ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
454. Προσευχή είναι η διαρκής συναίσθησις της πνευματικής μας ανέχειας και αδυναμίας, η ενατένισις, -μέσα μας, στους άλλους και στην κτίσι-, των έργων της σοφίας, του ελέους και της παντοδυναμίας του Θεού. Προσευχή είναι μία συνεχής ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο.
455. Μερικές φορές ονομάζουμε προσευχή ό,τι δεν είναι καθόλου προσευχή. Παράδειγμα: Μπαίνει κάποιος στην εκκλησία, στέκεται εκεί λίγη ώρα, βλέπει τις εικόνες ή τους άλλους χριστιανούς, παρατηρώντας τα πρόσωπά τους και το ντύσιμό τους, και λέγει ότι προσευχήθηκε στον Θεό. Ή στέκεται μπροστά σε μία εικόνα, στο σπίτι του, σκύβει το κεφάλι, λέγει μερικά λόγια αποστηθισμένα, χωρίς να τα καταλαβαίνη και να τα αισθάνεται, έχει δε την εντύπωσι ότι προσευχήθηκε, ενώ οι λογισμοί του και η καρδιά του δεν προσευχήθηκαν καθόλου, αλλά είχαν στραφή παντού αλλού εκτός από τον Θεό.
456. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στη μνήμη μας ότι ο Θεός, όπως και η ψυχή μας, είναι πνευματικό Όν. Όταν λοιπόν, με τον νου και την καρδιά μας, πλησιάσουμε τον Θεό, γινόμαστε ένα πνεύμα μαζί του. Ενώ, όταν απομακρυνθούμε απ’ Αυτόν, γινόμαστε ένα πνεύμα με τον Εωσφόρο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 194)
452. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος», λέγει ο Κύριος, «ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ιω. ιε’ 5), δηλαδή η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Έτσι, όπως ο Κύριος είναι άγιος, είναι άγια και η Εκκλησία του. Όπως ο Κύριος είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6), είναι και η Εκκλησία του. Γιατί η Εκκλησία είναι ένα και το αυτό με τον Κύριο, «μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Εφες. ε’ 30) η τα «κλήματα» του, που φυτεύθηκαν πάνω του, -στη νοητή Άμπελο- και τρέφονται απ’ Αυτόν και αναπτύσσονται χάρις σ’ Αυτόν. Ποτέ ας μη φανταζόμαστε την Εκκλησία χωριστά από τον Κύριο Ιησού Χριστό, από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.
453. Όταν ο εχθρός σε πειράζη εσωτερικά με σκέψεις αμφιβολίας γύρω από τα λόγια του Σωτήρος, συλλογίσου: «Κάθε λέξις του Θεού μου Ιησού Χριστού είναι ζωή για μένα». Τότε, το δηλητήριο της αμφιβολίας θα βγη από την καρδιά σου και θα ειρηνεύσεις και θα ξανανοιώσης ευεξία στην ψυχή. Και όταν, πάλι, σε πειράζη η αμφιβολία γύρω από κάθε λόγο ή θεσμό της Εκκλησίας, λέγε ξανά ό,τι είπε ο Κύριος απευθυνόμενος στην Εκκλησία: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ’ 13. Πρβλ. ιδ’ 16). Αυτό σημαίνει, ότι όλα στην Εκκλησία είναι αληθινά και σωτήρια. Και, άρα, η Εκκλησία μας σώζει, είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15). Στα λειτουργικά βιβλία, στα κείμενα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, παντού πνέει ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, της αγάπης και της σωτηρίας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 193-194)
Είναι η εξωτερική πιστοποίηση της αυθεντικότητας του ιερατείου της Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτό έχει την αρχή του στους Αποστόλους (εξ ου και αποστολική), τους πρώτους χειροτονήσαντες. Η διαδοχή δε αυτή αναφέρεται στον ιερό βαθμό του επισκόπου, από τον οποίο πηγάζει η αρχή και του υπόλοιπου ιερατείου. Η αναγωγή του επισκοπικού βαθμού στους αποστόλους γίνεται δια της επισκοπικής χειροτονίας. Οι Απόστολοι κατά διάταξη του Κυρίου, χειροτόνησαν σας κατά τόπους Εκκλησίες τους διαδόχους των επισκόπους, αυτοί δε με τη σειρά τους χειροτόνησαν τους δικούς τους διαδόχους και αυτοί άλλους κ.ο.κ., ώστε καμία περίοδος της ζωής της Εκκλησίας της διεσπαρμένης στα πέρατα του κόσμου να μένει άμοιρη επισκόπων, του συνεκτικού αυτού κέντρου της εκκλησιαστικής ζωής. Η αλυσίδα αυτή των χειροτονιών είναι αδιάσπαστη, ανελισσόμενη από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η συνέχεια αυτή διαπιστώνεται ιστορικά στους επισκοπικούς καταλόγους που φυλάσσονται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Η αποστολική διαδοχή είναι απόδειξη της αυθεντικότητας όχι μόνο της αρχιερωσύνης αλλά και γενικότερα της Εκκλησίας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους επισκόπους της. Σ’ αυτό οφείλεται η σπουδή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, να αποδείξουν ότι η σχέση του ιερατείου τους προς τους αποστόλους είναι συνεχής και αδιάκοπη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 274-275)
