ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Να μην αναπαύουμε τον άλλον στα πάθη του
- Γέροντα, όταν κάποια γυναίκα μας πη: «δεν με κατάλαβε ο πνευματικός», τι πρέπει να της πούμε;
- Πέστε της: «Μήπως εσύ δεν του έδωσες να καταλάβη; Μήπως το σφάλμα είναι δικό σου;». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις να προβληματίζετε τον άλλον, να μην τον δικαιολογήτε εύκολα. Τα πράγματα είναι πολύ λεπτά. Εδώ, βλέπεις, και τους πνευματικούς ακόμη τους μπερδεύουν.
- Και αν μας πη ότι δεν αναπαύεται στον πνευματικό της;
- Για να μην αναπαύεται, μήπως φταίει και αυτή, μήπως ζητά να την αναπαύη ο πνευματικός στο θέλημά της. Κάποιος, ας υποθέσουμε, αδιαφορεί για την οικογένειά του και έχουν συνέχεια φασαρίες με την γυναίκα του. Θέλει να την χωρίση και έρχεται και μου κάνει παράπονα, με την απαίτηση να πάρω το μέρος του, για να διαλύσω την οικογένειά του! Αν του πω: «εσύ είσαι ένοχος για όλη την ιστορία», αν δεν συναισθανθή την ενοχή του, θα πη ότι δεν τον ανέπαυσα. Λένε δηλαδή μερικοί: «δεν με ανέπαυσε ο πνευματικός», γιατί δεν τους λέει να κάνουν αυτό που θέλουν.
Αν ο πνευματικός δικαιολογή τα πάθη του καθενός, μπορεί να τους αναπαύση όλους, αλλά δεν βοηθιούνται έτσι οι άνθρωποι. Αν είναι να αναπαύουμε τον καθέναν στα πάθη του, τότε ας αναπαύσουμε και τον διάβολο. Έρχεσαι λ.χ. εσύ και μου λες: «Η τάδε αδελφή μου μίλησε άσχημα». «Έ, σου λέω, μη δίνης σημασία σ’ αυτήν», και σε αναπαύω. Έρχεται μετά από λίγο αυτή η αδελφή και μου λέει για σένα: «Η τάδε αδελφή έτσι και έτσι έκανε». «Έ, τώρα, της λέω, καλά, δεν την ξέρεις αυτήν; Μην την παίρνης και στα σοβαρά». Την ανέπαυσα και αυτήν. Έτσι όλους τους αναπαύω, αλλά και όλους τους πεδικλώνω! Ενώ πρέπει να σου πω: «έλα εδώ· για να σου μιληση έτσι η αδελφή, κάτι της έκανες», οπότε θα αισθανθής την ενοχή σου και θα διορθωθής. Γιατί, από την στιγμή που θα αισθανθής την ενοχή σου, όλα θα πάνε καλά. Η πραγματική ανάπαυση έρχεται, όταν τοποθετηθή ο άνθρωπος σωστά.
Σκοπός είναι πώς θα αναπαυθούμε στον Παράδεισο, όχι πώς θα αναπαυθούμε στην γη. Είναι μερικοί πνευματικοί που αναπαύουν τον λογισμό του άλλου, και μετά εκείνος λέει: «πολύ με ανέπαυσε ο πνευματικός», αλλά μένει αδιόρθωτος. Ενώ πρέπει να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βρη τα κουσούρια του, να διορθωθή και στη συνέχεια να τον κατευθύνουν. Τότε μόνον έρχεται η πραγματική ανάπαυση. Το να αναπαύσης τον άλλον στα πάθη του, δεν είναι βοήθεια· αυτό για μένα είναι έγκλημα.
