«Τον ρώτησα κάποτε (τον όσιο Πορφύριο): Γέροντα ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ υπακοής και ταπεινώσεως χριστιανικής; Και εκείνος μου απάντησε χαμογελώντας: Είναι το ίδιο πράγμα» (Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο σ. 320).
«Μου εξηγούσε ο γέροντας Πορφύριος: «Μου έλεγαν για παράδειγμα: «Νικήτα» -αυτό ήταν το όνομά του ως μοναχού στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους- «τρέξε κάτω στον αρσανά να πάρεις αυτό το τσουβάλι με το αλεύρι. Και προτού να τελειώσει ο γέροντάς μου την εντολή του, εγώ ήδη είχα αρχίσει να τρέχω για τον αρσανά, να φορτωθώ το τσουβάλι και με χαρούμενη υπακοή να επιστρέψω» (Ο γέρων Πορφύριος σ.97).
«Έλεγε ο πατήρ Πορφύριος στον σέρβο μετέπειτα επίσκοπο Ειρηναίο Μπούλοβιτς: «Άκουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σου τα ζητάει η Εκκλησία και τα επευλογεί ο πνευματικός σου και εσύ κάνεις αυτή την υπακοή ειλικρινώς, τότε, με την αγάπη του Χριστού μας, αυτή σου η υπακοή θα μπορέσει να μετατρέψει όλη αυτή την εξωτερική κίνηση σε προσευχές, χωρίς να το καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος. Αν πάλι διαλέξεις και το πιο ήσυχο μέρος του Αγίου Όρους ή μία οποιαδήποτε Μονή, αλλά αυτό το κάνεις με το δικό σου θέλημα, για να βολευτείς εσύ ο ίδιος, έστω πνευματικά, για ένα βόλεμα πνευματικό ας το πούμε, και χωρίς την ευλογία της Εκκλησίας ή του πνευματικού σου, τότε ό,τι και να κάνεις, όλα θα παραμείνουν χαμερπή, δεν θα φτάσουν πουθενά». Και, μας λέει ο ίδιος (ο π. Ειρηναίος) μπορώ να σας ομολογήσω ότι έκτοτε οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τα λόγια του και αμέσως ανακουφιζόμουν. Και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα» (Ανθολόγιο Συμβουλών, σ. 345).
«Πήγα στον γέροντα Πορφύριο και όταν μπήκα στο κελί του τον είδα ξαπλωμένο και άρρωστο στο κρεβάτι του. Με ρώτησε: - Τι θέλεις, παιδί μου; Και εγώ του απάντησα: - Γέροντα, έχω ένα πρόβλημα και θέλω να σας συμβουλευτώ, για να μου πείτε τι να κάνω. Τότε ο γέροντας έκανε το εξής: Μέσα στο κελί του είχε έναν παπαγάλο, ο οποίος πετούσε από έπιπλο σε έπιπλο. Σε ένα τραπέζι πάνω ήταν το κλουβί του. Έκανε μία κίνηση του χεριού του ο γέροντας και φωνάζοντας: Ε, μπες στο κλουβί σου!», ο παπαγάλος μπήκε μέσα στο κλουβί και μας κοιτούσε από εκεί. Τότε γύρισε προς εμένα ο γέροντας και με τόνο κάπως αυστηρό στη φωνή του μου είπε: - Είδες, παιδάκι μου; Ο παπαγάλος όταν του είπα να μπει στο κλουβί, έκανε υπακοή και μπήκε. Εσύ όμως δεν έχεις διάθεση να υπακούσεις σε ό,τι και να σου πω, για αυτό και εγώ δεν μπορώ να σου πω τίποτα απολύτως» (ο.π. σ. 351).
«Όταν βρισκόμουν σε μακρινές αποστάσεις λόγω μεταθέσεών μου, ο παππούλης παράλληλα με αυτόν σαν πνευματικό, μου είχε δώσει την ευλογία, για εξομολόγηση των διαφόρων μου αμαρτημάτων μόνο, να έχω και τους μακαριστους γέροντες π. Ελευθέριο Καψωμένο στα Χανιά Κρήτης, τον «μεγάλο αυτόν άγιο και υψηλά ιστάμενο ενώπιον του Θεού», όπως πολλές φορές μου έλεγε, και τον άγιο Γέροντα πρωτοπρεσβύτερο Ιωάννη Ταμπάκη, θαυμαστό λειτουργό του Υψίστου … «πολύ σεβάσμιος Γέροντας αυτός ο ιερέας. Σε αυτόν να πηγαίνεις, παιδί μου, να εξομολογείσαι τώρα τα αμαρτήματά σου» μου είπε, όταν σταμάτησε και δεν μπορούσε να μας εξομολογεί λόγω υγείας» (ο.π. 341).
«Όταν είσαι μακριά από την Αθήνα, λέει σε έναν αδελφό, και δεν μπορείς να έρχεσαι τόσο τακτικά εδώ, να ψάχνεις εκεί να βρίσκεις έναν πολύ καλό πνευματικό για να εξομολογείσαι τις αμαρτίες σου. Και ό,τι άλλο σε απασχολεί σχετικά με νοερή προσευχή ή λογισμούς να μην τους τα αναφέρεις, γιατί μερικοί δεν τα γνωρίζουν όλα και μπορεί να σε μπερδέψουν. Να έρχεσαι εδώ και να μου λες τα άλλα» (ο.π. 341).
«Μερικούς μήνες πριν γνωρίσω τον π. Πορφύριο, επειδή βρισκόμουν σε μεγάλη πνευματική ανάγκη και, επικαίρως, στενός φίλος με πληροφόρησε για κάποιον παρεπιδημούντα αγιορείτη γέροντα, που λέγανε ότι είχε διορατικό χάρισμα, τον επισκέφτηκα και μάλιστα χωρίς προηγούμενη ευλογία του πνευματικού μου. Αλλά ο γέροντας εκείνος, αντί να με αναπαύσει ψυχικά, μεγάλωσε την ταραχή μου. Όταν το ανέφερα στον πνευματικό μου, μου απάντησε: Αν μου το έλεγες δεν θα σου έδινα ευλογία να πας στο συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και με παραπεμπτικό πλέον του πνευματικού μου, γνώρισα τον π. Πορφύριο, ο οποίος με ανέπαυσε πλήρως, του ανέφερα και για εκείνη τη συνάντησή μου με τον Αγιορείτη γέροντα. Ο π. Πορφύριος τον ήξερε και μου είπε, κάπως συνεσταλμένα: «Τώρα ο Θεός τον ανέπαυσε. Είναι λεπτό αυτό το θέμα. Δεν τα κατάφερνε και τόσο ο ευλογημένος. Σε κάποιον είπε ότι θα γίνει Δεσπότης και τώρα θέλει να πετάξει τα ράσα. Ο Θεός να τον συγχωρέσει» (ο.π. σ. 343).
