ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Μνήμη θανάτου
-Γέροντα, τί πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
-Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
-Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού,
αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;
-Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία.
Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου.
Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγή άλειωτος, εξιλεώνεται κάπως
με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
-Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός
για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
-Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία
να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα
της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε».
Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα.
Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι
είναι μόνο «σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν,
δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς
είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα
τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο.
Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά
τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται
και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου.
Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν.
Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο.
Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία,
οι ηλικιωμένοι που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους
και ρωτούν να μάθουν ποιός πέθανε και πότε γεννήθηκε.
«Ώ, τί γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά• όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!».
Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε
να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο.
Πές σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά»
και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε
ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν,
γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας
να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο και χαρούμενο το τόπι του.
Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος,
δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του
και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό. Θυμάστε και ο Απόστολος Πέτρος
που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»;
Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους νεκρούς.
Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια
και ποτέ στο κεφάλι. Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι
όπου είχε πεθάνει ένας αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς
«γή εί και εις γην απελεύσει», όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή
πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού,
όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του,
πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε
εύρισκε μπροστά του, χώμα, πέτρες, ξύλα, πάφ-πάφ..., για να δείξη παλληκαριά!
Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του.
Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπή η καλωσύνη,
η θυσία, και να πή: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τί να περιμένω από αυτούς;
Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους.
Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του
στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα
πάνω στον νεκρό χώμα, πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 254-255)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 18-21. Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού και της ζύμης.
13.18 ῎Ελεγεν δε(1), Τίνι ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ(2), καὶ τίνι ὁμοιώσω αὐτήν(3);
18 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω;
(1) Υπάρχει και η γραφή έλεγε οὖν. Το οὖν (λοιπόν) των αλεξανδρινών χειρογράφων
σχετίζει τα λόγια αυτά με το γεγονός της υπερφυσικής θεραπείας που συντελέστηκε.
Συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός αυτό είναι η δύναμη της βασιλείας του Θεού (g).
Το θαύμα αποδεικνύει, ότι η βασιλεία του Θεού άρχισε, αλλά η έκτασή της είναι ακόμη
μικρή και η χαρά που εκδηλώνει το πλήθος δεν παρασύρει σε άκαιρη και υπερβολική
αισιοδοξία Εκείνον, ό οποίος γνωρίζει, ότι για την επικράτησή της πρέπει
να υποστεί πάθος σταυρικό (L). Μπορεί παρ’ όλα αυτά να συνδεθεί η περικοπή
αυτή με τον στίχο 11 και να θεωρηθούν τα σχετικά με το γεγονός της θεραπείας
της συγκύπτουσας, ως διακοπή που παρεμβλήθηκε (p).
(2) Οι παραβολές του σιναπιού και της ζύμης αναφέρονται η μεν πρώτη
και από τους 3 συνοπτικούς (δες Ματθ. ιγ 31,32 και Μάρκ. δ 30-32 και τις εκεί ερμην.
σημειώσεις), ενώ η δεύτερη από τον Λουκά και τον Ματθαίο (ιγ 33).
Και οι 2 παραβολές εκθέτουν τις αφανείς αρχές, την βαθμιαία διάδοση
και την τεράστια ανάπτυξη της βασιλείας του Θεού (=της ορατής εκκλησίας στη γη ή του λόγου
της πίστης), η μία από τα έξω και η άλλη από τα μέσα.
Εξωτερικά η βασιλεία του Θεού θα επεκταθεί τελικά σε όλα τα έθνη·
εσωτερικά όμως θα μεταμορφώσει την όλη ζωή της ανθρωπότητας (p).
(3) Δύο ερωτήσεις και εδώ, όπως και στον Μάρκο, αλλά εδώ αυτές είναι πιο φυσικές
και περισσότερο ζυγισμένες (L).
Έλεγχος
με επιείκεια
Δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε ούτε να ελέγχουμε, αλλά να νουθετούμε. Όχι να κατηγορούμε, αλλά να συμβουλεύουμε. Να μην επιτιθέμεθα με ζήλεια και μανία, αλλά να διορθώνουμε με φιλοστοργία. Διότι δεν κάνεις κακό στον άλλον, αλλά τον εαυτό σου παραδίνεις στη χειρότερη τιμωρία, αφού κρίνοντας τον άλλον, δεν τον σπλαχνίζεσαι για τα αμαρτήματά του. Όποιος κρίνει με σπλαχνικότητα και επιείκεια τα σφάλματα και τα αμαρτήματα των άλλων, αποταμιεύει με την κρίσι του αυτή μεγάλη για τον εαυτό του συγγνώμη. Δηλαδή, στον πορνεύοντα να μη του πω, ότι είναι κακό πράγμα η πορνεία, ούτε να διορθώσω αυτόν που κάνει αισχρές πράξεις; Και βέβαια να τον διορθώσης, όχι όμως σαν αντίπαλος, αλλά σαν γιατρός, που παρασκευάζει φάρμακα.
