«Κάθε καλό χορήγημα και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται και κατεβαίνει από πάνω, από τον Πατέρα των φώτων» (Ιακ. 1:17)
Σε μια συζήτηση με τον Σ. Φ. Μορς, τον εφευρέτη του τηλέγραφου, ο αιδ. Τζορτζ Χάρβεϋ τον ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά, όταν κάνατε τα πειράματά σας στο εργαστήριο, φτάσατε ποτέ στο σημείο να μην ξέρετε τι να κάνετε;
- Και βέβαια! Πολλές φορές!
- Και σε τέτοιες στιγμές τι κάνατε;
- Προσευχόμουν στο Θεό για περισσότερο φως!
- Και το παίρνατε αυτό το φως;
- Ναι. Και μπορώ να πω ότι, όταν άρχισα να παίρνω τιμητικές διακρίσεις από την Αμερική και την Ευρώπη για την εφεύρεσή μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αξίζω αυτές τις τιμές. Έκανα μια πολύτιμη εφαρμογή του ηλεκτρισμού όχι γιατί ήμουν ανώτερος από άλλους ανθρώπους, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί ο Θεός, που το προόριζε για τους ανθρώπους, έπρεπε να το αποκαλύψει σε κάποιον, και το αποκάλυψε σ’ εμένα.
Κάτω από το φως αυτού του περιστατικού, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το πρώτο μήνυμα που έστειλε ο Μορς με την εφεύρεσή του ήταν: «Πόσο θαυμαστά τα έργα του Θεού!».
«…τα λόγια της γνώσης άκου τα με προσοχή» (Παροιμίες 23:12)
- Όποιος βάζει τα προνόμιά του πάνω από τις ηθικές αρχές, σύντομα χάνει και τα δύο.
- Μερικές φορές τα πιο επιβλαβή ψέματα τα λέει κάνεις με τη σιωπή του.
- Δεν μπορείς να ελέγξεις τις περιστάσεις της ζωής, αλλά μπορείς να ελέγξεις τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
- Πάντοτε υπάρχουν πιο ευχάριστα πράγματα από το να κριτικάρεις τους άλλους.
- Η τιμιότητα δεν είναι απλώς μια από τις αρετές, αλλά είναι το κύριο συστατικό κάθε άλλης αρετής.
- Η τιμιότητα θεωρείται η μεγαλύτερη όλων των άλλων αρετών, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί ο άνθρωπος να διατηρήσει καμία άλλη αρετή.
- Το πλοίο είναι ασφαλές στο λιμάνι, αλλά τα πλοία δε φτιάχνονται για να μένουν στο λιμάνι.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
474. Κατά την προσευχή, πρέπει: α) το θέμα της να εκφρασθή με διαύγεια και με πηγή την καρδιά, β) να γίνη το αίτημα μας με εμπιστοσύνη στο έλεος του Κυρίου ή το έλεος της Θεοτόκου και γ) να υπάρχη μέσα μας η απόφασις να μην ξαναμαρτήσουμε στο μέλλον, αλλά να πραγματοποιούμε πάντοτε το θέλημα του Κυρίου. «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας• μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιω. ε’ 14).
475. Η πνευματική υπερηφάνεια φανερώνεται με το να είναι κανείς αναίσθητος για τα αμαρτήματά του. Με το να δικαιολογή τον εαυτό του και να τον επαινή φαρισαϊκά. Με το να μην αισθάνεται την ανάγκη να δοξάση τον Θεό, να υμνήση τη θεία μεγαλωσύνη. Όλοι όσοι δεν προσεύχονται στον Θεό, «τον Θεόν τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός», στη Ζωή τους, δεν προσεύχονται γιατί έχουν μέσα τους κρυφή υπερηφάνεια.
476. Η καρδιά που δεν πιστεύει, είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσα. Η καρδιά που πιστεύει, είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι.
477. Όταν προσεύχεσαι στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα –τον εν Τριάδι ένα Θεό – μην έχεις την εντύπωσι ότι βρίσκεται έξω σου. Να του μιλάς μέσα σου, σαν σε ένοικο της καρδιάς σου. Εκεί βρίσκεται ο Θεός για τους αληθινά πιστούς. «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; » (Α’ Κορ. γ’ 16). «Κὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός» (Λεϋιτ. κστ’ 12). «Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός … καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα» (Β’ Κορ. στ’ 16, 18).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 201-202)
472. Όταν προσευχώμαστε υπέρ ζώντων και μεταστάντων και τους μνημονεύουμε με τα ονόματά τους, πρέπει να προφέρουμε αυτά τα ονόματα με αγάπη και μες από την καρδιά μας, θάλπτοντάς τα με στοργή εκεί μέσα «ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα» (Α’ Θεσσ. β’ 7), ενθυμούμενοι ότι «ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη» (Εφεσ. δ’ 25) και «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Εφεσ. ε’ 30). Υπάρχει μεγάλη απόστασις ανάμεσα στη μηχανική, την απαθή μνημόνευσι των ονομάτων και την ολοκάρδιο μνημόνευσί τους. Το ένα απέχει από το άλλο όσο ο ουρανός από τη γη.