Το μυστήριο της ιεροσύνης τελούμενο δι’ επιθέσεως των χειρών (εξ ου και χειροτονία) μαρτυρείται επαρκώς στην Αγία Γραφή. Έτσι όσοι καθίσταντο σ’ έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς το πετύχαιναν δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων και κατόπιν προσευχής. Για τον ιερατικό βαθμό των διακόνων λέγεται, ότι οι Απόστολοι «προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας». Πρεσβυτέρους δε διώριζαν δια χειροτονίας στις κατά τόπους Εκκλησίες ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Ομοίως και οι Απόστολοι κατέλιπον δια χειροθεσίας διαδόχους αυτών στο επισκοπικό αξίωμα, όπως ο Παύλος τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη. Τέλος και οι επτά άγγελοι των Εκκλησιών οι μνημονευόμενοι στην 'Αποκάλυψη, είναι και αυτοί επίσκοποι διαφέροντες των Αποστόλων μόνο κατά το όνομα και όχι κατά το αξίωμα. Βεβαίως σ’ όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν λέγεται ότι η χειροθεσία, που αποτελεί το ορατό μέρος του μυστηρίου, διατάχθηκε από τον Κύριο. Εντούτοις δυνάμεθα να συναγάγουμε, ότι ένα τέτοιο έργο που είναι τόσο σημαντικό για τη ζωή της Εκκλησίας δεν μπορούσε να γίνει απλά και αυθαίρετα από τους Αποστόλους, αν δεν είχαν λάβει ειδική εξουσιοδότηση από τον Κύριο. Αυτό εξυπακούεται και από όσα η Γραφή λέγει για το έργο των πρεσβυτέρων στην Έφεσο, ότι το «Άγιον Πνεύμα έθετο αυτούς επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού».
Η χάρη που χορηγείται δια του μυστηρίου είναι η πνευματική εξουσία προς επιτέλεση των ιερατικών καθηκόντων, μαζί με ειδική αντίληψη από το Θεό για θεάρεστη επιτέλεση των ιερών λειτουργιών και για βίο θεοφιλή και ενάρετο. Όπως είπαμε πιο πάνω, η ιερατική χάρη χορηγείται διαφόρως στους τρεις ιερατικούς βαθμούς.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 273-274)
Η ίδρυση του μυστηρίου της ιερωσύνης από τον Κύριο απέβλεπε να καλύψει μια βαθιά ανάγκη της ζωής και της υπόστασης της Εκκλησίας. Ώς γνωρίζουμε, η Εκκλησία δεν είναι μόνο θείος οργανισμός αλλά και ανθρώπινος, δηλαδή θεανθρώπινος. Τη θεία της πλευρά απαρτίζει ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της, και το Πνεύμα το Άγιο αποτελεί τη ζωογόνο πνοή και την αγιαστική της αρχή. Από τη θεία της πλευρά εξεταζόμενη η Εκκλησία αποτελεί καθίδρυμα πνευματικό και αόρατο, προσιτό στον άνθρωπο μόνο δια της πίστεως, ενώ από την ανθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ως καθίδρυμα ιστορικό και καταστηματικό, του οποίου μέλη είναι άνθρωποι συγκεκριμένοι και ιστορικοί. Στην τελευταία της διάσταση, ως εξωτερικής κοινωνίας ανθρώπων, έχει ανάγκη, όπως και κάθε άλλη ιεραρχημένη κοινωνία ανθρώπων, μιας ειδικής τάξεως μελών της, του ιερατείου, το οποίο με τη δύναμη και την εξουσία που έχει από τον ιδρυτή της να κηρύσσει το λόγο του Θεού, να τελεί τα ιερά μυστήρια, να ποιμαίνει πνευματικά τα μέλη της και να διοικεί το σώμα της. Όλα αυτά επιτυγχάνονται δια του ιερού μυστηρίου της ιεροσύνης. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι το μυστήριο της ιεροσύνης είναι η θεοσύσταση εκείνη τελετή κατά την οποία δι’ ορισμένης ευχής και της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου στις κεφαλές των προχειριζομένων κατέρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία αναδεικνύει τον υποψήφιο σε ένα από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς, το διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο. Η χάρη του Κυρίου, αν και ενιαία, όμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τους υποψήφιους στον αντίστοιχο ιερατικό τους βαθμό. Άλλη είναι η χάρη του διακόνου, άλλη του πρεσβυτέρου και άλλη του επισκόπου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272-273)
Σύμφωνα με τις βασικές αντιλήψεις τους περί δικαιώσεως και εκκλησιαστικού ιερατείου, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν δέχονται την μετάνοια ως μυστήριο, της οποίας απορρίπτουν τα βασικά στοιχεία, την εσωτερική από αγάπη και πίστη συντριβή της ψυχής για τα αμαρτήματά της και την εξώτερη εξομολόγηση στο λειτουργό της Εκκλησίας. Κατ’ αυτούς στο μυστήριο του ιερού βαπτίσματος σφυρηλατείται ακατάλυτος δεσμός μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ώστε οποιαδήποτε αμαρτία μετά το βάπτισμα, μικρή ή μεγάλη, να μην μπορεί να διαλύσει το δεσμό αυτό και να τον αφανίσει. Βεβαίως οι μετά το βάπτισμα αμαρτάνοντες έχουν ανάγκη μετάνοιας· όμως η μετάνοιά τους αυτή, ως επάνοδος στη δια του βαπτίσματος χορηγηθείσα άφεση, δεν αποτελεί ιδιαίτερο μυστήριο, αλλά ζωογόνηση του μυστηρίου του βαπτίσματος.