[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Να υπακούει στον ηγούμενο. Γιατί αυτή είναι η βάση της ασκητικής πολιτείας. Όπως δηλαδή ο Θεός που είναι Πατέρας και έχει την αξίωση να ονομάζεται πατέρας όλων, απαιτεί απόλυτη υπακοή και πειθαρχία από τους δούλους Του, έτσι και ο πνευματικός πατέρας που ζει ανάμεσα σε ανθρώπους· επειδή προσαρμόζει τις εντολές του προς τους νόμους του Θεού, απαιτεί αναντίρρητη υπακοή. Γιατί, αν αυτός που αφοσιώνεται σε κάποια χειρωνακτική εργασία… υπακούει σε όλα στον τεχνίτη και δεν εναντιώνεται καθόλου στις εντολές του… πολύ περισσότερο εκείνοι που έρχονται για να μάθουν τους κανόνες της ευσέβειας και την ισότητα, αφού πειστούν ότι θα μπορέσουν να μάθουν από τον ηγούμενο αυτή την επιστήμη, θα προσφέρουν στον ηγούμενο ολοκληρωτική πειθαρχία και απόλυτη υπακοή σε όλα και δεν θα ζητήσουν εξηγήσεις για τις εντολές που παίρνουν, αλλά θα εκτελέσουν το έργο για το οποίο διατάχθηκαν. Εάν όμως αγνοούν κάτι από εκείνα που συντελούν στη σωτηρία, τους επιτρέπεται να ρωτούν με κοσμιότητα και με το σεβασμό που πρέπει και έτσι να μαθαίνουν και να εκπαιδεύονται» (Ασκητικαί διατάξεις κεφ. 19, ΕΠΕ 9,488)
«Αυτή την υπακοή είναι ανάγκη να δείχνουν οι ασκητές του Θεού στον ηγούμενο· γιατί…ο Χριστός διάλεξε μαθητές, για να δώσει στους ανθρώπους πρότυπο του αφιερωμένου στο Θεό βίου. Γιατί ο Ηγούμενος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά εκπρόσωπος του Σωτήρα, που μεσιτεύει ανάμεσα στο Θεό και στους ανθρώπους και προσφέρει στο Θεό τη σωτηρία αυτών που υποτάσσονται σε αυτόν. Και αυτό το διδασκόμαστε από τον ίδιο το Χριστό που ανέδειξε τον Πέτρο ποιμένα της εκκλησίας Του μετά από τον εαυτό Του… και έδωσε εξουσία σε όλους τους μετέπειτα ποιμένες και δασκάλους της αλήθειάς Του. …Όπως λοιπόν τα πρόβατα υπακούουν στον τσοπάνη και προχωρούν προς την κατεύθυνση που τους δίνει ο τσοπάνης, έτσι πρέπει και οι ασκητές του Θεού να υπακούν στους ηγουμένους, χωρίς να σχολιάζουν τις εντολές όταν είναι καθαρές από αμαρτία, αλλά να τις εκτελούν με κάθε προθυμία και ζήλο» (ο.π. κεφ.22,,ΕΠΕ 9,506-508)
«Να έχεις ως κλειδί την γλώσσα του πνευματικού σου πατέρα. Αυτή να ανοίγει το στόμα σου για να φας ψωμί και αυτή να το κλείνει» (Ασκητικός Α,8,ΕΠΕ 8,116)
«Και αν βρεις τέτοιον οδηγό, να παραδώσεις τον εαυτό σου σε αυτόν και να απαρνηθείς ολοκληρωτικά το δικό σου θέλημα για να βρεθείς καθαρό δοχείο»(Ασκητικός Α,2, ΕΠΕ 8,98)
«Αν όμως λυπάσαι το σώμα σου και ζητάς δάσκαλο συγκαταβατικό προς τα πάθη σου ή για να μιλήσω σαφέστερα, που να συμμερίζεται την πτώση σου, μάταια ανέλαβες το άθλημα της αποταγής του κόσμου, γιατί παρέδωσες στον εαυτό σου στον εμπαθή βίο αφού χρησιμοποίησες τυφλό οδηγό και οδηγείσαι από αυτόν σε λάκκο» (ο.π. Α,3,ΕΠΕ 8,102)
«Εάν λοιπόν βρεις με τη χάρη του Θεού (και θα βρεις οπωσδήποτε εάν ζητήσεις) διδάσκαλο αγαθών έργων, πρόσεξε να μην κάνεις τίποτα αντίθετο με τη γνώμη του. Διότι κάθε πράξη που γίνεται κρυφά από αυτόν είναι κλοπή και ιεροσυλία, που οδηγεί στο θάνατο και δεν ωφελεί και αν ακόμα σου φαίνεται ότι είναι αγαθή. Διότι εάν είναι αγαθή για ποιο λόγο γίνεται κρυφά και όχι φανερά;» (ο.π. ΕΠΕ 8,103-105)
[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος γέρων, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Κάποια μέρα με κάλεσε ο Ηγούμενος Μισαήλ και μου είπε ότι το μοναστήρι χρειάζεται ανθρώπους που να γνωρίζουν την Ελληνική γλώσσα: «Λοιπόν εσείς, πάτερ Σωφρόνιε, να μάθετε την Ελληνική γλώσσα. Έκανα εδαφιαία μετάνοια, όπως συνηθίζεται στο Άγιο Όρος και κατευθύνθηκα προς την θύρα. Με κάλεσε πίσω. «Πάτερ Σωφρόνιε!» Γύρισα πίσω, στάθηκα σιωπηλά. Λέει: «Ο Θεός δεν κρίνει δύο φορές. Αν εσείς το κάνετε από υπακοή σε μένα, τότε εγώ θα είμαι υπόλογος στο Θεό για αυτό. Εσείς λοιπόν πηγαίνετε εν ειρήνη και εργαστείτε». Μόλις ο άνθρωπος αυτός, ο εκλεκτός του Θεού, μίλησε έτσι σε μένα που δεν γνώριζα ποτέ πραγματική ειρήνη, τους έξι μήνες που δαπάνησα για τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας με περιέβαλε ειρήνη. Υπήρξε στιγμή κατά την οποία αρρώστησα και σκέφτηκα ότι θα πεθάνω. Και τότε είχα το αίσθημα: «αν τώρα με καλέσει ο Κύριος, διακόπτω στη μέση του γράμματος την εργασία μου και πηγαίνω στην Κρίση». Δεν με χαρακτήριζε τέτοια τόλμη μπροστά στο Θεό, αλλά μου δόθηκε κατά τον λόγο του ηγουμένου μου. Έτσι και εσείς, να έχετε τα ζωντανά αυτά παραδείγματα να σας καθοδηγούν στη μοναχική σας ζωή, και θα γνωρίσετε εκείνο για το οποίο σας μιλώ» (Οικοδομώντας…σελ.240-241).