Ε.Π.Ε. 10,68-70
με αγάπη
Οι γιατροί καυτηριάζουν την πληγή και δεν κατηγορούνται γι’ αυτό, μολονότι μερικές φορές δεν πετυχαίνει η επέμβασίς τους. Οι άρρωστοι, έστω και αν πονάνε, που χειρουργούνται, θεωρούν τους γιατρούς ως ευεργέτες τους, κι ας τους προκαλούν πόνο. Πολύ περισσότερο πρέπει να αισθάνεται έτσι όποιος δέχεται έλεγχο για το καλό του. Να δέχεται τις επεμβάσεις του άλλου ως ιατρού και όχι ως εχθρού. Αλλά και όσοι ελέγχουμε, ας το κάνουμε με πολλή αγάπη, με πολλή σύνεσι.
Ε.Π.Ε. 18α,754
μεταξύ σου και αυτού
Όπως παραγγέλλει ο Χριστός, να μη διαπομπεύης με τον έλεγχό σου τον άλλον, αλλά πήγαινε μεταξύ σας να πήτε. Και πάλι όχι για να τον κατηγορήσης ούτε επεμβαίνοντας, αλλά μιλώντας του με πόνο και συμπάθεια για την αμαρτία του. Και συγχρόνως να είσαι και συ έτοιμος να παραδώσης το εαυτό σου σε έλεγχο, όταν διαπράττης κάποιο αμάρτημα.
Ε.Π.Ε. 18α,754
και εγκώμιο
Πλησίασε αυτόν που αμαρτάνει, και πες του κάποιο μικρό εγκώμιο, από τα αλλά, τα καλά που οπωσδήποτε έχει. Ανάμιξε το εγκώμιο με τους ελέγχους.
Ε.Π.Ε. 18α,760-762
προς διόρθωσι
Αν κάποιος είναι θρασύς και βρωμιάρης, δεν πρέπει να τον διορθώσουμε, ούτε να τον ελέγξουμε; Να τον ελέγξης και να τον διορθώσης, όχι όμως για να τον κατακρίνης. Πρόσεχε, μήπως κάνης ό,τι έκανε εκείνος ο Φαρισαίος και πάθης και συ τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 18α,768
Προδρόμου
Ήθελε ο Πρόδρομος να διορθώση την κατάστασι δια του Ηρώδη. Γι’ αυτό εκείνον ήλεγξε. Και ούτε και αυτόν αυστηρώς ήλεγξε. Ο λόγος του Προδρόμου ήταν μάλλον διδακτικός, παρά ελεγκτικός· παιδαγωγικός, παρά τιμωρητικός· ρυθμιστικός, παρά ξευτελιστικός· διορθωτικός, παρά παρεμβατικός. Αλλά, όπως έχω πει, εχθρός στον κλέφτη είναι το φως, και ο άγιος είναι ανυπόφορος και μόνο που φαίνεται.
Ε.Π.Ε. 20,94
με τρόπο καλό
Με αυτό τον τρόπο, που μιλάει ο Παύλος, και ο έλεγχος γινόταν ευπρόσδεκτος, αλλά και το εγκώμιο δεν τους έκανε να επαναπαύωνται.
Ε.Π.Ε. 22,102
των δημοσίως αμαρτανόντων
Όπως ακριβώς είναι βλαβερό το να κατακρίνης απλώς, έτσι και το να μη τιμωρής για τα δημόσια αμαρτήματα. Διότι έτσι ανοίγεις δρόμο στους άλλους να επιχειρούν τα ίδια.
Ε.Π.Ε. 23,392
με παραμυθία μαζί
Ο έλεγχος αυτός καθ’ εαυτόν είναι αφόρητος, όταν δεν συνοδεύεται με παρηγοριά. Όπως ακριβώς συμβαίνει με την εγχείρησι. Αν και είναι σωτήρια, αν δεν υπάρχουν τα ανακουφιστικά, επειδή έχει πολλούς πόνους ο άρρωστος, δεν ανέχεται να τεμαχίζεται. Το ίδιο και εδώ.
Ε.Π.Ε. 23,634
ύβρις;
Δεν είναι πάντοτε κακό το να ελέγχης κάποιον· κακό είναι το να βρίζης (να κακολογής) χωρίς λόγο. Γι’ αυτή τη βρι¬σιά και ο Χριστός ώρισε τιμωρία (Ματθ. ζ'1). Διότι, οποίος στην κατάλληλη περίστασι με τον κατάλληλο τρόπο ελέγχει, μοιάζει με το γιατρό, που αποκόπτει στην κατάλληλη περίστασι και αφαιρεί με το νυστέρι τη σαπίλα.
Ε.Π.Ε. 33,372
και παραίνεσις
Συμβαίνει με τα τραύματα και τους γιατρούς το εξής: Τα πιο υποφερτά γιατρεύονται με ηπιώτερα φάρμακα. Τα σάπια όμως και τα ανίατα, που βλάπτουν και το υπόλοιπο σώμα, έχουν ανάγκη χειρουργικής επεμβάσεως και καυτηριάσεως. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τα αμαρτήματα. Άλλα απαιτούν συνεχή νουθεσία και παράκλησι, αλλά όμως έχουν ανάγκη αυστηρών ελέγχων. Γι’ αυτό ακριβώς και ο απόστολος Παύλος έδωσε εντολή να μη συμβουλεύουμε πάντοτε, αλλά και να ελέγχουμε αυστηρά: «Για το λόγο αυτό, Τίτε, να τους ελέγχης πολύ αυστηρά».