473. Να έχης προς τον λόγο του θεού την ίδια προσοχή και το ίδιο σέβας, που θα είχες μπροστά στον ίδιο τον Θεό. «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς» (Εβρ. δ’ 12). Είναι η ίδια η ζωή του Θεού και η δύναμίς του. Γι’ αυτό, είναι και «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας», όπως λέγει η προς Εβραίους Επιστολή ευθύς παρακάτω. Ο λόγος του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό, να προφέρης κάθε λέξι του με πίστι και βεβαιότητα. Τα λόγια του Θεού είναι αξετίμητα μαργαριτάρια. «Μὴ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ’ 6).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 200-201)
Ο π. Χερουβείμ Κωνσταμονίτης διηγήθηκε:
Είχε διορατικό χάρισμα ο Γέροντας (ο Ηγούμενος Φιλάρετος Κωνσταμονίτης).
Όταν εξομολογούσε, ενίοτε έλεγε:
– Ναι, καλά, αλλά εκείνο που πήρες, να το επιστρέψης. Εκείνο που έκανες δεν σκεφτόσουν να το εξομολογηθής.
Πολλούς, που πρώτη φορά έρχονταν να εξομολογηθούν, τους αποκαλούσε με τα ονόματά τους. Επίσης είχε καλλιεργήσει και τη νοερά προσευχή.
Όταν είχε γεράσει και δεν μπορούσε να ανέβη τις σκάλες, περίμενε στο πρώτο σκαλοπάτι και κατόπιν σαν πουλί ανέβαινε επάνω.
Ο φύλακας άγγελός του τον ανέβαζε.
Ένα βράδυ που συνέβη το ίδιο τον άκουσα να λέη:
– Σε κουράζω και σένα, Άγγελέ μου!
(από το βιβλίο “Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση”, Άγιον Όρος, 2011. Φωτογραφία: Αρχιμανδρίτης Φιλάρετος, 1890-1963, ηγούμενος της Μονής Κωνσταμονίτου, φωτογραφία: Αγιορειτική Φωτοθήκη)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν(1) ὁ οἶκος ὑμῶν(2) έρημος(3).
λέγω δὲ(4) ὑμῖν, οὐ μὴ με ἴδητέ ἕως αν ἥξη ὅτε εἴπητε,
Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου(5).
35 Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί.
Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια,
ώσπου να ’ρθεί ο καιρός που θα πείτε,
ευλογημένος αυτός που έρχεται
σταλμένος απ’ τον Κύριο!»
(1) Αφήνεται σε σας· έχετε αυτόν εξ’ ολοκλήρου δικό σας
με την φροντίδα να τον προστατεύετε μόνοι σας, διότι ο Θεός
δεν θα διαμένει πλέον σε αυτόν και δεν θα τον προστατεύει (p).
(2) Η πόλη Ιερουσαλήμ (p). Κανείς πλέον δεσμός δεν συνδέει
αυτήν με το Θεό, ώστε να ονομάζει αυτήν σπίτι του (L).
Όμοιος με αρπακτικό πτηνό, που πετά πάνω από το θύμα του,
ο εχθρός απειλεί τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς ο οποίος προστάτευε
αυτούς μέχρι τώρα κάτω από τα φτερά του, αποσύρεται
και παραμένουν τώρα ακάλυπτοι, εγκαταλελειμμένοι στο να υπερασπίζουν
μόνοι τους εαυτούς τους. Η έννοια αυτή εκφράζεται στο πρώτο μισό του σ. 35 (g).
Και ο ναός για τον οποίο καυχιόντουσαν, περιλαμβάνεται στο σπίτι τους.
Είχαν μεταβάλλει αυτόν από οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου και σε σπήλαιο ληστών.
(3) Η λέξη δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά αποτελεί γλώσσα
(λέξη-κείμενο) που μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο του χειρογράφου.
Όταν ο Χριστός φύγει και απομακρυνθεί από ένα μέρος,
οσοδήποτε και αν είναι αυτό με επιμέλεια προετοιμασμένο και πολυσύχναστο,
μεταβάλλεται σε έρημο.
(4) Αντιθετικός σύνδεσμος=Φεύγω, αλλά μην εκλαμβάνετε την αναχώρηση
αυτή ως σύντομη απουσία. Σας διακηρύσσω ότι δεν θα με δείτε για πολύ (g).
(5) Τρεις διαφορετικές εξηγήσεις δόθηκαν στο «όταν πείτε· ευλογημένος… Κυρίου».
α) Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: Μετά τον εδώ διάλογο με τους Φαρισαίους
«αφού περιόδευσε την Ιουδαία… επέστρεψε πάλι στα Ιεροσόλυμα·
τότε λοιπόν, τότε κάθισε στο πουλάρι και όχλοι πολλοί και παιδιά
κάτω από την εφηβεία… βάδιζαν μπροστά του και έλεγαν τιμητικά… Ωσαννά…
ευλογημένος ο ερχόμενος… Επομένως τότε λέει ότι θα τον δουν πάλι,
όταν φτάσει ο καιρός του Πάθους» (Κ).
β) Κατά την δευτέρα παρουσία, όταν «βλέποντας αυτόν να έρχεται
από τους ουρανούς με τη θεϊκή δόξα και με την συνοδεία αγγέλων,
θα αναγκαστούν να ομολογήσουν ότι αυτός είναι ο ευλογημένος που έρχεται
στο όνομα του Κυρίου, του Πατέρα του» (Ε).
γ) Για τελειώσει η απουσία μου από εσάς, θα χρειαστεί να δώσετε τους εαυτούς
σας σε μένα, με την μεταβολή των διαθέσεών σας απέναντί μου,
οπότε θα με επικαλεστείτε με φωνή μετάνοιας και ευλάβειας (g).
Αναφέρεται λοιπόν στην διαμέσου των αιώνων επιστροφή των Ισραηλιτών στον Ιησού (p).
Η τελευταία ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.
"Ο Γέροντας δεν κατασκεύαζε γύρω του ενόχους"
Ο σύγχρονος φαρισαίος - ηθικιστής ή αμοραλιστής - τέρπεται
με το να κατασκευάζει γύρω του ενόχους, νομίζοντας πώς έτσι
υπηρετεί την αλήθεια. Υπερήφανος και ένοχος ο ίδιος,
δεν αποδέχεται την ενοχή του, αλλά την απωθεί, προβάλλοντάς
την επιθετικά στους άλλους. Ο Γέροντας, με τη ζωή του,
δίδαξε ότι ο χριστιανός οφείλει να κινείται στον αντίθετο άξονα:
Χωρίς να προκαλεί εκείνος τις εναντίον του επικρίσεις,
να τις αποδέχεται ήρεμα, να μην ενοχοποιεί προσωπικά κανέναν
και με την προσευχή "δώρησαί μοι, Κύριε, του οράν τα εμά πταίσματα
και μη κατακρίνειν τον αδελφό μου", να μετανοεί και να απαλλάσσεται
από κάθε προσωπική του ενοχή, συγχωρώντας ειλικρινά τους κατηγόρουςτου.
[Γ 440π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.231)
Η μέλλουσα Ζωή
-Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
-Δές πώς χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τί χαζά χαιρόμασταν!
Τί μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι’ αυτά.
-Γέροντα, πώς θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
-Αμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο
στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν.
Ξέρεις τί εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
-Γέροντα, γιατί το σώμα του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
-Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο.
Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό.
Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή
με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε.
Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα -,
το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία,
και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια.
Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
-Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλαση θα βλέπουν αυτούς
που θα είναι στον Παράδεισο;
-Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν
όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκωνται
στην κόλαση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο.
Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως,
δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκωνται
στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση.
Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν
για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο,
αλλά εκεί «ουκ έστι πόνος...» . Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν,
αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα,
αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολουνται
πάντες οι διαλογισμοί αντου» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται,
πως θα είναι Παράδεισος; Αυτοί μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο,
θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται
τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους,
δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική.
Αλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή.
Όλοι όμως θα αισθάνωνται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς,
της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί,
αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά,
δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος
να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγώτερη;». Δηλαδή καθένας θα βλέπη
στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα
των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό,
αλλά θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.
-Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
-Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος;
Πώς είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές;
Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος.
Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο
και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή,
ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις
συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, ή είναι κυριευμένος
από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση.
Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλωσύνη κ.λπ.,
τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι
που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Νά, πήγαινε σε έναν πεθαμένο
και πές του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ.
«ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε.
Αν του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη.
Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν;
Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι,
χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και δεν θέλεις να τελείωση.
Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο,
ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαίς.
Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε,
και λές: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή.
Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα,
όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ’ ό,τι την ημέρα.
Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό.
Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια!
Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο,
άντε τώρα αιώνια - Θεός φυλάξοι - να είσαι μέσα στην θλίψη.
Γι’ αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. Εσείς τί λέτε;
-Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση•
λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
-Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο
ή κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε
ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε.
Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος
σε καλή πνευματική κατάσταση και να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Αμήν.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης
ο Θεολόγος", σελ.283-286)
Τί λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί περί του ευχελαίου;
Η Δυτική Εκκλησία δέχεται το ευχέλαιο ως εκκλησιαστικό μυστήριο. Από τον δωδέκατο όμως αιώνα το μεταποίησε σε έσχατη κρίση και σε εφόδιο των αποθνησκόντων, μη επαναλαμβάνουσα αυτό στην ίδια ασθένεια αν αυτή ξαναεμφανισθεί. Ανάλογοι προς την ιδέα αυτή είναι και οι καρποί του μυστηρίου, οι οποίοι αντιστρέφονται, δηλαδή ως κύρια ενέργειά του είναι η εξάλειψη της αμαρτίας και των λειψάνων της και η ενδυνάμωση της ψυχής στον επικείμενο αγώνα της κατά του θανάτου. Η μεταποίηση όμως αυτή του ευχελαίου σε έσχατη χρίση αντιβαίνει προς την αρχαία χρήση του και στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, κατά την οποία το μυστήριο διακονείται σε κάθε ασθένεια και όχι μόνο στις βαρύτατες προ του θανάτου. Εσφαλμένα δε χορηγείται ως εφόδιο ψυχής καθ’ όν χρόνο αυτή εισέρχεται στις αιώνιες μονές, γιατί σαν τέτοιο εφόδιο ήταν πάντοτε στην Εκκλησία όχι το ευχέλαιο αλλά η θεία Ευχαριστία.
Τι λένε σχετικά οι Προτεστάντες;
Δεν τους ενδιαφέρει. Δεν το δέχονται ως μυστήριο και για άλλους λόγους αλλά και γιατί δεν παρέχει πάντοτε τη σωματική ανάρρωση. Οι Λουθηρανοί μόνο το δέχονται σαν μια παραμυθητική τελετή, δηλαδή τελετή που παρέχει παρηγοριά, εάν περιορισθεί στην επίσκεψη του ιερέα στον ασθενή και τη χορήγηση σ’ αυτόν της θείας μεταλήψεως. Οι υπόλοιποι Προτεστάντες το απορρίπτουν παντελώς.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 285)
Όχι, δεν θεραπεύονται. Ως προς το πρώτο σκέλος του μυστηρίου (την ίαση της σωματικής νόσου), η θεία χάρη δεν ενεργεί «εξ ανάγκης», όπως γίνεται στα υπόλοιπα μυστήρια. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα έκλειναν όλα τα νοσοκομεία και τα ιατρεία. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους πιστούς σε περίπτωση σωματικής ασθένειας προτιμούν να επισκέπτονται τους φυσικούς γιατρούς (όχι βέβαια αδικαιολόγητα) παρά τους πνευματικούς (τους ιερείς). Το ότι δεν θεραπεύονται παντότε οι σωματικές ασθένειες αυτό δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πίστεως από μέρους του ασθενούντος που δέχεται το ιερό μυστήριο, αλλά γενικότερα στη θεία βούληση, η οποία θέλησε μεν την ίαση των ασθενούντων μελών της Εκκλησίας (η οποία πολλάκις πραγματοποιείται), όχι όμως και να εξαλείψει ολοσχερώς τις σωματικές ασθένειες η ν’ αποσοβήσει το θάνατο, πράγματα που είναι άλλωστε σημαντικά μέσα στους παιδαγωγικούς σκοπούς της θείας πρόνοιας.
Αν όμως το μυστήριο του ευχελαίου δεν λειτουργεί εξ ανάγκης ως προς το πρώτο σκέλος του (την ίαση των ασθενειών), λειτουργεί πάντοτε εξ ανάγκης όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία συνδέει το ευχέλαιο με τη μετάνοια, επιτελώντας αυτό και σε υγιείς πιστούς, οι οποίοι ετοιμάζονται για την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων. Δυσκολία αναφύεται μόνο ως προς το είδος των αμαρτιών που συγχωρούνται στο ευχέλαιο, δεδομένου ότι για την άφεση των αμαρτημάτων υπάρχει ειδικό μυστήριο, η μετάνοια και η εξομολόγηση, στο οποίο είναι υποχρεωμένος να προσέλθει ο πιστός.
Το ευχέλαιο μπορεί να αντικαταστήσει τη μετάνοια; Αν δε ο πιστός έλαβε άφεση στο μυστήριο της μετάνοιας, τί περισσό θα έχει από το ευχέλαιο; Να υποθέσουμε, ότι στους ασθενούντες πιστούς το ευχέλαιο εξαφανίζει τα όποια εναπομείναντα λείψανα της αμαρτίας, που συνδέονται με τη σωματική ασθένεια, ή τις αμαρτίες εκείνες που λόγω καταστάσεώς του ο ασθενής αδυνατεί να εξομολογηθεί στον ιερέα; Ποιος άραγε γνωρίζει αυτά τα πράγματα;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 284-285)