«Όταν ήμουν στη Γαλλία, κατοικούσα με κάποιον ιερομόναχο, νεότερο από εμένα που τον γνώριζα από πολλά χρόνια. Ήταν πολύ έξυπνος, πολύ σοβαρός κλπ., αλλά δεν καταλάβαινε την υπακοή χωρίς να κάνει παρατηρήσεις. Έλεγε στους άλλους: «να υπακούσω χωρίς να καταλαβαίνω, είναι ανόητο. Ποιος είναι ο γέροντας; Δεν λέει «χρησμούς», δεν είναι αλάθητος όπως ο Πάπας! Είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε αν πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο του ή όχι». Αυτό που έλεγε στους άλλους έφτασε κάποτε μέχρις εμένα, και τότε αναγκάστηκε να με ρωτήσει: «Είστε αλάθητος;». Του απάντησα: «Με την ερώτηση αυτή τα ανατρέπετε όλα, δεν κάνετε παρά το δικό σας θέλημα και βάζετε εσείς τον εαυτό σας πάνω από μένα». Αν ο πνευματικός πατέρας ζητά με την προσευχή απάντηση από το Θεό, αυτή η απάντηση δεν είναι πάντοτε σύμφωνη με τη λογική της καθημερινής ζωής. Ένα πρόσωπο όπως αυτό για το οποίο σας είπα, δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτό τον λόγο, του φαίνεται ανόητος και δεν θα τον ακούσει. «Όταν παίρνουμε πάνω μας το δικαίωμα να κρίνουμε αν ο λόγος του γέροντα είναι σωστός ή όχι, όπως σας εξήγησα, στην περίπτωση αυτή, εσείς είστε ο κριτής· ακόμα και όταν συμφωνείτε με τον λόγο μου, κατά βάθος δεν ακολουθείτε παρά τη δική σας αντίληψη, το ίδιον θέλημά σας». Ο άγιος Βαρσανούφιος λέει ότι σε παρόμοιες περιστάσεις δεν θέλει ούτε να καταδικάσει ούτε να δικαιώσει, αλλά δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτούς που υπακούν μόνο στην περίπτωση όπου βλέπουν στο λόγο του γέροντά τους ένα νόημα που τους φαίνεται σωστό και αρνούνται να τον ακολουθήσουν, όταν δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Είναι εύκολο να καταλάβετε αυτό που θέλω να πω, ότι πρέπει να ακολουθούμε τον λόγο του ηγουμένου ή του πνευματικού χωρίς να τον κρίνουμε; Τι σημαίνει «χωρίς να τον κρίνουμε;». Είναι δυνατόν κάποιο λογικό πρόσωπο να ενεργεί έτσι; Αλλά ακριβώς ο μοναχισμός είναι το σχολείο όπου μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το έργο του ανακαινισμού μας με την μετάνοια, ως το σημείο που να μπορούμε να ακούσουμε με άμεσο τρόπο τον λόγο του Ίδιου του Θεού» (ο.π. σελ. 254-255).
«Ακούσατε τη διδαχή που αναφέρει ότι ο πνευματικός πρέπει να είναι ένας, όπως γράφει ο αββάς Δωρόθεος: «στη σωτηρία οδηγούμαστε με πολλές συμβουλές, αλλά σύμβουλος είναι μόνο ένας». Για το κοινοβιακό μοναστήρι η ζωή είναι πολυπλοκότερη. Ο Ηγούμενος είναι το επίκεντρο όλων. Πρέπει λοιπόν να δεχόμαστε τον λόγο του έχοντας υπ’ όψη ότι είναι ο πρώτος υπεύθυνος ενώπιον του Θεού. Αν όμως είναι έτσι, τότε αφήστε τον να μιλήσει και ακούστε τον» (ο.π. σελ. 204).
«Δεν είναι εύκολο για έναν πνευματικό πατέρα να καθοδηγεί ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια ενός ορθοδόξου συνεδρίου, που πρόσφατα έλαβε χώρα στο Βέλγιο, όλοι αναζητούσαν τέλειους πνευματικούς, αυθεντίες αλάθητες κλπ. Σας είπα ήδη ότι πολλά εξαρτώνται από τη στάση του προσώπου που έρχεται στον πνευματικό. Για να καλλιεργήσουμε τον λαό που αποτελεί το πλήρωμα της εκκλησίας πρέπει να τους μάθουμε να πλησιάζουν τον πνευματικό με την προσευχή: «δι’ ευχών του δούλου Σου π.Ν., Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο σωτήρ ημών, δίδαξόν με το θέλημά σου, δίδαξόν με πώς οφείλω να πορεύομαι». Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο πνευματικός πατέρας, στο μοναστήρι μας τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω, δεν προφέρει λόγο χωρίς να «σκεφτεί», χωρίς προσευχή. Για αυτό να κρατάτε τον λόγο που σας λέει. Έτσι, η συζήτηση θα είναι σύντομη αλλά πολύ εποικοδομητική. Αν όμως αρχίσουμε να συζητούμε για όλες τις άλλες πιθανές πλευρές του προβλήματος, όλα θα χαθούν. Αρχίστε με τη σκέψη ότι, ακόμα και αν ο πνευματικός κάνει λάθος, διότι κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι τέλειο, λόγω της ταπεινής στάσης σας η θεία Χάρη θα είναι παρ’ όλα αυτά μαζί σας» (ο.π. σελ. 224-225).
«Πρέπει να πω ότι μέχρι τώρα, παρόλο που με βλέπετε όπως είμαι, όταν τα λόγια μου τηρήθηκαν πιστά, τα πράγματα εξελίχθηκαν με σωτήριο τρόπο. Και αντιθέτως, όταν, ψάχνοντας κάτι άλλο πιο πνευματικό, πιο τέλειο, απέρριψαν τον λόγο μου, συνάντησαν δυσκολίες. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί είμαι προφήτης, αλλά εξαιτίας ενός πνευματικού νόμου. Πρέπει να ακολουθούμε τα λόγια του ηγουμένου, του πνευματικού πατέρα, για να βρεθούμε τελικά σε μία πνευματική κατάσταση πιο ασφαλή. Τα λόγια ενός πνευματικού πατρός μπορεί να φανούν ότι στερούνται γνώσεως ή δεν έχουν έννοια, αλλά ο Θεός υπερασπίζεται όσους κόβουν το δικό τους θέλημα για να εκπληρώσουν το θέλημα του Θεού. Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και αν ο λόγος του πνευματικού πατρός είναι όχι μόνο σχετικός αλλά και λανθασμένος, ο Θεός θα μας προστατεύσει, αν τον ακολουθήσουμε. Με την πνευματική αυτή υπακοή ενεργείται μία πράξη πολύτιμη στα μάτια του Θεού: η συνείδησή μας αναγνωρίζει ότι το ίδιον θέλημα μας χωρίζει από τον Θεό και τους αδελφούς. Έτσι κόβουμε το θέλημά μας για να διατηρήσουμε την καρδιά μας ανοιχτή για όλους τους άλλους» (ο.π. τόμος Α΄, σελ. 303-304).
«Όλως ιδιαιτέραν προσοχήν έδιδεν (ο Άγιος Σιλουανός) εις την εσωτερικήν υπακοήν εις τον ηγούμενον και τον πνευματικόν, θεωρών αυτήν Μυστήριον της Εκκλησίας και δώρημα της χάριτος. …Τοιαύτη πνευματική υπακοή, άνευ αντιρρήσεων και εναντιώσεων, (ουχί μόνον εκφραζομένων, αλλ’ ούτε και εσωτερικών και ανεκδηλώτων) είναι απαραίτητος προϋπόθεσις δια την πρόσληψιν και αφομοίωσιν της ζώσης παραδόσεως… Ευθύς δε ως υπεισέλθη έστω και μικρά τις αντίθεσις προς τον πνευματικόν πατέρα, η ψυχή του διδασκάλου αναποφεύκτως κλείεται και το νήμα της αμιάντου παραδόσεως διακόπτεται. Εις μάτην σκέπτονταί τινες ότι «και ο πνευματικός είναι ατελής άνθρωπος», ότι «είναι ανάγκη να εξηγής λεπτομερώς εις αυτόν την υπόθεσιν, ειδ’ άλλως δεν θα εννοήση», ότι «και αυτός δύναται ευκόλως να περιπέση εις σφάλμα και δια τούτο πρέπει να διορθώσης αυτόν». Εκείνος όστις διαφωνεί μετά του πνευματικού και διορθοί αυτόν, θέτει εαυτόν υψηλότερον του τελευταίου και παύει πλέον να είναι μαθητής… Έλεγεν ότι εάν οι μοναχοί και εν γένει οι πιστοί υπακούουν εις τους πνευματικούς και τους ποιμένας αυτών μη κρίνοντες αυτούς και άνευ εσωτερικής εναντιώσεως, τότε και οι ίδιοι δεν στερούνται της σωτηρίας και σύμπασα η Εκκλησία ζη εν πληρότητι ζωής… αλλά οι έχοντες ίδιον θέλημα και ίδιον νουν, όσον και αν είναι πολυμαθείς και ευφυείς και εάν εισέτι φονεύσουν εαυτούς δια των πλέον αυστηρών ασκήσεων ή εργασιών πολυμαθείας θεολογικής, δεν θα επιτύχουν να περισυλλέξουν ει μη ψυχία πίπτοντα εκ του Θρόνου του Ελέους» (Ο Άγιος Σιλουανός, σελ. 104-107).