Για να μπορέση να βοηθήση ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση, πρέπει να έχη επικοινωνία και με τους δύο. Όταν ακούη λ.χ. λογισμούς δύο ανθρώπων που έχουν διαφορές, πρέπει να γνωρίζη και τις δύο ψυχές, γιατί ο καθένας μπορεί να παρουσιάζη το θέμα, όπως το καταλαβαίνει. Και να δεχθή να λύση τις διαφορές τους, μόνον αν δεχθούν να τις λύση σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, γιατί όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος και χρειάζονται συνέχεια ασπιρίνες. Ύστερα να βάλη τον καθέναν στην θέση του· να μη δικαιώση κανέναν. Να πη στον καθέναν τα κουσούρια του, οπότε πελεκιέται το ένα στραβό, πελεκιέται και το άλλο, και έτσι συμφωνούν και συνεννοούνται.
Το μόνο καλό που έχω είναι αυτό: ποτέ δεν δικαιώνω κανέναν, έστω και αν δεν φταίη. Όταν λ.χ. έρχωνται οι γυναίκες και μου λένε ότι έχουν προβλήματα στην οικογένεια και φταίει ο άνδρας, κατσαδιάζω τις γυναίκες. Όταν έρχωνται οι άνδρες και κάνουν παράπονα για τις γυναίκες, κατσαδιάζω τους άνδρες. Δεν αναπαύω τον λογισμό τους, αλλά λέω τα στραβά του καθενός· λέω στον καθέναν αυτό που του χρειάζεται, για να βοηθηθή. Αλλιώς φεύγει αναπαυμένος ο ένας, φεύγει αναπαυμένος και ο άλλος, και στο σπίτι πιάνονται μεταξύ τους. «Είχε δίκιο που μου είπε για σένα έτσι!». «Και σ’ εμένα ξέρεις τι είπε για σένα;». Θέλω να πω, κανέναν δεν αναπαύω στα πάθη του. Πολλούς μάλιστα τους μαλώνω πολύ - φυσικά για το καλό τους -, αλλά φεύγουν πραγματικά αναπαυμένοι. Μπορεί να φεύγουν πικραμένοι, αλλά μέσα τους καταλαβαίνουν ότι εγώ πικράθηκα πιο πολύ από αυτούς, και αυτό τους πληροφορεί.
- Μερικοί, Γέροντα, νιώθουν σιγουριά, όταν τους μαλώνετε.
- Ναι, γιατί δεν τον μαλώνω τον άλλον ξερά. Θα του πω ότι έχει αυτά τα καλά, για να τα αξιοποιήση, και αυτά τα κουσούρια, για να τα διορθώση. Όταν δεν του πης την αλήθεια, τότε, σε μια στιγμή που δεν κολακεύεται, παλαβώνει.
(Λόγοι τόμος Γ΄)
Ο γάμος, του οποίου ορατό σημείο είναι η συναίνεση των συζευγνυμένων να προσέλθουν σε γαμική συζυγία και η ευχή της Εκκλησίας, είναι δεσμός φύσει αδιάλυτος. Έτσι τον θέλησε ο Δημιουργός. Με την πτώση όμως του ανθρώπου τα πράγματα άλλαξαν. Τον ένα και αδιάλυτα θεσμό διαδέχθηκαν η πολυγαμία και η ευχερής διάλυση! Τα κακά αυτά διορθώνων ο Σωτήρας επανέφερε το γάμο στη φυσική του ενότητα και σταθερότητα. Η μαρτυρία της Γραφής είναι σαφής: «Ο ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω»· «Μωυσής προς την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τας γυναίκας ύμών, απ' αρχής δε ου γέγονεν ούτως».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 278)
Είναι το ιερό εκείνο μυστήριο στο οποίο δύο άνθρωποι (άνδρας και γυναίκα) προσερχόμενοι με τη συναίνεση και την ελεύθερή τους συγκατάθεση λαμβάνουν από τον ιερέα τη θεία χάρη, που εξυψώνει και αγιάζει το φυσικό του γάμου δεσμό, βοηθώντας τους να ζήσουν βίο θεοφιλή και ενάρετο εν αμοιβαιότητι αγάπης και να φέρουν στον κόσμο χριστιανούς απογόνους.