Ε.Π.Ε. 34,158
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 151-154)
421. Η ανεκλάλητος ειρήνη και γλυκύτης της ψυχής, που νοιώθουμε στην εκκλησία, ακούοντας τα μελωδικά άσματά της και τις θεόπνευστες ευχές των λειτουργών της, είναι μία πρόγευσις. Η πρόγευσις της απείρου χαράς που μας περιμένει στη βασιλεία του Θεού και που δεν θα έχει τέλος. Ας αγαπάμε θερμά τη θεία λατρεία, που τελείται στον ναό. Και ας μην ξεχνάμε, ότι επικαλούμενοι τους Αγίους με τα ονόματά τους, τους κινούμε να μεσιτεύουν για μας.
422. Μπαίνοντας στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, πρέπει να ξέρουμε και να νοιώθουμε βαθειά, ότι είμαστε παιδιά του Ουρανίου Πατρός και μπαίνουμε στο σπίτι του. Πρέπει λοιπόν, εκεί μέσα, να μας διακατέχη αγάπη και ευγνωμοσύνη, η ευλάβειά μας να έχη για κύριο συστατικό της το υίικό φίλτρο «Ελάβατε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν· αββά ο Πατήρ» (Ρωμ. η’ 15).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181-182)
419. Ο Σταυρός και το σημείο του Σταυρού είναι η δύναμις του Θεού. Ο Θεός βρίσκεται όπου και ο Σταυρός. Κατά όμοιο τρόπο, οι εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων έχουν τη δύναμι του Θεού για τους αληθινά πιστούς και μπορούν να κάνουν θαύματα γι’ αυτούς. Γιατί; Γιατί, με τη χάρι του Θεού, ο Κύριος, η Παναγία Παρθένος, οι Άγγελοι, οι Άγιοι είναι, μέσω των εικόνων τους, κοντά μας. Πιο κοντά μας απ’ ό,τι και οι ίδιες οι εικόνες τους. Αλήθεια είναι αυτό. Το μαρτυρεί πολύ συχνά η πείρα.
420. Γιατί, όταν προσευχώμαστε άδολα για τον πλησίον μας, έχει τόσο μεγάλη δύναμι η προσευχή μας πάνω του; Αυτό συμβαίνει γιατί, με την προσευχή της αγάπης, γίνομαι ένα πνεύμα με τον Θεό και ενώνω, μαζί του και μαζί μου, επίσης τον αδελφό μου. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα, ενεργώντας σ’ εμένα, ενεργεί συνάμα και στον πλησίον μου. «Εἷς ἄρτος ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν» (Α’ Κορ. ι’ 17). «Εν σώμα και εν πνεύμα» (Εφεσ. δ’ 4).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 181)
«Του επιτέθηκαν την νύκτα οι δαίμονες της δειλίας όταν προσευχόταν, αυτοί έσειαν το κελλί, προκαλούντες κρότους και φοβερές φαντασίες, όταν δε ετοιμαζόταν για ύπνο, του εμφανίζονταν σαν Αιθίοπες που εξέβαλαν πυρ από τα μάτια και τα στόματά τους, που φυσούσαν στο πρόσωπό του αναμμένα κάρβουνα, και γέμιζαν όλο το κελλί, και άλλοτε τέλος φαίνονταν ν’ αλαλάξουν με φλογερά όπλα και να καθιστούν πύρινο το έδαφος όπου ήταν ξαπλωμένος. Και αυτοί μεν έτσι ενεργούσαν τα συνήθη έργα τους, αυτός δε σηκωνόταν σε κάθε επίθεση και προσευχόταν· και εκείνοι ευθύς αμέσως τρέπονταν σε φυγή. Έπειτα τι; Εγκαινιάζουν άλλον αγώνα αυτοί που δεν γνωρίζουν ποτέ να ηρεμούν, και μάλιστα υπεισέρχονται ως ισχυρότεροι των άλλων οι δαίμονες της πορνείας. Από τότε κάθε νύκτα τον προσέβαλλαν με τις φαντασίες δύο ή τρεις φορές, ώστε να τραυματίσουν την καρδιά του τουλάχιστο με την επιθυμία ηδονικής μίξεως. Αυτός όμως έλαβε τόσο δυνατή χάρι από τον Θεό κατά δαιμόνων, ώστε και στον ύπνο ακόμη φερόταν ως εντελώς ξύπνιος και αντιμαχόταν προς αυτούς περισσότερο από όσο όταν ήταν ξύπνιος» (τ. 19Α, σελ. 61-3).
«Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσεις από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθείς σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσή σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβης ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεσι, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (τ. 19Α, σ. 401).