«…η μέριμνα αύτη απόκειται κυρίως εις τους ποιμένας της Εκκλησίας, εις τους οποίους εδόθη τοσούτον μεγάλη χάρις, ώστε εάν ηδύναντο οι άνθρωποι να ίδουν το μεγαλείον της χάριτος αυτής, όλος ο κόσμος θα εξεπλήττετο δι’ αυτήν. Ο Κύριος όμως έκρυψεν αυτήν, ίνα μη υπερηφανευθούν οι λειτουργοί Αυτού, αλλ’ ίνα σώζωνται εν τη ταπεινώσει… Και όσον μεγαλυτέρα είναι η αγάπη του ποιμένος, τοσούτον μεγαλυτέρα είναι η οδύνη αυτού. Ημείς δε, τα πρόβατα, οφείλομεν να κατανοώμεν τούτο και να αγαπώμεν και να τιμώμεν τους ποιμένας ημών… Πάσαι αι συμφοραί επέρχονται εις ημάς, διότι δεν ερωτώμεν τους πνευματικούς πατέρας οίτινες ετέθησαν, ίνα καθοδηγούν ημάς· οι δε ιεράρχαι και πνευματικοί, διότι δεν ερωτούν τον Κύριον πώς πρέπει να ενεργήσουν…. Κατά τινα εσπερινόν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εν τω Παλαιώ Ορεινώ Ρωσικώ, μοναχός τις είδε τον πνευματικόν Αβραάμιον κατ’ εικόνα Χριστού. Ο γέρων-πνευματικός, φέρων επιτραχήλιον, ίστατο εν τω εξομολογητηρίω και εδέχετο τας εξομολογήσεις. Ότε εισήλθεν ο μοναχός εκείνος, προσέβλεψεν εις τον πνευματικόν, κατάλευκον γέροντα, και είδε το πρόσωπον αυτού νεανικόν, ως παιδίου, και έλαμπεν όλος, και ήτο όμοιος προς τον Χριστόν. Τότε κατενόησεν ο μοναχός εκείνος ότι ο πνευματικός τελεί το μυστήριον εν Πνεύματι Αγίω και δια Πνεύματος Αγίου αφίενται εις τον μετανοούντα αι αμαρτίαι. … Πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα ότι ο πνευματικός τελεί το λειτούργημα αυτού εν Πνεύματι Αγίω, και δια τούτο οφείλομεν να ευλαβώμεθα αυτόν. … Εάν ο άνθρωπος δεν λέγη τα πάντα εις τον πνευματικόν, τότε η οδός αυτού είναι σκολιά και δεν οδηγεί προς την σωτηρίαν. Εάν όμως λέγη τα πάντα, πορεύεται κατ’ ευθείαν εις την Βασιλείαν των Ουρανών. … Γνωρίζω πολλούς οίτινες ηπατήθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον εις τους λογισμούς αυτών, και ένεκα της καταφρονήσεως αυτών προς τον πνευματικόν δεν ηυδοκίμησαν. Επιλανθάνονται οι τοιούτοι ότι εν τω μυστηρίω ενεργεί η χάρις του Αγίου Πνεύματος, ήτις και σώζει ημάς. … Εάν δε εξήλθες από του πνευματικού συγκεχυμένος, τούτο σημαίνει ότι δεν εξωμολογήθης, ως έπρεπε, και ο ίδιος δεν συνεχώρησας εκ ψυχής εις τον αδελφόν τα παραπτώματα αυτού. … Σπανίως γνωρίζει τις το βαθύ μυστήριον της υπακοής. Ο υπήκοος είναι μέγας ενώπιον του Θεού· είναι μιμητής του Χριστού, Όστις έδωκεν εις ημάς εν Εαυτώ τύπον υπακοής…Η υπακοή είναι απαραίτητος ουχί μόνον εις τους μοναχούς, αλλά και εις πάντα άνθρωπον… Όστις φέρει εντός αυτού έστω και ολίγην χάριν, ούτος υποτάσσεται μετά χαράς εις πάσαν αρχήν, διότι γνωρίζει ότι ο Θεός προνοεί περί πάντων και εν τω ουρανώ και επί της γης και εν τοις καταχθονίοις, και περί αυτού του ιδίου, και δια τα έργα αυτού, και δια πάντα όσα υπάρχουν εν τω κόσμω, και ως εκ τούτου μένει πάντοτε ήρεμος… Ο νους εκείνου, όστις φυλάττει την υπακοήν, κατέχεται μόνον υπό του Θεού και της εντολής του γέροντος, ο νους όμως του ανυπηκόου είναι απησχολημένος εις διαφόρους υποθέσεις και κατακρίσεις του γέροντος, και δια τούτο ουδέποτε είναι καθαρός Είδα έναν υποτακτικό που ξεπλήρωνε βαρύ διακόνημα, και όμως είχε την καρδιακή προσευχή, και ο Κύριος του έδινε δάκρυα για να κλαίει για όλο τον κόσμο· και ο Ηγούμενος Ανδρέας του είπε: «αυτό σου δόθηκε για την υπακοή σου»… Δια της υπακοής φυλάττεται ο άνθρωπος εκ της υπερηφανίας. Δια την υπακοήν χαρίζεται η προσευχή· δια την υπακοήν δίδεται και η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Ιδού δια ποίον λόγον η υπακοή είναι ανωτέρα της νηστείας και της προσευχής (Ο Άγιος Σιλουανός, σελ. 502-509 & 526-529).
«Ο Θεός εγκαταλείπει αυτόν που έχει υπερβολική εμπιστοσύνη στη σύνεσή του. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν κάποιος λόγος είναι εναντίον μας, ή κάποια συμβουλή φαίνεται παράλογη για την κοινή λογική. Αν είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε αυτό τον λόγο, αυτή τη συμβουλή, αν έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτόν το λόγο, σε αυτή τη συμβουλή, ο Θεός τελικά θα τακτοποιήσει τα πράγματα, ώστε η έκβαση να είναι θετική. Το μυστήριο της υπακοής είναι μία από τις πιο σοβαρές πραγματικότητες στην οδό της σωτηρίας» (Περί Πνεύματος σελ. 59-60).