Ο γάμος είναι πρωταρχικά πράξη της φύσεως, την οποία έτσι έπλασε ο δημιουργός (διαμόρφωσε τα φύλα), ώστε να είναι δι’ αυτής δυνατή η μετάδοση του ανθρώπινου γένους. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο Αδάμ, μόλις είδε την Εύα, που του έδωσε σαν σύντροφο ο Θεός, η οποία προήλθε από την πλευρά του: «Τούτο νυν όστούν εκ των όστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής έλήφθη. Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν».
Τον φυσικό αυτό δεσμό ο Σωτήρας ανύψωσε σε μυστήριο στην Κ. Διαθήκη. Περί αυτού βέβαια δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες στη Γραφή. Όμως υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, ότι ο γάμος δεν είναι απλή τελετή αλλά κάτι το βαθύτατα μυστηριακό και θρησκευτικό. Κλασικό σχετικά χωρίο είναι το Έφεσ. 5,22-33, όπου ο Παύλος χαρακτηρίζει την ένωση ανδρός και γυναικός σαν εικόνα της μυστηριακής ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας, συνάγων ότι ο άνδρας οφείλει ν’ αγαπά τη γυναίκα του, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία.
Ότι ο γάμος είναι μυστήριο εξαίρει πολυειδώς και ιερά της Εκκλησίας παράδοση. Στα αρχαία ευχολόγια περιλαμβάνεται κατά κανόνα η ιερολογία του γάμου μαζί με την ιερολογία των άλλων μυστηρίων, σε αρχαία δε μνημεία παριστάνεται ο Χριστός στο μέσο των συζευγνυμένων να τους στεφανώνει και να τους ευλογεί, Αλλά και οι ιεροί Πατέρες δεν παύουν να εξαίρουν το μυστηριακό χαρακτήρα του μυστηρίου. Είναι δε ενδεικτικό ότι το γάμο θεωρούν ως μυστήριο όχι μόνον οι Δυτικοί αλλά και οι αποσπαθείσες τον Ε' αιώνα από την Εκκλησία παραφυάδες των Μονοφυσιτών και Νεστοριανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 277-278)
Αν εξαιρέσουμε τους Αγγλικανούς οι οποίοι δέχονται την ιερωσύνη ως μυστήριο, οι υπόλοιποι Προτεστάντες αρνούνται το μυστηριακό χαρακτήρα της. Αυτοί, αποκόψαντες κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της Εκκλησίας την οποία αντιλαμβανονται ως κοινωνία πνευματική και αόρατη, συναρνούμενοι δε και την ευχαριστία ως ιλαστική θυσία (ώστε να υπάρχει ανάγκη ιερέων), τους δε πιστούς όλους δεχόμενοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» (Α' Πέτρ. 2,5), ήταν φυσικό να απορρίψουν την ιερωσύνη ως μυστήριο, της θείας χάριτος παρεκτικό. Η ιερωσύνη δεν μπορεί να είναι εν κυριολεξία μυστήριο, αλλά διάταξη ωφέλιμη του Θεού, αποσκοπούσα στο κήρυγμα του λόγου του Θεού και την τέλεση των μυστηρίων (βαπτίσματος και θείας ευχαριστίας). Η ανάδειξη γίνεται δια χειροθεσίας και δι’ ευχής σε πρόσωπα κατάλληλα να αναλάβουν την εκκλησιαστική αυτή διακονία. Στη χειροθεσία επιμένουν κυρίως οι Λουθηρανοί, οι οποίοι δεν θέλουν να διακόψουν κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της ορατής Εκκλησίας. Είναι φανερό ότι οι διατάξεις αυτές δεν χορηγούν τη θεία χάρη, όπως ένα αληθινό μυστήριο, αλλ΄ έχουν μόνο ηθική επίδραση, όπως και οι άλλες εκκλησιαστικές ευχές. Επίσης είναι ευνόητο γιατί σ’ αυτούς η επάνοδος του κλήρου στις τάξεις των λαϊκών είναι κάτι εύκολο και αδιάφορο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 276)