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Όσοι, λέγει, πρόκειται να μετανοήσουν είναι προορισμένοι, ενώ εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Γι’ αυτό ας μετανοήσουν εκείνοι, αυτοί δηλαδή που προγνώρισε, κι αυτοί που προόρισε. Πω-πω αναισθησία! Αλλά, ω ψυχή παρανοϊκή και χειρότερη κι από αυτούς τους δαίμονες! Πότε ακούσθηκε από εκείνους τέτοιος λόγος; Που ακούσθηκε ποτέ ότι ο δαίμων είπε πως ο Θεός είναι αίτιος της δικής του απωλείας; Ας μη κατηγορούμε λοιπόν τους δαίμονες· διότι να, η ψυχή του ανθρώπου επινοεί χειρότερες βλασφημίες από εκείνους» (τ. 19Β, σ. 239).
«Ότι ο διάβολος είναι άρχοντας του κόσμου και του αιωνίου σκότους, άκουσε τον ίδιο τον Χριστό που λέγει "να, ο άρχοντας αυτού του κόσμου έρχεται και δεν θα εύρει τίποτε σε μένα". Δεν λέγεται όμως άρχοντας ως εξουσιαστής ή δεσπότης του κόσμου (μακριά η βλασφημία! αυτός ούτε στους χοίρους δεν έχει την εξουσία), αλλά ως κυρίαρχος και εξουσιαστής αυτών που είναι προσηλωμένοι σ’ εκείνον δια της επιθυμίας των χρημάτων και των πραγμάτων του» (τ. 19Γ, σελ. 215-217).
«Κι ο ίδιος (ο διάβολος) με κυνήγησε με καυχησιές μεγάλες. Ήρθε και μ’ ηύρε μοναχό να κείτομαι απ’ τον πόνο (ενώ αγρυπνούσε ο Μωυσής [ο Πνευματικός του] με το Θεό μιλώντας), πρόσταξε να μου δέσουνε πόδια μαζί και χέρια· και νόμιζαν πως με κρατούν κι έπιασαν να με δένουν· κι εγώ γελούσα καταγής κι η προσευχή μου τ’ όπλο και το σημείο του σταυρού που τους εσκόρπιζε όλους. Ν’ αγγίξουν μη τολμώντας με ή καν να με ζυγώσουν, κάπου μακριά μου στέκοντας ελέγαν πως με φοβίζουν με τους δαυλούς που κράταγαν κι έλεγαν θα με κάψουν. Μεγάλες έβγαζαν κραυγές και προκαλούσαν χτύπους. Αλλά για να μην καυχηθούν πως κάτι μέγα εκάναν, φως μ’ είδαν με τις προσευχές να γίνω του πατρός μου (του Πνευματικού του) και ξαφνικά υποχώρησαν όλοι τους ντροπιασμένοι… Με ρώτησε (ο Πνευματικός του) για ό,τι έγινε και του τ’ ανέφερα όλα. Ήταν -του είπα- ο Φαραώ, ο άρχοντας της Αιγύπτου, οπού με αμέτρητο στρατόν ήρθε τη νύχτα τούτη, μα να με δέσει αδύνατο· θέλοντας να με κάψουν, φλόγα γενήκαν όλοι τους, όσοι είχαν ’ρθει μαζί του κι από το στόμα τους φωτιά πάνω μου σφεντονίζαν. Και σαν είδαν να γίνομαι φως με τις προσευχές σου -του είπα- όλοι σκότος έγιναν κι είμαι πια μόνος τώρα. Βλέπε, αποκρίθη ο Μωυσής (ο Πνευματικός του), αλλά μην πάρεις θάρρος, και μην κοιτάς τα φανερά, μα όσα κρυφά φοβήσου» (τ. 19Ε,235, στιχ. 195-208 & 237, στιχ. 211-220).
«Μα ο άρχοντας ας ντροπιαστεί ο δεινός και ψυχοφθόρος, βλέποντας μες στη φούχτα σου να μ’ έχεις, Δέσποτά μου, όπως και τώρα ούτε τολμά λίγο να με ζυγώσει, κοιτάζοντας τη χάρη σου τη θεία να με σκεπάζει» (τ. 19Ε, σ. 379, στιχ. 100-103)
«Στο δολερό εχθρό μου, που κάθε ώρα και στιγμή να μ’ απειλεί δεν παύει, να ωρύεται εναντίον μου, τα δόντια του να τρίζει, και να μου λέει· ‘Το θάρρος σου που έχεις, πώς να ξεφύγεις ελπίζεις απ’ τα χέρια μου και μ’ άφησες και πήγες στο Χριστό και τις εντολές πάτησες τις δικές μου; Μα δε μου φεύγεις έτσι ή αλλιώς· και που θα καταφύγεις; Δε θα μπορέσεις από εμέ ποτέ σου να ξεφύγεις, εμέ που απ’ τον παράδεισο έβγαλα Αδάμ και Εύα και που τον Κάιν έκανα φονιά του αδελφού του, που τότε στον κατακλυσμό όλους μαζί στην πλάνη και στον φριχτό το θάνατο να πέσουνε στο τέλος πανάθλιοι, ξεγελώντας τους με τις δικές μου απάτες, που το Δαβίδ παρέσυρα σε φόνο και μοιχεία, που σ’ όλους εξεσήκωσα πόλεμο τους αγίους και που θανάτωσα πολλούς, εσύ πώς έχεις θάρρος και να ξεφύγεις προσδοκάς έτσι ασθενής οπού είσαι;» (τ. 19ΣΤ, σ. 207, στιχ. 21-37).