«Κάποτε πήγα στο Μοναστήρι (επειδή η Θεία Λειτουργία την Κυριακή άρχιζε στις 10 π.μ. και τελείωνε περίπου στις 1μ.μ.) και είχα από προηγουμένως ετοιμαστεί να κοινωνήσω. Όμως το μεγάλο πρόβλημα με το στομάχι μου, με ανάγκασε να πιω ένα γάλα, με την απόφαση να μην κοινωνήσω. Θα έλεγα στον γέροντα (π. Σωφρόνιο) πως δεν κοινώνησα, για το λόγο που ανέφερα μετά το πέρας της ακολουθίας. Πήγα, περίπου στις 10:30 στο ναό και κάθισα σε μία γωνιά τελευταία. Όμως προς μεγάλη μου έκπληξη βγαίνει ένας μοναχός από το Ιερό, διασχίζει τον κόσμο, έρχεται προς το μέρος μου και μου λέει: Μου είπε ο γέροντας να κοινωνήσεις. Έτσι και έγινε. Στο τέλος ο γέροντας είπε: Υπήκουσες. Και έφυγε» (Αναμνήσεις από τον γέροντα Σωφρόνιο, Δ. Δαβίτη, σελ. 113).
[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Όταν βρισκόμουν στο Κοινόβιο τα ανέφερα όλα στον γέροντα, τον αββά Ιωάννη. Γιατί ποτέ δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι χωρίς να έχω την ευλογία του. Και μερικές φορές μου έλεγε ο λογισμός: «Αυτό δεν θα σου πει ο γέροντας; Τι θέλεις τώρα να τον ενοχλήσεις;» και έλεγα στο λογισμό: «ανάθεμά σε σένα και στη διάκρισή σου και στη σοφία σου και στη φρονιμάδα σου και στη γνώση σου γιατί ό,τι ξέρεις το ξέρεις από τους δαίμονες». Και πήγαινα και ρωτούσα τον Γέροντα. Μερικές φορές μου απαντούσε όπως είχα προηγουμένως σκεφθεί και τότε μου έλεγε ο λογισμός: «Τι έγινε λοιπόν; Να, σου είπε αυτό που σου είχα πει και εγώ. Δεν ενόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο τον Γέροντα»; και απαντούσα στο λογισμό: «ναι, αλλά τώρα είναι ευλογημένο, τώρα προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το δικό σου είναι πονηρό, είναι δαιμονικό, είναι γεμάτο εμπάθεια». Και έτσι ποτέ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να ακολουθήσει το λογισμό του, χωρίς να έχω ρωτήσει για αυτό σχετικά.
Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, η ψυχή μου ήταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμία μέριμνα μέχρι σημείου που να στεναχωριέμαι για αυτό το θέμα… Γιατί άκουγα ότι έπρεπε να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις και έβλεπα πως εγώ δεν είχα καμία θλίψη και φοβόμουν και βρισκόμουν σε απορία, επειδή δεν ήξερα την αιτία της τόσης ανάπαυσης, μέχρις ότου μου είπε ο γέροντας: «Μη στεναχωριέσαι. Καθένας που μπαίνει κάτω από την υπακοή των Πατέρων, τέτοια ανάπαυση και αμέριμνη ζωή έχει». Φροντίστε και εσείς να ρωτάτε για όλα και να μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ανάπαυση έχει όποιος το εφαρμόζει (σελ. 193-195).
«Αν είσαι υποτακτικός, μη δίνεις εμπιστοσύνη στην καρδιά σου, γιατί αυτή είναι τυφλωμένη από τις πολλές εμπαθείς καταστάσεις της. Να μην ακολουθείς σε κανένα θέμα την κρίση σου, ούτε να βεβαιώνεσαι μέσα σου για κάτι πριν ρωτήσεις και πάρεις τη γνώμη του προεστού σου. Ούτε να λογίζεσαι ή να νομίζεις ότι αυτά που σκέφτεσαι εσύ είναι πιο λογικά και πιο δίκαια από αυτά που σου λέει εκείνος. Ούτε να γίνεις εξεταστής των έργων του και πολλές φορές πλανεμένος ελεγκτής. Αυτή είναι απάτη του Πονηρού, για να σε εμποδίσει να υποταχτείς σε όλα με απόλυτη εμπιστοσύνη και να χάσεις τη σίγουρη σωτηρία που προέρχεται από αυτήν» (σελ. 431).
«Για εκείνους όμως που αναφέρουν λεπτομερώς όλα τα σχετικά με τον εαυτό τους, που κάνουν το καθετί με πολλή σκέψη και μελέτη, λέει: «η σωτηρία κατορθώνεται με πολλή βουλή». Δεν λέει «με πολλή βουλή» σαν να έπρεπε κανείς να συμβουλεύεται τον καθένα, αλλά για να τονίσει ότι για όλα πρέπει να ζητάει συμβουλή -από αυτόν βέβαια που οφείλει να έχει εντελώς εμπιστευτεί τον εαυτό του. Και όχι άλλα μεν να κρύβει, άλλα δε να λέει, αλλά τα πάντα να τα αναφέρει και για όλα να ζητάει συμβουλή» (παρ. 61, βιβλίο εκδόσεων Ετοιμασία).
Είναι οι γάμοι μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων. Είναι γάμοι ανάγκης και «κατ’ οικονομίαν» τελούμενοι, τους οποίους επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες ζωής και οι ειδικές σχέσεις που δημιουργούνται σε χώρες στις οποίες ορθόδοξοι συγχρωτίζονται με ετεροδόξους και τανάπαλιν. Η Εκκλησία μας, για ν’ αποστρέψει μεγαλύτερα κακά (την προσχώρηση Ορθοδόξων σε ετερόδοξες Εκκλησίες και κοινότητες, την παράνομη συμβίωση κ.λπ.) επιτρέπει την κατ’ οικονομίαν σύζευξη των μελών της με ετεροδόξους, με την προϋπόθεση το μυστήριο να τελεσθεί κατά το ορθόδοξο λειτουργικό τυπικό, τα δε παιδιά που θα γεννηθούν από το γάμο ν’ ανατραφούν ορθοδόξως. Τα ίδια φυσικά απαιτεί και η Ρωμαϊκή Εκκλησία από τα δικά της μέλη. Οι Προτεστάντες δεν πολυσκοτίζονται. Το προβληματικό όμως στις περιπτώσεις αυτές από ορθόδοξης πλευράς είναι πώς επιτρέπεται σ’ έναν ετερόδοξο, που δεν ανήκει στην Εκκλησία, να τελέσει ορθόδοξο μυστήριο. Είπαμεν, όμως, κατ’ οικονομίαν!
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 281)
Το ιδεώδες είναι να μένουν άγαμοι. Όταν οι κληρικοί δεν έχουν οικογενειακές φροντίδες και περισπασμούς, όταν δεν είναι δεμένοι με γυναίκες και παιδιά, θα είναι ελεύθεροι να αφοσιωθούν ολόψυχα και απερίσπασπα στην υψηλή διακονία, στην οποία η χάρη του Αγίου Πνεύματος τους έχει αναδείξει.