Την εξομολόγηση απορρίπτουν οι Προτεστάντες σύμφωνα με τη βασική τους αντίληψη να λαμβάνουν άφεση αμαρτιών όχι μέσω της Εκκλησίας της οποίας αρνούνται τον ορατό χαρακτήρα, αλλ΄ απ’ ευθείας από το Θεό. Η εξομολόγηση, που δεν έχει διαταχθεί κατ’ αυτούς από τον Κύριο, είναι το πολύ ανεκτή περισσότερο για λόγους ψυχολογικούς. Ο ποιμένας αναγγέλλει στον εξομολογούμενο την υπόσχεση απλώς του Θεού περί αφέσεως των αμαρτιών, για να μην αποκάμει και απελπισθεί αμφιβάλλοντας αν οι αμαρτίες του είναι συγχωρημένες στον ουρανό. Ότι στο πνεύμα αυτό της εξομολογήσεως της στερούμενης του ιερατικού στοιχείου και κριτηρίου είναι δυνατό να χορηγήσει εν ανάγκη άφεση αμαρτιών και ένας λαϊκός, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 272)
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
-Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
Όσοι βρίσκονται στον Αδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά,
για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι
δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια.
Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται
σε δαιμονική κατάσταση καί, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια,
αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται
από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του.
Έ, τί να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο,
αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν
και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία,
τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή,
αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο,
έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του
και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο»
σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε,
έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους.
Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία
που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση.
Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει,
γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πή: «Πώς τον σώζεις αυτόν,
ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη.
Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος
για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή.
Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι.
«Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται
να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια,
για να τα διαβάσουν οι ιερείς.
Και βλέπεις, εκεί στο Αγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο
και για τους κεκοιμημένους και για τον Αγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
-Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
-Έμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή
για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός.
Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός - θέλω να πώ, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε
ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν - και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή,
Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς
για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός
και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη,
ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων.
[...] -Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε
κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
-Αμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της
με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια
και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους.
Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό.
Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
-Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
-Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
-Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
-Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων
που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
-Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου,
γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο
για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ.
και στο τέλος λέω «καί υπέρ ών τα ονόματα ουκ εμνημονευθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους,
παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.[...] Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να
μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 274-279)
Προτροπή για μετάνοια (Κατά Λουκάν κεφ.13, στιχ. 31-35)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.31 ᾽Εν αὐτῇ τῇ ημέρα(1) προσῆλθον τινες Φαρισαῖοι(2) λέγοντες αὐτῷ,
῎Εξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν(3), ὅτι ῾Ηρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι(4).