« "Που ’ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;" Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατάλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).
«Τα βλέπει τούτα ο εχθρός και λέει· ‘Δεν έχει σωτηρία για σένα, γιατί ξέπεσες κι έχασες κάθε ελπίδα, γιατί δεν έχεις στο Θεό όπως πρώτα παρρησία’. -Λόγο δε λέγω εγώ σ’ αυτόν, απαξιώ, Θεέ μου, φυσώ επάνω του κι ευθύς άφαντος από μπρος μου» (τ. 19ΣΤ, σ. 211, στιχ. 93-97).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Διάβολος»)
«Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας όρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα (άπλωμα) το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, θαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν λογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 49).
«(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο Όσιος)· Αναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίστασι και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν "από πού μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;", ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Έτσι πια σαν ξαναφάνη (η ουράνια λάμψη) και την ένιωσα σ’ εμένα, διώχνει των δαιμόνων πέρα τις ορδές, διώχνει τη δειλία και μου φέρνει την ανδρεία» (τ. 19Ε, σ. 193, στιχ. 388-392).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και την σωτηρία σου» (τ. 19Δ, σ. 431).
«Όπως κάποιος φιλάδελφος φτωχός, που ζήτησε και έλαβε νομίσματα από κάποιον φιλόχριστο και ελεήμονα, τρέχει με χαρά προς τους όμοιους με αυτόν φτωχούς και το αναγγέλλει λέγοντας κρυφά προς αυτούς· ‘Τρέξτε με βιασύνη κι εσείς για να πάρετε’, δείχνοντας με το δάχτυλο και υποδεικνύοντάς τους εκείνον που του έδωσε το νόμισμα, και αν δυσπιστούν ανοίγει την παλάμη και το δείχνει, ώστε, αφού πιστέψουν, να βιασθούν να προλάβουν γρήγορα εκείνον τον ελεήμονα άνθρωπο, έτσι λοιπόν κι εγώ ο ταπεινός, ο φτωχός και γυμνός από αγαθό και δούλος της αγιωσύνης όλων σας, έχοντας πείρα από τη φιλανθρωπία και τη μεσιτεία του Θεού, επειδή προσήλθα προς αυτόν με μετάνοια και με μεσιτεία του αγίου Συμεών (του Ευλαβούς), του πατέρα μου και πατέρα σας, και έλαβα τη χάρη εγώ ο ανάξιος κάθε χάριτος, δεν μπορώ τη χάρη αυτή να την κρύψω μόνος στον κόλπο της ψυχής, αλλ’ αναγγέλλω τις δωρεές του Θεού σ’ όλους εσάς τους αδελφούς και πατέρες μου και σας φανερώνω ποιο είναι το τάλαντο που μου δόθηκε, όσο είναι αυτό που έχω, και με το λόγο σαν επάνω στην παλάμη το απογυμνώνω και σας λέγω όχι μυστικά και κρυφά, αλλά φωνάζοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε, αδελφοί, τρέξτε’· και δεν φωνάζω μόνο, αλλά και δείχνω τον δωρητή Δεσπότη, προβάλλοντάς σας πάλι αντί το δάχτυλο, τον λόγο. […] δεν ανέχομαι να μη πω όσα είδα και όσα στην πράξη και με θεία εμπειρία θαυμάσια γνώρισα, αλλά τα διακηρύσσω και σ’ όλους τους υπόλοιπους σα να βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, λέγοντας με μεγάλη φωνή· ‘Τρέξτε όλοι προτού κλεισθεί με τον θάνατο η θύρα της μετάνοιας’» (τ. 19Δ, σ. 479, 481).
«Ναι, ξέρω καθώς πρόσταξες, πανεύσπλαχνε Θεέ μου, τον αδελφό απ’ το θάνατο να σώζουμε πως πρέπει κι από αμαρτίας το δάγκωμα, αλλά όχι με αμαρτία μαζί του να χαθώ κι εγώ - μ’ αυτό έχω πάθει ο δόλιος, και ραθυμώντας έπεσα θαρρώντας στον εαυτό μου - να σώσω εκείνον έπρεπε αλλά κι εμέ τον ίδιο· αλλιώς επάνω ας έμενα αυτόν που έπεσε να κλαίω κι όσο μπορούσα ας ξέφευγα μαζί μ’ αυτόν να πέσω» (τ. 19ΣΤ, σ. 297, στιχ. 58-65).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι, αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την άγια αγάπη εν αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μη εισέλθει ούτε στη βασιλεία των ουρανών και να χωρισθεί απ’ αυτούς. Πω πω δεσμός άγιος, πω πω δύναμη απερίγραπτη, πω πω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!» (τ. 19Δ, σ. 23).
«[η πνευματική "ελεημοσύνη"]· "Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε". Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος "πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε", παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (τ. 19Δ, σ. 37).