Καθόσον όμως, κατά τους λόγους του Κυρίου, όλοι δεν μπορούν να σηκώσουν τον βαρύ της παρθενίας και της συνημμένης αγαμίας ζυγό, άνδρες δε φυσιολογικοί είναι πολύ δύσκολο ν’ αφήσουν ανικανοποίητες τις ορμές της φύσεως και ν’ αντέξουν οπό καθημερινό πύρωμα της σάρκας, η Ορθόδοξη Εκκλησία στην επιθυμία της να προφυλάξει τον κλήρο της από αταξίες σαρκικές και σκάνδαλα διασύροντα την περιωπή της ιερωσύνης και σκανδαλίζοντα το ποίμνιο, επιτρέπει το γάμο στους διακόνους και τους πρεσβυτέρους, απαγορεύουσα τούτον μόνο στούς αρχιερείς, οι οποίοι πρέπει να προέρχονται από τις τάξεις των παρθένων (μοναχών). Το τελευταίο αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο γάμος είναι ασυμβίβαστος προς την ιεροσύνη, αφού οι δύο πρώτοι ιερατικοί βαθμοί τελούν γάμο, εις δε την αρχαία Εκκλησία υπήρχαν και έγγαμοι αρχιερείς (ένα μυστήριο δεν μπορεί να συγκρούεται με άλλο), αλλά και για άλλους μεν λόγους σκοπιμότητας, κυρίως όμως για να μένουν απερίσπαστοι στην υψηλή διακονία τους. Άλλωστε η ηλικία προσέλευσης στην αρχιερωσύνη και η υποτιθέμενη άσκησή τους ως μοναχών, εγγυώνται κατά τεκμήριο τη σώφρονα και ενάρετη διαγωγή τους.
Γάμος μετά την ιεροσύνη και δεύτερος σε περίπτωση χηρείας δεν επιτρέπονται. Τα θέματα βέβαια αυτά καθώς και ο γάμος των αρχιερέων είναι ζητήματα που μπορούν -αν παραστεί ανάγκη- να συζητηθούν από την Εκκλησία.
Σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Λατινική απαγορεύει το γάμο και στους τρείς ιερατικούς βαθμούς, πράγμα βέβαια στη φιλοσοφία του ορθό, όμως στην πρακτική του άκρως επικίνδυνο, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Αν η αγαμία γενικά είναι δυσβάστακτος θεσμός για κάθε εποχή, σήμερα που ο κοινωνικός βίος έχει εξελιχθεί και επιταχυνθεί, η ζωή των άγαμων κληρικών σε μεγάλες ιδίως κοινωνίες γίνεται πολύ προβληματική, δεν είναι δε λίγοι οι κληρικοί της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, οι οποίοι ζητούν από τον Πάπα άδεια να λάβουν νόμιμη σύζυγο στα πλαίσια του μυστηρίου του γάμου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 280-281)
Περί της ουσίας του μυστηρίου δεν υπάρχουν διαφορές. Διαφορές υφίστανται ως προς το διαλυτόν ή όχι του γάμου. Η Δυτική Εκκλησία απαγορεύει τελείως τη διάλυση του γάμου. Μόνο ο θάνατος είναι ο φυσικός λύτης του συζυγικού δεσμού, οπότε ο γάμος μπορεί να επαναληφθεί και για τέταρτη φορά. Ακόμη και σε περίπτωση πορνείας η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν επιτρέπει το διαζύγιο, παρά τη ρητή διαβεβαίωση του Κυρίου. Το μόνο που επιτρέπει είναι ο προσωρινός χωρισμός των συζύγων από κοίτης και τραπέζης (να κοιμούνται ξεχωριστά και να μη τρώγουν στο ίδιο τραπέζι). Φυσικά ο Πάπας παρεμβαίνων μπορεί σε εξαιρετικές περιστάσεις να λύσει κάποιο γάμο.
Οι αντιλήψεις αυτές της Λατινικής Εκκλησίας δεν είναι σύμφωνες ούτε με το έθος της αρχαίας Εκκλησίας, στην οποία ήταν άγνωστος ο χωρισμός από κοίτης και τραπέζης, αλλ΄ ούτε και με τη ρητή βεβαίωση της Γραφής, ότι η λύση του γάμου είναι επιτρεπτή μόνο δια λόγους πορνείας. Οι δε λόγοι της Γραφής «ο απολελυμένην γαμήσας μοιχάται» στους οποίους στηρίζεται το έθος της Δυτικής Εκκλησίας, δεν σημαίνουν την γυναίκα που απολύθηκε ένεκα πορνείας, αλλά εκείνη που απέλυσε αυθαίρετα ο σύζυγος, ο οποίος στην περίπτωση αυτή μοιχάται. Και κάτι άλλο· αν απαγορεύεται η σύζευξη στο προσβαλέν την οικογενειακή πίστη μέλος, γιατί το αθώο μέλος να μην μπορεί να συνάψει νέο γάμο;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 279)
Ναι, υπάρχουν. Φυσικός λύτης του γάμου είναι ο θάνατος, όπως και η πορνεία. Περί της τελευταίας ο Κύριος! είναι κατηγορηματικός: « Ός αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας και γαμήση άλλην μοιχάται». Η πορνεία διαλύει τον γάμο, γιατί καταστρέφει τα κύρια συστατικά του, την πίστη και την αγάπη. Το διαζύγιο σε τέτοιες περιπτώσεις επιτρέπεται, χωρίς όμως και να επιβάλλεται. Το απατηθέν μέλος έχει δικαίωμα να λύσει τον γάμο, όχι όμως και υποχρέωση. Αν θέλουν οι σύζυγοι, μπορούν να τον διατηρήσουν και μετά την προσβολή. Λόγω όμως των πολλών δυσχερών περιστάσεων και των προβλημάτων του συζυγικού και του κοινωνικού βίου, η λύση του γάμου επιτρέπεται και για άλλους λόγους με τους οποίους ασχολείται το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας. Και μια τελευταία λέξη. Μετά τη διάλυση του πρώτου γάμου ο ορθόδοξος μπορεί να τελέσει κατά συγκατάβαση δεύτερο και τρίτο γάμο, όχι όμως και τέταρτο. Η τετραγαμία απαγορεύεται.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 278-279)
[Σημείωση: Η σχέση αυτή με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος, αναφέρεται πρωτίστως στο μοναχικό βίο & δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια & στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό & τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό, μοναχούς & λαϊκούς ανεξαιρέτως!]
«Ξέρετε πολύ καλά ότι ο Γέροντάς μας (όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής) ήταν των άκρων ησυχαστής και της νοεράς προσευχής. Και όμως δεν μας παρέδωσε ως πρώτο την ησυχία ή τη νοερά προσευχή, αλλά μας παρέδωσε την υπακοή, το κοινόβιο!».
«Και τα βιβλία των Αγίων Πατέρων αν παρακολουθήσετε, θα δείτε ότι πολλοί με ευκολία, με πολλή άνεση αγίασαν, αγιάσθησαν οι ψυχές τους, δίχως να κάνουν κόπους, δίχως να κάνουν θυσίες, δίχως να κάνουν ασκητικούς αγώνες, αλλά τι; Διάλεξαν την υπακοή».
«Βεβαιώθηκα με πείρα ότι η υπακοή είναι ανώτερη από την προσευχή».
«Πολλές φορές κι εμείς, να πούμε, ως Γέροντες μπορεί να κάνουμε και ένα λάθος. Εσύ όμως που θα κάνεις υπακοή, θα σου βγει σε καλό, δεν θα σου βγει σε κακό! Ποτές η υπακοή δεν βγαίνει σε κακό, διότι είναι μίμησης Χριστού».