Κατ’ ουδένα τρόπο. Αποτελεί βαρύτατο παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται αυστηρά από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Δεν μπορούν δηλαδή οι κληρικοί, κυρίως οι άγαμοι, για πολλούς και διαφόρους λόγους, είτε γιατί δεν αντέχουν το πύρωμα της αγαμίας είτε από ανθρωπαρέσκεια ή επιδίωξη άλλων κοσμικών σκοπών, να καταπατούν τον όρκο τους και, αποβάλλοντας το ιερατικό σχήμα τους, να συνάπτουν γάμο ή να ζουν σαν ανίεροι στην κοινωνία. Θα μου πείτε, βέβαια, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί ένας άγαμος κληρικός να υποφέρει το πύρωμα της σάρκας του, δεν θα ήταν προτιμότερο ν’ αποβάλει το σχήμα του και να λάβει νόμιμη σύζυγο, παρά να μένει ιερωμένος και να ικανοποιεί αναίσχυντα τις όποιες αισθήσεις και ορέξεις του, εμπαίζοντας Θεό και ανθρώπους; Το θέμα φυσικά είναι επιδεκτικό συζητήσεως.
Επειδή η χάρη η μεταδιδόμενη στο μυστήριο της ιερωσύνης είναι ανεξάλειπτη, δια τούτο παράλληλα με την κατά βούληση μετάβαση στις τάξεις των λαϊκών, απαγορεύεται αυστηρά και η αναχειροτόνησή τους.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 275-276)
"Αν θέλουν, να έρθουν μαζί μας"
Σε ένα συνέδριο, που θα γινόταν στο εξωτερικό,
μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων για την ημέρα συνεορτασμού
του Πάσχα, ένα παιδί του, του ζήτησε και την ευχή του
για το τί θέση θα έπρεπε να κρατήσει.
Τότε ο Παππούλης του είπε:"Εσείς θα κρατήσετε και θα
ακολουθήσετε την Ορθόδοξη θέση. Αν τώρα αυτοί θέλουν
να έρθουν μαζί μας, ούτε μπορούμε, αλλά ούτε και
πρέπει να τους εμποδίσουμε να έλθουν".
['Τζ 173]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.229)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.33 πλὴν δεῖ(1) με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ(2) πορεύεσθαι(3),
ὅτι οὐκ ἐνδέχεται(4) προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω ᾽Ιερουσαλήμ(5).
33. Πείτε του πως αυτά θα γίνουν σήμερα κι αύριο, και την επομένη
θα συνεχίσω την πορεία μου, γιατί δε συνηθίζεται να σκοτώνουν
προφήτη έξω από την Ιερουσαλήμ.
(1) Είναι καθορισμένο από το θείο σχέδιο να πορευτώ φεύγοντας από εδώ
και να γίνει ό,τι επιθυμεί ο Ηρώδης. Θα φύγω όχι διότι αυτός το θέλει,
αλλά διότι το έργο μου κατά τη στιγμή αυτή απαιτεί αυτό (p).
Έτσι μεταφράζεται και το «πλην». «Λέγοντας βεβαίως το «πρέπει εγώ»,
δεν δήλωσε αναπόφευκτη ανάγκη από την οποία κατά κάποιο τρόπο εξαρτιέται·
αλλά ότι μάλλον με την εξουσία των δικών του θελημάτων, άφοβα θα βαδίσει
όπου τυχόν θέλει και θα περιοδεύσει την Ιουδαία, χωρίς κανείς να έλθει
εναντίον του ή να τον επιβουλευτεί, μέχρις ότου αυτός με τη θέλησή του
καταδεχτεί να φτάσει στο τέλος» (Κ).
(2) Ή, «πρέπει σήμερα και αύριο να ενεργήσω αυτά που είπα, δηλαδή για λίγο
καιρό και την «εχομένη» να πορευτώ, δηλαδή την επομένη ημέρα να πορευτώ» (Ζ).