«Ποιοι είναι οι ελεήμονες; Εκείνοι που δίνουν χρήματα και διατρέφουν φτωχούς; Όχι! Αλλά ποιοι; Εκείνοι που πτώχευσαν για εκείνον που πτώχευσε για χάρη μας και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, αλλά πάντοτε θυμούνται νοερώς τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ασθενείς και πολλές φορές τους βλέπουν και συμπάσχουν μαζί τους και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως έκανε ο Ιώβ, που έλεγε, "εγώ έκλαψα για κάθε αδύνατο", και όταν αυτοί έχουν τους ελεούν με ιλαρότητα και υπενθυμίζουν με αφθονία σ’ όλους τα σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής» (τ. 19Δ, σελ. 443-445).
«αυτό είναι το γνώρισμα της κατά Θεόν αγάπης, το να μη φροντίζει δηλαδή κάποιος για την απόκτηση του καλού μόνο για τον εαυτό του, αλλά να γνωρίζει τον πλούτο του και στους πλησίον του αδελφούς και να τους προτρέπει να τον αναζητήσουν και να τον βρουν και να κάνουν δικό τους τον πλούτο αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 457).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Οι πνευματικοί νόμοι και η αγάπη του Θεού
-Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν πάντοτε αμέσως;
-Αναλόγως. Πολλές φορές απορεί κανείς! Ενώ λίγο υπερηφανεύθηκε,
αμέσως έσπασε τα μούτρα του• λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι αστραπιαίως.
Π.χ. καθαρίζει μία αδελφή τα τζάμια και της έρχεται ένας υπερήφανος λογισμός
ότι τα καθαρίζει καλύτερα από την άλλη, οπότε κάτι συμβαίνει καί, τσάκ,
σπάζει το τζάμι. Αλλες φορές λειτουργούν αργότερα.
-Όταν, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι λειτουργούν αμέσως, αυτό τί σημαίνει;
-Αυτό είναι καλό. Τότε πρέπει να καταλάβη ο άνθρωπος ότι η αγάπη του Θεού τον προστατεύει,
γιατί ξοφλάει και δεν θα τα πληρώση όλα μαζεμένα. Όταν όμως δεν λειτουργούν
οι πνευματικοί νόμοι σε έναν άνθρωπο, είναι επικίνδυνο, γιατί δείχνει ότι είναι
απομακρυσμένο παιδί του Θεού• δεν είναι στο σπίτι Του. Υπάρχουν μερικοί που ενεργούν συνέχεια
με υπερηφάνεια και δεν παθαίνουν τίποτε. Αυτό σημαίνει ότι η υπερηφάνειά τους ξεπέρασε
την ανθρώπινη και έφθασε στον ανώτατο βαθμό της, στην δαιμονική υπερηφάνεια, στην έπαρση.
Η πτώση τότε γίνεται από την άλλη μεριά της κορυφής, οπότε πέφτει κατ’ ευθείαν στην κόλαση.
Είναι εωσφορική πτώση και δεν την βλέπουν όσοι βρίσκονται από την άλλη μεριά της κορυφής.
Αυτούς δηλαδή δεν τους πιάνει ο πνευματικός νόμος σε τούτη την ζωή, αλλά ισχύει γι’ αυτούς
το Αποστολικό: «Πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» .
-Μπορεί, Γέροντα, να θαυμάση κανείς ένα έργο που έκανε και να γίνη κάποια ζημιά;
-Ναί, γιατί λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει την Χάρη Του ο Θεός από κάποιον
και κάνει την ζημιά, για να συνετισθή ο άλλος που υπερηφανεύτηκε για το έργο του.
-Δηλαδή, Γέροντα, όταν γίνεται ζημιά, σημαίνει ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
-Φυσικά.
-Αποκλείεται να είναι κανείς αδέξιος και να κάνη ζημιές;
-Σπάνιες είναι αυτές οι περιπτώσεις. Γι’ αυτό, όσο μπορείτε, να ζήτε ταπεινά.
Να σκέφτεσθε ότι δεν έχουμε τίποτε δικό μας. Όλα ο Θεός μας τα έχει δώσει.
Όλα όσα έχουμε είναι του Θεού. Μόνον οι αμαρτίες είναι δικές μας. Αν δεν ταπεινωνώμαστε,
θα λειτουργούν σ’ εμάς συνεχώς οι πνευματικοί νόμοι, μέχρις ότου καμφθή ο εγωισμός μας.
Ο Θεός να δώση να γίνη αυτό, πριν μας βρη ο θάνατος.
-Μπορεί, Γέροντα, ο άνθρωπος να μην καταλάβη ότι έχουν λειτουργήσει οι πνευματικοί νόμοι;
-Αν δεν παρακολουθή κανείς τον εαυτό του, τίποτε δεν καταλαβαίνει και από τίποτε δεν βοηθιέται, ούτε ωφελείται.