31 Εκείνη την ημέρα πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και του έλεγαν:
«Απομακρύνσου απ’ αυτή την περιοχή, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει».
(1) Διαφορετική γραφή: ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
(2) Όχι από ειλικρινές ενδιαφέρον για την ασφάλεια της ζωής του, λένε αυτά σε αυτόν οι Φαρισαίοι.
«Επειδή έλιωναν από το φθόνο… επιχειρούν να φοβίσουν τον Κύριο και του φέρνουν ως απειλή τον Ηρώδη» (Θφ).
«Και υποκρινόμενοι εύνοια, τον συμβουλεύουν να βγει και να αναχωρήσει· με πρόφαση μεν, να μην φονευτεί
από τον Ηρώδη, στην πραγματικότητα όμως για να μην δοξάζεται και ελκύει τον όχλο με το να είναι παρών
και να κάνει θαύματα» (Ζ). Η επιθυμία να διαταράξουν το έργο του Ιησού και να δημιουργήσουν πανικό
μεταξύ των ακολούθων του, ώθησε τους Φαρισαίους να ανακοινώσουν την απειλή του Ηρώδη στον Ιησού,
έστω και αν ακόμη δε είχαν την ελπίδα, ότι αυτός φεύγοντας από την περιοχή του Αντίπα
θα μετέβαινε στην Ιουδαία και θα περιερχόταν έτσι στη δικαιοδοσία του συνεδρίου και της ιουδαϊκής ιεραρχίας (p).
Ενδιαφέρονταν παρ’ όλα αυτά οι Φαρισαίοι και για τον τελευταίο αυτόν λόγο να καταφύγει ο Ιησούς στην Ιουδαία,
στην οποία εκτείνονταν τα δικαιώματα του συνεδρίου τους (g).
(3) Ο Κύριος πιθανώς βρισκόταν τώρα στην Περαία. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για αυτό.
Και οι δύο όμως επαρχίες, η Περαία δηλαδή και η Γαλιλαία, βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του Αντίπα (p).
(4) Από την απάντηση την οποία ο Κύριος δίνει στους Φαρισαίους βγαίνει ως συμπέρασμα φανερά, ό
τι η απειλή αυτή δεν ήταν επινόησή τους. Διότι διαφορετικά ο Κύριος θα έλεγχε την ψευδολογία τους
και δεν θα αποκαλούσε τον Ηρώδη αλεπού. Παρόλο που ο τετράρχης αυτός επιθυμούσε να δει τον Ιησού
να επιτελεί κάποιο θαύμα (Λουκ. κγ 8), πιθανότατα όμως τον θεωρούσε επικίνδυνο (p).
Αφενός μεν η από τα κηρύγματα και την παρουσία του Ιησού προκαλούμενη ζύμωση στο λαό ανησυχούσε τον Ηρώδη·
αφετέρου όμως δεν ήθελε στον θάνατο του Βαπτιστή που προηγήθηκε να προσθέσει και άλλον,
και για αυτό ενδιαφερόταν να δει τον Ιησού να αφήνει τα εδάφη της δικαιοδοσίας του (g)
13.32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι(1) ταύτῃ, ᾽Ιδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια(2)
αὶ ἰάσεις(3) επιτελώ(4) σήμερον καὶ αὔριον(5), καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι(6).
32 Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού πως σήμερα κι αύριο θεραπεύω δαιμονισμένους
και γιατρεύω ασθενείς· και την τρίτη μέρα θα φτάσει το έργο μου στο τέλος.
(1) «Παρομοιάζει τον άνθρωπο με την αλεπού· διότι αυτό το ζώο είναι πάντα κάπως πανούργο και δύστροπο» (Κ).
Η αλεπού εξεικονίζει την πανουργία σε όλες τις γλώσσες και μάλιστα στην ελληνική, όπου σχηματίστηκε
και το ρήμα αλωπεκίζω. Είναι σαν να έλεγε στον Ηρώδη: Επειδή δεν τολμάς να δείξεις τα δόντια του λιονταριού,
καταφεύγεις στις πανουργίες της αλεπούς. Κάποιοι από τους νεότερους επέκριναν τον ελάχιστα ευλαβή τρόπο,
με τον οποίο ο Κύριος επέκρινε τον άρχοντα του λαού του! Λησμόνησαν όμως, ότι ο Ηρώδης ήταν δημιούργημα
του Καίσαρα και δεν ήταν νόμιμος κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. Εάν επίσης οι προφήτες της Π.Δ.