«Μην εννοήσεις ότι σημαίνει: πρέπει σήμερα και αύριο να πορευτώ,
αλλά σταμάτησε την πρόταση μέχρι το σήμερα και αύριο·
και έτσι πες το «την επομένη να πορευτώ»» (Θφ). Ή, θα πάρουμε και τις τρεις
ημέρες μαζί με την έννοια του προσεχώς (L)· «είναι δηλαδή σαν να λέει περίπου
τα εξής σε αυτούς που τον φθονούν· Τι μελετάτε τον θάνατό μου;
Να, αυτό θα γίνει μετά από λίγο» (Θφ).
(3) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία «να μεταβώ από την παρούσα ζωή» (Ζ).
Πιο σωστά, «να πορευτώ στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Η έννοια της όλης
φράσης=Λίγος χρόνος μου απομένει. Η εργασία μου δεν θα διαρκέσει ακόμη
παρά τρεις ημέρες, δηλαδή μετρημένες ημέρες. Αυτές δεν μπορεί κανείς, ούτε ο Ηρώδης,
να μου τις αφαιρέσει. Και σε αυτές θα εξακολουθήσω να βαδίζω προς τα Ιεροσόλυμα αργά,
όπως βάδισα μέχρι τώρα (g).
(4) «Δεν είναι δεκτό, δηλαδή είναι ασυνήθιστο» (Ζ). Ουκ ενδέχεται, στη δόκιμη
γλώσσα=δεν είναι δυνατόν (δ). «Όταν όμως ακούσεις ότι δεν είναι ενδεχόμενο
προφήτης να φονευτεί έξω από την Ιερουσαλήμ, μη νομίζεις ότι εξαναγκάστηκαν
οι Ιουδαίοι στο να πράξουν τέτοια πράγματα λόγω του ότι γράφτηκαν αυτά,
αλλά αυτό λέγεται σε συμφωνία με την φονική τους διάθεση… διότι αφού εθίστηκαν
με τα αίματα των δούλων, θα φονεύσουν και τον Κύριο» (Θφ).
(5) «Το είπε αυτό ειρωνικά διασύροντας την Ιερουσαλήμ ως προφητοκτόνο» (Ζ).
Η δίκαιη ειρωνεία από δύο πλευρές: α) Σύμφωνα με το προηγούμενο που βαραίνει
την Ιερουσαλήμ, είναι αυτή ο τόπος όπου κάθε προφήτης θα θανατωθεί.
Η πόλη αυτή λες και από συνήθεια είχε λάβει το δικαίωμα εκείνο
του να φονεύει τους προφήτες (Grotius). β) Όταν ο καιρός φτάσει,
φονιάς δεν θα γινόταν ο Ηρώδης=Φαίνεστε ότι ενδιαφέρεστε για την ασφάλειά μου
και για αυτό με αποτρέπετε από το να μείνω στη δικαιοδοσία του Ηρώδη.
Μη φοβάστε. Εδώ δεν διατρέχω κανένα κίνδυνο. Αλλά πρέπει να μεταβώ
στην πρωτεύουσά σας και εκεί με τα δικά σας χέρια θα θανατωθώ (p).
Ο θάνατος του βαπτιστή Ιωάννη λέχθηκε ως παράδειγμα προφήτη που θανατώθηκε
έξω από την Ιερουσαλήμ. Αλλά η περίπτωση αυτή αποτελεί μοναδική εξαίρεση του κανόνα (ο).
"Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους"
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε
για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας,
ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας
και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία
από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την
δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση
των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας.
Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.
Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν
οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές.
«Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται.
Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται,
γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά
κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήση. Αυτό δηλαδή που θα δώση
χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε
τον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο
και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον παλαιό μας άνθρωπο,
για να γίνη καινός και να μη βλάπτη πια ούτε τον εαυτό του
ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάη και τον εαυτό του και τους άλλους,
είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 279-280)