«Έκανες υπακοή, θα πας στον παράδεισο, δεν έκανες υπακοή, δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση…περισσότερο ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν· όπως ενεργεί η υπακοή δεν ενεργούν οι άλλες αρετές. Για αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή».
«Δεν έχεις βάλει ως ρίζα την υπακοή. Εγώ δεν κοιτάω να κάνω προσευχή, κοιτάω να κάνω υπακοή. Σου είπανε η αδελφότητα εδώ, μάζεψε τα σεντόνια. Να ‘ναι ευλογημένο. Ο Θεός μπορεί· εσύ τώρα ελαττώνεις την προσευχή σου μαζεύοντας τα σεντόνια, έστω, να πούμε, μισή ώρα. Όταν θα πας να προσευχηθείς, θα σου δώσει ο Θεός για αυτήν την αυταπάρνηση και την υπακοή την οποία έκανες, διπλή τη χάρη. Αν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τη νύχτα τρεις ώρες, έβρισκες χάρη, να πούμε, δέκα βαθμών. Τώρα επειδή ελαττώνεις την ώρα της προσευχής και γίνεται δυόμιση ώρες, νομίζεις ότι δεν θα απολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θα απολαύσεις. Γιατί έβαλες το θεμέλιο της καλογερικής ζωής, του καλογερικού νομού. Ήρθαμε εδώ να κάνουμε υπακοή, όχι να κάνουμε προσευχή. Υπακοή».
«Θυμάμαι όταν ζούσε ο γέροντας Νικηφόρος, τον κατέκρινα σε κάτι. Πήγα το βράδυ να κάνω προσευχή· βλέπω «ντουβάρι», δεν μπορώ να προχωρήσω στην ευχή… Κύριε Ιησού… Κύριε Ιησού… δεν προχωράει! Κάπου έχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου έχω αμαρτήσει. Λοιπόν, την προηγούμενη ημέρα: πού πήγα, τι μίλησα τι έπραξα; το βρήκα, είχα κατακρίνει τον Γέροντά μου! Την άλλη μέρα ήταν Κυριακή και έπρεπε να λειτουργήσω. Τώρα τι να κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με που κατέκρινα τον Γέροντά μου· έσφαλα, ζητώ συγνώμη». Τίποτα! «Καλά, για μένα δεν υπάρχει συγχώρεση; δεν υπάρχει «Ευλόγησον»;». Τίποτα! «Μα ο Πέτρος, Κύριε, σε αρνήθηκε τρεις φορές και τον συγχώρεσες· Εγώ δεν σε αρνήθηκα· κατέκρινα τον Γέροντά μου. Ε, τώρα βάζω και εγώ μετάνοια· μετανόησα που κατέκρινα και ζητώ συγχώρεση». Τίποτα!... Ξαναπιάνω το κομποσχοίνι, δεν προχωράει η προσευχή! Άρχισα τα κλάματα· έβγαιναν τα δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δεν υπάρχει για μένα «Ευλόγησον»; Ο Θεός του ελέους και της ευσπλαχνίας είσαι, και εμένα γιατί δεν με συγχωράς …Τρεις ώρες περάσαν έτσι· έκανα όλη την ακολουθία της Κυριακής με δάκρυα. Στο τέλος βλέπω μία ειρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρά μέσα μου. Άρχισε να λέγεται η ευχή τότε. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με…» Α…, εντάξει· και έτσι προχώρησα στη Λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν τόσο να κατακρίνεις έναν ξένο, όσο να κατακρίνεις τον Γέροντά σου! Αλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τον ίδιο το Θεό, να πούμε!».
«Είπε ο Γέροντας, είπε ο Θεός. Το στόμα του Γέροντα είναι το στόμα του Χριστού».
«Αν κάνεις διάκριση [ξεχωρίζεις τι είναι καλό ή κακό] σε ό,τι σου λέει ο Γέροντας, δεν είσαι υποτακτικός, είσαι ελεγκτής του Γέροντα».
«Δεν έχεις ευλογία να πας ένα βήμα, αν δεν πάρεις ευλογία από τον Γέροντα. Όταν πάρεις ευλογία από τον Γέροντα, μη φοβάσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Γέροντά σου και πήγαινε και γίνε αστροναύτης πάνω στη σελήνη· μη φοβάσαι, διότι σε σκεπάζει η ευχή, η υπακοή σε σκεπάζει».
«Ξέρετε τι θα πει Γέροντας; Μόνο ο διάβολος ξέρει τι θα πει Γέροντας».
«Κάποιος από ένα μοναστήρι ήρθε στο σπίτι και λέει: «Μα ο Γέροντας αλάθητος είναι; Δεν φταίει;». «Α, άκουσε, παιδί μου», του λέω, «αν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ότι ο Γέροντας φταίει, ποτέ δεν θα ορθοποδήσεις. Ήρθες να κάνεις υπακοή ή θες να κρίνεις τον Γέροντα, πότε λέει αλήθεια, πότε λέει ψευτιά;».
«Πολλά με δίδαξε και η υπακοή, πολλά διδάχτηκα και ως Γέροντας. Έτσι είναι. Να θυσιάσω τον εαυτό μου, μόνο να σε δω εσένα, το παιδί μου, να πας στον παράδεισο. Αυτός είναι ο δικός μου ο παράδεισος, να είσαι εσύ στον παράδεισο και εγώ ας καώ, ας καώ. Έτσι είναι. Δεν μετριέται η πατρική αγάπη. Και ως Γέροντας και ως υποτακτικός πήρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια υποτακτικός και 10-15 χρόνια ως Γέροντας. Είδα και τη μία αγάπη και την άλλη αγάπη. Η πατρική αγάπη είναι πολύ ψηλά, πολύ ψηλά!».
«Όσο ισχύει η ευχή του Γέροντά σου, δεν ισχύει όλη η οικουμένη. Πήρες την ευχή του Γέροντά σου; Μη φοβάσαι πουθενά».
«Και εγώ στο σπίτι μας πολλά δέντρα φύτεψα αλλά σε όσα ο γέροντάς μου ήταν σύμφωνος, έπιασαν, σε άλλα, τα οποία δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας, δεν έπιασαν. Φύτεψα κλήματα, ο γέροντας δεν ήταν σύμφωνος, ούτε ένα δεν έπιασε. Φύτεψα δέντρα, μηλιές και αλλά· δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας· έπιασαν μεν, αλλά δεν ευδοκίμησαν. Τα πήρε ο Γέρο-Κλήμης απάνω και γινήκαν μεγάλα δέντρα και τρώει πολλές οκάδες, πολλά κιλά τρώει μήλα από τα δικά μου. Δεν ήταν σύμφωνος ο γέροντας όταν τα φύτεψα εγώ. Φύτεψε και μία καϊσιά. Εφτά χρόνια έβγαλε δύο λουλούδια, εφτά χρόνια! Τα είχα φέρει από τα θερμοκήπια από τη Θεσσαλονίκη. Φύτεψα και μία μουριά, ήταν σύμφωνος ο γέροντας και τρώμε τώρα ένα μήνα και περισσότερο όλο μούρα. Φύτεψα και έναν λωτό, ήταν και ο γέροντας σύμφωνος και δεν ξέρω 300, 400 λώτα κάνει κάθε χρόνο· επειδή ο γέροντας ήταν σύμφωνος. Σε όλα τα άλλα τα πράγματα τα οποία ο γέροντας δεν ήταν σύμφωνος, είτε θα τα έβγαζα και θα τα φύτευα αλλού, ή δεν θα πρόκοφταν, δεν θα έπιαναν, δηλαδή δεν θα είχαν τέλος καλό, επειδή ο γέροντας μου δεν ήταν σύμφωνος».