-Δηλαδή, Γέροντα, οι πνευματικοί νόμοι παύουν να λειτουργούν, μόνον όταν ταπεινωθή ο άνθρωπος;
-Ναί, κυρίως με την ταπείνωση ή, όταν έχη κανείς το ακαταλόγιστο. Να σού πω ένα παράδειγμα:
Μια γυναίκα έδερνε συνέχεια τον άνδρα της και αυτός δεν μιλούσε, για να μη χάση την αξιοπρέπειά του,
γιατί ήταν και δάσκαλος. Λειτουργούσαν όμως σ’ αυτόν οι πνευματικοί νόμοι.
Είχε ορφανέψει μικρός από πατέρα και η χήρα μάνα του με μια σύνταξη προσπαθούσε να τον σπουδάση,
να τον κάνη δάσκαλο, και αυτός την έδερνε! Τί είχε τραβήξει η φουκαριάρα η μάνα του!
Οπότε επέτρεψε ο Θεός να τον δέρνη η γυναίκα του, για να εξοφλήση. Ύστερα τί γίνεται;
Πεθαίνει αυτός, και ο γιός του έδερνε την μάνα του. Ξόφλησε έτσι και αυτή. Παντρεύεται ο γιός
και παίρνει μια ελαφρούτσικη, που τον έδερνε και έψελνε το «Χριστός Ανέστη»!
Πώς οικονόμησε ο Θεός, για να εξοφλήση και αυτός! Εδώ όμως σταμάτησαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι,
γιατί αυτή είχε το ακαταλόγιστο.
-Όταν, Γέροντα, κάποιος έχη μια πτώση και λυπάται, έτσι ξεπληρώνει;
-Αισθάνεται ότι χρωστάει ή λυπάται εγωιστικά; Αν αισθάνεται ότι χρωστάει, δεν θα πληρώση.
Όταν όμως δεν αισθάνεται το χρέος του, επιτρέπει ο Θεός να πληρώση. Ο Χριστιανός λ.χ. πρέπει να κάνη ελεημοσύνες.
Αν κάποιος είναι σκληρός και δεν δίνη, αλλά μαζεύη τα χρήματα, θα πάνε οι κλέφτες, θα τον δείρουν,
θα του πάρουν και τα χρήματα, και έτσι θα ξοφλήση. Όταν έχουμε χρέη και δεν ξοφλούμε σ’ αυτήν την ζωή,
αυτό είναι πολύ κακό σημάδι, είναι εγκατάλειψη από τον Θεό.
Όταν πάλι κάποιος δεν τρώη σκαμπίλια και δέχεται ευλογίες, τότε φαίνεται ότι έκανε κάτι καλό και ανταμείβεται εδώ
γι’ αυτό από τον Χριστό διπλά και τριπλά. Δεν ξοφλάει όμως για τα σφάλματά του. Και αυτό πάλι είναι κακό.
Ας πούμε ότι έκανα δέκα τοις εκατό καλωσύνες και ο Χριστός με ανταμείβει για είκοσι τοις εκατό
και δεν έχω ούτε θλίψεις ούτε στενοχώρια• τότε όμως δεν ξοφλώ αμαρτίες.
Η ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση, λέει ο Αββάς Ισαάκ.
Δηλαδή, όταν λειτουργούν σε κάποιον οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται ένα μέρος από τα βάσανα της κολάσεως.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 234-236)
"Γέροντα, θυμώνω"
Κάποια μέρα είπα στο Γέροντα:Γέροντα, θυμώνω. Τώρα τελευταία θυμώνω εύκολα.
-Καλό πράγμα ο θυμός. (Νόμιζα ότι αστειεύεται και τον διέκοψα).
-Καλό πράγμα; -Βέβαια. Το θυμό μας τον έβαλε ο Θεός μέσα μας.
Είναι το νεύρο της ψυχής. Είναι δύναμη. Μας τον έδωσε για να θυμώνουμε
και να αποκρούομε τα πάθη μας, το διάβολο. Αυτή είναι η σωστή θέση του θυμού.
Έτσι, αυτή τη δύναμη την παίρνουμε από το διάβολο και τη δίνουμε στο Χριστό.
Δίνεσαι στο Χριστό με δύναμη, με νεύρο.
[Ά 65π.]
"Ο εξαγριωμένος αδελφός"
Άλλη φορά, ενώ του μιλούσα για άλλο θέμα, μου λέει:
-Βλέπω έναν αδελφό πολύ εξαγριωμένο εναντίον σου.
Σαν θηρίο, έτοιμος να σε κατασπαράξει. (Και πράγματι έτσι ήταν, αλλά δεν ήθελα να το πώ).
-Εσύ μη μιλάς. Θα κάνουμε προσευχή και θα τον ηρεμήσει ο Θεός.
Το πιστεύεις αυτό; -Το πιστεύω. -Ο Θεός μόνο να αλλάζει τις καρδιές των ανθρώπων.
Εμείς όσα και να πούμε, τίποτα δεν κάνουμε. -Μα αυτός, Γέροντα, γιατί κάνει έτσι;
Γιατί συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο; -Σστ! Μη μιλάς. Δεν κάνει να σου πω.
Εσύ μόνο κάνε προσευχή.
[Ά 77π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.219-220)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
13.16 ταύτην δὲ(1) θυγατέρα ᾽Αβραὰμ(2) οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη(3),
οὐκ ἔδει(4) λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;
16 Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια,
δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;»
(1) Η αυστηρότητα αυτής της αποστροφής δικαιολογείται από την αντίθεση μεταξύ της ελευθεριότητας
με την οποία έκριναν τα ζητήματα που σχετίζονταν με την αργία του σαββάτου,
όταν επρόκειτο για τα προσωπικά τους συμφέροντα, και αυτά ακόμη τα ελάχιστα,
και την υπερβολική αυστηρότητα την οποία εφάρμοζαν, όταν επρόκειτο για συμφέροντα του πλησίον,
και αυτά ακόμη τα εξόχως σοβαρά, και μάλιστα όταν επρόκειτο να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του Ιησού (g).
Οι φαρισαίοι ελάμβαναν την πρόνοια αυτή για τα ζώα τους όχι από αισθήματα συμπάθειας προς αυτά,
το οποίο επέβαλλε και ο νόμος του Θεού, αλλά από ιδιοτελή ελατήρια, για να μην υποστούν
κάποια ζημιά από την ενδεχόμενη βλάβη του διψασμένου ζώου τους (ο).
(2) Κόρη όχι του Αδάμ, αλλά του Αβραάμ (b)· «αυτήν που είναι κόρη του Αβραάμ,
όχι τόσο λόγω καταγωγής, όσο λόγω πίστης» (Κ).
(3) Τριπλή σκάλα. Βόδι ή γαϊδούρι και κόρη Αβραάμ· δεμένα στη φάτνη εκείνα, δεμένη από τον σατανά αυτή·
μία ημέρα δίψας για τα ζώα, 18 χρόνια για αυτήν (g). Έχουμε έτσι επιχείρημα από το ισχυρότερο (p).
Δείγμα της υπερφυσικής γνώσης του Ιησού Χριστού. Ο Κύριος γνώριζε όλα τα περιστατικά της ασθένειας,
όπως και την διάρκειά της χωρίς να υποδηλώνεται από πουθενά, ότι πληροφορήθηκε αυτά από κάποιο εξωτερικό μέσο (b).
Είναι κόρη του Αβραάμ, τον οποίο εσείς καυχιέστε ότι έχετε πατέρα. Είναι λοιπόν και αδελφή σας.
Και δεν έπρεπε λοιπόν στην αδελφή σας να δειχτεί η συμπάθεια και ο οίκτος, τα οποία εσείς βρίσκετε επιβεβλημένα
να δείχνετε το Σάββατο στα ζώα σας; Είναι κόρη του Αβραάμ. Και εφόσον οι ευλογίες του Μεσσία ανήκουν πρωτίστως
στα παιδιά του Αβραάμ, έπρεπε αυτή να αποξενωθεί από τις ευεργεσίες αυτές;
Είναι κόρη του Αβραάμ, την οποία έδεσε ο σατανάς. Για αυτό λοιπόν δεν ήταν μόνο έργο αγάπης και συμπάθειας
στη φτωχή αυτή γυναίκα, αλλά και πράξη ευλάβειας προς το Θεό, ο οποίος ζητά την κατάργηση των έργων του διαβόλου.
Είναι κόρη του Αβραάμ για 18 χρόνια δεμένη και τώρα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να λυθεί.
Θα έπρεπε λοιπόν να αναβληθεί η θεραπεία της, αφού εσείς ούτε για μια μέρα δεν αναβάλλετε το να λύνετε
τα ζώα από τη φάτνη για να μη στερηθούν ούτε μία ημέρα το πότισμά τους;
(4) Όχι απλώς επιτρεπόταν, αλλά όφειλε να λυθεί (p).
13.17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο(1) πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν(2)
ἐπὶ πᾶσιν(3) τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾽ αὐτοῦ.
17 Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς.
(1) «Για τον έλεγχο στον οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει αντίρρηση» (Ζ).
«Ντροπιάζονταν μεν αυτοί που εξέφραζαν διεφθαρμένες κρίσεις… και δεν τους έμενε ούτε μία απάντηση·
αλλά ήταν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους έλεγχος αναντίρρητος και αποστομώνονταν και απορούσαν
τι άραγε θα μπορούσαν να πουν» (Κ). Η κακεντρεχής υποκρισία τους έγινε τόσο ολοφάνερη από τον Ιησού,
ώστε και αυτοί κατάλαβαν ότι αποδοκιμάστηκαν από το λαό για αυτό και κυριεύτηκαν από κάποιο είδος ντροπής (ο).
(2) «Οι όχλοι όμως, επειδή ωφελούνταν από τα θαύματα, χαίρονταν» (Κ).
Ο όχλος χαιρόταν «επειδή ήταν απαλλαγμένος από φθόνο και επειδή ευεργετούνταν από αυτόν» (Ζ).
(3) Όχι μόνο για τη θεραπεία της γυναίκας, αλλά και για όλα τα άλλα έργα τα οποία διαρκώς γίνονταν (p)
και τα οποία χαρακτηρίζονται ως ένδοξα, επειδή προκαλούσαν τον θαυμασμό (g).