ως εντολοδόχοι του Θεού, έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν στους νόμιμους άρχοντες του λαού με τη γνωστή γλώσσα,
πόσο μάλλον ο Ιησούς, ο οποίος είχε συνείδηση ότι και ως άνθρωπος ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας,
ο αληθινός βασιλιάς του Ισραήλ, είχε το δικαίωμα να χαρακτηρίσει την διαγωγή ενός βασιλιά που ήταν παρείσακτος
και παράνομα ανέβηκε στο θρόνο (g).
(2) Δεν προσθέτει «κηρύττω το ευαγγέλιο» διότι αυτό δεν θα κατανοούνταν από τον Ηρώδη.
Από τον ευεργετικό χαρακτήρα των πράξεων αυτών του Ιησού, γινόταν προφανές το αδικαιολόγητο και η κακεντρέχεια
των προθέσεων του Ηρώδη (b).
(3) Η λέξη υπάρχει μόνο εδώ και στο Πραξ. δ 22,30. Προφανώς είναι λέξη ιατρική, που δεν συναντιέται
όμως μαζί με το ρήμα αποτελώ (άλλη γραφή, αντί για επιτελώ) (L).
(4) Υπάρχει και η γραφή αποτελώ. Εφόσον όμως το αποτελώ είναι σπανιότερο από το επιτελώ, πιθανώς το τελευταίο
αυτό αντικατέστησε κατά την αντιγραφή το αποτελώ, το οποίο συναντιέται στα παλαιότερα χειρόγραφα (g)=φέρνω κάτι σε πλήρες τέλος.
(5) «Κάποιοι λένε ότι το «σήμερα και αύριο» το λέει για δύο ημέρες, κατά τις οποίες επρόκειτο εκεί να θαυματουργεί·
ενώ «τρίτη» εννοεί την μετά από αυτές, κατά την οποία λέει ότι θα τελειώσει, δηλαδή θα αρχίσει την πορεία
προς το θάνατο και θα βαδίσει προς τα Ιεροσόλυμα» (Ζ). Πιο σωστή ερμηνεία: «Το σήμερα και αύριο,
έστω και αν φαίνονται ότι δείχνουν μετρημένες ημέρες, φανερώνουν όμως στην πραγματικότητα συντομία καιρού.
Διότι συνηθίζουμε, όταν θέλουμε να δείξουμε τον λίγο καιρό, να λέμε «σήμερα και αύριο»» (Ζ).
(6) «Με το να πει «φθάνω στο τέλος», διαμηνύει τον θάνατό του και ότι πεθαίνει με τη θέλησή του
και ούτε ο Ηρώδης ούτε αυτοί θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πριν τον κατάλληλο καιρό» (σχ.).
«Οπωσδήποτε δεν έδειξε αυτό, ότι δηλαδή αναγκαστικά την τρίτη ημέρα θα έφτανε στο τέλος, α
λλά δείχνει ότι ο θάνατός του θα γίνει σύντομα» (Θφ). «Υποδηλώνει ότι δεν θα πεθάνει μετά από πολύ καιρό» (Ζ).
Ή, είμαι στο τέλος τόσο της δράσης μου όσο και της ζωής μου. Ας μην ανησυχεί λοιπόν ο Ηρώδης (g).
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σσ. 228-229)
Η Αγάπη δεν πηγάζει από τη γη, αλλά από τον ουρανό. Ο όσιος Κασσιανός λέει: «Η Αγάπη είναι χαρακτηριστικό του Θεού και χαρακτηριστικό εκείνων των ανθρώπων που πραγματικά υπηρετούν τον Θεό».
Για να κατανοήσουμε τον Θεό ως Αγάπη, πρέπει να κατανοήσουμε τον Θεό ως Αγία Τριάδα. Στην Τριαδικότητα του Θεού βρίσκεται το κλειδί του μυστηρίου του Θεού ως Αγάπη, κόρη μου. Φύλαγε αυτό το μυστικό διαρκώς στην καρδιά σου και πίστευε στα λόγια του μεγάλου Ισαάκ του Σύριου: «Η Αγάπη είναι πιο γλυκιά και από την ζωή». Και εγώ συμπληρώνω: «πως η Αγάπη είναι πιο δυνατή και από τον θάνατο».
Όταν μιλάμε για την Αγάπη που ενώνει την Αγία Τριάδα, πρέπει διαρκώς να έχουμε στο νου μας, ότι ο Θεός είναι πνεύμα και πως η θεϊκή Αγάπη είναι πνευματική.
(«Διδάγματα για την Χριστιανική αγάπη», Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη)