον Θεό και να προσευχώμαστε γι’ αυτούς. Και όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υστερή σε κάτι, να λέμε με τον λογισμό μας: «Εάν αυτός είχε τα χαρίσματα που έδωσε σ’ εμένα ο Θεός, θα ήταν τώρα άγιος, ενώ εγώ δεν τα αξιοποίησα, και επιπλέον αδικώ τον Θεό κάνοντας δικά μου τα χαρίσματα που μου έδωσε». Ο Θεός βέβαια δεν στενοχωριέται, όταν ο άνθρωπος οικειοποιήται τα χαρίσματα που του δίνει· δεν μπορεί όμως να του δώση άλλα, για να μην τον βλάψη. Ενώ, αν κάποιος κινήται απλά και ταπεινά, γιατί αναγνωρίζει ότι τα χαρίσματα που έχει είναι του Θεού, τότε ο Θεός θα του δώση και άλλα.
Με την υπερηφάνεια κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχισμένο, επειδή τον απογυμνώνουμε από τα χαρίσματα που μας δίνει ο Θεός, αλλά στενοχωρούμε και τον Θεό, που πονάει, γιατί μας βλέπει δυστυχισμένους. Γ ιατί, ενώ έχει άφθονα πλούτη να μας δωρίση, δεν μας τα δίνει, για να μη μας βλάψη. Γιατί τί γίνεται; Αν μας δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τους άλλους σαν μυρμήγκια και τους πληγώνουμε με την υπερήφανη συμπεριφορά μας. Αν δεν μας δώση, απελπιζόμαστε. Οπότε και ο Θεός λέει: «Αν τους δώσω κάποιο χάρισμα, υπερηφανεύονται, βλάπτουν τον εαυτό τους και στους άλλους φέρονται με αναίδεια. Αν δεν τους δώσω, είναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι. Κι εγώ δεν ξέρω τί να κάνω».
Να ευχαριστούμε τον Θεό όχι μόνο για τα χαρίσματα που μας έχει δώσει, αλλά και για το ότι μας έχει κάνει ανθρώπους, ενώ Νοικοκύρης είναι και μπορούσε να μας κάνη και φίδια και σκορπιούς και χελώνες και μουλαράκια και γαϊδουράκια. «Ο Θεός, να λέμε, μπορούσε να με κάνη μουλάρι και να έπεφτα σε αδιάκριτα χέρια και να με φόρτωναν εκατόν πενήντα κιλά βάρος και να με χτυπούσαν, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη φίδι ή σκορπιό, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη χελώνα, γουρούνι, βάτραχο, κουνούπι, μύγα κ.λπ., αλλά δεν με έκανε. Τί με έκανε; Με έκανε άνθρωπο. Εγώ έχω ανταποκριθή σε όσα μου έδωσε; Όχι». Αν ο άνθρωπος δεν εξετάζη τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, ενώ φαίνεται στους ανθρώπους δίκαιος, είναι ο μεγαλύτερος άδικος του κόσμου, γιατί δεν αδικεί ανθρώπους, αλλά τον Θεό, που του έδωσε τόσα χαρίσματα. Όταν όμως τα εξετάζη με αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν φθάση σε πνευματικά μέτρα και κάνη χιλιάδες θαύματα την ημέρα, πάλι δεν θα του πη ο λογισμός ότι κάτι κάνει, γιατί όλα τα αποδίδει στον Θεό και αυτός ελέγχεται συνέχεια μήπως δεν έχει ανταποκριθή σε όσα του έδωσε ο Θεός. Και τότε αρχίζει από αυτήν την ζωή η μία Χάρις να διαδέχεται την άλλη και η άλλη την άλλη, και έτσι γίνεται χαριτωμένος άνθρωπος, επειδή η ταπείνωση του έγινε πλέον κατάσταση. Και όταν τα αποδίδη όλα στον Θεό και γίνη ευγνώμων δούλος του Θεού, θα ακούση στην άλλη ζωή το «εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω».
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 93-96)
ΜΕ ΤΙΠΟΤΕ άλλο δεν χαίρεται τόσο ο διάβολος, όσο με τον μοναχό που κρύβει στην εξομολόγηση τους λογισμούς του, έλεγε κάποιος Γέροντας.
ΑΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣΑΙ από πονηρούς λογισμούς, συμβουλεύει άλλος Πατήρ, φανέρωσε τους στην εξομολόγηση, για ν’ απαλλαγείς γρήγορα απ΄ αυτούς. Όπως το φίδι εξαφανίζεται μόλις βγει από την φωλιά του, έτσι χάνεται κι ο κακός λογισμός μόλις εξαγορευθεί.
Ένας αδελφός πειραζόταν από σαρκική επιθυμία. Πολλά χρόνια κοπίαζε μόνος του, αλλά δεν έβλεπε ωφέλεια στον εαυτό του. Για να νικήσει τέλος το πάθος του, στάθηκε μια Κυριακή στην μέση της εκκλησίας, ύστερα από την Λειτουργία, και είπε δυνατά, για ν’ ακουστεί από όλους τους μοναχούς:
- Προσευχηθείτε για μένα, αδελφοί, να μ' ελεήσει ο Θεός, γιατί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια έχω πολεμο στην σάρκα.
Λέγοντας αυτά, αίσθανθηκε αμέσως να έλευθερώνεται από το πάθος. Ό,τι δεν έκανε χρόνων κόπος και άσκηση, το κατόρθωσε σε μια στιγμή η εξομολόγηση.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.120)