«Πάντως, ένα είναι: η καλογερική στηρίζεται στην υπακοή. Δοκίμασα και την υπακοή, δοκίμασα και την παρακοή. Και τα δύο τα δοκίμασα. Και είδα ότι όταν κάνει κανένας υπακοή, είναι ειρηνικός, δεν τον ελέγχει ο λογισμός πουθενά!».
«Ανάπαυσες στον γέροντά σου; Ανάπαυσες τον Θεό σου».
«Έχεις τον λογισμό σου: να τον πεις στο γέροντά σου. Και ό,τι ο Θεός φώτισει τον Γέροντα, αυτό να ακούσεις. Μην πιστεύεις τον λογισμό σου. Διότι ο διάβολος δεν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο και σε πάει εκεί που θέλει αυτός».
«Πέντε χρόνια με πολεμούσε ο διάβολος να φύγω από τον γέροντά μου, τον παπα-Νικηφόρο. Ούτε ένα βήμα δεν έκανα. Έως ότου ο πόλεμος έφυγε μονάχος του».
«Η πηγή της ειρήνης, η πηγή της χάριτος, η πηγή της σωτηρίας, η πηγή του παραδείσου είναι ο γέροντας».
«Ο Γέροντας παρακολουθεί τον λογισμό του υποτακτικού του: -Έλα δω, παιδί μου. – Ναι, ευλόγησον. – Πώς με βλέπεις; - Γέροντα, άγγελο σε βλέπω. – Καλά, θα έρθει καιρός που θα με δεις άνθρωπο. Μετά από λίγο καιρό: -Πώς με βλέπεις παιδί μου; - Άνθρωπο. - Αύριο θα με δεις ως διάβολο. Ε, αύριο: -Πώς με βλέπεις; - Διάβολο. Έτσι είναι. Γιατί λίγο λίγο λίγο ο διάβολος -το 'χω πάθει, πατέρες, από πείρα το λέω- ο διάβολος προσπαθεί να σε ξεκολλήσει από τον Γέροντα, να σε ξεκολλήσει!».
«Δεν πρέπει να ανέχεσαι να κατηγορεί κανείς τον Γέροντά σου! Αυτό είναι το σωστό και πρέπον να γίνεται. Να αντιδράς, όταν ακούς να λέγουν κάτι κατά του Γέροντά σου».
«Ο υποτακτικός είναι βασιλιάς, δεν ελέγχεται».
«Ο υποτακτικός δεν έχει λογοθέσιο, δεν έχει τελώνια, διότι έχει το μητρώο του λευκό. Όταν έχεις το μητρώο σου λευκό, δεν μπορούν να σε πιάσουν οι δαίμονες· εννοώ, όταν κάνεις υπακοή».
«Αυτός ο οποίος κάνει υπακοή, αυτός βραβεύεται, αυτός αμείβεται, αυτός στεφανώνεται. Και ο πρώτος (ο εντελλόμενος) βέβαια, αλλά περισσότερο ο υποτακτικός. Διότι ο υποτακτικός είναι ίδιος ο Χριστός, μιμείται τον Χριστό»
(βιβλίο: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, σελ. 161-185)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν(1) ὁ οἶκος ὑμῶν(2) έρημος(3). λέγω δὲ(4) ὑμῖν,
οὐ μὴ με ἴδητέ ἕως αν ἥξη ὅτε εἴπητε, Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου(5).
35 Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί. Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια,
ώσπου να ’ρθεί ο καιρός που θα πείτε, ευλογημένος αυτός
που έρχεται σταλμένος απ’ τον Κύριο!»
(1) Αφήνεται σε σας· έχετε αυτόν εξ’ ολοκλήρου δικό σας με την φροντίδα
να τον προστατεύετε μόνοι σας, διότι ο Θεός δεν θα διαμένει πλέον σε αυτόν
και δεν θα τον προστατεύει (p).
(2) Η πόλη Ιερουσαλήμ (p). Κανείς πλέον δεσμός δεν συνδέει αυτήν με το Θεό,
ώστε να ονομάζει αυτήν σπίτι του (L). Όμοιος με αρπακτικό πτηνό,
που πετά πάνω από το θύμα του, ο εχθρός απειλεί τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ.
Ο Ιησούς ο οποίος προστάτευε αυτούς μέχρι τώρα κάτω από τα φτερά του,
αποσύρεται και παραμένουν τώρα ακάλυπτοι, εγκαταλελειμμένοι στο να
υπερασπίζουν μόνοι τους εαυτούς τους. Η έννοια αυτή εκφράζεται
στο πρώτο μισό του σ. 35 (g). Και ο ναός για τον οποίο καυχιόντουσαν,
περιλαμβάνεται στο σπίτι τους. Είχαν μεταβάλλει αυτόν από οίκο του Θεού
σε οίκο εμπορίου και σε σπήλαιο ληστών.
(3) Η λέξη δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά αποτελεί γλώσσα (λέξη-κείμενο)
που μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο του χειρογράφου.
Όταν ο Χριστός φύγει και απομακρυνθεί από ένα μέρος,
οσοδήποτε και αν είναι αυτό με επιμέλεια προετοιμασμένο και πολυσύχναστο,
μεταβάλλεται σε έρημο.
(4) Αντιθετικός σύνδεσμος=Φεύγω, αλλά μην εκλαμβάνετε την αναχώρηση
αυτή ως σύντομη απουσία. Σας διακηρύσσω ότι δεν θα με δείτε για πολύ (g).
(5) Τρεις διαφορετικές εξηγήσεις δόθηκαν στο «όταν πείτε· ευλογημένος… Κυρίου».
α) Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: Μετά τον εδώ διάλογο με τους Φαρισαίους
«αφού περιόδευσε την Ιουδαία… επέστρεψε πάλι στα Ιεροσόλυμα· τότε λοιπόν,
τότε κάθισε στο πουλάρι και όχλοι πολλοί και παιδιά κάτω από την εφηβεία…
βάδιζαν μπροστά του και έλεγαν τιμητικά… Ωσαννά… ευλογημένος ο ερχόμενος…
Επομένως τότε λέει ότι θα τον δουν πάλι, όταν φτάσει ο καιρός του Πάθους» (Κ).
β) Κατά την δευτέρα παρουσία, όταν «βλέποντας αυτόν να έρχεται
από τους ουρανούς με τη θεϊκή δόξα και με την συνοδεία αγγέλων,
θα αναγκαστούν να ομολογήσουν ότι αυτός είναι ο ευλογημένος που έρχεται
στο όνομα του Κυρίου, του Πατέρα του» (Ε).
γ) Για τελειώσει η απουσία μου από εσάς, θα χρειαστεί να δώσετε
τους εαυτούς σας σε μένα, με την μεταβολή των διαθέσεών σας απέναντί μου,
οπότε θα με επικαλεστείτε με φωνή μετάνοιας και ευλάβειας (g).
Αναφέρεται λοιπόν στην διαμέσου των αιώνων επιστροφή των Ισραηλιτών στον Ιησού (p).
Η τελευταία ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.